1. Βίβλος Μεταφράσεις τῆς Βίβλου Γένεσις, κεφ. 2 (ἐκ τοῦ μασοριτικοῦ)

 

Γένεσις, κεφάλαιο 2ο, κατὰ τὸ μασοριτικό

 

1 Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὡλοκληρώθηκαν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, καὶ ὅλη ἡ στρατιά τους (α). 2 Καὶ κατὰ τὴν ἕβδομη(β) ἡμέρα ὁ Θεὸς τερμάτισε τὸ ἔργο ποὺ ἔκαμε· καὶ τὴν ἕβδομη ἡμέρα ἀναπαύθηκε ἀπὸ τὴν ἐργασία ποὺ ἔκαμε. 3 Καὶ εὐλόγησε ὁ Θεὸς τὴν ἕβδομη ἡμέρα, καὶ τὴν ἁγίασε· διότι κατ' αὐτὴν ἀναπαύθηκε ἀπὸ ὅλη τὴν ἐργασία του, μὲ τὴν ὁποία ἔκαμε ὁ Θεὸς τὴν δημιουργία του.

4 Αὐτὸ εἶναι τὸ ἱστορικὸ(γ) τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅταν αὐτὰ δημιουργή­θηκαν, τὴν ἡμέρα ποὺ Κύριος ὁ Θεὸς ἔφτιαξε τὴν γῆ καὶ τὸν οὐρανό, 5 καὶ ὁ­ποιοδήποτε φυτὸ τοῦ ἀγροῦ δὲν ὑπῆρχε, καὶ ὁποιοδήποτε χόρτο τοῦ ἀγροῦ δὲν εἶχε βλαστήσει· διότι δὲν εἶχε ἀκόμη βρέξει Κύριος ὁ Θεὸς ἐπάνω στὴν γῆ, καὶ ἄνθρωπος δὲν ὑπῆρχε, γιὰ νὰ καλλιεργήσει τὸ ἔδαφος· 6 ἀλλὰ ἀνέβαινε ὑγρα­σία(δ) ἀπὸ τὴν γῆ, καὶ ἄρδευε ὅλη τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους. 7 Τότε Κύριος ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς· καὶ ἐμφύσησε στὰ ῥουθούνια του πνοὴ ζωῆς, καὶ ἔτσι ἔγινε ὁ ἄνθρωπος ζωντανὸ πλάσμα.

8 Ἔπειτα Κύριος ὁ Θεὸς φύτεψε ἕναν κῆπο στὴν Ἐδὲμ πρὸς τὰ ἀνατολικά, καὶ ἔβαλε ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο ἔπλασε. 9 Καὶ ἔκαμε Κύριος ὁ Θεὸς νὰ ἐκβλαστήσουν ἀπὸ τὴν γῆ ὅλα τὰ εἴδη τῶν δέντρων, ποὺ εἶναι εὐχάριστα στὴν ὅρασι, καὶ καλὰ γιὰ τροφή· καὶ ἐπίσης τὸ δέντρο τῆς ζωῆς στὸ μέσον τοῦ κήπου καὶ τὸ δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.

10 Καὶ ἔβγαινε ἀπὸ τὴν Ἐδὲμ ἕνα ποτάμι, γιὰ νὰ ποτίζῃ τὸν κῆπο, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ διαχωριζόταν σὲ τέσσερις διακλαδώσεις(ε). 11 Τὸ ὄνομα τοῦ πρώτου εἶναι Φισών· αὐτὸς εἶναι ποὺ περικυκλώνει ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ Ἀβιλά, ὅπου βρί­σκεται χρυσάφι, 12 –καὶ τὸ χρυσάφι ἐκείνης τῆς χώρας εἶναι ἐκλεκτό– καὶ βδέλ­λιο καὶ ὁ λίθος ὄνυχας. 13 Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ δεύτερου ποταμοῦ εἶναι Γιών, ὁ ὁποῖος περικυκλώνει ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ Χούς(f). 14 Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ τρίτου ποταμοῦ εἶναι Τίγρης(ζ), ὁ ὁποῖος ῥέει ἀνατολικὰ τῆς Ἀσσυρίας. Καὶ ὁ τέταρτος ποταμὸς εἶναι ὁ Εὐφράτης.

15 Καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πῆρε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἔβαλε στὸν κῆπο τῆς Ἐδὲμ γιὰ νὰ τὸν καλλιεργῇ καὶ νὰ τὸν περιποιῆται. 16 Καὶ ἔδωσε ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἐντολὴ στὸν ἄνθρωπο(η) λέγοντας· «Ἀπὸ κάθε δέντρο τοῦ κήπου εἶσαι ἐλεύθερος νὰ τρῶς, 17 ἀλλὰ ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ δὲν θὰ φᾶς ἀπ' αὐτό· καθότι τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ θὰ φᾷς ἀπ' αὐτό, πρόκειται νὰ πεθάνῃς καὶ θὰ πεθάνῃς».

