1. Βίβλος ῾Ερμηνεία καὶ σχολιασμός Πότε γεννήθηκε ὁ Χριστός;

 

Πότε γεννήθηκε ὁ Χριστός;

 

Προσπαθοῦν νὰ χτυπήσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ!

 

Γράφει ὁ δρ Κωνσταντῖνος Σιαμάκης

 

    Σημείωσις «Συμβολῆς»· στὴν πρώτη του δημοσίευσι τὸ παρὸν ἄρθρο εἶχε τίτλο «Λάθος ὁ ἑορτασμὸς τῆς χιλιετηρίδος ἕναν χρόνο νωρίτερα», ἐπειδὴ αὐτὸ ἦταν ἐπίκαιρο τότε.  ὁ παρὼν τίτλος ἐτέθη ἀπὸ τὴν «Συμβολή».

 

Σὲ λίγον καιρὸ συμπληρώνονται 2000 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννησι τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καί, ἂν ἐπιτρέψῃ ὁ θεός, οἱ χριστιανοὶ θὰ χαροῦμε τὴ χιλιετηρίδα ἢ millenium. χιλιετία εἶναι τὰ 1000 χρόνια καὶ χιλιετηρὶς λέγεται ἡ ἑορτὴ ἢ ἡ σειρὰ τῶν ἑορτῶν ποὺ ἑορτάζονται γιὰ τὴ συμ­πλήρωσι τῆς χιλιετίας· λατινιστὶ καὶ τὰ δύο λέγονται millenium. τὸ ὅτι ἡ χιλιετηρίδα ἑωρτάστηκε μὲ πολλὲς φανφάρες ἀπὸ τὸ χριστιανικό, τὸ χριστώνυμο καὶ τὸν ἄσχετο κόσμο, ὅπως λ.χ. οἱ εἰδωλολατρικὲς χῶρες Κίνα καὶ ᾿Ιαπωνία, ἤδη τὴν περασμένη πρωτοχρονιὰ τοῦ ἔτους 2000, ὀφείλεται μόνο στὴ μικρόνοια τοῦ κόσμου καὶ στὴ βιαστικὴ καὶ ἀσυγκράτητη κερδοσκοπικὴ βουλιμία τῶν ἐμπόρων ποὺ σχετίζονται μὲ φιέστες, εἰδήσεις καὶ διαφημίσεις. χιλιετία εἶναι τὰ 1000 χρόνια καὶ ὄχι τὰ 999. ἀπὸ τὸ 1 μέχρι καὶ τὸ 1000 μία χιλιάδα καὶ μία χιλιετία· ἀπὸ τὸ 1001 μέχρι καὶ τὸ 2000 δύο χιλιάδες καὶ δύο χιλιετίες· ποὺ τελειώνουν στὶς 31 Δεκεμβρίου τοῦ 2000. καὶ τὴν πρωτοχρονιὰ τοῦ 2001 ἀρχίζει ἡ τρίτη χιλιετία· συμβατικῶς βέβαια, διότι ὁ Χριστὸς δὲν γεννήθηκε τὴν πρωτοχρονιά, οὔτε κὰν στὶς 25 Δεκεμβρίου. κι ἐδῶ διερευνοῦμε πότε ἀκριβῶς γεννήθηκε ὁ Χριστός. καὶ πρῶτα νὰ προσδιορίσουμε τὸ ἔτος· ἔπειτα τὴν ἡμέρα.

Εἶναι γνωστή, νομίζω, ἡ φτηνὴ ἀνοησία, ποὺ κυκλοφορεῖ. ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν γεννήθηκε τὸ 1 μ.Χ., ἀλλὰ τὸ 4 π.Χ.. εἶναι κι αὐτὸ ἀπὸ τὶς ἐξυπνάδες ποὺ λὲν ὅσοι ἀρέσκονται νὰ κάνουν τὸν ἔξυπνο μὲ φτηνὸ τρόπο καὶ γαργαλίζονται ἀπὸ τὴ μαύρη ἐλπίδα ὅτι μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο κλoνίζουν λίγο τὴν ἀξιoπιστία τῆς γύρω ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἀληθείας. χίµαιρά τους καὶ πρόβλημά τους.

