ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ
3
Tὸ ἑβραϊκὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
καὶ ἡ μετάφρασι τοῦ Βάμβα (α)
Διονυσίου Ἀνατολικιώτου
δρος φιλοσοφικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν,
πτυχιούχου κοινωνικῆς θεολογίας
symbole@mail.com
Σὲ προηγούμενη δημοσίευσι εἴδαμε ὅτι ἡ μετάφρασι τῆς Βίβλου ποὺ φέρει τὸ ὄνομα τοῦ Ν. Βάμβα ἐκπονήθηκε ἀπὸ τὸ 1829 μέχρι τὸ 1838 μὲ πρωτοβουλία καὶ δαπάνες τῶν ἀγγλικανῶν Ἄγγλων γιὰ λογαριασμὸ κυρίως τῶν ἐν ῾Ελλάδι προτεσταντῶν ἱεραποστόλων. Γιὰ τὴν παρασκευή της συνεργάστηκαν ὡς μεταφραστὲς πέντε ἄτομα, δύο ἑλληνομαθεῖς Ἄγγλοι ἀγγλικανοὶ (H. D. Leeves καὶ I. Lowndes) καὶ τρεῖς ῞Ελληνες βαπτισμένοι ὀρθόδοξοι (Νεόφυτος Βάμβας, Κ. Τυπάλδος, καὶ Γ. ᾿Ιωαννίδης). Τὴν τελικὴ ἀναθεώρησι καὶ ἐπιμέλεια τῆς μεταφράσεως ἔκαμε ὁ Ν. Βάμβας, ποὺ εἶχε καὶ τὴν τελικὴ εὐθύνη γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσί της.
῾Η μετάφρασι Βάμβα διαφημίστηκε ὡς δῆθεν βασισμένη στὰ ἀρχέτυπα κείμενα τῆς Βίβλου, ὅτι δηλαδὴ ἀποτελεῖ μετάφρασι τοῦ ἀρχαίου ἑβραϊκοῦ (μασοριτικοῦ) κειμένου γιὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ γιὰ τὴν Καινή. ᾿Απὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὅμως ξεκινᾷ μία σειρὰ πολλῶν καὶ σημαντικῶν προβλημάτων.
Πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ ὑπάρχον σήμερα ἑβραϊκὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸ λεγόμενο καὶ μασοριτικό, δὲν εἶναι τὸ πρωτότυπο κείμενο τῶν θεοπνεύστων συγγραφέων τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς! ᾿Εκεῖνο ἄρχισε νὰ φθείρεται ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 1ου αἰ. μ.Χ. καὶ πολὺ σύντομα χάθηκε κατὰ τὸ μεγαλείτερο μέρος του λόγῳ τῶν ἱστορικῶν περιπετειῶν τοῦ ᾿Ισραηλιτικοῦ λαοῦ.
Συγκεκριμένα τὸ συνέδριον τῆς ᾿Ιαμνείας (δηλαδὴ ἡ πνευματικὴ ἡγεσία τοῦ ᾿Ισραὴλ ἀπὸ τὸ 70 μ.Χ. μέχρι τὸ 135, ποὺ ἥδρευε στὴν πόλι ᾿Ιάμνεια τῆς Παλαιστίνης, διότι ἡ ᾿Ιερουσαλὴμ εἶχε ἀφανιστῆ ὁλοσχερῶς) κατέστρεψε τὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐπειδὴ οἱ χριστιανοὶ συζητῶντας γιὰ τὶς προφητεῖες ποὺ προαναγγέλλουν τὸν Κύριο ᾿Ιησοῦ Χριστὸ ἔφερναν σὲ πολὺ δύσκολη θέσι τοὺς ᾿Ιουδαίους ῥαββίνους. Ἔτσι οἱ τελευταῖοι ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ κόβουν τὶς σχετικὲς προφητεῖες ἀπὸ τὸ κείμενό τους, γιὰ νὰ ἰσχυρίζωνται ἔπειτα στοὺς χριστιανοὺς ὅτι τέτοιες προφητεῖες δὲν ὑπάρχουν. Μὲ τὴν εὐκαιρία ὅμως αὐτὴ οἱ ᾿Ιουδαῖοι ψαλίδισαν τὸ ἀρχικὸ κείμενο καὶ ὅπου ἀλλοῦ τοὺς ἐνωχλοῦσε, π.χ. σὲ σημεῖα ποὺ μιλάει μὲ σκληρὰ λόγια γιὰ τοὺς ῾Εβραίους. Τὸ συνέδριον τῆς ᾿Ιαμνείας ἐπισημοποίησε καὶ θεσμοθέτησε αὐτὴν τὴν ἀντιχριστιανικὴ ἐπεξεργασία καὶ φιλολογικὴ ἀλλοίωσι τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου, ἡ ὁποία συνεχίστηκε μέχρι τὸν μεσαίωνα.
Δεύτερον, μετὰ τὸ 135 μ.Χ., ὅταν οἱ κατάσπαρτοι πλέον ῾Εβραῖοι περιέπεσαν στὴν πιὸ οἰκτρὴ φτώχεια, τὸ ἑβραϊκὸ κείμενο ἀντιγραφόταν μὲ πολλὲς βραχυγραφίες σχεδὸν σὲ κάθε δεύτερη λέξι του, ἀπὸ ὅπου παρέλειπαν τὰ φωνήεντα καὶ κρατοῦσαν μόνο τὰ σύμφωνα, διότι τότε τυπογραφία δὲν ὑπῆρχε ἀκόμη καὶ τὸ κάθε χειρόγραφο βιβλίο κόστιζε μιὰ περιουσία. Μέχρι τὸν 6ο αἰῶνα ἡ βραχυγραφία τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου ἔφτασε στὴν πιὸ στενὴ μορφή της, ὥστε εἶχε καταντήσει νὰ μὴ διαβάζεται, διότι ἔβλεπαν π.χ. τὰ γράμματα τχρ καὶ δὲν ἤξεραν ἂν ἔπρεπε νὰ διαβάσουν «τῇ χώρᾳ» (δοτικὴ) ἢ «τῇ χειρὶ» ἢ «αὐτοῦ χρεία» ἢ «τὰ ὀχυρά» (προσαρμογὴ τοῦ παραδείγματος στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα).
Τρίτον, ἀπὸ τὸν 6ο μέχρι τὸν 10ο αἰῶνα (δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ᾿Ιουστινιανοῦ μέχρι τὸν ᾿Ιωάννη Τσιμισκῆ) οἱ ᾿Ιουδαῖοι βιβλικοὶ γραμματικοὶ τοῦ μεσαίωνος, οἱ λεγόμενοι μασορῖτες, ἄρχισαν νὰ προσθέτουν στὸ κείμενο φωνήεντα (ἐφαρμόζοντας ἕνα ἰδιότυπο σύστημα), προκειμένου νὰ μειωθῇ κάπως ἡ πολὺ σφιχτὴ βραχυγραφία. Αὐτὸς ὅμως ὁ μεταμασοριτικὸς φωνηεντισμὸς ἀποτελεῖ ὑποθετικὴ ἀποκατάστασι τῶν φωνηέντων ποὺ ἔλειπαν, διότι σὲ πολλὲς περιπτώσεις τὰ ἀρχαῖα φωνήεντα ἦταν πλέον ἄγνωστα, ἐνῷ καὶ ἡ προφορὰ πολλῶν λέξεων εἶχε ἤδη ἀλλάξει, ὁπότε πρόσθεσαν νέα φωνήεντα καὶ ἐκεῖ ποὺ ἀρχικὰ δὲν ὑπῆρχαν. Ἔτσι τὸ σημερινὸ ἑβραϊκὸ κείμενο τῆς Βίβλου εἶναι πολὺ στενὰ βραχυγραφημένο κατὰ τὰ ἀρχαῖα του φωνήεντα, κατόπιν αὐθαίρετα φωνηεντισμένο, καὶ γενικῶς πολυδιωρθωμένο καὶ ψαλιδισμένο.
Τέταρτον, οἱ ᾿Ιουδαῖοι γραμματεῖς, προκειμένου νὰ τακτοποιήσουν τὸ δικό τους κείμενο, συμβουλεύονταν συνεχῶς τὴν μετάφρασι τῶν Ο΄ (= ῾Εβδομήκοντα), χωρὶς ὅμως νὰ τὴν καταλαβαίνουν πάντοτε. Τὸ δὲ χειρότερο, πολλὲς φορὲς ἐν ἀγνοίᾳ τους συμβουλεύονταν κακῆς ποιότητος χειρόγραφα τῶν Ο΄ μὲ διάφορα λάθη ἢ ἀκόμη καὶ μὲ νοθευμένα κείμενα. ῾Ως ἐκ τούτου τὸ σημερινὸ ἑβραϊκὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι σὲ πολλὰ κι ἐκτεταμένα μέρη του κακὸ ἐπαναμετάφρασμα τῆς μεταφράσεως τῶν Ο΄ στὴν νεοεβραϊκή, περιέχει διάφορα λάθη, καὶ οἱ περισσότερες λέξεις του εἶναι νεοεβραϊκὲς καὶ ἀρκετὲς ἑλληνικὲς ποὺ περάστηκαν γιὰ ἑβραϊκές.
Πέμπτον, μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς διαδικασίες καὶ παρεμβάσεις τους οἱ μασορῖτες κατάφεραν νὰ γεμίσουν τὰ κείμενα μὲ λέξεις καὶ συντάξεις νεοεβραϊκὲς ἀραμαϊκὲς ἑλληνικὲς λατινικὲς καὶ ἀνύπαρκτες, καὶ νὰ τὰ φθείρουν σὲ βαθμὸ ἀπαράδεκτο (Κ. Σιαμάκη, «Τὸ ἀλφάβητο» 2,159· 238-240· 597-600· 613). Ἔτσι δὲν εἶναι καθόλου παράξενο τὸ ὅτι κάπου τὸ μασοριτικὸ μία ὁλόκληρη πόλι μὲ ἀνθρώπους τὴν «μετατρέπει» σὲ στάνη μὲ γίδια, ἐνῷ ἀλλοῦ «μεταφράζει» τὰ ἀρνιὰ σὰν κατσίκια, τὸ τρώω σὰν νηστεύω, τὸ ἐμφανίζομαι σὰν κατεβαίνω, τὸν γραμματέα σὰν ζαφίρι, τὰ ἐλαφαντόδοντα σὰν πιθήκους, καὶ πολλὰ ἄλλα τέτοια!
᾿Εν τέλει (ἕκτον) τὸ μασοριτικὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν κείμενο ὑποθετικὸ καὶ φθαρμένο, παρασκευασμένο στὴν τελική του μορφὴ μόλις τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ., μὲ πολλὰ λάθη ἀντιγραφῶν καὶ παραναγνώσεων, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ νεοεβραϊκὴ (μεσαιωνικὴ) ἐπαναμετάφρασι τοῦ κειμένου τῶν ῾Εβδομήκοντα μὲ σχετικῶς λίγα κατάλοιπα τοῦ ἀρχικοῦ ἑβραϊκοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἡ αὐθεντικὴ γραφὴ τοῦ ἀπολεσθέντος ἑβραϊκοῦ πρωτοτύπου συχνὰ ἐνυπάρχει καὶ διασῴζεται μόνο στὴν ἑλληνόγλωσση μετάφρασι τῶν ῾Εβδομήκοντα (ἰδίως στὰ χειρόγραφα), ἡ ὁποία ἐπέχει πλέον θέσι πρωτοτύπου καὶ πρέπει νὰ τὴν διαφυλάξουμε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ.
῾Επομένως ἡ μετάφρασι Βάμβα ὡς πρὸς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη βασίστηκε σὲ ἕνα προβληματικὸ καὶ νοθευμένο κείμενο, τὸ ὁποῖο πόρρῳ ἀπέχει ἀπὸ τὸ αὐθεντικὸ «θεῖον ἀρχέτυπον».
Σημείωσις. Τὰ περισσότερα στοιχεῖα προέρχονται κυρίως ἀπὸ τὸν τόμο «᾿Επικίνδυνες μεταφράσεις τῆς Βίβλου (ἀπὸ ἀλλοιωμένα κείμενα)», συλλογικὸ ἔργο, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 2008 ἀπὸ τὶς ᾿Εκδόσεις «Κάλαμος» καὶ διατίθεται ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖο Νεκτάριος Παναγόπουλος (Χαβρίου 3, Τ.Κ. 10562 ᾿Αθῆναι, τηλ. 210-3224819), καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλα χριστιανικὰ καὶ γενικὰ βιβλιοπωλεῖα.
«᾿Εκκλησιολόγος», φ. 517, 17/6/2017