ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΜΟΥΣΙΚΩΝ
ΤΗΣ ΨΑΛΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Μ
Μακρυγιάννης Πανάρετος (βαπτιστικὸν Παναγιώτης). γεννήθηκε στὴν Πάτρα τὸ 1924 καὶ ἦταν καλλιφωνότατος ἱεροψάλτης καὶ περίφημος μουσικοδιδάσκαλος. ἐργαζόταν πνευματικὰ καὶ ἱεραποστολικὰ καὶ δίδασκε τὴν μουσικὴ σὲ κάθε ἐνδιαφερόμενο, συνήθως χωρὶς νὰ πληρώνεται. ἦταν βαθύτατος γνώστης ὄχι μόνον τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς ἑλληνικῆς ἐξωτερικῆς καὶ τῆς ἀσιατικῆς (μὲ ὅλα τὰ μακάμια καὶ τοὺς σουπιέδες), καθὼς εἶχε μελετήσει ὅλα σχεδὸν τὰ μουσικὰ καὶ θεωρητικὰ συγγράμματα τῆς καθ᾿ ἡμᾶς μουσικῆς ἀπὸ τὸ 1820 μέχρι τὶς ἡμέρες του. ἐκάρη μοναχὸς στὸ παλαιὸ καὶ ἱστορικὸ μοναστῆρι τοῦ ᾿Ομπλοῦ (εἰσοδίων τῆς θεοτόκου) Πατρῶν, ὅπου ἠχογράφησε ἐρασιτεχνικῶς σὲ φωνοταινίες (κασέττες) μία σειρὰ μὲ τὰ κυριώτερα κλασσικὰ μαθήματα ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς σὲ ὅλους τοὺς ἤχους, παραλλαγὴ καὶ μέλος. κατόπιν ἀνεχώρησε γιὰ τὸν ἐπιβλητικὸ Ἄθωνα καὶ μόνασε στὴν μονὴ Φιλοθέου μέχρι τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του τὸ 1993. ἐκεῖ δίδασκε μουσικὴ σὲ ῾Αγιορεῖτες μοναχοὺς καὶ ἠχογράφησε ἐκ νέου ὅλα τὰ μαθήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς (παραλλαγὴ καὶ μέλος) σὲ νέα ἐρασιτεχνικὴ σειρά, πλουσιώτερη καὶ πληρέστερη ἀπὸ τὴν πρώτη, καθὼς προσθέτει πολλὰ κλασσικὰ μαθήματα ἀλλὰ καὶ νεώτερα μουσικὰ βιβλία. εἶχε πολλοὺς μαθητὲς στὴν Πάτρα, ἐνῷ στοὺς ῾Αγιορεῖτες μαθητές του ἀνήκει καὶ ὁ γνωστὸς καλλίφωνος ἱερομόναχος ῾Ιερόθεος, πρώην Φιλοθεΐτης.
Μανασ(ε)ίδης Συμεών. λόγιος ἱερεὺς τοῦ 19ου αἰῶνος, μελοποιὸς καὶ διδάσκαλος στὶς Φέρες τῆς ἐπαρχίας Αἴνου. Ἔγραψε ἀρκετὰ μελουργήματα καὶ ἐπινόησε δικό του σύστημα μουσικῆς γραφῆς, τὸ ὁποῖο ἀπερρίφθη.
Μανουὴλ Ἀγαλλιανός. βλέπε Ἀγαλλιανὸς Μανουήλ.
Μανουὴλ ὁ Βυζάντιος. μαθητὴς τοῦ πρωτοψάλτου ᾿Ιακώβου, διετέλεσε καὶ ὁ ἴδιος πρωτοψάλτης τῆς μεγάληξς ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ 1805 μέχρι τὶς 21 ᾿Ιουλίου 1819 μὲ λαμπαδάριο τὸν Γρηγόριο Λευίτη (ἢ Λευιτίδη). ἦταν «εὐφωνότατος τῶν πρὸ αὐτοῦ καὶ μετ᾿ αὐτὸν πρωτοψαλτῶν».
