ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς ᾿Αναφορὲς σὲ πρόσωπα τῆς ἐκκλησίας Πολύκαρπος Λιώσης, μητροπολίτης (1900-1996)

 

 

 

Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης

 

 

Στὶς 22 σεπτεμβρίου 1958 ὁ ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως Πολύκαρπος Λιώσης ἐξελέγη παμψηφεὶ ἀπὸ τὴν ἱερὰ σύνοδο τῆς ἐκκλησίας τῆς 'Ελλάδος μητροπολίτης τῆς ἱερᾶς μητροπόλεως Σισανίου καὶ Σιατίστης.

῾Η τελετὴ τῆς ἐνθρονίσεώς του ἔγινε μὲ κάθε μεγαλοπρέπεια καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξι, μὲ τὴν συμμετοχὴ τῶν πολιτικῶν καὶ στρατιωτικῶν ἀρχῶν, τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἀντιπροσωπειῶν ἀπὸ ὅλες τὶς κοινότητες τῆς ἐπαρχίας Βοΐου καὶ μὲ τὴν παρουσία πλήθους εὐσεβοῦς καὶ φιλοχρίστου λαοῦ. ὅλοι εἶχαν συγκεντρωθῆ στὴν εἴσοδο τῆς Σιατίστης, μπροστὰ ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Νικάνορος, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν ποιμενάρχη τους. μετὰ τὴν προσφώνησι τοῦ δημάρχου τῆς πόλεως καὶ τὴν ἀντιφώνησι τοῦ μητροπολίτου Πολυκάρπου σχηματίστηκε ἐκκλησιαστικὴ πομπὴ μὲ κατεύθυνσι τὸν μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ὅπου πραγματοποιήθηκε ἡ κανονισμένη τελετὴ τῆς ἐνθρονίσεως.

Στὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του ὁ σεβάσμιος ἱεράρχης ἐκήρυξε ὅτι «οὐκ ἄρξω ἐγώ· Κύριος ἄρξει ὑμῶν». καὶ πράγματι ὑπῆρξε πάντοτε συνεπὴς μὲ τὰ παραγγέλματα τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος Χριστοῦ καὶ κρατοῦσε τὸ πηδάλιο τοῦ σκάφους τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας μὲ βάσι τὴν ἱερὰ παράδοσι καὶ τοὺς ἱεροὺς κανόνες. ὡς γνήσιος ποιμὴν τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν αὔξησι καὶ προκοπὴ τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ συνάμα μεριμνοῦσε διαρκῶς καὶ γιὰ τὸν καταρτισμὸ τοῦ ἱεροῦ κλήρου τῆς ἐπαρχίας του, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀπαιτοῦσε εὐσέβεια καὶ λειτουργικὴ ζωή. γι' αὐτὸ κάθε χρόνο τὸν αὔγουστο διωργάνωνε τριήμερα ἱερατικὰ συνέδρια, ἐνῷ ἵδρυσε στὴν ἱερὰ μονὴ Μικροκάστρου «φροντιστήριον ἐξομολόγων», διὰ τοῦ ὁποίου κατηρτίσθησαν καταλλήλως 15 πρεσβύτεροι καὶ διωργανώθηκε ἡ ἐξομολογητικὴ κίνησι. αὐστηρὸς ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του, ἀπαιτοῦσε συνέπεια, πειθαρχία καὶ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα ἀπὸ τοὺς κληρικούς. κάθε παρεκτροπή, ἀνυπακοὴ καὶ ἀταξία ποὺ ζημίωνε τὴν οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν τὸν εὕρισκε τιμωρό. ἔσκυβε ὅμως καὶ μὲ ἀληθινὸ πατρικὸ ἐνδιαφέρον στὰ προβλήματα τῶν ἱερέων, καὶ γι' αὐτὸ ἵδρυσε τὸν «Σύλλογο ἀλληλοβοηθείας κληρικῶν τῆς ἱερᾶς μητροπόλεως», ὥστε μέσῳ αὐτοῦ νὰ παρέχεται οἰκονομικὴ ἐνίσχυσι στοὺς κληρικοὺς σὲ δύσκολες περιστάσεις τῶν οἰκογενειῶν τους.