Κατ᾿ ἀρχήν, καὶ ἂν τὸ ἔτος τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἦταν τὸ 4 π.Χ., αὐτὸ δὲν παύει νὰ εἶναι ταυτόχρονα καὶ 1 μ.Χ., ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλιῶς εἶναι ἀφετηρία τῆς χρονολογήσεως ἀπὸ Χριστοῦ, χωρὶς καμμία παράλειψι ἐτῶν ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα. καὶ τὸ 60 π.Χ. νὰ ἦταν, πάλι θὰ ἦταν ταυτόχρονα τὸ ἴδιο τὸ 1 μ.Χ.. ἂν δηλαδὴ ἀλήθευε αὐτό, ποὺ λένε, θὰ ἦταν ἐλλιπὴς κατὰ 4 χρόνια ἡ πρὸ Χριστοῦ τελευταία χιλιετία, καὶ ὄχι βέβαια ἡ μετὰ Χριστὸν πρώτη χιλιετία. οἱ µικρονοϊκοὶ πoὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε τὸ 4 π.Χ. μὲ τὴν αἰτιολογία ὅτι βρῆκαν ὅτι ὁ ὑπολογιστὴς τοῦ χρονολογίου μας Διονύσιος ὁ ᾿Ελάχιστος ἔχασε κατὰ τοὺς ὑπολογισμούς του μία ὀλυμπιάδα, μία δηλαδὴ τετραετία, μιλοῦν μὲν γιὰ διαφορὰ 4 ἐτῶν, φαντάζονται ὅμως, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνoυν, 8 χρόνια, διότι ἐννοοῦν ...6 5 4 π.Χ. καὶ 4 5 6... µ.Χ., ἤτοι μία τετραετία πρὸ Χριστοῦ καὶ ἄλλη μία μετὰ Χριστόν· γενικὰ βρίσκονται σὲ σύγχυσι καὶ φαντάζονται ἀπὸ 6 μέχρι 9 χρόνια, διότι μερικοὶ φαντάζονται ὅτι ὑπῆρξε καὶ ἔτος 0 ( ...6 5 4 0 4 5 6...), λὲς καὶ ἀπὸ τότε ἢ κι ἀπὸ πρὶν ἤξεραν καὶ παραδέχονταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅτι θὰ ἰσχύσῃ τὸ χριστιανικὸ χρονολόγιο, καὶ τοποθέτησαν στὸ λογαριασμό τους κι ἕνα ἔτος 0, σὰ νεκρὰ ζώνη διαχωρισμοῦ, νὰ ποῦμε! δείγματα τῆς χαμηλῆς νοημοσύνης των ὅλα αὐτὰ καὶ τῆς ἀνόητης τόλμης των, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐκπορεύονται ὅλες οἱ σχετικὲς παρλαπίπες.

Τὸ χριστιανικὸ χρονολόγιο τὸ ὑπολόγισε μὲν τὸν F΄ μ.Χ. αἰῶνα ὁ Σκύθης ἀστρονόμος (κι ἀργότερα μοναχὸς) Διονύσιος ὁ ᾿Ελάχιστος (Dionysius Exiguus, 500-540) στὴ ῾Ρώμη, ἄρχισαν δὲ νὰ τὸ χρησιμοποιοῦν πρῶτα στὴ Δύσι κατὰ τὸν Η΄ αἰῶνα. σ᾿ ἐμᾶς τοὺς ῞Ελληνες καὶ γενικὰ στοὺς ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἦρθε μετὰ τὴν πτῶσι τοῦ Βυζαντίου, κατὰ τὴν ἀρχὴ τῆς τουρκοκρατίας, γύρω στὸ 1500. λένε λοιπὸν οἱ σημερινοὶ τσίφτηδες τῆς παρεπιστημονικῆς ψευδοδιανοήσεως, ὅτι, καθὼς ὁ Διονύσιος λογάριαζε τὶς ὀλυμπιάδες, γιὰ νὰ προσδιορίσει τὸ ἔτος τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ξέφυγε μία ὀλυμπιάδα κι ἔτσι τοποθέτησε τὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ στὸ 4 π.Χ. ἀντὶ στὸ 1 μ.Χ.. τί βλακεία, θεέ µου! λὲς καὶ ἂν ἀκόµη τὸ ἔκανε τὸ λάθος αὐτό, θὰ ἦταν λάθος διπλό, 4 χρόνια γιὰ τὴν πρὸ Χριστοῦ χιλιετία καὶ ἄλλα 4 γιὰ τὴ µετὰ Χριστόν! ἀπὸ τὴν πολλὴ ἐξυπνάδα τους ὅµως κι ἀπὸ τὴν ἀκράτητη ὄρεξί τους νὰ «τὴ χτυπήσουν» λίγο τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ εἶναι ἔτσι «λίγο χτυπηµένη» καὶ συνεπῶς «ἀρκετὰ ἀναξιόπιστη», ἔπαθαν ὅ,τι παθαίνουν ὅσοι δὲν µποροῦν νὰ λύσουν τὰ δύο παρακάτω παιγνιώδη προβλήµατα·

1) ῞Ενας βάτραχος ποὺ ἔπεσε σ' ἕνα λάκκο βάθους 10 µέτρων καί, προσπαθώντας νὰ βγεῖ, ἀνεβαίνει 3 µέτρα τὴν ἡµέρα, ἀλλὰ ξαναπέφτει 2, καὶ ἄρα κερδίζει 1 µέτρο τὴν ἡµέρα, σὲ πόσες µέρες θὰ βγῇ; ἀπάντησι τοῦ κάθε βλάκα· 10 µέτρα, ἀπὸ 1 µέτρο τὴν ἡµέρα, θὰ βγῇ σὲ 10 µέρες. ἡ ἀπάντησι βέβαια εἶναι ὅτι θὰ βγῇ σὲ 8 µέρες, διότι τὴν ὄγδοη µέρα, ποὺ θὰ διανύσῃ τὰ τελευταῖα 3 µέτρα, ἀπὸ τὰ 7 µέχρι τὰ 10, θὰ βρεθῇ ἔξω ἀπὸ τὸ λάκκο καὶ δὲν θὰ ξαναϋποχωρήσῃ.