Μανουὴλ Χρυσάφης ὁ παλαιός. λαμπαδάριος τοῦ Γρηγορίου Μπούνη στὴν ῾Αγία Σοφία κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἁλώσεως ἢ λίγο πρίν, σύμφωνα μὲ τὸν Χρύσανθο. ἀκριβέστερα πάντως ἦταν λαμπαδάριος τοῦ «εὐαγοῦς βασιλικοῦ κλήρου» καὶ ἄνθρωπος τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς.
Μελέτιος ἱερομόναχος. ὀνομαστὸς πρωτοψάλτης τῆς Νέας Μονῆς Χίου περὶ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος. διετέλεσε διδάσκλαλος τοῦ πρωτοψάλτου Γεωργίου Βιολάκη κυρίως στὴν τυπικὴ τάξι τῶν ἀκολουθιῶν.
Μελέτιος Σιναΐτης ὁ Κρής, ὁ λεγόμενος «παλαιὸς» (ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνος.) σὲ ἀντίθεσι πρὸς ἄλλον συνώνυμο τὸν καλούμενο «νέο» (τέλος τοῦ 18ου αἰῶνος). ὁ Μελέτιος εἶναι γνωστὸς κυρίως ὡς ποιητὴς καλοφωνικῶν εἱρμῶν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δύο εἶναι οἱ πιὸ διαδεδομένοι (στὴν χειρόγραφη καὶ ἔντυπη παράδοσι), ὁ 15σύλλαβος Παντάνασσα πανύμνητε σὲ ἦχο δ΄ (ποὺ ἔχει μελοποιηθῆ ἐπίσης ἀπὸ τὸν Γερμανὸ Νέων Πατρῶν) καὶ ὁ ἄλλος Ποία μήτηρ ἠκούσθη παρθένος σὲ ἦχο δ΄, ὁ ὁποῖος φέρεται στὰ χειρόγραφα ὡς καλλωπισθεὶς ἀπὸ τὸν σύγχρονο περίπου Μανουὴλ Γούτα. ὁ Μελέτιος μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς καλοφωνικοὺς εἱρμοὺς ὑπηρέτησε τὸ νέο αὐτὸ μουσικὸ εἶδος, τὸ ὁποῖο παρουσίασε μεγάλη ἀκμὴ καὶ ἄνθισι τὴν ἴδια ἐποχή (1650-1720).
Μιχαλάκης Γεώργιος. σύγχρονος ψάλτης, μουσικοδιδάσκαλος καὶ μουσικολόγος, εἰδικευθεὶς εἰς τὸ πατριαρχικὸν μουσικὸν ὕφος κατὰ τὴν παράδοσιν τοῦ πρωτοψάλτου τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ᾿Ιακώβου Ναυπλιώτου. ἐγεννήϑη εἰς τὴν νῆσον Μοντρεὰλ ἐκ γονέων Λακεδαιμόνων. ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας ἐβοηθοῦσεν εἰς τὸ ἀναλόγιον καὶ ἤκουσε πολλοὺς παραδοσιακοὺς ψάλτας ἐν ῾Ελλάδι καὶ ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ. διδασκάλους μεταξὺ ἄλλων εἶχε κατὰ καιροὺς τὸν θεῖόν του Νικόλαον Ξηροδήμαν, τὸν ἐκ Κύπρου Ἀνδρέαν Παναγιωτόπουλον, τὸν μακαριστὸν Κωνσταντῖνον Κατσούλην, τὸν ἐκ Χίου ᾿Αλέκον Βάρδαν, τὸν Ματϑαῖον Ἀνδρέου, ἀλλὰ καὶ τὸν νῦν πρωτοψάλτην