Τὸ 1959 μόλις ποὺ εἶχε συμπληρώσει ἕναν χρόνο στὴν ἀκριτικὴ μητρόπολι Σισανίου καὶ Σιατίστης, ὅταν αἴφνης προέκυψε θέμα συγχωνεύσεως τῆς μητροπόλεως Σισανίου μὲ τὴν γειτονικὴ μητρόπολι Γρεβενῶν, ἡ ὁποία ἐκείνη τὴν περίοδο ἐχήρευε. ὁ ἀείμνηστος κυρὸς Πολύκαρπος δὲν συμφώνησε μὲ αὐτὴν τὴν ἐξέλιξι, ἂν καὶ ὁ ἴδιος προσωπικῶς θὰ ὠφελεῖτο, ἀφοῦ θὰ διοικοῦσε τὴν νέα μητρόπολι ποὺ θὰ ἐδημιουργεῖτο καὶ ἡ ὁποία θὰ ἦταν ὑπερδιπλάσια ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἤδη ἐποίμαινε. ἀπείλησε μάλιστα ὅτι θὰ παραιτηθῇ σὲ περίπτωσι ποὺ πραγματοποιηθῇ ἡ συγχώνευσι! ἡ ἀπροσδόκητη αὐτὴ στάσι τοῦ σοφοῦ ἱεράρχου ἐξέπληξε τοὺς πάντας, ἐχαροποίησε τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ ποὺ ηὗρε ἀνέλπιστο συναγωνιστὴ στὰ δίκαια αἰτήματά του καὶ ἀνέδειξε τὸν σεμνὸ ἐπίσκοπο ὡς ἀληθῆ πνευματικὴ προσωπικότητα, ἱστάμενο πάνω ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη φιλοδοξία καὶ μικρότητα, ὡς ἄνδρα μὲ γνήσιο χριστιανικὸ καὶ ἐθνικὸ φρόνημα, ὁ ὁποῖος ἔθετε τὰ προσωπικά του συμφέροντα στὸ περιθώριο καὶ ἤθελε πάντοτε νὰ ὑπηρετῇ τὰ μέγιστα συμφέροντα τῆς ἐκκλησίας καὶ τῆς πατρίδος. οἱ λόγοι τῆς ἀντιδράσεώς του ἐξηγοῦνται ἐπαρκῶς στὸ ἱστορικὸ καὶ λιτὸ τηλεγράφημα ποὺ ἀπέστειλε πάραυτα πρὸς τὴν ἱερὰ σύνοδο.

«Διαμαρτύρομαι κατὰ διαλύσεως καὶ συγχωνεύσεως παραμεθορίων μητροπόλεων. ῾Εκάστη τούτων εἶναι ἐθνικὴ ἔπαλξις, εἶναι φάρος τηλαυγὴς τοῦ μεγαλείου ῾Ελλάδος καὶ 'Ορθοδοξίας, εἶναι φρουρὸς ἀνύστακτος τῆς 'Ελλάδος κατὰ σλαυισμοῦ. 'Εθνικὴ ἀνάγκη ἱδρυθῶσιν εἰς παραμεθόριον καὶ ἄλλαι μητροπόλεις. Δὲν ἀποδέχομαι συμποιμᾶναι μετὰ μητροπόλεώς μου καὶ μητρόπολιν Γρεβενῶν, δικαιουμένην ἐκ τῆς ἱστορίας ἔχειν ἴδιον μητροπολίτην. Εἰς περίπτωσιν ἐπιμονῆς ἁρμοδίων ἐπ' αὐτοῦ θέτω εἰς τὴν διάθεσιν σεβαστῆς συνόδου παραίτησίν μου».

῎Ετσι, μὲ τὴν ἀκαριαία ἀντίδρασι τοῦ μητροπολίτου καὶ τὶς διαμαρτυρίες ὄχι μόνον τοῦ λαοῦ τῶν δύο μητροπόλεων ἀλλὰ καὶ πολλῶν ἐπιφανῶν ἀνθρώπων ματαιώθηκε ἡ συγχώνευσι. δέκα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1969, ἀνακινήθηκε ἐκ νέου θέμα συγχωνεύσως, ἀλλὰ καὶ πάλιν ἡ σθεναρὰ ἀντίδρασι τοῦ μητροπολίτου ἀπεμάκρυνε ὁποιαδήποτε τέτοια σκέψι.

