ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΜΟΥΣΙΚΩΝ
ΤΗΣ ΨΑΛΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Χ
Χαλάτζογλου Παναγιώτης. μαθήτευσε ἐν ῾Αγίῳ Ὄρει στὸν Δαμιανὸ τὸν Βατοπεδηνό, ἴσως δὲ καὶ στὸν Ἰβηρίτη μοναχὸ Κοσμᾶ τὸν Μακεδόνα. εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ μνεία του σὲ χειρόγραφο ὡς «λογιωτάτου καὶ μουσικωτάτου». ἀκμάζει περίπου κατὰ τὸ διάστημα 1708-1748, ἀναφέρεται ὡς «πριμικήριος» (1703) καὶ ὡς «διδάσκαλος» (1708) τοῦ πατριαρχείου, ἐνῷ λίγο ἀργότερα ὡς λαμπαδάριος καὶ ὕστερα πρωτοψάλτης τῆς μεγάλης ἐκκλησίας (περίπου 1721-1736) εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ σηματοδοτεῖ μία νέα δυναμικὴ περίοδο γιὰ τὴν πορεία τῆς ψαλτικῆς τέχνης ὄχι μόνον γιὰ τὸ πατριαρχεῖο ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλη τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία, καθὼς ἐγκαινιάζει τὴν μεγάλη σειρὰ τῶν λαμπαδαρίων καὶ πρωτοψαλτῶν τῆς μεγάλης τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ δύο περίπου αἰῶνες ὑπῆρξαν ὁ καθοριστικὸς παράγοντας γιὰ τὴν ὁποιαδήποτε διαμόρφωσι καὶ ἐξέλιξι στὴν θεωρία καὶ πρᾶξι τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. ὁ ἴδιος φαίνεται ἐπίσης ὅτι ἐδημιούργησε, κατὰ τὴν προφορικὴ διδακτικὴ καὶ ψαλτική του παράδοσι, τὶς προϋποθέσεις ποὺ διεμόρφωσαν αὐτὸ ποὺ ἀκόμη μέχρι σήμερα ὀνομάζεται «ὕφος καὶ προφορὰ τῆς μεγάλης τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας». ὁ Χαλάτζογλου μαθήτευσε τὴν μουσικὴ στὸ ῞Αγιον Ὄρος, καὶ κατὰ τὴν πληροφορία τοῦ Χρυσάνθου ἡ μετάβασί του ἐκεῖ κρίθηκε ἀναγκαία, «διότι κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐξέλιπον ἐν Κωνσταντινουπόλει εἰδήμονες ψαλμῳδοί». τὸ γνωστὸ συνθετικό του ἔργο περιορίζεται στὸν περίφημο καλοφωνικὸ εἱρμὸ «Ἔφριξε γῆ» (σὲ ἦχο πλ α΄) καὶ σὲ δύο κρατήματα (στοὺς ἤχους πλ α΄ καὶ βαρύ), μέλη τὰ ὁποῖα εἶχαν καὶ τὰ τρία μεγάλη διάδοσι ἐπιβιώνοντας μάλιστα ὣς τὸ ἔντυπο καλοφωνικὸ εἰρμολόγιο (1835). κατὰ τὸν Χρύσανθο ὁ Χαλάτζογλου «παραδιδοὺς εἰς τοὺς μαθητὰς τὰ μέλη, ἀλλοῦ μὲν συνέτεμνε τινὰς μελῳδίας τῶν θέσεων, ἀλλοῦ δὲ καὶ μετέβαλλεν αὐτάς, ἀφορῶν εἰς τὸ ἡδονικὸν ἐν ταυτῷ καὶ καλλωπιστικόν... καὶ ἐντεῦθεν ἐπήγασεν ἡ ὁπωσοῦν διάφορος ἀπαγγελία τῶν ἐκκλησιαστικῶν μελῶν κατὰ τινας θέσεις ἡ τῶν Κωνσταντινουπολιτῶν μουσικῶν διδασκάλων». στὶς νεωτερικές του τάσεις πρέπει νὰ ἐνταχθεῖ καὶ ἡ συγγραφὴ ἐγχειριδίου ὑπὸ τὸν τίτλο «Σύγκρισις τῆς ἀραβοπερσικῆς μουσικῆς πρὸς τὴν ἡμετέραν ἐκκλησιαστικήν», στὸ ὁποῖο ἀναδεικνύεται βαθὺς γνώστης τοῦ μελικοῦ πλούτου καὶ τῶν δύο αὐτῶν μουσικῶν παραδόσεων. ὁ Χαλάτζογλου παρὰ τὸ περιωρισμενο συνθετικό του ἔργο, παραμένει ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σπουδαίους ἐκκλησιαστικοὺς μουσικοὺς τῶν ἀρχῶν τοῦ 18ου αἰῶνος. ἀπεβίωσε τὸ 1748.
