ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ
9. Τὸ μάθημα «᾿Αγαλλιάσθω ὁ Δαυίδ»
Διονυσίου Ἀνατολικιώτου
δρος φιλοσοφικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν,
μουσικολόγου - τυπικολόγου
symbole@mail.com
Τῇ κα΄ Νοεμβρίου [τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου], μέλος Μανουὴλ τοῦ Χρυσάφου, ἦχος α΄, Μαθηματάριον (ἔτους 1851), σ. 76.
Ἀγαλλιάσθω ὁ Δαυὶδ κρούων τὴν κινύραν·
ἀπενεχθήσονται, φησί, τῷ βασιλεῖ παρθένοι ὀπίσω αὐτῆς∙
αἱ πλησίον αὐτῆς ἀπενεχθήσονται·
ἔσω ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Θεοῦ,
ἔνδον τοῦ ἱλαστηρίου αὐτοῦ,
ἀνατραφῆναι εἰς κατοίκησιν
τοῦ πρὸ αἰώνων ἐκ Πατρὸς ἀ[ρ]ρεύστως γεννηθέντος
εἰς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Πρόκειται γιὰ τὸ δεύτερο μέρος τοῦ 1ου στιχηροῦ ἰδιομέλου τῆς λιτῆς τῆς ἑορτῆς. Τὸ πρῶτο μέρος τοῦ ὕμνου εἶναι τὸ ἑξῆς·
Ἀγαλλιάσθω σήμερον ὁ οὐρανὸς ἄνωθεν
καὶ αἱ νεφέλαι εὐφροσύνην ῥανάτωσαν
ἐπὶ τὰ λίαν παράδοξα μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν·
ἰδοὺ γὰρ ἡ πύλη ἡ κατὰ ἀνατολὰς βλέπουσα,
ἀποκυηθεῖσα ἐκ στείρας ἀκάρπου ἐξ ἐπαγγελίας
καὶ τῷ Θεῷ ἀφιερωθεῖσα εἰς κατοίκησιν
σήμερον ἐν τῷ ναῷ ὡς ἄμωμος προσφορὰ προσάγεται.
῾Ολόκληρο τὸ στιχηρὸ εἶναι κάπως ἐκτενές, ὅπως εἴδαμε, καὶ ἀποτελεῖ ποίημα τοῦ ἀρχαίου ὑμνογράφου Γεωργίου Νικομηδείας. ῾Η μελοποίησι ἐδῶ τοῦ μισοῦ μόνον στιχηροῦ ὑποβάλλει τὴν σκέψι μήπως ἀρχικὰ ἐπρόκειτο ὄχι γιὰ ἕνα ἀλλὰ γιὰ δύο ἀνεξάρτητα ἰδιόμελα, διότι πράγματι κάθε τμῆμα ἔχει νοηματικὴ αὐτοτέλεια. Θὰ μποροῦσαν τὰ δύο τμήματα αὐτοῦ τοῦ ἐκτενοῦς στιχηροῦ νὰ ψάλλονταν σὰν δύο αὐτόνομοι ὕμνοι.
Ἄλλο ἕνα ἀξιοπρόσεκτο στοιχεῖο εἶναι ὅτι ὁ 2ος στίχος τοῦ μελοποιημένου τμήματος εἶναι σχεδὸν αὐτούσιος ὁ ψαλμικὸς στίχος «᾿Απενεχθήσονται τῷ βασιλεῖ παρθένοι ὀπίσω αὐτῆς· αἱ πλησίον αὐτῆς ἀπενεχθήσονταί σοι» (Ψα 44:14), ὁ ὁποῖος εἶναι συνάμα τὸ ἀρχαῖο κοινωνικὸ τῆς ἑορτῆς καὶ ἐχρησιμοποιεῖτο ὡς κοινωνικὸ τοὐλάχιστον μέχρι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη (15ος αἰ.), ἄρα ἦταν ἰδιαίτερα οἰκεῖος στοὺς πιστοὺς καὶ στοὺς ψάλτες· γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἐν λόγῳ μελοποίησι ἀναδεικνύει τὸν συγκεκριμένο ψαλμικὸ στίχο. Πολὺ πιθανὸν νὰ προτιμήθηκε τὸ β΄ τμῆμα τοῦ ὕμνου ἀκριβῶς χάριν αὐτοῦ τοῦ ψαλμικοῦ στίχου.
῾Ως μάθημα τὸ ᾿Αγαλλιάσθω ὁ Δαυὶδ εἶναι μελισμένο σὲ ἦχο α΄ τετράφωνο, καὶ εἶναι τὸ ἀρχαιότερο καὶ κατὰ σειρὰν παραθέσεως τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ συνολικῶς 3 μαθήματα τοῦ ἐντύπου Μαθηματαρίου ποὺ θεμελιώνονται στὴν ἀρχαία βάσι τοῦ α΄ ἤχου (κε), ἀλλὰ καταλήγουν τελικῶς στὸν πα· ὡς μουσικὴ σύνθεσι προηγεῖται χρονικῶς περίπου κατὰ τρεῖς αἰῶνες ἀπὸ τὰ ἄλλα δύο· δεύτερο εἶναι τὸ ἐπιγραφόμενο «εἰς τὸν ἀκάθιστον ὕμνον» μάθημα Σὲ προκατήγγειλε χορός, μέλος τοῦ πρωτοψάλτου Δανιήλ, ποὺ καταχωρίζεται ὅμως πρὶν ἀπὸ τὸ μάθημα τῆς 25ης Δεκεμβρίου (γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἐξηγῶ ἀλλοῦ), καὶ τρίτο τὸ μάθημα τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων πάντων Δεῦτε πάντες οἱ πιστοί. τὰ ὑπόλοιπα 13 μαθήματα σὲ α΄ ἦχο (τὰ ὑπ᾿ ἀριθμοὺς 6, 12, 13, 15, 20, 23, 27, 28, 30, 35, 44, 46, καὶ 47 κατὰ τὴν σειρὰ ποὺ παρατίθενται στὴν ἔκδοσι τοῦ 1851) θεμελιώνονται ἐξ ἀρχῆς στὸν πα.
Βεβαίως γίνεται κατανοητὸ ὅτι, ἂν μέσα σὲ πολλὰ μαθήματα τοῦ α΄ ἤχου ὑπάρχουν καὶ 2-3 ποὺ διαφοροποιοῦνται ὡς πρὸς τὴν βάσι καὶ ἐν μέρει τὴν μελικὴ ἀνάπτυξι τοῦ ἤχου, δημιουργεῖται μία εὐχάριστη ἀλλαγὴ καὶ διεγείρεται τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀκροατοῦ ὅτι ἐνδεχομένως θὰ ἀκούσῃ κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ ὅ,τι συνήθως. Διότι τὰ συνολικῶς 16 μαθήματα τοῦ α΄ ἤχου ἀποτελοῦν τὸ 1/3 τῶν μελῶν τοῦ ἐντύπου Μαθηματαρίου, καὶ δείχνουν τὴν σαφῆ προτίμησι τῶν παλαιοτέρων μελῳδῶν καὶ τῶν μεταγενεστέρων ἀνθολόγων στὸν συγκεκριμένο ἦχο, ποὺ ἔχει ὕφος χαρμόσυνο, ἦθος κατ᾿ ἐξοχὴν θριαμβευτικὸ καὶ πανηγυρικό, καὶ ἐκφράζει ἐπιτυχῶς τὸν ἑλληνικὸ συνδυασμὸ τοῦ μέτρου τῆς λιτότητος τῆς ἀνδρείας καὶ τῆς χαρᾶς.