Καναδᾶ Κωνσταντῖνον Λαγοῦρον. κυρίως ὅμως ἐμαθήτευσεν ἐπὶ 7 συνεχῆ ἔτη εἰς τὸν Στυλιανὸν Τσολακίδην, πρώην πρῶτον κανονάρχην τῶν πατριαρχικῶν χορῶν ἐπὶ πρωτοψάλτου ᾿Ιακώβου Ναυπλιώτου, διδαχθεὶς ὑπ᾿ αὐτοῦ συστηματικῶς καὶ μετ᾿ ἐπιμελείας τὰ μυστικὰ τοῦ πατριαρχικοῦ μουσικοῦ ὕφους, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν τοῦ ᾿Ιακώβου Ναυπλιώτου. ὁ Γεώργιος Μιχαλάκης εἶναι ἐπίσης γνώστης τῆς εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς, ἀσχολεῖται ἰδιαιτέρως μὲ τὸ γρηγοριανὸν μέλος, ἔχει δημιουργήσει πρόγραμμα γραφῆς τῆς ψαλτικῆς μὲ σύστημα «drag and drop», καὶ ἀσχολεῖται μὲ προσαρμογὰς τῶν ἑλληνιστὶ ὑπαρχόντων μελῶν εἰς τὰς γλώσσας ἀγγλικὴν καὶ γαλλικήν. εἶναι ἐπιπλέον ἱδρυτικὸν μέλος τοῦ συγκροτήματος «Στούδιον», ὅπου συνεργάζεται μὲ τὴν μουσικολόγον Ἀνδριανὴν Ἀτλάντη (Andrea Atlanti). συνεργάζεται ἐπίσης μὲ τὸν μουσικολόγον Francis Gayte, ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται μὲ τὴν ψαλτικὴν ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πολυφωνικὴν χορῳδιακὴν μουσικήν. ἔψαλε κατὰ καιροὺς εἰς διαϕόρους ναοὺς τῆς νήσου Μοντρεὰλ καὶ λαμβάνει μέρος εἰς διαϕόρους συναυλίας καὶ μουσικολογικὰ συνέδρια. σήμερον διαμένει εἰς Γαλλίαν, ὅπου διδάσκει ἀφιλοκερδῶς τὴν ψαλτικήν.
Μουζουρίδης Χαράλαμπος. σύγχρονος ἱεροψάλτης, χοράρχης, μουσικοδιδάσκαλος καὶ θεολόγος, ποὺ γεννήθηκε στὸ Νέο Χειμώνιο Ὀρεστιάδος τὸ 1947. διδάχτηκε τὴν μουσικὴ στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ Ξάνθης ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Καπιρέλη (1961-65) καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ Κορίνθου ἀπὸ τὸν Δ. Μπονάτσο (1966-67), ἐνῷ ἀργότερα φοίτησε στὸ δημοτικὸ ᾠδεῖο Ξάνθης καὶ στὸ μακεδονικὸ ᾠδεῖο Θεσσαλονίκης. ἀπὸ τὸ 1987 ὑπηρετεῖ τὸ δεξιὸ ἀναλόγιο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Ξάνθης, ἐνῷ ἀπὸ τὸ 1988 διδάσκει στὸ δημοτικὸ ᾠδεῖο Ξάνθης καὶ διευθύνει τὸν βυζαντινὸ χορὸ τῶν σπουδαστῶν του καθὼς καὶ τὸν χορὸ τοῦ συλλόγου ἱεροψαλτῶν Ξάνθης «Γρηγόριος ὁ πρωτοψάλτης». Εἶναι ἐπίσης μελοποιὸς μὲ ἀξιόλογο ἀνέκδοτο ἔργο.