Χαλκεόπουλος Γεράσιμος. ἱερομόναχος καὶ φημισμένος μελουργὸς στὴν Κωνσταντινούπολι περὶ τὰ τέλη τοῦ 15ου αἰῶνος.
Χατζηαθανασίου Μιχαήλ. γεννήθηκε στὴν Κάτω Παναγία Σμύρνης τὸ 1881 (κατὰ τὸν Γεώργιο Παπαδόπουλο γεννήθηκε στὴν Κρήτη τὸ 1880) καὶ τὸ 1901 ἐγκαταστάθηκε μονίμως στὴν Κωνσταντινούπολι, ὅπου φοίτησε στὴν Πατριαρχικὴ Μουσικὴ Σχολὴ κατὰ τὴν περίοδο 1902-1903 μὲ καθηγητὲς τὸν ᾿Ιάκωβο Ναυπλιώτη, τὸν Νηλέα Καμαράδο καὶ ἄλλους, καὶ ἀνεδείχθη ὡς καλλίφωνος πρωτοψάλτης καὶ μελοποιός. προσελήφθη στὴν μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς Βαλουκλῆ τὸ 1903. δίδαξε μουσικὴ θεωρία καὶ ὀρθογραφία ἐπὶ μία δεκαετία στὴν σχολὴ τοῦ «ἐκκλησιαστικοῦ μουσικοῦ συλλόγου» καὶ ἐπὶ μία ἑξαετία στὴν θεολογικὴ σχολὴ Χάλκης. ἔψαλλε στὸ Βαλουκλῆ ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν πρῶτα ὡς ἀριστερὸς ψάλτης (1903-1915) καὶ ἀπὸ τὸ 1915 ὡς δεξιὸς μέχρι τὸ 1938, καὶ δημιούργησε ἐπίσης βυζαντινὴ χορωδία. εἶχε πολλοὺς μαθητές, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Θρασύβουλο Στανίτσα. πέθανε τὸ 1948 σὲ ἐσχάτη ἔνδεια. μετὰ τὸν θάνατό του ἐκδόθηκε τὸ 1975 τὸ βιβλίο του «Μουσικὴ Ζωοδοόχος Πηγή», ποὺ περιλαμβάνει κυρίως ὕμνους τῆς λειτουργίας καὶ μία ἐπιλογὴ ἄλλων ἀνεκδότων μαθημάτων τοῦ Μ. Χατζηαθανασίου.