῾Ο Χρύσανθος στὴν Εἰσαγωγή του (τὴν λεγομένη καὶ «μικρὸν θεωρητικὸν») ἀναφέρει ὅτι ὁ πρῶτος ἦχος ἀπηχεῖται «μὲ τὸ αffα eες· καὶ ἂν δὲν λέγηται ὁλόκληρος αὐτὴ ἡ λέξις, τὸ ἀπηχούμενον eες δεικνύει ἀνάβασιν τόνου μείζονος, ὅταν οὗτος ἔχῃ ἴσον τὸν κε» («Εἰσαγωγὴ εἰς τὸ θεωρητικὸν καὶ πρακτικὸν τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς», ἐν Παρισίοις 1821, σελ. 27 §β΄), δηλαδὴ μὲ ἀνάβασι ἀπὸ τὸν δι στὸν κε. Στὸ Μέγα Θεωρητικόν του μάλιστα φροντίζει νὰ δώσῃ καὶ τὴν μελῳδία τοῦ ἀπηχήματος αὐτοῦ «καθὼς ἐκ παραδόσεως διασῴζεται» («Θεωρητικὸν Μέγα τῆς Μουσικῆς», ἐν Τεργέστῃ 1832, σελ. 137, §309). Λέει ἐπίσης ὁ Χρύσανθος ὅτι ὁ πρῶτος ἦχος «ὅταν ἔχῃ ἴσον τὸ πα, δὲν ζητεῖ πλέον ἀνάβασιν» (δηλαδὴ τὸ ἀπήχημα γίνεται ἀπευθείας στὸν πα, μὲ ἰσότητα), ἀλλὰ αὐτὸ πολλοὶ δὲν τὸ προσέχουν ἢ ἐν γνώσει τους δὲν τὸ ἀκολουθοῦν, διότι εἶναι παλαιὰ συνήθεια νὰ γίνεται ἀπήχημα στὸν πα μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὸν κε (δηλαδὴ μὲ ἀνάβασι ἀπὸ τὸν νη στὸν πα).
Πάλι κατὰ τὸν Χρύσανθο ὁ πρῶτος ἦχος «ἔχει ἴσον κατὰ μὲν τὸ στιχηράριον τὸν τόνον κε, κατὰ δὲ τὴν παπαδικὴν τὸν πα» (ἔνθ᾿ ἀνωτέρω σελ. 142, §318)· στιχηράριο ἐδῶ ἐννοεῖ κυρίως τὸ παλαιό. Καὶ μπορεῖ μὲν τὸ μαθηματάριον νὰ ἀνήκῃ στὴν παπαδική (ἔνθ᾿ ἀνωτέρω σελ. 179, §404), γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ περισσότερα μέλη του στὸν α΄ ἦχο ἔχουν βάσι τὸν πα, προέρχεται ὅμως κυρίως ἀπὸ τὸ παλαιὸ στιχηράριο (ἀπὸ τὶς 50 συνθέσεις τοῦ ἐντύπου μαθηματαρίου οἱ 32 εἶναι καλοφωνικὲς μελοποιήσεις ἰδιομέλων στιχηρῶν τοῦ ἔτους), ὁπότε δικαιολογεῖται νὰ ὑπάρχουν καὶ αὐτὰ τὰ λίγα μαθήματα σὲ α΄ τετράφωνο (μὲ βάσι τὸν κε).
῾Ο Οἰκονόμος Χαράλαμπος σημειώνει ὅτι «τὰ παλαιὰ μαθήματα τοῦ πρώτου ἤχου ἔχουσι βάσιν τὸν κε H φθόγγον, ὄντα ὀξύτατον καὶ τέλος τοῦ τῶν ὀξυτέρων φθόγγων πενταχόρδου· καὶ ἐκ τούτου (τοῦ κε H) τὸ μέλος βαδίζει τόσον ἐπὶ τὸ ὀξὺ ὅσον καὶ ἐπὶ τὸ βαρὺ μεταξὺ τῶν δύο πενταχόρδων, ἐν οἷς δεσπόζει ὁ κε E ὡς πα, καὶ οἱ λοιποὶ κατὰ τάξιν φθόγγοι» («Βυζαντινῆς Μουσικῆς Χορδή», Κύπρος 1940, σελ. 95, σημ. α΄). Αὐτὸ ποὺ ἀναφέρουν γενικῶς οἱ παλαιοὶ διδάσκαλοι, ὅτι «ὁ πρῶτος ἦχος μεταχειρίζεται κλίμακα διατονικὴν κατὰ τὸν τροχὸν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον», ἰσχύει κατ᾿ ἐξοχὴν στὸν πρῶτο τετράφωνο.
῾Υπάρχουν εὐτυχῶς ἀκόμη σὲ εὐρεῖα λειτουργικὴ καὶ ψαλτικὴ χρῆσι ὡρισμένα ἀρχαῖα μαθήματα σὲ ἦχο α΄ τετράφωνο ὅπως τὸ Τὴν γὰρ σὴν μήτραν τῆς λειτουργίας τοῦ μεγάλου Βασιλείου, ἡ γνωστὴ ἀργὴ δοξολογία τοῦ πρωτοψάλτου ᾿Ιακώβου τοῦ παλαιοῦ, τὸ ἐξαίρετο κοινωνικὸν τῆς προηγιασμένης Γεύσασθε καὶ ἴδετε τοῦ Ἰωάννου τοῦ Κλαδᾶ, τὸ περίφημο κοινωνικὸν τῶν Χριστουγέννων Λύτρωσιν ἀπέστειλε Κύριος τοῦ πρωτοψάλτου Δανιήλ, τὸ ἀργὸ δοξαστικὸν τῆς 15ης αὐγούστου Θεαρχίῳ νεύματι (στὸν 1ο καὶ στὸν τελευταῖο στίχο του) κατὰ τὸ μέλος τοῦ ᾿Ιακώβου, τὸ ἀργὸ ἰδιόμελον τοῦ τελευταίου κατανυκτικοῦ ἑσπερινοῦ τῆς τεσσαρακοστῆς Θαυμαστὴ τοῦ σωτῆρος, καὶ τὸ κράτημα τοῦ Χρυσάφου τοῦ νέου στὸ ἀργὸ δοξαστικὸν τοῦ πάσχα ᾿Αναστάσεως ἡμέρα. Λιγώτερο γνωστὰ εἶναι καὶ κάποια ἄλλα παλαιὰ μαθήματα σὲ ἦχο α΄ τετράφωνο ὅπως τὸ χερουβικὸ γιὰ τὴν ἀκολουθία τῶν προηγιασμένων Νῦν αἱ δυνάμεις τοῦ Θεοδώρου Φωκαέως, μία ἀργὴ δοξολογία τοῦ Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος, ἄλλα 8 ἀργὰ ἰδιόμελα στὸ δίτομο Δοξαστάριον τοῦ ᾿Ιακώβου, καὶ 6 ἀκόμη ἀργὰ ἰδιόμελα στὸ «Δοξαστάριον τῶν ἀποστίχων» τοῦ Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος.