Μπαϊρακτάρης ᾿Ιωσήφ. σύγχρονος ᾿Αθωνίτης μοναχός, ποὺ γεννήθηκε τὸ 1958 στὴν Κόρινθο καὶ ἔλαβε τὸ βαπτιστικὸ Χρῖστος. εἶναι ἀπόφοιτος τῆς σχολῆς ἱεροψαλτῶν τῆς μητροπόλεως Κορίνθου, ἐνῷ στὴν μουσική του συγκρότησι συνέβαλαν ἐπίσης ὁ κατὰ σάρκα πατέρας του ἱερεὺς Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, ὁ πρωτοψάλτης τοῦ ἁγίου Νικολάου Κορίνθου Ἰωάννης Σπανὸς καὶ ὁ Ἀθανάσιος Παϊβανᾶς (μαθητὴς τοῦ Θρασυβούλου Στανίτσα). κατὰ τὴν περίοδο 1983-1989 ἐμόναζε στὴν μονὴ Δοχειαρίου, ὅπου συνέψαλλε σταθερὰ μὲ τοὺς λοιποὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς. σήμερα μονάζει σὲ κελλὶ (ἡσυχαστήριον ἁγίου Μηνᾶ) στὴν Βίγλα τοῦ ῾Αγίου Ὄρους. εἶναι καλλίφωνος καὶ ἠδὺς ψάλτης.
Mπαλάσιος ἱερεύς. ἀκμάζει περίπου στὴν περίοδο 1660-1700 καὶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαντικοὺς μουσικοὺς τοῦ δευτέρου ἡμίσεος τοῦ 17ου αἰῶνος μὲ πολύπλευρη δραστηριότητα στὸν χῶρο τοῦ Πατριαρχείου καὶ εὐρύτερη μόρφωσι. ἦταν μαθητὴς τοῦ Γερμανοῦ Νέων Πατρῶν καὶ «συμφοιτητὴς» στὸν ἴδιο τοῦ ᾿Αθωνίτου μουσικοῦ Κοσμᾶ τοῦ Μακεδόνος. ὁ Μπαλάσιος ἀξιολογεῖται γιὰ τὸ μεγάλο σὲ ὄγκο καὶ σπουδαιότητα ἔργο του, γιὰ τὴν πλούσια ἀντιγραφική του δρᾶσι καὶ γιὰ τὶς ῥιζοσπαστικές του προσπάθειες στὴν ἀναλυτικὴ ἐξήγησι τῆς παλαιᾶς σημειογραφίας. τὸ σπουδαιότερο ἔργο του εἶναι ἡ νέα μελοποίησι (ὁ «καλλωπισμὸς») τοῦ Εἰρμολογίου, τὸ ὁποῖο ἐκυριάρχησεν ἐπὶ ἕναν καὶ πλέον αἰῶνα στὴν χειρόγραφη παράδοσι. ἐκαλλιέργησε πλατιὰ τὸ νέο εἶδος τῶν καλοφωνικῶν εἱρμῶν (στὸ ὄνομά του σῴζονται περίπου 25), ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ καινούργιο εἶδος τοῦ καθιερωμένου ὣς σήμερα γνωστοῦ τύπου δοξολογιῶν (καὶ τὰ δύο αὐτὰ εἴδη εἶναι δημιουργήματα τοῦ 17ου αἰῶνος). πέρα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Μπαλάσιος ἐμελοποίησεν ἀκόμη πολλὰ ἔντεχνα μαθήματα σὲ ἑορτὲς τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἀνοιξαντάρια, κεκραγάρια κατ' ἦχον, ἀλληλουιάρια, πασαπνοάρια τοῦ ὄρθρου, πολυελέους, τιμιωτέρες, φῆμες καὶ πολυχρονισμοὺς πολυάριθμους, ᾀσματικὰ τρισάγια, ἐπίσης χερουβικά, κοινωνικὰ τῶν κυριακῶν, τῆς ἑβδομάδος καὶ τοῦ ἐνιαυτοῦ, θεοτοκία, καὶ ἄλλα. τέλος πρέπει νὰ προστεθοῦν καὶ οἱ δύο «ἐξηγήσεις» του, στὸ παλαιὸ ἀλληλουιάριο –ἦχος βαρὺς– τοῦ Θεοδούλου καὶ στὸ νεκρώσιμο τρισάγιο –ἦχος πλ β΄– τὸ λεγόμενο «ἐξ Ἀθηνῶν», οἱ ὁποῖες ἐγκαινιάζουν τὴ μεγάλη περίοδο τῶν ἐξηγήσεων, δηλαδὴ τὴν ἀναλυτικὴ ἁπλοποίηση τῆς μουσικῆς σημειογραφίας ποὺ κατέληξε στὴν ὁριστικὴ μεταρρύθμισι τῆς νέας μεθόδου τὸ 1814. ὁ Μπαλάσιος παραμένει ἀπὸ τοὺς πιὸ δραστικοὺς μουσικοὺς στὴν πρώτη περίοδο τῆς μεγάλης ἀκμῆς (1650-1720) τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς μετὰ τὴν ἅλωσι. μὲ τὸ ἔργο του, τὶς ἐξηγήσεις, τὴν διδακτικὴ καὶ τὴν πλούσια ἀντιγραφική του δρᾶσι ἔχει συμβάλει καίρια στὴν καλλιέργεια καὶ τὴν ἀνανέωσι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μέλους τῆς ἐποχῆς του.