Σὲ κάθε μεγάλη χριστιανικὴ ἑορτὴ δὲν παρέλειπε ποτὲ νὰ ἀποστέλλῃ ἑορταστικὲς ἐγκυκλίους πρὸς τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαὸ τῆς ἐπαρχίας του. ἀλλὰ καὶ μὲ κάθε εὐκαιρία ἑορτασμοῦ, τοπικῶν θεμάτων ἢ ἄλλων ἐπετείων καὶ ἐκδηλώσεων αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ τὰ πνευματικά του τέκνα, δηλαδὴ μὲ τὸ ποίμνιό του ποὺ βρισκόταν στὴν Σιάτιστα ἢ ἀλλοῦ στὴν ἐπαρχία του, ἀκόμη καὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἀποδημήσει. γι' αὐτὸ καὶ ἔστελνε εἰδικὰ μηνύματα πρὸς τοὺς ἀποδήμους Σιατιστεῖς, τὰ ὁποῖα συνήθως ἄρχιζαν μὲ τὴν συγκινητικὴ πατρικὴ προσφώνησι «ἀπόδημα παιδιά μου».

῎Εστελνε σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς γραπτὸ κήρυγμα ἐπὶ τοῦ εὐαγγελίου ἑκάστης κυριακῆς. γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἕξι μῆνες μόλις μετὰ τὴν ἐνθρόνισί του ἐπέτυχε νὰ ἐγκαταστήσῃ τυπογραφεῖο ἐντὸς τοῦ μητροπολιτικοῦ οἴκου, στὸ ὁποῖο ἐκτυπώνονταν τρία φυλλάδια· 1ον, «Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου», δεκαπενθήμερη ἔκδοσι μὲ περιεχόμενο χριστιανικὸ καὶ κοινωνικό· 2ον, «῎Ελεγχος τοῦ ψεύδους», διμηνιαία ἔκδοσι μὲ ἀντιαιρετικὸ καὶ ἀπολογητικὸ περιεχόμενο· 3ον, «Πνευματικὴ ἑστίασις», ἐκδιδόμενο κάθε μῆνα μὲ περιεχόμενο κατάλληλο γιὰ τὶς στρατιωτικὲς μονάδες τῆς περιοχῆς.

Εἶχε πνευματικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἐκπαιδευτικοὺς καὶ τοὺς ἐκπαιδευομένους καὶ ἐνίσχυσε τὶς σχολικὲς βιβλιοθῆκες μὲ διάφορα βιβλία κατάλληλα γιὰ τοὺς μαθητές. καὶ στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα παρουσιάστηκε ἐξαιρετικὴ ἀπόδοσι. ἤδη στὸ τρίτο ἔτος τῆς ποιμαντορίας του λειτουρ-γοῦσαν 105 κατηχητικὰ τῶν τεσσάρων τύπων μὲ σύνολο 4000 μαθητὲς καὶ μαθήτριες! ἐπίσης ἵδρυσε στὴν Σιάτιστα «ἐντευκτήριον» γιὰ τοὺς ἐργαζομένους νέους, τὸ ὁποῖο ἦταν ἐφωδιασμένο μὲ παιχνίδια ψυχαγωγίας καὶ κατάλληλη βιβλιοθήκη.

Σὲ ἐπίκαιρα σημεῖα τῆς Σιατίστης καὶ τῶν ἄλλων μεγάλων κωμοπόλεων ἀνηρτήθησαν πινακίδες καὶ μεγάλα ταμπλό, στὰ ὁποῖα ἀναγράφονταν ῥητὰ καὶ γνῶμες τῆς ἁγίας Γραφῆς, τῶν ἁγίων πατέρων καὶ διδασκάλων τῆς ἐκκλησίας ἢ ἀκόμη καὶ πατρικὲς συμβουλὲς τοῦ ἴδιου τοῦ μητροπολίτου. τὰ μηνύματα αὐτὰ ἀντικαθίσταντο κάθε μῆνα ἢ τρίμηνο.