Τὰ χειρόγραφα βεβαίως διασῴζουν πολὺ περισσότερες μελοποιήσεις στὸ συγκεκριμένο εἶδος τοῦ α΄ ἤχου. ᾿Ακόμη καὶ ἡ γνωστὴ ἀργὴ δοξολογία τοῦ Πέτρου τοῦ Βυζαντίου σὲ ἦχο πλ. α΄ σὲ κάποια χειρόγραφα χαρακτηρίζεται ἐπίσης ὡς ἦχος α΄ τετράφωνος. Δράττομαι τῆς εὐκαιρίας νὰ ἀναφέρω ἐδῶ ὅτι ἐκ τῶν συγχρόνων καὶ ὁ μακαριστὸς μουσικοδιδάσκαλος ᾿Απόστολος Παπαχρῆστος (†2013) εἶχε μελοποιήσει σὲ ἦχο α΄ ἐκ τοῦ κε ἕνα χερουβικό, μία σειρὰ λειτουργικῶν καὶ ἕνα κοινωνικὸ Αἰνεῖτε.
Σὲ πολλὰ μέλη τοῦ α΄ ἤχου ἐκ τοῦ κε συναντοῦμε ἐνίοτε τὸ ἑξῆς ἰδίωμα· ἂν τὸ μέλος σὲ κάποια θέσι στρέφεται κυρίως γύρω ἀπὸ τὸν ἄνω ζω καὶ δὲν κατέρχεται κάτω τοῦ γα, τότε αὐτὸς ὁ ζω συχνὰ εἶναι ἐν ὑφέσει, ἀκόμη καὶ ἂν τὸ μέλος ἀνέβῃ στὸν ἄνω νη· ἂν τυχὸν στὴν περίπτωσι αὐτὴ τὸ μέλος κατέλθῃ στιγμιαίως στὸν βου, αὐτὸς βρίσκεται ἐν διέσει ἑλκόμενος ἀπὸ τὸν γα ποὺ εἶναι φυσικός. ᾿Απὸ τὴν ἄλλη εἶναι γνωστὸ ὅτι στὰ εἱρμολογικὰ μέλη ὁ πλ. α΄ ἔχει βάσι τὸν κε, καὶ πολὺ συχνὰ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωσι τὸ μέλος κινεῖται κατὰ τὸ σύστημα τοῦ τροχοῦ, ὅπως γιὰ παράδειγμα συμβαίνει στὸ ᾿Αναστασιματάριον στὸν ἀναστάσιμο κανόνα τοῦ πλ. α΄ ῞Ιππον καὶ ἀναβάτην, ἀλλὰ καὶ στὴν σύντομη δοξολογία τοῦ ἴδιου ἤχου (ὅπου μάλιστα ἐξ ἀρχῆς πάνω στὸν κε τίθεται ἡ μαρτυρία τοῦ πα καὶ τὸ μέλος ὁδεύει κανονικὰ ὡς α΄ ἦχος), καθὼς καὶ στὶς καταβασίες Τῷ σωτῆρι Θεῷ τῆς ἑορτῆς τῆς ᾿Αναλήψεως. Παρατηροῦμε δηλαδὴ ἐνίοτε σὲ μέλη τοῦ α΄ τετραφώνου ἕνα ἰδίωμα ποὺ σήμερα θεωροῦμε ὅτι χαρακτηρίζει τὰ ἀργὰ μέλη τοῦ πλ. α΄ ἤχου, ἐνῷ στὰ εἱρμολογικὰ μέλη τοῦ πλ. α΄ ἤχου (βάσις ὁ κε) ἐφαρμόζεται τὸ σύστημα τοῦ τροχοῦ, ποὺ εἶναι κατ᾿ ἐξοχὴν χαρακτηριστικὸ τοῦ α΄ ἤχου.
᾿Επιπλέον συναντοῦμε σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις μία ἀσάφεια στὴν κατάταξι κάποιων μελῶν στὸν α΄ ἦχο ἢ στὸν πλάγιό του· τέτοιες περιπτώσεις εἶναι οἱ ἀκόλουθες·
– Τὸ ἀρχαῖο κοινωνικὸν Αἰνεῖτε τὸ φερόμενο ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Κουκουζέλη. Στὴν ἔκδοσι τοῦ ᾿Αγαθαγγέλου Κυριαζίδου «῞Εν ἄνθος τῆς καθ᾿ ἡμᾶς ἐκκλ. μουσικῆς» (ἐν Κων/πόλει 1896, σελ. 350), καὶ ἀπὸ τὸν Γρ. Θ. Στάθη στὸ γνωστὸ ἀφιέρωμα γιὰ τὸν ᾿Ιωάννη Κουκουζέλη χαρακτηρίζεται ὡς ἤχου πλ. α΄· στὴν ἔκδοσι τοῦ ἱερομονάχου ῾Ιεροθέου (Τσονάκα) «᾿Αθωνικὴ μουσικὴ ἀνθοδέσμη» (῞Αγιον Ὄρος 1987, σελ. 316) ὡς α΄ ἤχου.
– ῾Η γνωστὴ ἀργὴ δοξολογία τοῦ Πέτρου τοῦ Βυζαντίου (ἀναφέρθηκε προηγουμένως).
– Τὸ κράτημα τοῦ ἀργοῦ δοξαστικοῦ ᾿Αναστάσεως ἡμέρα. Στὸν 1ο τόμο τῆς Πανδέκτης (σελ. 344 καὶ 350) παρατίθενται δύο τέτοια κρατήματα· τὸ μὲν α΄ εἶναι σύνθεσι τοῦ ἴδιου τοῦ Χρυσάφου τοῦ νέου καὶ σημειώνεται ὡς «ἦχος τετράφωνος πρῶτος κε» (ὁ πρῶτος ἦχος δηλώνεται μὲ τὴν μαρτυρία του), τὸ δὲ ἑπόμενο εἶναι τὸ γνωστὸ κράτημα τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου, ποὺ σημειώνεται ἁπλῶς «ἐκ τοῦ κε». Αὐτὸ τὸ δεύτερο σημειώνεται ὡς α΄ ἤχου ἐκ τοῦ κε καὶ στὸ Καλοφωνικὸν Εἱρμολόγιον (ἐν ΚΠόλει 1835, σελ. 200-201). ᾿Επειδὴ τὰ κρατήματα αὐτὰ συχνὰ ἐκδίδονται συνημμένα στὸ ἀργὸ δοξαστικὸ τοῦ πάσχα ᾿Αναστάσεως ἡμέρα, ποὺ ἀνήκει βεβαίως στὸν πλ. α΄, καὶ αὐτὰ ἀπὸ πολλοὺς θεωροῡνται ὡς πλ. α΄ ἤχου.
– Τὸ τρισάγιον τῆς λειτουργίας τὸ λεγόμενο «τοῦ Καλογήρου». Στὸν «Μουσικὸ θησαυρὸ τῆς λειτουργίας» (῞Αγιον Ὄρος 1931, σελ. 548) χαρακτηρίζεται ὡς ἦχος πλ. α΄, στὴν «᾿Αθωνικὴ μουσικὴ ἀνθοδέσμη» (ἔνθ᾿ ἀνωτέρω, σελ. 29) ὡς α΄.