Χατζηθεοδώρου Γεώργιος (τοῦ Ἰωάννου). γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα στὶς 28/10/1940. ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν πέντε ἐτῶν μέχρι τὴν στράτευσί του ἔζησε στὴν Κάλυμνο, ὅπου καὶ τελείωσε τὸ γυμνάσιο τὸ 1957. σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν ἄρχισε νὰ μαθαίνῃ βυζαντινὴ μουσικὴ μὲ δάσκαλο τὸν ᾿Ελευθέριο Μαστῶρο. κατὰ τὰ ἔτη 1961-1967 σπούδασε στὰ ᾠδεῖα Ἀθηνῶν, καὶ Πειραϊκοῦ Συνδέσμου, καὶ ἔλαβε γιὰ τὴ βυζαντινὴ μουσικὴ πτυχίο ἱεροψάλτου καὶ δίπλωμα μουσικοδιδασκάλου. μετὰ τὸν διορισμό του στὸ δημόσιο συνέχισε τὶς σπουδές του στὰ ᾠδεῖα «Ἑλληνικὸν Ἀθηνῶν» καὶ «῾Ρωμανὸς ὁ Μελῳδός», καὶ ἔλαβε γιὰ τὴν εὐρωπαϊκὴ μουσικὴ τὰ πτυχία «εἰδικοῦ ἁρμονίας», «ἀντιστίξεως», καὶ «φούγκας». σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν διωρίσθηκε ἐπισήμως ὡς ἱεροψάλτης. ἐν συνεχείᾳ διετέλεσε πρωτοψάλτης σὲ διάφορες ἐκκλησίες τῶν Ἀθηνῶν (1961-1967, 1973-1976). τοῦ Πειραιῶς, τῆς Πάτμου (1967-1971), τῆς Καλύμνου (1956-1961, 1984-ἕως σήμερα), καὶ τῶν Χανίων (1971-1973, 1976-1984). σήμερα ἐξακολουθεῖ νὰ ψάλλῃ στὸν καθεδρικὸ ναὸ Παναγίας Κεχαριτωμένης Καλύμνου. διετέλεσε καθηγητὴς μουσικῆς στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ Πάτμου (1967-1971), στὴν ἱερατικὴ σχολὴ Κρήτης (Χανιὰ 1971-1973), στὴν ἀνωτέρα ἱερατικὴ σχολὴ Ἀθηνῶν (1973-1975), στὴν νυκτερινὴ ἱερατικὴ σχολὴ Ἀθηνῶν (1973-1975), στὰ γυμνάσια 3ο καὶ 5ο Πειραιῶς (1975-1976), καὶ Χανίων 1ο καὶ 5ο (1978-1984), στὴν ἀνωτάτη σχολὴ οἰκιακῆς οἰκονομίας Χανίων (1976-1980), καὶ στὰ γυμνάσια 1ο, 2ο, καὶ 3ο Καλύμνου (1984-1992), ἀπὸ ὅπου καὶ συνταξιοδοτήθηκε. ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δημόσια σχολεῖα δίδαξε καὶ στὰ ᾠδεῖα «Βενιζέλειον» Χανίων (1971-1973, 1976-1984), «Ἑλληνικὸν» Ἀθηνῶν (1973-1976), καὶ «῾Ρωμανὸς ὁ Μελῳδὸς» Πειραιῶς (1991-ἕως σήμερα). δίδαξε ἐπίσης καὶ σὲ σχολὲς μουσικῆς ποὺ ἵδρυσε ὁ ἴδιος στὴν Πάτμο (1967-1971), στὰ Χανιὰ (1976 ἕως σήμερα) καὶ στὴν Κάλυμνο (1984 ἕως σήμερα). ἵδρυσε τὸ «μουσικὸ ἐργαστῆρι» τῆς μητροπόλεως Καλύμνου (1984-1998), τὸν σύνδεσμο ἱεροψαλτῶν Χανίων (1975), τοῦ ὁποίου διετέλεσε πρόεδρος ἐπὶ ὀκτὼ ἔτη καὶ ἔχει ἀναγορευθῆ ἐπίσημα ἰσόβιος ἐπίτιμος πρόεδρός του, καὶ τὴν δημοτικὴ χορῳδία Καλύμνου (1985), τὴν ὁποία διευθύνει μέχρι σήμερα μὲ ἐμφανίσεις σὲ πολλὲς