2) ῞Ενα νούφαρο σὲ µία λιµνούλα νεροῦ μεγαλώνοvτας διπλασιάζεται κάθε µέρα. σὲ 30 µέρες καλύπτει ὅλη τὴ λιμνούλα· σὲ πόσες µέρες καλύπτει τὴ μισή; ἀπάντησι τοῦ κάθε βλάκα· σὲ 15 μέρες, τὶς μισὲς τῶν 30. ἡ ἀπάντησι βέβαια εἶναι ὅτι τὴ μισὴ λίμνη τὴν καλύπτει σὲ 29 μέρες, διότι κάθε μέρα διπλασιάζεται· ἄρα τὴν προηγουμένη τῆς τριακοστῆς εἶχε καλύψει τὴ μισὴ λίμνη.

Αὐτὴ τὴν τόσο χοντρὴ βλακεία ἔχουν νὰ ἐπιδείξουν στὸ κοινό τους καὶ ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Διονύσιος ἔχασε μία ὀλυμπιάδα. διότι ὁ κάθε τέτοιος φαντάζεται ὅτι, ἀφοῦ μιὰ ὀλυμπιάδα ἔχει τέσσερα χρόνια, ἄρα βρίσκουμε τὰ χρόνια, ὅταν πολλαπλασιάσουμε τὶς ὀλυμπιάδες ἐπὶ 4, καὶ ἄρα καὶ οἱ δύο πρῶτες ὀλυμπιάδες ἔχουν ὀκτὼ χρόνια! οἱ δύο πρῶτες ὅμως ἔχουν μόνο 4 χρόνια, διότι ἡ πρώτη δὲν μέτρησε καμμία τετραετία· ἔχει χρόνια 0· ὅταν συμπληρώθηκαν τέσσερα χρόνια μετὰ τὴν πρώτη, τότε ἔγινε ἡ δεύτερη ὀλυμπιάδα. ἄρα μᾶλλον ὁ Διονύσιος ἦταν νοημονέστερος ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς βλᾶκες, καὶ δὲν τοῦ διέφυγε καμμία ὀλυμπιάδα. αὐτοὶ ἔχουν διαφυγὴ καὶ διαρροή· ἂν εἶχαν βέβαια κάτι στὸ κρανίο τους, γιὰ νὰ διαρρεύσῃ· διότι «οὐκ ἄν τι διαρρεύσοι παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος». εἶναι λοιπὸν πλήρης καὶ ἡ τελευταία πρὸ Χριστοῦ χιλιετία, ὅπως ἀκριβῶς ὑπο­λόγισε ὁ Διονύσιος, καὶ δὲν τῆς λείπει καμμία τετραετία. φυσικὰ γιὰ τὴν πρώτη μετὰ Χριστὸν χιλιετία δὲν τίθεται –δὲν ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ τεθῇ– κανένα πρόβλημα, ὅτι εἶναι πλήρης. καὶ βέβαια μόνο τὸ τελευταῖο αὐτὸ ἔχει νὰ κάνῃ μὲ τὸ ἂν ὄντως σήμερα ἔχουν περάσει ἀκριβῶς 2000 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ. ἔχουν περάσει πράγματι τόσα ἀκριβῶς.

Τώρα, γιὰ νὰ ἔρθουμε ἀπὸ τὸ χρονολόγιο στὸ ἡμερολόγιο, ἂν κανεὶς σκεφτῇ ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε 7 ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν πρωτοχρονιά, καὶ ἄρα γεννήθηκε μέσα –μία ἑβδομάδα μέσα– στὸ τελευταῖο πρὸ Χριστοῦ ἔτος, αὐτὸ βέβαια εἶναι σωστὸ καὶ εὐνόητο. τὸ λέω δὲ αὐτό, διότι ὑπάρχουν πράγματι κάποιες τέτοιες μέρες ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι μόνο 7, ἀλλὰ περίπου 120, δηλαδὴ 4 μῆνες. δὲν παίζουμε ὅμως μὲ τὶς ἡμέρες καὶ τὶς ὧρες, πρῶτον διότι κατὰ καιροὺς ἡ πρωτοχρονιὰ μετακινήθηκε μέσα στὸ ἔτος, καὶ δεύτερον διότι ὁ Χριστὸς δὲν γεννήθηκε στὶς παραμονὲς τῆς σημερινῆς πρωτοχρονιᾶς, δηλαδὴ στὶς 25 δεκεμβρίου. ἡ ἡμερομηνία αὐτὴ εἶναι συμβατική.