Μπαντῆς Βασίλειος. γεννήθηκε στὶς 30 μαρτίου 1940 καὶ μεγάλωσε στὴν Νικήσιανη Καβάλας (σημερινὸ δῆμο Παγγαίου). ψάλλει στὰ Εἰσόδια τῆς θεοτόκου τῆς Νικήσιανης ἐπὶ 50 συναπτὰ ἔτη. ἔψαλλε ἐπίσης 2 ἔτη στὴν Πρωσότσανη, ἕνα ἔτος στὸ Δοξᾶτο Δράμας καὶ ἕνα ἔτος στοὺς ἁγίους Ἀναργύρους Δράμας. μαθήτευσε ἀρχικὰ στὸν σπουδαῖο ἱεροψάλτη τῆς περιοχῆς ᾿Αθανάσιο Μπάρμπα, ἐνῷ σὲ ἡλικία 13 ἐτῶν μετέβη στὴν Θεσσαλονίκη κοντὰ στὸν ᾿Αθανάσιο Καραμάνη, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐπίσης διδάχτηκε τὴν βυζαντινὴ μουσική. εἶναι ἐξίσου ἄριστος στὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς Μακεδονίας-Θρᾴκης ὅσο καὶ στὰ τοπικὰ τὰ λεγόμενα Παγγαιορείτικα. δίδαξε καὶ διδάσκει σὲ διαφορὰ τμήματα καὶ εἶναι μόνιμος δάσκαλος τῶν μοναχῶν τῆς ἱερᾶς μονῆς Εἰκοσιφοινίσσης. ἔλαβε μέρος σὲ πολλὲς ἐκδηλώσεις μὲ τὴν χορῳδία ἱεροψαλτῶν Νικήσιανης, ὅπου διακρινόταν πάντα γιὰ τὶς φωνητικές του ἱκανότητες. ὠργάνωσε πολλὲς ἐκδηλώσεις τόσο στὴν Ἑλλάδα ὅσο καὶ στὸ ἐξωτερικό (Γερμανία, ῾Ελβετία). συνεργάστηκε σὲ σειρὰ ἐκπομπῶν στὸ κρατικὸ ῥαδιόφωνο μὲ τὴν Φεβρωνια ῾Ρεβύνθη, ἐνῷ ἐμφανίστηκε πολλὲς φορὲς καὶ στὴν τηλεόρασι.