– Καὶ τὰ λειτουργικὰ τὰ καλούμενα «πατριαρχικὰ» μὲ τὸ συνοδευτικό τους Ἄξιον ἐστὶ (τὸ λεγόμενο καὶ «πολίτικο») καὶ φερόμενα ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ναυπλιώτου ἢ τοῦ Πρίγγου ἢ τοῦ Μάρκου Βασιλείου. Στὴν Λειτουργία τοῦ Κ. Πρίγγου (ἐκδότης ᾿Α. Λ. Παπανδρέου, τόμος β΄, ᾿Αθῆναι 1974, σελ. 27-35) κατατάσσονται στὸν πλ. α΄· ὅμως ὁ ᾿Αθ. Καραμάνης (Λειτουργία, ᾿Αθῆναι 1985, ἔκδ. ε΄, σελ. 182) καὶ ὁ Χρ. Θεοδοσόπουλος (Λειτουργία, Θεσ/νίκη 1983, σελ. 56) τὰ χαρακτηρίζουν ὡς α΄ ἤχου, ἐνῷ ὁ Χ. Ταλιαδῶρος (᾿Επίτομος Λειτουργία, β΄ ἔκδ. Θεσ/νίκη 1972, σελ. 108) καὶ ὁ Κ. Πανᾶς (Λειτουργία, ᾿Αθήνα 1984, σ. 163) ὡς πλ. α΄.
Τὸ ζήτημα παρουσιάζει ἐνδιαφέρον, διότι ἅπτεται τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ἐξελίξεως τῆς ψαλτικῆς. Ἔχουμε μαρτυρίες ἀπὸ τὸν 3ο τοὐλάχιστον αἰῶνα γιὰ χρῆσι τοῦ μουσικοῦ συστήματος τῆς ὀκτωηχίας στὴν χριστιανικὴ λατρεία (Εὐεργετηνὸς 2,11, ἀπόσπασμα ε΄ §3), ἐνῷ ἤδη ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα ἡ ὀκτωηχία εἶχε καταστῆ λαοφιλὴς χάρις κυρίως στὸν ῾Ρωμανὸ τὸν μελῳδό. ᾿Εντούτοις φαίνεται ὅτι μέχρι τὸν 8ο τοὐλάχιστον αἰῶνα πολλοὶ ἐκκλησιαστικοὶ μουσικοὶ ἀκολουθοῦσαν ἀκόμη τὸ μουσικὸ σύστημα τοῦ ᾿Αριστείδου Κοϊντιλιανοῦ καὶ τοῦ Κλεωνίδου, ποὺ εἶχε 7 τρόπους ἢ ἤχους καὶ ὄχι 8. Ἔτσι δύο ἤχους τῆς ὀκτωηχίας οἱ μουσικοὶ τοῦ ἄλλου συστήματος τοὺς θεωροῦσαν ὡς ἕναν, καὶ αὐτοὶ ἦσαν ὁ α΄ καὶ ὁ πλ. α΄, ποὺ τοὺς ὠνόμαζαν μὲ τὸ κοινὸ ὄνομα δώριος. Φαίνεται ἐπίσης ὅτι ἄλλοτε ἀντιστοίχιζαν τὸν δικό τους δώριο μὲ τὸν πλ. α΄ τῆς ὀκτωηχίας καὶ ἄλλοτε μὲ τὸν α΄ ἦχο, χωρὶς ὅμως νὰ ὑπάρχῃ πάντοτε συμφωνία στὶς ὀνομασίες καὶ στὶς ἀντιστοιχίες.
Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι κάποια ἔνδειξι τοῦ συστήματος τῆς «ἑπταηχίας» (ἂς τὴν πῶ ἔτσι) ἔχουμε ἀκόμη καὶ στὸν 8ο αἰῶνα καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν περίφημο Κοσμᾶ τὸν μελῳδό, θετὸ ἀδελφὸ τοῦ ᾿Ιωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κοινὸ δάσκαλό τους στὴν μουσικὴ τὸν μοναχὸ Κοσμᾶ τὸν ἐκ Καλαβρίας. Καὶ ἡ ἔνδειξι εἶναι ὅτι ὁ Κοσμᾶς ὁ μελῳδὸς δὲν συνέθεσε κανόνα σὲ ἦχο πλ. α΄, πρᾶγμα ποὺ τὸ σχολιάζει ἐκτενῶς καὶ ὁ ἐκ Νάξου ἱερομόναχος Νικόδημος ὁ ᾿Αθωνίτης στὸ γνωστό του «῾Εορτοδρόμιον» (Βενετία 1836, Προοίμιον, σελ. κδ΄-κε΄), ὡς ἀκολούθως.
«Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἱερὸς Κοσμᾶς μεταχειρίζεται εἰς τοὺς ᾀσματικούς του κανόνας τοὺς συνήθως ψαλλομένους ἤχους, διὰ τοῦτο δίκαιον ἐκρίναμεν να παραθέσωμεν εἰς τοὺς ἀναγνώστας καὶ τὴν περὶ τούτων εἴδησιν ὡς ἕνα ἥδυσμα, καθὼς ἀναφέρει περὶ αὐτῶν ὁ Θεόδωρος. Οἱ ἦχοι, καθὼς ὅλοι τὸ ἠξεύρουν, εἶναι ὀκτώ· καὶ οἱ μὲν τέσσαρες εἶναι ὀρθοὶ καὶ κύριοι καὶ προηγούμενοι, οἱ δὲ ἄλλοι τέσσαρες εἶναι τῶν ὀρθῶν πλάγιοι. Τούτους λοιπὸν ὅλους μεταχειρίζεται ὁ ἱεράρχης Κοσμᾶς, ἔξω μόνον ἀπὸ ἕνα, τὸν πλάγιον τοῦ πρώτου. Μεταχειρίζεται δὲ αὐτοὺς εὐτάκτως καὶ μὲ ἁρμονίαν μεγάλην· τὸν μὲν γὰρ α΄ ἦχον ἐμεταχειρίσθη εἰς τὴν πρώτην ἑορτήν, ἤ τοι εἰς τὴν Γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος ἡμέραν· τὸν δὲ β΄ ἦχον ἐμεταχειρίσθη εἰς τὴν δευτέραν ἑορτὴν τοῦ Κυρίου, ἤ τοι εἰς τὴν ἑορτὴν τῶν Θεοφανείων καὶ τὴν τοῦ βαπτίσματος τοῦ Κυρίου· τὸν δὲ γ΄ ἦχον ἐμεταχειρίσθη εἰς τὴν τρίτην ἑορτὴν τοῦ Κυρίου, ἤ τοι εἰς τὴν Ὑπαπαντήν, ἡ ὁποία ἂν καὶ εἶναι δευτέρα κατὰ τὴν φυσικὴν τάξιν, κατὰ δὲ τὸν δρόμον τοῦ ἡλίου καὶ τὸν μῆνα τρίτη εὑρίσκεται· τὸν δὲ δ΄ ἦχον ἐμεταχειρίσθη εἰς τὴν τετάρτην ἑορτὴν τῶν Βαΐων· τετάρτη γὰρ αὕτη εὑρίσκεται ἀπὸ τὴν ἑορτὴν τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως (ἡ γὰρ τῆς Περιτομῆς ἑορτὴ ὡς νομικωτέρα καὶ ἰουδαϊκωτέρα παρελείφθη, ἡ δὲ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ παρελείφθη καὶ αὐτή, ὄχι διότι δὲν εἶναι δεσποτικὴ ἑορτή, ἀλλὰ διότι ποτὲ μὲν πρὸ τῶν Βαΐων συμπίπτει, ποτὲ δὲ μετὰ τὰ Βαΐα). Ἐρχόμενος δὲ ὁ μελῳδὸς εἰς τὴν μεγάλην Ἑβδομάδα τῶν παθῶν, τὸν μὲν πλ. τοῦ α΄ ἦχον ἀφῆκεν, ἐπειδὴ εἶναι πανηγυριστὴς καὶ χαρίεις καὶ δὲν ἁρμόζει εἰς λύπην καὶ πάθος, τὸν δὲ πλ. τοῦ β΄ καὶ τὸν β΄ κατακόρως ἐμεταχειρίσθη ἐν ὅλῃ ἐκείνῃ τῇ ἑβδομάδι· διότι καθὼς αἱ ἅγιαι ἐκεῖναι ἡμέραι εἶναι πενθικαί, οὕτως ἀκολούθως καὶ οἱ ἦχοι αὐτοὶ εἶναι πενθικοί· καὶ ἂν αἱ ἑορταὶ τῶν τοῦ Κυρίου παθῶν εἶναι χαρᾶς κοινῆς πρόξενοι, καμμία ὅμως ψυχή, ὅσον καὶ ἂν εἶναι σκληρὰ καὶ θηριώδης, δὲν δύναται νὰ μὴ λυπηθῇ καὶ νὰ μὴ δακρύσῃ εἰς τὰς ἁγίας ἐκείνας ἡμέρας. Ὅταν δὲ ὁ ἱερὸς Κοσμᾶς ἔφθασεν εἰς τὴν Πεντηκοστήν, ἐμεταχειρίσθη τὸν πλ. τοῦ γ΄ ἦχον, ἤ τοι τὸν βαρύν, μιμούμενος κατὰ τοῦτο, ὡς νομίζω, τὸν ἦχον ἐκεῖνον ὁποὺ ἦλθεν ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς εἰς τοὺς ἁγίους καὶ ἱεροὺς ἀποστόλους· Ἐγένετο, φησίν, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥς περ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι (Πράξ. β΄ 2). Ἔπειτα τὸν τελευταῖον ἦχον, ἤ τοι τὸν πλ. τοῦ δ΄, ἐμεταχειρίσθη ὁ θεσπέσιος ᾀσματογράφος εἰς τὴν τελευταίαν ἑορτήν, ἤ τοι εἰς τὴν Ὕψωσιν τοῦ Σταυροῦ. [...] Διατί δὲ ὁ θεῖος Κοσμᾶς τὸν δ΄ ἦχον ἐμεταχειρίσθη καὶ εἰς τὴν δεσποτικὴν ἑορτὴν τῆς Μεταμορφώσεως, καθὼς ἐμεταχειρίσθη αὐτὸν καὶ εἰς τὴν ἑορτὴν τῶν Βαΐων; Ἴσως διὰ τὸ πανηγυρικὸν τοῦ ἤχου· εἰς τὴν πανηγυρικὴν γὰρ ἑορτὴν πανηγυρικὸς ἦχος ἔπρεπε καὶ νὰ ψάλλεται...»
Κάποια σχόλια στὸ παραπάνω κείμενο τοῦ ὁσίου Νικοδήμου κρίνονται ἀπαραίτητα. Προσπαθεῖ κατὰ πρῶτον νὰ δικαιολογήσῃ γιατί ὁ Κοσμᾶς παρέλειψε νὰ συνθέσῃ κανόνες γιὰ τὶς ἑορτὲς τῆς Περιτομῆς καὶ τοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, χωρὶς ὅμως νὰ δίνῃ μία πειστικὴ ἐξήγησι. ῾Ο Κοσμᾶς παρέλειψε τὶς δύο αὐτὲς ἑορτές, διότι πιθανώτατα στὴν ἐποχή του δὲν εἶχαν ἀναπτυχθῆ ἑορτολογικῶς, ἀφοῦ ἀρχικὰ συνεωρτάζονταν μὲ τὰ Χριστούγεννα καὶ καθιερώθηκαν ἀργότερα ὡς ἰδιαίτερες ἑορτές. ᾿Αλλὰ καὶ ὅταν αὐτονομήθηκαν, τὸν πρῶτο καιρὸ δὲν εἶχαν τὴν λαμπρότητα ποὺ ἀπέκτησαν ἀργότερα· ἐπὶ παραδείγματι ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἂν συνέπιπτε ἐντὸς τῆς τεσσαρακοστῆς, ἄλλοτε μετετίθετο σὲ κάποιο κοντινὸ σάββατο καὶ ἄλλοτε ἑωρτάζετο μὲ τέλεσι προηγιασμένης. Τὸ σημερινὸ ἑορτολόγιο καὶ τυπικό, ποὺ ἔχει ὑπόψει του καὶ ὁ Νικόδημος, ἰσχύει ἀπὸ τὸν 12ο αἰῶνα περίπου, ἐνῷ ὁ Κοσμᾶς εἶναι 4 αἰῶνες ἀρχαιότερος. ῾Η παρατήρησι τοῦ Νικοδήμου ὅτι ὁ Εὐαγγελισμὸς ἄλλοτε τυγχάνει πρὸ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων καὶ ἄλλοτε μετὰ τὰ Βαΐα εἶναι κατὰ πάντα ἀκριβὴς καὶ ὀρθή, σύμφωνα μὲ τὸ ἰουλιανὸ (παλαιὸ) ἡμερολόγιο, τὸ μόνο ποὺ ὑπῆρχε σὲ ᾿Ανατολὴ καὶ Δύσι μέχρι τὸν 16ο αἰῶνα, ἐνῷ ἀπὸ στὴν συνέχεια τὸ ἀκολουθοῦσε ὅλη ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία συμφώνως μέχρι τὸ 1923· ὅμως δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος ποὺ «ἀγνοήθηκε» ὑμνογραφικῶς ἀπὸ τὸν μελῳδὸ Κοσμᾶ.
Παρακάτω ἀναφέρει ὁ Νικόδημος ὅτι οἱ ἦχοι β΄ καὶ πλ. β΄ εἶναι ἦχοι «πενθικοί», δηλαδὴ πένθιμοι· αὐτὸ εἶναι μία ἀντίληψι διαδεδομένη ἀκόμη καὶ σήμερα, δὲν φαίνεται ὅμως καὶ πολὺ ὀρθή, διότι ὅλοι οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἦχοι μποροῦν νὰ εἶναι πένθιμοι καὶ ὅλοι μποροῦν νὰ εἶναι χαρμόσυνοι, ἀνάλογα μὲ τὸν τρόπο ποὺ θὰ χρησιμοποιηθοῦν οἱ μελῳδίες των. Γι᾿ αὐτὸ στὶς νεκρώσιμες ἀκολουθίες ὑπάρχουν ὕμνοι καὶ στοὺς 8 ἤχους, ἐνῷ ἀντιθέτως ὑπάρχουν θαυμασιώτατα ἀναστάσιμα καὶ πανηγυρικὰ ἰδιόμελα καὶ τροπάρια ἐπίσης σὲ ὅλους, φυσικὰ καὶ στοὺς ἤχους β΄ καὶ πλ. β΄.