Οἱ ἀρχαῖοι λαοὶ τοποθετοῦσαν τὴν πρωτοχρονιὰ τὴν 1η Μαρτίου, ἐπειδὴ τότε εἶναι τὸ «πρωὶ» τῆς χρονιᾶς, τότε ἔχει λήξει ἡ νύχτα τοῦ χειμώνα, τότε ἄρχιζαν οἱ ἀγροτικὲς ἐργασίες, ὁ πλοῦς τῶν ναυτικῶν καὶ οἱ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις. γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ μῆνα αὐτό, τὸν πρῶτο δηλαδή, τὸν εἶχαν ἀφιερωμένο στὸν κάποτε ἀνώτατο θεό τους, τὸ θεὸ τοῦ πολέμου, τὸν Mars (γενικὴ Martis) καὶ τὸν ἔλεγαν Martius (σὰ νὰ λέμε Ἄρης καὶ Ἀρειανός). γι᾿ αὐτὸ καὶ μέχρι σήμερα ὑπάρχουν στὰ χωριά μας καὶ κάλαντα τῆς πρώτης Μαρτίου, τῆς πρώην πρωτοχρονιᾶς, τὰ λεγόμενα καὶ «χελιδονίσματα», ἐπειδὴ αὐτὰ τὰ κάλαντα ἀρχίζουν μὲ τὸ στίχο· Χελιδόνα ἔρχεται ἀπὸ τὴ Μαύρη θάλασσα. γι᾿ αὐτὸ ἐπίσης εἶναι ἐλλιπὴς ὁ προηγούμενος μήνας Φεβρουάριος (Februarius), ὡς ὁ τελευταῖος τοῦ ἔτους· τοῦ ἔδιναν μόνον ὅσες μέρες ἀπέμεναν στὸ τέλος, ἐννοοῦσαν ὅμως οἱ πολὺ ἀρχαῖοι ῾Ρωμαῖοι ὡς 1η Μαρτίου, ἤτοι πρωτοχρονιά τους, τὴ σημερινὴ 21η Μαρτίου, ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι ἡ ἐαρινὴ ἰσημερία. τέλος, ἐννοεῖται ὅτι τὰ ἀρχαῖα ἡμερολόγια ἦταν ἀτελῆ, σὰν ἕνα ῥολόγι ποὺ χάνει ἢ κερδίζει ἕνα λεπτὸ κάθε μέρα, καὶ ἄρα ἡ πρωτοχρονιὰ πήγαινε μπρὸς - πίσω ἀνάλογα μὲ τὸ μέγεθος τῆς ἡμερολογιακῆς ἀνακριβείας καὶ τὸ πόσο συχνὰ γίνονταν διορθώσεις τοῦ ἔτους ἢ βελτιώσεις τοῦ ἡμερολογίου.

Ὅταν σὲ ὄψιμα χρόνια οἱ ῾Ρωμαῖοι ἔκαναν πρῶτο μῆνα τὸν Ἰανουάριο, τὸν ὠνόμασαν Ianuarius, ἀπὸ τὸ δευτερεύοντα θεὸ τοῦ πολέμου Ianus (᾿Ιανός), ποὺ θὰ πεῖ Πυλαῖος, ἐπειδὴ ἦταν θεὸς-φρουρὸς τῶν πυλῶν τοῦ τείχους τῆς πόλεως. πρὶν ὅμως κάνουν πρῶτο μῆνα τοῦ ἔτους τὸν Ἰανουάριο, εἶχαν κάνει τὸ Σεπτέμβριο, ἤτοι 23 Σεπτεμβρίου - 23 Ὀκτωβρί­ου, ἐπειδὴ ἀπὸ τότε, ἀπὸ τὴ φθινοπωρινὴ ἰσημερία, ἀρχίζει ὁ νέος κύκλος τῶν ἀγροτικῶν ἐργασιῶν, ποὺ ἀρχίζουν μὲ τὰ ὀργώματα γιὰ τὴν ἑτοιμασία τῶν προσεχῶν καλλιεργειῶν. ὅταν ἔκαναν πρωτοχρονιὰ τὴν πρώτη Ἰανουαρίου (= 22 Δεκεμβρίου, μέγιστη νύχτα τῆς χρονιᾶς καὶ πρώτη μέρα ποὺ αὐξάνει τὸ χρόνο της καὶ τὴν ἡλιοφάνεια, ἄρα γενέθλια τοῦ «θεοῦ» Ἡλίου), τότε ἡ πρώτη Σεπτεμβρίου (= 23 Σεπτεμβρίου ἀρχικὰ) ἔμεινε σὰν οἰκονομικὴ καὶ φορολογικὴ πρωτοχρονιά (ὅπως τώρα στὶς ΗΠΑ εἶναι ἡ 1η Ἰουλίου), ἐπειδὴ τότε τελείωναν ὅλες οἱ συγκομιδὲς καὶ οἱ πολῖτες ἔπρεπε νὰ μποροῦσαν νὰ πληρώσουν τοὺς φόρους των· σὲ εἶδος βέβαια, δηλαδὴ σὲ ἀγροτικὰ προϊόντα, διότι νόμισμα δὲν ὑπῆρχε ἀκόμη.