Τὴν ἐπίβλεψι ὅλων τῶν διοικητικῶν θεμάτων τὴν εἶχε ἀναθέσει μὲν στοὺς ἀρχιερατικοὺς ἐπιτρόπους, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος προσωπικὰ ἤλεγχε τὰ πράγματα, ὥστε νὰ μὴν ἀπομωνώνεται ἀπὸ τὰ προβλήματα καὶ νὰ εὑρίσκεται πάντοτε κοντὰ στὸν λαό του.

Συνέχισε καὶ ἐδῶ τὸ πλούσιο φιλανθρωπικό του ἔργο ἱδρύοντας στὴν ἱερὰ μονὴ Παναγίας Μικροκάστρου ὀρφανοτροφεῖο καὶ γηροκομεῖο, στὴν Σιάτιστα οἰκοτροφεῖο θηλέων καὶ στὸ Πεντάλοφο Βοΐου οἰκοτροφεῖα ἀρρένων καὶ θηλέων, καὶ τὰ δύο ἰδιοκτησίας τῆς μητροπόλεως. ἵδρυσε 10 ἐνοριακὰ φιλόπτωχα ταμεῖα στὶς κυριώτερες κωμοπόλεις καὶ 8 μαθητικὰ συσσίτια σὲ φτωχὰ χωριὰ καὶ κωμοπόλεις. συνέστησε μάλιστα καὶ εἰδικὸ «Ταμεῖο φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων» γιὰ τὴν ἀπρόσκοπτη λειτουργία ὅλων αὐτῶν τῶν εὐαγῶν οἴκων ποὺ ἵδρυσε. παρεῖχε ὑποτροφίες ἀκόμη καὶ στέγη σὲ ἀπόρους μαθητὲς τοῦ γυμνασίου καὶ σὲ φοιτητὲς τῆς θεολογικῆς σχολῆς. ἐπίσης μὲ τὴν ἀξιόλογη δραστηριότητά του συνετέλεσε στὴν πρόοδο καὶ ἄλλων ἱδρυμάτων τῆς περιοχῆς, στὰ ὁποῖα ἦταν πρόεδρος· τὰ ἱδρύματα αὐτὰ ἦσαν τὸ οἰκοτροφεῖο ἀρρένων Σιατίστης, ἡ Τσίπειος τεχνικὴ σχολή, τὸ οἰκοτροφεῖο ἀρρένων Τσοτυλίου καὶ τὸ Πρεβαντόριο Μικροκάστρου. ἐπιπλέον ἐνεργοποίησε καὶ δύο παλαιότερα κληροδοτήματα ποὺ ἦσαν σὲ ἀδράνεια, τὸ «Τραμπάντζειον κληροδότημα Σιατίστης» τὸ 1967 καὶ τὸ «Κατσίκειον κληροδότημα 'Ερατύρας» τὸ 1968. γενικῶς ἐνίσχυσε ὅλα τὰ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα ποὺ λειτουργοῦσαν στὴν μητρόπολί του.

῾Ο προκάτοχός του μητροπολίτης 'Ιάκωβος εἶχε ἱδρύσει οἰκοκυρικὴ σχολή, ἡ ὁποία ἦταν ἐγκατεστημένη στὴν ἀνδρῴα μονὴ Μικροκάστρου. τὴν σχολὴ αὐτὴ ὁ μακαριστὸς κυρὸς Πολύκαρπος τὴν ἀναδιωργάνωσε προσθέτοντας ἐργαστήριο ταπήτων καὶ ἐργαστήριο πλεκτικῆς καὶ κατα-σκευῆς ἄλλων εἰδῶν λαϊκῆς τέχνης, καὶ τὴν μετέφερε στὴν Σιάτιστα, ὅπου βρῆκε περισσότερη συμπαράστασι ἀπὸ τὸ κοινό.