18 Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεός· «Δὲν εἶναι καλὸ ὁ ἄνθρωπος νὰ μένῃ μόνος· θὰ τοῦ κατασκευάσω ἕναν βοηθὸν ὅμοιον μ' αὐτόν». 19 Ἔτσι Κύριος ὁ Θεὸς ἔπλασε ἀπὸ τὴν γῆ ὅλα τὰ ζῷα τοῦ ἀγροῦ, καὶ ὅλα τὰ πετούμενα τοῦ οὐρανοῦ, καὶ τὰ ἔφερε στὸν Ἀδάμ(θ), γιὰ νὰ δῇ πῶς θὰ τὰ ὀνομάσῃ· καὶ ὅ,τι ὄνομα θὰ ἔδινε ὁ Ἀδὰμ(θ) σὲ κάθε ζωντανὸ πλάσμα, αὐτὸ καὶ θὰ ἦταν καὶ τ᾿ ὄνομά του. 20 Καὶ ὁ Ἀδὰμ(θ) ἔδωσε ὀνόματα σὲ ὅλα τὰ θηρία καὶ σὲ ὅλα τὰ πετούμενα τοῦ οὐρανοῦ καὶ σὲ ὅλα τὰ ζῷα τοῦ ἀγροῦ· ἀλλὰ γιὰ τὸν Ἀδὰμ(θ) δὲν βρέθηκε βοηθὸς ὅμοιος μ' αὐτόν.

21 Τότε Κύριος ὁ Θεὸς ἔκαμε νὰ πέσῃ νάρκωσι πάνω στὸν Ἀδάμ(θ), καὶ κοι­μήθηκε· καὶ πῆρε μία ἀπὸ τὶς πλευρές του καὶ ἔκλεισε τὴν θέσι της μὲ σάρκα. 22 Καὶ ἔκτισε Κύριος ὁ Θεὸς τὴν πλευρὰ ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ(θ) σὲ γυναῖκα, καὶ τὴν ἔφερε στὸν Ἀδάμ(θ). 23 Τότε ὁ Ἀδὰμ(θ) εἶπε·

«Τοῦτο εἶναι πλέον κόκκαλο ἀπ᾿ τὰ κόκκαλά μου

καὶ σάρκα ἀπ᾿ τὴν σάρκα μου·

αὐτὴ θὰ ὀνομαστῇ γυναῖ­κα(ι),

ἐπειδὴ ἐλήφθη ἀπὸ τὸν ἄνδρα.

24 Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ ἄντρας θὰ ἐγκαταλείπῃ τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του καὶ θὰ προσκολλᾶται στὴν γυναῖκα του, ὥστε θὰ γίνωνται(ια) μία σάρκα». 25 Ἦσαν δὲ καὶ οἱ δύο γυμνοί, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ γυναῖκά του, ἀλλὰ δὲν ντρέπονταν.

 

(α) καὶ ὅ,τι ὑπάρχει σ’ αὐτά.

(β) [Λάθος τοῦ μασοριτικοῦ, ἀντὶ «ἕκτη ἡμέρα».]

(γ) [᾿Απουσιάζει ἐκ τοῦ μασοριτικοῦ ἡ λέξι «βίβλος», ποὺ θὰ ἔδινε τὴν ἔννοι­α ὅτι «αὐτὴ εἶναι ἡ ἀναφορὰ τῆς ἱστορίας τους», «τὸ χρονικὸ τῆς κατασκευῆς καὶ ὁλοκληρώσεώς των».]

(δ) ὁμίχλη, νότος, ἀτμός [πιθανὸν κάποια φθορὰ τοῦ μασοριτικοῦ, διότι ἡ ὑγρασία ὑπὸ μορφὴν ἀτμοῦ ἢ ὁμίχλης, ποὺ νοτίζει τὸ ἔδαφος, κατεβαίνει ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ καὶ δὲν ἀναβλύζει ἀπ᾿ τὴν γῆ.]

(ε) [Κατὰ λέξι·] σὲ τέσσερις κεφαλές.

(f) [Ἄλλη ἀνάγνωσι·] Αἰθιοπία.

(ζ) ῾Ιδδεκέλ.

(η) [Ἄλλη ἀνάγνωσι·] ᾿Αδάμ.

(θ) [Ἄλλη ἀνάγνωσι·] ἄνθρωπος.

(ι) «ἀνδρίς».

(ια) [᾿Απουσιάζουν ἐκ τοῦ μασοριτικοῦ οἱ λέξεις «οἱ δύο».]

 

 

Δημοσίευσις 5/6/2017