Μὲ τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμισι τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ Ἕλληνος ἀστρονόμου Σωσιγένους ἐπὶ Ἰουλίου Καίσαρος τὸ 46 π.Χ., οἱ ἡμέρες τοῦ ἔτους –καὶ ἡ 1η Σεπτεμβρίου– πῆραν τὴ σημερινή τους θέσι. στὰ χρόνια τοῦ Καίσαρος καὶ τοῦ Χριστοῦ ἡ 1η Σεπτεμβρίου ἦταν ἡ οἰκονομικὴ- φορολογικὴ πρωτοχρονιά, ἐνῷ ἡ ἡμερολογιακὴ ἦταν ἡ 1η Ἰανουαρίου. στὸ μεταξὺ ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Φιλίππου καὶ τοῦ Ἀλεξάν­δρου μέχρι τὸν Ε΄ μ.Χ. αἰῶνα χρησιμοποιοῦνταν τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ μακε­δονικὸ ἡμερολόγιο καὶ μηνολόγιο (ὀνόματα μηνῶν· Δίος, ᾿Απελλαῖος, Αὐδυναῖος, Περίτιος, Δύστρος, Ξανδικός, ᾿Αρτεμίσιος, Δαίσιος, Πάνημος, Λώιος, Γορπιαῖος, ῾Υπερβερεταῖος). τὸ Μαρτύριον τοῦ Πολυκάρπου, ὁ Μακάριος Αἰγύπτιος, ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, καὶ ὁ Θεοδώρητος (Β΄ - Ε΄ αἰῶνες) κατονομάζουν μῆνα Ξανθικόν, ποὺ τότε ἦταν ὁ Ἀπρίλιος· δὲν χρησιμοποιοῦν ποτὲ τὸ τωρινὸ ῥωμαϊκὸ μηνολόγιο ἢ τὸ ἰουλιανὸ ἡμερο­λόγιο. μετὰ τὰ μέσα τοῦ Ε΄ αἰῶνος (450) ἄρχισε νὰ ἐπικρατῇ τὸ ῥωμαϊκὸ ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο μὲ τὸ δικό του μηνολόγιο (Ἰανουάριος... Δεκέμβριος).

Τὸ ῥωμαϊκὸ κράτος κάθε 1η Σεπτεμβρίου δεχόταν τὶς φορολογικὲς δηλώσεις καὶ τοὺς φόρους. καὶ καθὼς ἔκρινε ὅτι ἡ οἰκογενειακὴ κατά­στασι ἀλλάζει περίπου κάθε 15 χρόνια, κάθε δεκαπενταετία ἔκανε ἀπο­γραφὴ τοῦ πληθυσμοῦ, ποὺ γιὰ τοὺς ῾Ρωμαίους ἦταν οἰκονομικὴ- φορολο­γικὴ καὶ ὄχι στατιστικὴ ὅπως εἶναι σήμερα, οὔτε στρατολογικὴ ὅπως ἦταν στὸ βιβλικὸ Ἰσραήλ. ἡ 1η Σεπτεμβρίου τοῦ πρώτου ἔτους τῆς δεκαπεν­ταετίας λεγόταν edictum, ἔδικτον, ἤδικτον, ἴδικτον, ἴνδικτος, ἀρχὴ τῆς ἰνδίκτου (καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ λειτουργικὴ πρωτοχρονιὰ εἶναι ἡ 1η Σεπτεμ­βρίου ή «ἀρχὴ τῆς ἰνδίκτου», γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ μηναῖα ἀρχίζουν ἀπὸ τότε). λεγόταν ἔτσι ἡ 1η Σεπτεμβρίου, ἐπειδὴ κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη τοιχοκολ­λοῦνταν ἂν σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία τὸ δόγμα (= edictum, διάταγμα) τοῦ αὐτοκράτορος ποὺ διέταξε τὴν ἀπογραφή, καὶ ἡ ἀπογραφὴ ἄρχιζε ἀμέσως.

Μᾶς λέει λοιπὸν ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (Λκ 2,1), ὅταν ἱστορεῖ τὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἐκείνη τὴν 1η Σεπτεμβρίου ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην· αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρινίου. κι ἀμέσως οἱ ὑπόδουλοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ ᾿Ιωσὴφ μὲ τὴν ἔγκυο παρθένο Μαρία, ἔσπευσαν ν᾿ ἀπογραφοῦν ὁ καθένας στὸν τόπο καταγωγῆς του (Βηθλεὲμ) καὶ ὄχι στὸν τόπο διαμονῆς του (Ναζαρέτ)· καὶ σήμερα οἱ ἑτεροδημότες πηγαίνουν νὰ ψηφίσουν στὸ χωριό τους. παρ᾿ ὅλο ποὺ ἔσπευσαν τὸ ταχύτερο, δὲν πρόλαβαν μιὰ ἀνθρώπινη θέσι διανυκτε­ρεύσεως μέσα στὸ σπίτι ἢ πανδοχεῖο, ἀλλ᾿ ἀναγκάστηκαν νὰ διανυκτερεύ­σουν ὅπως-ὅπως σ᾿ ἕνα στάβλο, ὅπου τὴν πρώτη βραδιὰ γεννήθηκε ὁ Χριστός.