Τέλος ὁ λόγος ποὺ χρησιμοποιήθηκε ὁ βαρὺς ἦχος στὸν πρῶτο κανόνα τῆς Πεντηκοστῆς δὲν εἶναι βέβαια αὐτὸς ποὺ ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Νικόδημος (γιὰ νὰ μιμηθῇ δῆθεν ὁ μελῳδὸς τὸν ἦχο ἐκεῖνο ποὺ ἦρθε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς στοὺς ἀποστόλους), ἀλλὰ ὅτι ἐκείνη τὴν κυριακὴ εἶναι κανονικῶς ἡ σειρὰ τοῦ βαρέος ἤχου, διότι ἀπὸ τὴν κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ ἀρχίζει ἡ διαδοχὴ τῶν ἤχων κατὰ σειράν (κυριακὴ Θωμᾶ α΄ ἦχος, κυριακὴ μυροφόρων β΄ ἦχος, καὶ οὕτω καθεξῆς).
Τὸ γεγονὸς πάντως (ὅπως ἐπισημαίνεται καὶ στὸ παραπάνω ἀπόσπασμα τοῦ «῾Εορτοδρομίου») εἶναι ὅτι ὁ Κοσμᾶς ὁ μελῳδὸς δὲν συνέθεσε κανόνα σὲ ἦχο πλ. α΄, καὶ αὐτὸ ἴσως σημαίνει ὅτι τὸν 8ο αἰῶνα δὲν ἐθεωρεῖτο ἀκόμη ἕνας ἀπὸ «τοὺς συνήθως ψαλλομένους ἤχους», προφανῶς διότι ταυτιζόταν συχνὰ μὲ τὸν κύριό του. Ἡ αἰτιολογία ποὺ προβάλλει ὁ Νικόδημος γιὰ τὴν παράλειψι τοῦ Κοσμᾶ, ὅτι «τὸν μὲν πλ. τοῦ α΄ ἦχον ἀφῆκεν, ἐπειδὴ εἶναι πανηγυριστὴς καὶ χαρίεις καὶ δὲν ἁρμόζει εἰς λύπην καὶ πάθος», ἐπίσης δὲν εἶναι πειστική, διότι τότε θὰ ἔπρεπε νὰ συνθέσῃ κανόνα σὲ ἦχο πλ. α΄ γιὰ κάποια ἄλλη ἑορτή, ἂν ὄχι γιὰ τὸ Πάσχα (θὰ μποροῦσε ἴσως αὐτὸ νὰ εἶναι μία ἐξήγησι γιὰ τὸ ὅτι τὰ καθιερωμένα στιχηρὰ «Πάσχα ἱερὸν» καὶ τὸ δοξαστικὸν τοῦ πάσχα «᾿Αναστάσεως ἡμέρα» εἶναι πράγματι σὲ ἦχο πλ. α΄), τοὐλάχιστον γιὰ τὴν Μεταμόρφωσι.
᾿Επειδὴ ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ὄχι μόνο υἱοθέτησε ὡς πρὸς τὸ μέλος τὸ σύστημα τῶν ὀκτὼ ἤχων ἀλλὰ καὶ συνέβαλε, ὡς γνωστόν, στὴν διάδοσι καὶ τελικὴ διαμόρφωσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ᾿Οκτωήχου, ποὺ ἀποτέλεσε τὴν πρόδρομη μορφὴ τοῦ σημερινοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου τῆς Παρακλητικῆς (Γεωργίου Μπεκατώρου, ᾿Επισκόπησις τῆς Παρακλητικῆς, στὸ βιβλίο του «Τάξις 1959», σελ. ε΄ - λβ΄· ᾿Αθανασίου Γ. Σιαμάκη, ἀρχιμανδρίτου, ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ὡς ὑμνογράφος καὶ μουσουργός, συνέχειες στὴν ἐπιθεώρησι «Συμβολή», τεύχη 8-11 ἔτους 2005), καὶ ἐπειδὴ ὁ ᾿Ιωάννης καὶ ὁ Κοσμᾶς εἶχαν κοινὴ μουσικὴ παιδεία, γνωρίζουμε ὅτι καὶ ὁ Κοσμᾶς ἀκολουθοῦσε τὸ σύστημα τῆς ὀκτωηχίας. Καὶ ὅμως ἡ ταύτισι α΄ καὶ πλ. α΄ ἦταν ἀκόμη τότε τόσο ἰσχυρὴ σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις, ὥστε ἀκόμη καὶ μελῳδοὶ τῆς ὀκτωηχίας νὰ θεωροῦν ὅτι δὲν χρειάζεται πάντοτε νὰ μελοποιοῦν καὶ στοὺς δύο ἤχους! Καὶ εἴδαμε ὅτι ἡ τάσι αὐτὴ τῆς ταυτίσεως τοῦ πρώτου μὲ τὸν πλάγιό του γιὰ ὡρισμένα μέλη (κυρίως παπαδικὰ) φτάνει μέχρι τὶς ἡμέρες μας.
῞Ολη ἡ παραπάνω ἐπισκόπησι καὶ οἱ σχετικὲς μαρτυρίες δείχνουν ὅτι τὸ νὰ κατεβαίνῃ ὁ ἀρχαῖος πρῶτος ἦχος (κε) στὴν βάσι τοῦ πλαγίου του (πα) καὶ νὰ πορεύεται ἀπὸ αὐτὴν πλέον τὴν βάσι εἶναι κάτι ποὺ χάνεται στὰ βάθη τῆς μουσικῆς ἀρχαιότητος, τοὐλάχιστον γιὰ τὰ παπαδικὰ μέλη. ᾿Επίσης μπορεῖ κανεὶς νὰ συμπεράνῃ ὅτι τὰ μέχρι σήμερα ὑπάρχοντα μέλη σὲ α΄ τετράφωνο, καὶ ἰδίως τὰ ἀρχαιότερα ἐξ αὐτῶν ὅπως τὸ παρὸν μάθημα τοῦ Μανουὴλ Χρυσάφου καὶ τὸ ᾿Επὶ σοὶ χαίρει τῆς λειτουργίας τοῦ μεγάλου Βασιλείου ἀλλὰ καὶ ὅσα χρησιμοποιοῦν ἐν πολλοῖς τὸ σύστημα τοῦ τροχοῦ σὲ μεγάλη ἔκτασι, διασῴζουν τὰ αὐθεντικώτερα στοιχεῖα τοῦ ἀρχαίου α΄ ἤχου, οἱ καταβολὲς τοῦ ὁποίου ἀσφαλῶς ἀνάγονται στὸν δώριο ἦχο τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων. ᾿Ισχύει ἐδῶ ἡ εὐστοχώτατη παρατήρησι τοῦ Μανόλη Χατζηγιακουμῆ ὅτι τὰ ἀρχαῖα αὐτὰ μέλη, μὲ τὸν ἰδιόσημο μελικὸ πυρῆνα καὶ τὴν ἐκσυγχρονισμένη διατύπωσι, ἀποτελοῦν λαμπρὰ δείγματα μιᾶς αὐθεντικῆς, καὶ ζωντανῆς ἀκόμη, μακραίωνης λειτουργικῆς παραδόσεως («Σύμμεικτα», μέρος α΄, τόμος πρῶτος: μέλη καὶ σχολιασμοί, ᾿Αθήνα 2005, σελ. 25).