Μπάος Νικολάου ᾿Απόστολος (1750-1843). διακεκριμένη προσωπικότητα τῆς Σίφνου, ἱερεὺς καὶ οἰκονόμος, ὁ ὁποῖος μαθήτευσε καὶ ἀργότερα δίδαξε στὴν σχολὴ τοῦ ἁγίου Τάφου στὴν Σίφνο. συνέχισε τὶς σπουδές του στὴν Κωνσταντινούπολι κατὰ τὰ ἔτη 1770-1777, ὅπου μαθήτευσε τὴν μουσικὴ στὸν περιώνυμο Πέτρο Πελοποννήσιο, λαμπαδάριο τῆς μεγάλης τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας (1771-1778). ἐπιστρέφοντας στὴν Σίφνο ὑπῆρξε καὶ ὁ ἴδιος περίφημος μουσικοδιδάσκαλος, κωδικογράφος μιᾶς μουσικῆς «ἀνθολογίας παπαδικῆς», ἐνῷ συνέβαλε τὰ μέγιστα στὴν ἵδρυσι καὶ λειτουργία τοῦ «μουσικοῦ σχολείου» τῆς σχολῆς τοῦ ἁγίου Τάφου κατὰ τὴν διετία 1779-1780. κατὰ τὶς ὑπάρχουσες μαρτυρίες συνέχισε νὰ διδάσκῃ μουσικὴ καὶ νὰ λειτουργῇ τοὐλάχιστον μέχρι τὸ 1833. ὁ ᾿Απόστολος Μπάος εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ ὑπῆρξε ὁ πρῶτος δάσκαλος στὴν μουσικὴ τοῦ μετέπειτα πρωτοψάλτου Γεωργίου Βιολάκη, ἢ τοὐλάχιστον νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ διέκρινε τὴν ἔφεσι τοῦ Γεωργίου πρὸς τὰ γράμματα καὶ κυρίως τὴν μουσικὴ καὶ νὰ συνέβαλε σημαντικὰ στὸ νὰ σταλῆ ὁ Γεώργιος στὴν Κωνσταντινούπολι γιὰ περαιτέρω σπουδές, ἀκριβῶς ὅπως εἶχε πράξει καὶ ὁ ἴδιος. ὁ ᾿Απόστολος Μπάος ἐγνώριζε ὅτι οἱ καλλίτεροι μουσικοδιδάσκαλοι καὶ τὸ γνησιώτερο ἐκκλησιαστικὸ μουσικὸ ὕφος ὑπῆρχαν στὴν Κωνσταντινούπολι· ἄλλωστε τὸν καιρὸ ποὺ μαθήτευε στὸν Πέτρο Πελοποννήσιο, ἀνάμεσα στοὺς συμμαθητές του θὰ ἦσαν ὁ μετέπειτα πρωτοψάλτης τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ Πέτρος ὁ Βυζάντιος καὶ ὁ Γεώργιος ὁ Κρής, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν σειρά τους ἔγιναν δάσκαλοι τῶν ἑπομένων πατριαρχικῶν ψαλτῶν.
Μπούνης Γρηγόριος ὁ ᾿Αλυάτης. ἦταν πρωτοψάλτης τῆς ῾Αγίας Σοφίας στοὺς χρόνους τῆς ἁλώσεως σύμφωνα μὲ πληροφορία τοῦ Χρυσάνθου.
Μωυσιάδης Στέφανος ὁ ἐπιλεγόμενος Κούτρας. γεννήθηκε τὸ 1802 καὶ πέθανε τὸ 1881. ὑπῆρξε διακεκριμένος μουσικοδιδάσκαλος στὴν Κωνσταντινούπολι, ἂν καὶ σήμερα εἶναι ἄγνωστος στοὺς περισσότερους. ἀπὸ τὶς μαρτυρίες ποὺ ὑπάρχουν φαίνεται παραδοσιακός, εὐφυής, δεινὸς γνώστης τῆς μουσικῆς, καὶ μελετητὴς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τυπικοῦ· ἦταν μαθητὴς τοῦ πρωτοψάλτου Κωνσταντίνου Βυζαντίου, μὲ τὸν ὁποῖο συνεργάστηκε συμβάλλοντας καιρίως στὴν καταπολέμησι τοῦ νεωτερίζοντος μουσικοῦ συστήματος τοῦ Γεωργίου Λεσβίου. ἦταν ἐπίσης γνώστης τῆς εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀνατολικῆς καὶ χαρακτηρίζεται ὡς δεξιώτατος χειριστὴς τῆς λύρας καὶ τῆς πανδουρίδος (= ταμπουρίου). διάφορα μέλη τοῦ Στεφάνου Μωυσιάδου δημοσιεύονται σὲ μουσικὲς συλλογὲς μέχρι σήμερα, ὅπως χερουβικὰ τῆς προηγιασμένης καὶ κοινωνικά.