Μία πορεία ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ μέχρι τὴ Βηθλεὲμ μὲ τὰ μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης διαρκοῦσε 4 ἢ 5 μέρες. συνεπῶς ἡ νύχτα ἐκείνη ἦταν ἡ ἀπὸ 4 πρὸς 5 Σεπτεμβρίου ἢ ἡ ἀπὸ 5 πρὸς 6. ἡ ὥρα φυσικὰ δὲν σημειώνεται. ἄλλωστε γιὰ τοὺς ἀρχαίους τὸ νέο εἰκοσιτετράωρο ἄρχιζε ἀπὸ τὴ δύσι τοῦ ἡλίου καὶ ὄχι 5 ὧρες ἀργότερα, ἤτοι 12 τὰ μεσάνυχτα, ὅπως ἀρχίζει σήμερα. ὁ Χριστός, φρονῶ, γεννήθηκε τὴ νύχτα ἀπὸ 4 πρὸς 5 Σεπτεμ­βρίου, ποὺ τότε σὲ ὁποιαδήποτε ὥρα της θεωροῦνταν 5 Σεπτεμβρίου. καὶ ἐξηγοῦμαι.

Στὴ χριστιανικὴ πίστι στὴν ἀρχή, γιὰ ἕναν περίπου αἰῶνα μετὰ τοὺς ἀποστόλους, δὲν ὑπῆρχε καμμία ἑορτή. ὑπῆρχε μόνο ἡ Κυριακὴ σὰν ἑβδομαδιαία ἐπανάληψι καὶ ἀνάμνησι τῆς ἡμέρας τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. στὰ μέσα τοῦ Β΄ αἰῶνος θεσπίστηκε πρῶτα τὸ πάσχα. καὶ ἦταν ἡ μοναδικὴ χριστιανικὴ ἑορτὴ μέχρι μετὰ τὸ 325. γι᾿ αὐτὸ καὶ τόσο στὰ Πρακτικὰ τῆς Α΄ οἰκουμενικῆς συνόδου (325) ὅσο καὶ στὶς ῾Εορταστικὲς ᾿Επιστολὲς τοῦ Μ. Ἀθανάσιου, τὸ πάσχα λέγεται ἁπλῶς γιορτή· ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε ἄλλη. στὰ μέσα τοῦ Δ΄ αἰῶνος θεσπίστηκε ἡ δεύτερη ἑορτή, ποὺ ἦταν ἡ Θεοφάνεια, δηλαδὴ ἡ γέννησι τοῦ Χριστοῦ· διότι γέννησι τοῦ Χρι­στοῦ σημαίνει ἡ λέξι «ἡ Θεοφάνεια» καὶ ὄχι βέβαια βάπτισι. Λεγόταν δέ καὶ «ἡ Χριστοῦ γέννα» ἡ «ἡ Χριστούγεννα». πολὺ ἀργότερα ἀπὸ ἀμάθεια ἔγιναν οὐδέτερα «τὰ Θεοφάνεια» καὶ «τὰ Χριστούγεννα» καθ᾿ ἕλξι ἀπὸ «τὰ γενέθλια». ἐπειδὴ ὑπῆρχε ἡ ἀμυδρὴ ἀνάμνησι-παράδοσι ὅτι ὁ Χρι­στὸς γεννήθηκε στὶς 5 τοῦ μηνὸς μετὰ τὴν πρωτοχρονιά, καὶ ἐπειδὴ στὴν ξεθωριασμένη προφορικὴ παράδοσι λησμονήθηκε ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν οἰκονομικὴ-φορολογικὴ πρωτοχρονιά, τὴν «πρώτη τῆς ἰνδίκτου», καὶ ὄχι γιὰ τὴν κοσμικὴ πρωτοχρονιά, νομίστηκε κατὰ τὰ μέσα τοῦ Δ΄ αἰῶνος, μετὰ δηλαδὴ τὸ 325, ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε στὶς 5 Ἰανουαρίου. γι᾿ αὐτὸ τοποθέτησαν τὴ Θεοφάνεια στὶς 5 Ἰανουαρίου, καὶ τότε ἑώρταζαν τὰ Χριστούγεννα γιὰ μισὸ περίπου αἰῶνα. σύντομα ἡ Θεοφάνεια ἔγινε διήμερη, 5 καὶ 6 Ἰανουάριου· καὶ σύντομα ἡ μὲν πρώτη μέρα παρέμεινε ἡ πνευματική, ἡ δὲ δεύτερη ἔγινε ἡ πανηγυρικὴ κι κοσμικώτερη· καὶ σύντομα ἡ πανηγυρικὴ ἐπισκίασε τὴν πνευματικὴ πρώτη μέρα.