πόλεις καὶ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ στὴν Κύπρο. χρημάτισε πρόεδρος τοῦ ἱεροψαλτικοῦ συλλόγου Καλύμνου γιὰ 16 χρόνια (1974-2000). μαθητές του διακρίνονται σήμερα ὡς καθηγητὲς δημόσιοι λειτουργοί, ἱεροψάλτες καὶ μουσικοί. ἔχει συγγράψει καὶ ἐκδώσει περισσότερα ἀπὸ 15 βιβλία καὶ μελέτες μουσικοῦ καὶ λαογραφικοῦ περιεχομένου, τὰ ὁποῖα τὸν καθιέρωσαν πανελληνίως στὸν χῶρο τῆς βυζαντινῆς καὶ δημοτικῆς μουσικῆς. μάλιστα τὸ βιβλίο του «Τραγούδια καὶ σκοποὶ στὴν Κάλυμνο» τιμήθηκε μὲ τὸ βραβεῖο τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν τὸ 1991. συμμετέσχε μὲ ἀνακοινώσεις ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος σὲ ἐννέα μουσικολογικὰ συνέδρια. συνέταξε διάφορες, μουσικολογικὲς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐργασίες ποὺ ἔχουν δημοσιευθῆ σὲ ἐπιστημονικὰ περιοδικά, ἐφημερίδες, καὶ τὸ διαδίκτυο. συνέθεσε μὲ βάση τὴ βυζαντινὴ καὶ τὴ δημοτικὴ μουσικὴ τέσσερα ὀρατόρια καὶ διάφορα χορῳδιακὰ τραγούδια, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἐκτυπωθῆ καὶ κυκλοφοροῦν καὶ σὲ δίσκους ἀκτῖνος. πραγματοποίησε περισσότερες ἀπὸ 200 δημόσιες ἐμφανίσεις διευθύνοντας χορῳδίες βυζαντινῆς καὶ εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς –παιδικὲς καὶ μικτὲς μεγάλων–, δίνοντας διαλέξεις κ.ἄ. μία μεγάλη τέτοια ἐμφάνισί του ἦταν στὸ διεθνὲς θρησκευτικὸ φεστιβὰλ Πάτμου, ὅπου παρουσίασε μὲ τὴν δημοτικὴ χορῳδία Καλύμνου τὸ ἔργο του «᾿ῼδὴ εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν τοῦ Ἰωάννου» μὲ τὴν συνοδεία τῆς κρατικῆς ὀρχήστρας Ἀθηνῶν. γιὰ τὶς μέχρι σήμερα ὑπηρεσίες του ἔχει τιμηθῆ πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, δημοτικοὺς ὀργανισμοὺς καὶ ἄλλους φορεῖς, ἐνῷ στὶς 15/2/2009 ἔλαβε τὸ ὀφφίκιον τοῦ «ἄρχοντος μαΐστορος» τῆς μεγάλης τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας.
Χατζησταμάτης Νικόλαος K.. γεννήθηκε τὸ 1915 ἢ 1917 στὴν Μικρὰ ᾿Ασία καὶ ἐγκαταστάθηκε μονίμως στὴν Χίο τὸ 1922 μετὰ τὴν μικρασιατικὴ καταστροφή. μαθήτευσε τὴν μουσικὴν ἐπὶ δεκαετίαν δίπλα στὸν ἀείμνηστο Κωνσταντινουπολίτη μουσικοδιδάσκαλο Γεώργιο Π. Βινάκη. τὸ 1942 διωρίσθη λαμπαδάριος καὶ τὸ 1948 πρωτοψάλτης στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ Χίου, ὅπου ἔψαλλε μέχρι τὸν νοέμβριον τοῦ 1981. ἐκοιμήθη τὸν φεβρουάριον τοῦ ἔτους 1994.
Χουρμούζιος Χαρτοφύλαξ. ὁ ἐπιλεγόμενος καὶ Γιαμαλῆς. γεννήθηκε περὶ τὸ 1855/1860 στὴν Χάλκη. τὸ ὄνομα τοῦ πατρός του ἦταν Γεώργιος, γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ πρώιμες ἀναφορὲς λέγεται Χουρμούζιος <τοῦ> Γεωργίου. ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἰακώβου πρωτοψάλτου καὶ τοῦ Γεωργίου τοῦ Κρητός. ἔψαλλεν ὡς δεξιὸς ψάλτης ἐπὶ μίαν ἑξαετίαν περίπου (1786-1792) εἰς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τῶν Χίων στὸν Γαλατᾶ Κωνσταντινουπόλεως. σπουδαία εἶναι ἡ συμβολή του στὴν νέα μέθοδο καὶ στὴν μεταγραφὴ τῶν ἀρχαίων μαθημάτωνμ, καθὼς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες (μαζὶ μὲ τὸν Γρηγόριο καὶ τὸν Χρύσανθο) τῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ νέου μουσικοῦ συστήματος τοῦ 1814. πολυσύνθετη προσωπικότητα, ἀθόρυβη, ἀλλὰ δραστική. ἀκαταπόνητος ἐξηγητὴς στὴν νέα μέθοδο τῶν παλαιῶν μελῶν, ἐκδότης καὶ ἐπιμελητὴς μουσικῶν βιβλίων, συνθέτης, ψάλτης, διδάσκαλος (μαζὶ μὲ τὸν Γρηγόριο) στὴν τρίτη πατριαρχικὴ μουσικὴ σχολὴ καὶ τέλος ἱκανὸς θεωρητικός. ὁ Χουρμούζιος ἔχει μεταγράψει ὅλα σχεδὸν τὰ εἴδη τῶν μουσικῶν βιβλίων καὶ ὅλα τὰ μέλη, ὅσα ἡ παράδοσι διέσωσε ἀπὸ τὴν πρὸ τῆς ἁλώσεως ἐποχὴ μέχρι τὰ δικά του χρόνια. οἱ ἐξηγήσεις αὐτὲς (34 τόμοι, κατατεθειμένοι σήμερα στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τῆς Ἑλλάδος) παραμένουν ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ γεγονότα στὴν ἱστορία τῆς νεώτερης Ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. ἀποτελοῦν πολυτιμότατα κλειδιὰ γιὰ τὴν γνῶσι τῆς παραδοσιακῆς μουσικῆς ὕλης, κυρίως αὐτῆς ποὺ ἐπιβίωσε ἢ γεννήθηκε στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας. συγκεκριμένα ἔχει μεταγράψει τὸ παλαιὸ κρατηματάριον (τόμοι 2), μίαν πολυώνυμη ἀνθολογία τῆς παπαδικῆς (τόμοι 3), τὸ συμπληρωματικὸ μαθηματάριόν της (τόμοι 2), τὸ ἀναστασιματάριον τοῦ Χρυσάφη τοῦ νέου, τὸ στιχηράριον τοῦ Γερμανοῦ Νέων Πατρῶν (τόμοι 4), τὸ στιχηράριον τοῦ Χρυσάφη τοῦ νέου (τόμοι 5), τὰ ἅπαντα τοῦ Πέτρου Μπερεκέτου, τὸ παλαιὸ στιχηράριον (τόμοι 4), τὸ ἀναστασιματάριον τοῦ παλαιοῦ στιχηραρίου, τὸ μαθηματάριον τοῦ στιχηραρίου (τόμοι 8), τὸ οἰκηματάριον (τόμοι 2) καὶ ἀπὸ τὰ νεώτερα, τὸ ἀναστασιματάριον καὶ τὸ εἱρμολόγιον τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου, τὸ δοξαστάριον τοῦ Ἰακώβου, τὴν συλλογὴ τῶν ἰδιομέλων τοῦ Μανουὴλ πρωτοψάλτη, καὶ τὸ λεγόμενο νέον ἀναστασιματάριον. ὡρισμένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἔχει ἐπιμεληθῆ καὶ ἐκδώσει ὁ ἴδιος, ὅπως τὸ γνωστὸ «Ταμεῖον Ἀνθολογίας» (τόμοι 2, Κωνσταντινούπολις 1824), τὸ «Εἱρμολόγιον τῶν καταβασιῶν» τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου (Κωνσταντινούπολις 1825), τὴν «Συλλογὴ τῶν ἰδιομέλων» τοῦ Μανουήλ (Κωνσταντινούπολις 1831) καὶ τὸ «Νέον ἀναστασιματάριον» (Κωνσταντινούπολις 1832). ἡ μουσική του διδασκαλία πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὅτι ἀπηχεῖ τὴν πατριαρχικὴ μουσικὴ παράδοσι, ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μεταγράφει ἢ καταγράφει μέλη τοῦ πατριαρχικοῦ ναοῦ (π.χ. τὴν «Συλλογὴ ᾿Ιδιομέλων» τοῦ Μανουήλ). ἐπίσης ἔχει ἐπιμεληθῆ τὴν μεταγραφὴ καὶ τὴν ἔκδοσι τῆς γνωστῆς ἀνθολογίας ᾀσμάτων ἐξωτερικῆς μουσικῆς «Εὐτέρπη» (Κωνσταντινούπολις 1830) καὶ ὅλες σχεδὸν τὶς ἐκδόσεις (ὣς τὸ 1840) τοῦ κυριωτέρου μαθητοῦ του, τοῦ Θεοδώρου τοῦ Φωκαέως. τὸ συνθετικό του ἔργο ὑπῆρξεν ἐπίσης πλούσιο. μαζὶ μὲ τὸν Γρηγόριο συμπλήρωσαν ὅσα ἀναγκαῖα ἔλειπαν ἀπὸ τὸ ἀναστασιματάριον καὶ τὸ εἱρμολόγιον τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου, ἐνῷ ἔχει συνθέσει καὶ ἕνα αὐτοτελὲς «Δοξαστάριον τῶν ἀποστίχων» (1834). ἀπὸ τὰ παπαδικὰ μέλη πρέπει νὰ ἀναφερθοῦν ἕνα Μακάριος ἀνήρ (ἦχος πλ. δ΄), τὰ ἀνοιξαντάρια μελοποιημένα κατὰ δύο τρόπους, «συντετμημένα ἐκ τῶν παλαιῶν» καὶ «ἕτερα σύντομα», τρεῖς πολυέλεοι, ἀντίφωνα, τυπικά, δοξολογίες, λειτουργικά, χερουβικὰ τῆς ἑβδομάδος καὶ τῶν κυριακῶν, κοινωνικὰ τοῦ ἐνιαυτοῦ, τὸ γνωστὸ ὀκτάηχο θεοτοκίο ῾Ρόδον τὸ ἀμάραντον, μαθήματα διάφορα, κρατήματα, καὶ ἄλλα. τέλος πρέπει νὰ πρoστεθῇ ὅτι καθώρισε τοὺς κανόνες τῆς μουσικῆς ὀρθογραφίας καὶ ὅτι συμπληρώθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο ἡ γνωστὴ «Εἰσαγωγὴ» (ἢ μικρὸν θεωρητικὸν) τοῦ Χρυσάνθου «μεταφρασθεῖσα εἰς τὸ ἁπλoύστερoν καὶ ἐπιδιορθωθεῖσα εἰς πολλὰ ἐλλείποντα». ὁ Χουρμούζιος Χαρτοφύλαξ ὑπῆρξεν ὁ κυριώτερος πρακτικὸς στυλoβάτης τῆς νέας μεθόδου, ἐνῷ τὸ ἐξηγηματικό του ἔργο πρέπει νὰ θεωρηθῇ σήμερα ἀνυπoλόγιστης ἐπιστημονικῆς καὶ ἐθνικῆς σημασίας.
Χρυσάφης Μανουήλ· βλέπε Μανουὴλ Χρυσάφης ὁ παλαιός.
Χρυσάφης Παναγιώτης· βλέπε Παναγιώτης Χρυσάφης ὁ νέος.