῞Οταν ἐπισκέφτηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Τσοτύλιο, ἀπεφάσισε νὰ ἱδρύσῃ ἐκεῖ παράρτημα τῆς μητροπόλεως, διότι ἡ κωμόπολι βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς ἐν λόγῳ ἐκκλησιαστικῆς περιφερείας, ἀλλὰ καὶ διότι ἔτσι θὰ ἐξυπηρετοῦνταν καλλίτερα οἱ χριστιανοὶ ποὺ κατοικοῦσαν πέρα ἀπὸ τὸν ῾Αλιάκμονα ποταμό. ὕστερα ἀπὸ συντονισμένες ἀθόρυβες ἐνέργειες τοῦ ἴδιου τοῦ μητροπολίτου καὶ μὲ τὴν συμπαράστασι τῶν φορέων καὶ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς ἡ μητρόπολι ἀπέκτησε κατάλληλο οἰκόπεδο στὸ κέντρο τοῦ Τσοτυλίου, καὶ ἔτσι ἄρχισε ἡ ἀνοικοδόμησι τοῦ ἐπισκοπείου. στὶς 17 ἰουλίου 1965 ὁ σεβάσμιος ἱεράρχης κατέθεσε μὲ πᾶσα ἐπισημότητα καὶ λαμπρότητα τὸν θεμέλιο λίθο τῆς οἰκοδομῆς, τὴν ἀποπεράτωσι τῆς ὁποίας ἀνέθεσε στὸν πρωτοσύγκελλό του ἀείμνηστο ἀρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Ζαφειρόπουλο, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος εἶχε ἐκλέξει γιὰ τὴν θέσι αὐτή. πράγματι ἡ δραστηριότητα ποὺ διέκρινε τὸν πρωτοσύγκελλο καὶ ὁ διάπυρος ζῆλος κλήρου καὶ λαοῦ συνετέλεσαν τὰ μέγιστα, ὥστε σὲ ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα οἱ ἐργασίες ἀνοικοδομήσεως τοῦ περικαλλοῦς καὶ μεγαλοπρεπέστατου ἐπισκοπείου προχώρησαν ἀρκετά, καὶ τὸ κτήριο δόθηκε στὴν ἐξυπηρέτησι τῶν χριστιανῶν.

῞Οσο ἦτο ἀρχιερεὺς στὴν ἀκριτικὴ αὐτὴ μητρόπολι, ἡ ὁποία ἀνήκει στὶς λεγόμενες «νέες χῶρες», δηλαδὴ στὶς μητροπόλεις ἐκεῖνες τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου τῶν ὁποίων ἡ διοίκησι παραχωρήθηκε τὸ 1928 στὴν αὐτοκέφαλη ἐκκλησία τῆς ῾Ελλάδος, δὲν παρέλειψε ποτὲ νὰ ἔχῃ τυπικὴ καὶ οὐσιαστικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἑκάστοτε οἰκουμενικὸ πατριάρχη. ἀλλὰ καὶ γενικώτερα ὡς ἐπίσκοπος «εἰς τόπον Χριστοῦ καθεζόμενος» αἰσθανόταν ὅτι ἔχει χρέος στὴν ἐπισκοπή του νὰ συνδια-λέγεται μὲ ὅλους, νὰ ἀκούῃ τοὺς πάντας, νὰ γράφῃ πρὸς ὅλους. γι' αὐτὸ καὶ εἶχε μία ὀγκωδέστατη (ἀνέκδοτη μέχρι σήμερα) ἀλληλογραφία μὲ προσωπικότητες ἐκκλησιαστικές, στρατιωτικὲς καὶ πολιτικὲς τῆς ἐποχῆς του.

῞Ομως ὕστερα ἀπὸ μία λαμπρὰ καὶ καρποφόρα σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς ποιμαντορία αὐτὸς ὁ ἀλησμόνητος ἱεραπόστολος ἐπίσκοπος ὑποχρεώθηκε νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴν ἐπαρχία του καὶ νὰ ἀποχωριστῇ ἀπὸ τὸ προσφιλέστατο ποίμνιό του τὴν 1η ἰανουαρίου 1973, διότι εἶχε ψηφιστῆ νόμος ποὺ ἔθετε ὅριο ἡλικίας τῶν μητροπολιτῶν (Ν. Δ. 126/1969, ἄρθρον 29, παράγραφος 2). συνολικῶς ἐποίμανε τὴν ἀκριτικὴ μητρόπολι Σισανίου καὶ Σιατίστης θεοφιλῶς καὶ λίαν εὐδοκίμως ἐπὶ 14 συναπτὰ ἔτη, ἀγαπήθηκε ἀπὸ τὸν λαὸ τῆς περιφερείας, καὶ γι' αὐτὸ συγκινητικώτατες ἐκδηλώσεις ἔλαβαν χώρα τὶς ἡμέρες πρὸ τῆς ἀποχωρήσεώς του.

 

 

 

Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης (2001)