Σήμερα στὶς 5 Ἰανουαρίου, τὴν πρώτη μέρα τῆς Θεοφανείας, ἔμεινε ἡ Θεοφάνεια ἡ γνωστὴ σὲ λίγους εὐλαβεῖς χριστιανούς, ποὺ τὴν ἡμέρα αὐτὴ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία στὶς πέντε ἡ ὥρα τὸ πρωὶ μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια. ὑπάρχει ἐπίσης ὁ θρῦλος ὅτι τὴ νύχτα ἐκείνη τὴν πρὸς 5 Ἰανουαρίου κατὰ τὰ μεσάνυχτα «ἀνοίγουν τὰ οὐράνια» καὶ φαίνεται ὁ Θεός· στοὺς πολὺ πιστοὺς μόνο. αὐτὸ εἶναι ὁ ἀσθενὴς ἀπόηχος ὅτι τὴ νύχτα ἐκείνη γεννή­θηκε ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός, κι ἔγινε ὁρατὸς στοὺς ἀνθρώπους μὲ πρώτους τοὺς πολὺ πιστοὺς καὶ ταπεινοὺς βοσκοὺς τῆς Βηθλεέμ, καὶ «ἄνοιξαν οἱ οὐρανοὶ» καὶ ἀνεβοκατέβαιναν οἱ ἄγγελοι, ψάλλοντας Δόξα ἐν ὑψίστοις θεῷ (Λκ 2,13-14).

Στὴ ῾Ρώμη καὶ στὴ λοιπὴ Δύσι μετὰ τὴ νομιμοποίηση τῆς χριστιανικῆς πίστεως εἶχαν ἕνα πρόβλημα. κατὰ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο (22 Δεκεμβρίου, μέγιστη νύχτα καὶ ἐλάχιστη μέρα), ποὺ τότε ἀπὸ ἡμερολο­γιακὰ λάθη κι ἑορτολογικὲς περιπέτειες εἶχε πάει στὶς 24 Δεκεμβρίου, οἱ εἰδωλολάτρες ὅλων τῶν εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν ἑώρτάζαν τὰ γενέθλια τοῦ «θεοῦ ἡλίου», ποὺ γιὰ μὲν τοὺς ἐντοπίους καὶ καθαρόαιμους ῾Ρωμαίους ἦταν ὁ Sator ἢ Saturnus ( = Σπορεύς, Γονιμοποιός, ᾿Επιβήτορας) ἢ ἐξελληνισμένα ἀπὸ τὸν F΄ π.Χ. αἰῶνα Σάτυρος (= Σατύρνος), ἤτοι ἐπιβήτορας, φαλλικὸς καὶ πριαπικὸς μικροθεός, καλικάντζαρος, γιὰ δὲ τοὺς θετοὺς καὶ ἐκ πολιτογραφήσεως ῾Ρωμαίους ἦταν κυρίως ὁ περσικὸς θεὸς Μίθρας. καὶ οἱ εἰδωλολάτρες ἑώρταζαν τὰ γενέθλια τοῦ θεοῦ τους ἐκείνου, τοῦ ὁποιουδήποτε, τόσο πανηγυρικά, ποὺ οἱ χλιαροὶ Χριστιανοί, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν πρώην εἰδωλολάτρες, ὅταν μάλιστα εἶχαν γονεῖς καὶ ἀδέλφια εἰδωλολάτρες ἀκόμη, δύσκολα ἀπετάσσοντο ἀπὸ τοῦ σατανᾶ καὶ τῶν εἰδώλων αὐτοῦ καὶ πάσης τῆς πομπῆς αὐτοῦ, δύσκολα μποροῦσαν νὰ μὴ φάνε τὴν ἡμέρα ἐκείνη τὸ σουβλιστὸ κατσίκι ἀπὸ τὴ θέση τοῦ πατέρα τους στὸ Μίθρα ἢ νὰ μὴ φάνε ἕνα κομμάτι πλακοῦντος (= πίττας) τῆς εἰδωλολάτρισσας μητέρας τους καὶ νὰ βροῦν ἐνδεχομένως μέσα σὲ αὐτὸ καὶ τὸ τυχερὸ νόμισμα τῆς θεᾶς Τύχης (Fortuna), δύσκολα μποροῦσαν νὰ θεωρήσουν τὴν ἡμέρα ἐκείνη τὴ λαμπρή, «ποὺ ὁ δῆμος στόλιζε τὶς λεωφόρους μὲ λαμπιόνια καὶ τὰ πάρκα μὲ γενέθλια δέντρα γεμάτα δῶρα», ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, καὶ εἶχε στήσει παντοῦ «Σπήλαια» μὲ τὴ θεὰ Μητέρα Μαῖα καὶ τὸ θεὸ βρέφος ῾Ερμῆ (τὰ εὐαγγέλια πουθενὰ δὲν λένε γιὰ «σπήλαιο» ἀλλὰ μόνο γιὰ στάβλο· τὸ σπήλαιο τὸ λέει πρῶτος ὁ ἀνεύθυνος Ἰουστῖνος, ποὺ θεωροῦσε τὸν υἱὸ θεὸ πολὺ κατώτερο ἀπὸ τὸ θεὸ πατέρα, καὶ εἶναι ἐμποτισμένος ἀπὸ τὸ εἰδωλολατρικὸ γενέθλιο «σπήλαιο» τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Μαίας), δύσκολα, λέω, οἱ χλιαροὶ χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς τῆς μὲ τὶς μετὰ τοὺς διωγμοὺς θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρήσουν καὶ νὰ ζήσουν τὴ βέβηλη ἐκείνη ἡμέρα τοῦ αατανᾶ σὰ μιὰ συνηθισμένη ἐργάσιμη μέρα.