῞Οσο γιὰ τὸ θέμα ὅτι στὰ εἱρμολογικά τους μέλη ὁ μὲν α΄ ἦχος ἔχει βάσι τὸν πα, ἐνῷ ὁ πλ. α΄ τὸν κε, μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε ὅτι συμβαίνει ἐδῶ τὸ ἴδιο φαινόμενο ποὺ συναντοῦμε καὶ σὲ πολλὰ μέλη τῶν δύο ἤχων τοῦ χρωματικοῦ γένους, ὅπου ὁ εἱρμολογικὸς β΄ χρησιμοποιεῖ τὴν κλίμακα (συνήθως δὲ καὶ τὴν βάσι) τοῦ πλ. β΄, ἐνῷ ἀντιθέτως ὁ εἱρμολογικὸς πλ. β΄ χρησιμοποιεῖ τὴν κλίμακα (συχνὰ καὶ τὴν βάσι) τοῦ β΄ ἤχου. Ἔτσι καὶ στὰ εἱρμολογικὰ μέλη τοῦ α΄ ἤχου χρησιμοποιεῖται ἡ βάσι καὶ ἡ πορεία τοῦ πλ. α΄ ἤχου, καὶ ἀντιστοίχως στὰ εἱρμολογικὰ τοῦ πλ. α΄ χρησιμοποιεῖται ἡ ἀρχαία βάσι τοῦ α΄ (κε) συχνὰ μαζὶ μὲ τὸ σύστημα τοῦ τροχοῦ.
῾Ως πρὸς τὴν δομή του τὸ παρὸν μάθημα ξεκινᾷ μὲ μία εἰσαγωγικὴ μουσικὴ φράσι (4 ἔντυπες σειρές), ἡ ὁποία ἀναπτύσσεται στὴν πρώτη συλλαβὴ τοῦ κειμένου ᾿Α, μὲ παρεμβολὲς τῶν γνωστῶν συμφώνων χ καὶ ν, ὥστε νὰ δημιουργοῦνται λίγα ἠχήματα (χα να νε) ποὺ δίνουν τὴν ἐντύπωσι ἑνὸς σύντομου νενανισμοῦ. Κατόπιν ἐκτυλίσσεται τὸ κείμενο τοῦ στιχηροῦ σὲ καλοφωνικὸ μέλος πανηγυρικὸ καὶ εὐφρόσυνο, ἐπιτηδευμένο καὶ ἔντεχνο, μὲ ἐπαναλήψεις συλλαβῶν καὶ λέξεων, καὶ μὲ διάφορους μελικοὺς πλατυσμούς. Τὸ ἐξαγγελτικὸ ὕφος τῆς συνθέσεως ἀναδεικνύεται μὲ ὑψηλότονες ἐξάρσεις στὶς λέξεις κρούων (ἡ ὁποία ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴν ἤπια χαμηλότονη καὶ ἰδιαίτερα μελισματικὴ περιγραφικότητα τῆς λέξεως κινύρα), τῷ βασιλεῖ παρθένοι, ἔσω, ἔνδον, ἱλαστηρίου (ὅπου ἀνευρίσκεται καὶ ἡ ἀνώτερη κορύφωσι τοῦ μέλους, στὸν ἄνω γα), ἀνατραφῆναι.
Στὰ ἀρχαϊκὰ καὶ αὐθεντικὰ μουσικὰ στοιχεῖα τοῦ μαθήματος θὰ πρέπει νὰ λογιστοῦν ἐπίσης ἡ ἀπόλυτη ἀπουσία τῶν χρωματικῶν ἤχων, ἡ χρῆσι τοῦ τροχοῦ (γιὰ τὸ ὑψηλὸ πεντάχορδο κε - ἄνω βου), καὶ ὁ αὐστηρὸς περιορισμὸς τῆς μελῳδικῆς ἀναπτύξεως μέσα στὸ διατονικὸ γένος, οὐσιαστικὰ μόνον στὸν α΄ ἦχο· οἱ ἐλάχιστες θέσεις στὸν δ΄ καὶ τὸν πλάγιό του λειτουργοῦν κυρίως ὡς ἐνδιάμεσες συνδέσεις τῶν διαφόρων ἐναλλαγῶν τοῦ μέλους καὶ σὲ κάθε περίπτωσι εἶναι εὐχάριστες σύντομες καὶ διακριτικὲς ἐξαιρέσεις ποὺ ἔντεχνα ἀναδεικνύουν τὸν κανόνα· τὴν ἀπόλυτη κυριαρχία τοῦ ἀρχαίου α΄ τετραφώνου ἤχου. ᾿Αντὶ τῶν μεταγενέστερων χρωματικῶν ἢ ἄλλων μουσικῶν ἐναλλαγῶν ἀκολουθεῖται συχνὰ ἡ ἀρχαιότροπη τεχνικὴ νὰ κατέρχεται τὸ μέλος στὸν πλάγιο τοῦ πρώτου, στὸν πα, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν πλαγιασμὸ τοῦ μέλους νὰ δημιουργῆται τὸ ὅποιο ἀναγκαῖο στοχαστικὸ καὶ ἤρεμο ὕφος τῆς μελῳδίας. Ἔτσι οἱ ὑψίτονες θέσεις συνήθως ἀκολουθοῦνται ἀπὸ χαμηλότονες κινήσεις ὅπως στὶς λέξεις κινύρα, κατοίκησιν, γεννηθέντος, καὶ πάλι στὴν μετὰ τὸ κράτημα καταληκτήρια ἐπανάληψι ἀρρεύστως γεννηθέντος. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δημιουργεῖται μία συνολικῶς ἰσορροπημένη μουσικὴ δομή, ὅπου κυριαρχοῦν ἡ δωρικὴ ἁπλότητα καὶ ἡ ἱερατικὴ σεμνοπρέπεια.
῞Οπως ἐλέχθη καὶ στὴν ἀρχή, ὁ 2ος στίχος τοῦ μαθήματος Ἀπενεχθήσονται, φησί, τῷ βασιλεῖ παρθένοι ὀπίσω αὐτῆς εἶναι ψαλμικὸς (Ψα 44:14) καὶ συνάμα τὸ ἀρχαῖο κοινωνικὸ τῆς θεομητορικῆς ἑορτῆς (χωρὶς τὴν λέξι φησί). Γι᾿ αὐτὸ ἡ μελῳδικὴ ἀνάπτυξι τοῦ συγκεκριμένου στίχου εἶναι ἰδιαιτέρως ἔντεχνη καὶ πεπλατυσμένη μὲ κυρίαρχη τὴν ὑψίτονη μελοποίησι, ποὺ φανερώνει καὶ τὴν ἐγκωμιαστικὴ διάθεσι τοῦ μελοποιοῦ πρὸς τὸ τιμώμενο πρόσωπο τῆς θεοτόκου.
Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωσι τοῦ κειμένου καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τῆς συνθέσεως παρεμβάλλεται ἕνα ὁμόηχο ἐκτενὲς κράτημα, τὸ ὁποῖο εἰσάγεται μὲ τὴν συλλαβὴ Τοτο (καθὼς ἡ τελευταία λέξι τοῦ ποιητικοῦ κειμένου εἶναι ἡ μετοχὴ γεννηθέντος), γιὰ νὰ μεταβῇ γρήγορα στὸ Τεριρεμ, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸ κύριο θέμα ποὺ ἀναπτύσσεται ἐκτενῶς. ῾Η μελῳδική του ἀνάπτυξι εἶναι τεχνικώτατη, δυναμική, εὔρυθμη καὶ ἁρμονική. Τὸ κράτημα εἶναι συνημμένο μὲ τὸ ἐν λόγῳ μάθημα, καθὼς καταλήγει ὄχι στὸν κε ἢ ἔστω στὸν πα ἀλλὰ στὸν φυσικὸ νη, ὁπότε ἡ καταληκτήρια μελῳδία τοῦ ὕμνου ἀναπτύσσεται ἀρχικά σὲ ἦχο πλ. δ΄, προτοῦ ἐπιστρέψῃ στὸν ἀρχικὸ ἦχο τοῦ μαθήματος.
Μετὰ τὸ κράτημα ἀκολουθεῖ τὸ καταληκτήριο μέλος, ἀποτελούμενο ἀπὸ ἐπανάληψι τῶν δύο τελευταίων πρὸ τοῦ κρατήματος λέξεων ἀρρεύστως γεννηθέντος σὲ μέλος πιὸ σύντομο καὶ σὲ χαμηλότονη ἀνάπτυξι γύρω ἀπὸ τὸν νη (πλ. δ΄), ὅπως ἤδη ἐλέχθη, μὲ τὴν προσθήκη τῆς τελικῆς φράσεως τοῦ ὕμνου εἰς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὅπου τὸ μέλος ἐπανέρχεται στὸν ἀρχικό του ἦχο, σὲ σύντομη σχετικὰ μελικὴ ἀνάπτυξι, ποὺ καταλήγει μὲ μία ἐπίσης σύντομη καταληκτήρια θέσι στὸν πα. Γενικῶς τὸ μέλος μετὰ τὸ κράτημα δὲν εἶναι πεπλατυσμένο καλοφωνικὸ ἀλλὰ μᾶλλον ἀργὸ στιχηραρικὸ καὶ ὑπενθυμίζει τὴν τεχνικὴ ἄλλων παλαιῶν μαθημάτων, ὅπου τὸ τέλος ἐκτελεῖται «ἀπὸ χοροῦ», ὅταν εἶναι σὲ μέλος ἀργὸ στιχηραρικό (Γρ. Θ. Στάθη, «Οἱ ἀναγραμματισμοὶ καὶ τὰ μαθήματα», σελ. 153), παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν σημειώνεται κάτι σχετικὸ στὴν ἔντυπη ἔκδοσι.
Συμπερασματικῶς τὸ μάθημα ἐκτείνεται μελῳδικῶς ἀπὸ τὸν φυσικὸ νη μέχρι τὸν ἄνω γα καὶ ἀπὸ τὴν παραπάνω μορφολογικὴ περιγραφὴ τοῦ μέλους ἐξάγεται ὅτι ἀνήκει στὸν μονομερῆ τύπο τῶν καλοφωνικῶν μαθημάτων. ῾Ο Μανουὴλ Χρυσάφης δημιουργεῖ ἐδῶ μία ἀριστουργηματικὴ καὶ ἐπιβλητικὴ σύνθεσι, στὴν ὁποία συνδυάζονται ἀριστοτεχνικὰ ἡ αὐστηρὴ συνοχή, τὸ στιβαρὸ μέλος, ἡ ἱεροπρέπεια, ἡ λελογισμένη διατύπωσι, ἡ ἑορταστικὴ διάθεσι καὶ τὸ εὐφρόσυνο ὕφος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Χρυσάνθου τοῦ ἐκ Μαδύτων, «Εἰσαγωγὴ εἰς τὸ θεωρητικὸν καὶ πρακτικὸν τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς», ἐν Παρισίοις 1821. * Τοῦ ἰδίου, «Θεωρητικὸν Μέγα». * «Καλοφωνικὸν Εἱρμολόγιον», ἐν ΚΠόλει 1835. * ᾿Ιακώβου πρωτοψάλτου, Δοξαστάριον (δύο τόμοι), Κ/Πολις. * Νικοδήμου τοῦ ᾿Αθωνίτου τοῦ ἐκ Νάξου, «῾Εορτοδρόμιον» Βενετία 1836. * Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος, «Δοξαστάριον τῶν ἀποστίχων». * ᾿Αγαθαγγέλου Κυριαζίδου «῞Εν ἄνθος τῆς καθ᾿ ἡμᾶς ἐκκλ. μουσικῆς», ἐν Κων/πόλει 1896. * «Μουσικὸς θησαυρὸς τῆς λειτουργίας», ῞Αγιον Ὄρος 1931. * Οἰκονόμου Χαραλάμπους «Βυζαντινῆς Μουσικῆς Χορδή», Κύπρος 1940. * Παύλου τοῦ μοναχοῦ καὶ κτίτορος τῆς μονῆς Εὐεργέτιδος, «Εὐεργετηνός», ἤ τοι συναγωγὴ τῶν θεοφθόγγων ῥημάτων τῶν θεοφόρων καὶ ἁγίων πατέρων. ἔκδοσις ε΄, ᾿Αθῆναι 1958. * Γεωργίου Μπεκατώρου, ᾿Επισκόπησις τῆς Παρακλητικῆς, λειτουργικὴ μελέτη δημοσιευμένη στὸ βιβλίο του «Τάξις 1959». * Κ. Πρίγγου, «Λειτουργία». ἐκδότης ᾿Α. Λ. Παπανδρέου, τόμος β΄, ᾿Αθῆναι 1974. * Γρ. Θ. Στάθη, «Οἱ ἀναγραμματισμοὶ καὶ τὰ μαθήματα». * ᾿Αθ. Καραμάνη, «Λειτουργία», ᾿Αθῆναι 1985, ἔκδ. ε΄, σελ. 182. * Χ. Ταλιαδῶρος, «᾿Επίτομος Λειτουργία», β΄ ἔκδ. Θεσ/νίκη 1972. * Χρ. Θεοδοσόπουλος, «Λειτουργία», Θεσ/νίκη 1983. * Κ. Πανᾶς, «Λειτουργία», ᾿Αθήνα 1984. * ῾Ιεροθέου (Τσονάκα), ἱερομονάχου, «᾿Αθωνικὴ μουσικὴ ἀνθοδέσμη», ῞Αγιον Ὄρος 1987. * «Σύμμεικτα», μέρος α΄, τόμος πρῶτος: μέλη καὶ σχολιασμοί, ᾿Αθήνα 2005, σελ. 25. * ᾿Αθανασίου Γ. Σιαμάκη, ἀρχιμανδρίτου, ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ὡς ὑμνογράφος καὶ μουσουργός, συνέχειες στὴν ἐπιθεώρησι «Συμβολή», τεύχη 8-11 ἔτους 2005.
᾿Επίσης χρησιμοποιήθηκε καὶ ἡ βιβλιογραφία ποὺ ἀναγράφεται στὶς δύο μελέτες μου γιὰ τὰ μαθήματα ὑπ᾿ ἀριθμοὺς 3 καὶ 50.
Δημοσίευσι 11/11/2017 (στὴν ἱστοσελίδα τῆς Συμβολῆς)