Οἱ πάπες τῆς ῾Ρώμης ὅμως ἀπὸ τότε κιόλας ἤξεραν κατὰ τὶς νηστήσιμες μέρες νὰ βαφτίζουν τὰ ζαρκάδια μαρούλια. ἔτσι ὁ πάπας ῾Ρώμης Ἰούλιος Α΄ (337-352) μετέθεσε «τὴν Χριστοῦ γέννα» δέκα μέρες πιὸ μπροστά, στὴ δεύτερη μέρα τῆς γένας τοῦ Σατούρνου ἢ Σατύρου ἢ Κρόνου (= Χρόνου) ἢ Μίθρα, τόσο γιὰ νὰ βολέψῃ τοὺς κλιαροὺς Χριστιανοὺς μὲ τὴν αἴσθησι ὅτι τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι τοῦ Σατύρου τὴ γέννα ἑορτάζουν καὶ τὴν πίττα τρῶνε, ὅσο καὶ γιὰ νὰ κάνῃ πελατολογικὴ ἀντίπραξι στοὺς εἰδωλολάτρες. Ἔτσι ἡ Χριστούγεννα ἄρχισε νὰ ἑορτά­ζεται στὶς 25 Δεκεμβρίου. ἐδῶ σὲ μᾶς ἦρθε ἀπὸ τὴ Δύσι (μαζὶ μὲ τὶς καμπάνες τῆς Καμπανίας, ἤτοι τοῦ νομοῦ ῾Ρώμης) ἀπὸ τὸ 396 μέχρι τὸ 398, ὅπως ἀναφέρει γιὰ πρώτη φορὰ τὴν καινούργια θέσι τῆς γιορτῆς ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος. καὶ ἡ Θεοφάνεια; ἡ Θεοφάνεια ἤ τὰ Θεοφάνεια, γιὰ νὰ μὴν καταργηθῇ μία «κεκτημένη ἑορτή», ἔγινε ἑορτὴ τῆς βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ, παρ᾿ ὅλο ποὺ στὰ Εὐαγγέλια φαίνεται ἐπαρκῶς ὅτι ὁ Χρι­στὸς βαπτίστηκε στὶς ἡμέρες τοῦ ἰουδαϊκοῦ πάσχα γύρω στὴν 1η Ἀπριλίου. καὶ παρ᾿ ὅλο ποὺ «τὰ Θεοφάνεια» ἔγιναν πλέον ἑορτὴ τῆς βαπτίσεως, ἐξακολουθοῦν νὰ λέγωνται μέχρι σήμερα μὲ τὸ ὄνομα τῆς ἑορτῆς τῆς γέννας. πλάστηκε δὲ καὶ ἡ ὕστερη αἰτιολογία, ὅτι λέγονται «θεοφάνεια» (τά), ἐπειδὴ κατὰ τὴ βάπτισι ἐμφανίζεται ὅλη ἡ θεότης· ὁ μαρτυρῶν πατήρ, ὁ βαπτιζόμενος γιός καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν εἴδει περιστερᾶς.

Ἐκεῖνο ποὺ θέλω νὰ μείνῃ ἀπ᾿ ὅλα τὰ παραπάνω εἶναι ὅτι ἡ κατὰ τὴν 5η Ἰανουαρίου ἑορταζομένη Χριστοῦ γεννα δείχνει μὲ κάποιο λάθος τὴν 5η Σεπτεμβρίου, ποὺ φαίνεται στὰ Εὐαγγέλια ὡς ἡμέρα τῆς γεννήσεώς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. καὶ τὰ 2000 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννησί του, ἡ πραγ­ματικὴ καὶ ἀκέραιη δεύτερη χιλιετία, συμπληρώνεται ἐφέτος τὸ βράδυ τῆς 4 πρὸς 5 Σεπτεμβρίου τοῦ 2000.

Καλῶ ὅλους τοὺς πιστοὺς Χριστιανούς, τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μου, τὴ βραδιὰ ἐκείνη νὰ θυμηθοῦν τὸ γεγονὸς ἰδιαζόντως καὶ νὰ προσευχηθοῦν ἰδιαιτέρως. ἡ ἐπὶ γῆς παρουσία τοῦ Κυρίου μας, ἡ πρώτη, τὴ βραδιὰ ἐκείνη συμπληρώνει τὰ 2000 χρόνια της, ἂν ἐν τῷ μεταξὺ δὲν γίνῃ μέχρι τότε ἡ δευτέρα. γνωστοποιῆστε το αὐτὸ ὅπου κρίνετε.

 

 

δρ Κωνσταντῖνος Σιαμάκης

 

 

«Νέοι ἄνθρωποι», παρασκευὴ 21 ἰουλίου 2000

 

 

 

Σχετικὰ ἄρθρα

  1. ῾Η πραγματικὴ ἡμερομηνία τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως
  2. Καὶ πάλι γιὰ τὴν πραγματικὴ ἡμερομηνία τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως