ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς ᾿Αναφορὲς σὲ πρόσωπα τῆς ἐκκλησίας Πολύκαρπος Λιώσης, μητροπολίτης (1900-1996)

 

῾Ο ἀοίδιμος Πολύκαρπος Λιώσης ὡς ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως (1956).

 

 

 

'Επιστροφὴ στὴν κανονικὴ τάξι

 

 

Τὸ 1953 ὁ συνετὸς ἱεράρχης Πολύκαρπος καταλαβαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀποχωρήσῃ ἀπὸ τὴν παλαιοημερολογιτικὴ κίνησι. πράγματι ἐπανέρχεται στὴν κανονικὴ τάξι τῆς κρατούσης ἐκκλησίας, ἡ ὁποία τὸν δέχεται μὲ χαρὰ καὶ ἀναγνωρίζοντας τὴν προσωπικότητά του καὶ τὸ μέγεθος τῆς προσφορᾶς του τοῦ δίδει τὸν τίτλο τοῦ ἐπισκόπου Σταυρουπόλεως. πολλὰ χρόνια ἀργότερα, τὸ 1978, μὲ ἕνα ἀξιοπρόσεκτο κείμενό του, τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ἐπιγράφει «εὐσεβείας δήλωσις», μᾶς ἐξηγεῖ τόσο τοὺς λόγους τῆς ἐπιστροφῆς του στὸ νέο ἡμερολόγιο ὅσο καὶ τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὴν ἐξέλιξι τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος. εἶναι πολὺ σημαντικὸ ὅτι σ' αὐτὸ τὸ κείμενο διαχωρίζει τοὺς ἁπλοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἀπὸ εὐσεβῆ ζῆλο ἀκολουθοῦν τὸ παλαιὸ ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς καθοδηγητές τους. ἂς ἀφήσουμε ὅμως τὸν ἴδιο νὰ διασαφήσῃ τὰ πράγματα.

 

 

Εὐσεβείας Δήλωσις

τοῦ ἀπὸ Διαυλείας, Σταυρουπόλεως

μητροπολίτου Σισανίου καὶ Σιατίστης

Π ο λ υ κ ά ρ π ο υ

 

'Εγεννήθην ἐν Πειραιεῖ ὑπὸ γονέων εὐσεβῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, τοῦ Νικολάου καὶ τῆς Φλωρεντίας Λιώση, κατὰ τὸ ἔτος 1900.

'Ηγάπησα τὴν ὀρθόδοξον χριστιανικὴν ἐκκλησίαν καὶ τὴν εἰς Χριστὸν 'Ιησοῦν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ πίστιν ἐκ βρέφους καὶ ἐκ βαθυτάτης καρδίας. Παρεκάλεσα τὸν Κύριόν μου, εἰς ὃν ἀφιέρωσα ἐμαυτὸν ἑπταετὴς ὤν, ἐὰν μὲ εὑρίσκῃ ἄξιον, νὰ μὲ βοηθήσῃ νὰ γίνω κληρικός. Καὶ οὗτος ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν ταπείνωσίν μου μὲ ἠξίωσε καὶ ἐγενόμην τοιοῦτος τῇ εὐλογίᾳ καὶ τῇ χάριτί του.

῞Οτε ἤμην διάκονος, εὑρέθην εἰς τὴν ἐποχὴν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀναταραχῆς τῆς προκληθείσης, ὡς μὴ ὤφελεν, ἐκ τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρυθμίσεως τῆς γενομένης κατὰ Μάρτιον 1924. Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἐλύπησε βαθύτατα τὴν ψυχήν μου, οὐχὶ βεβαίως διὰ τὴν διαφορὰν τῶν δεκατριῶν ἡμερῶν, ἀλλὰ δι' αὐτὴν ταύτην τὴν ἀντορθόδοξον ἐνέργειαν τῆς 'Ελλαδικῆς 'Εκκλησίας, ἥ τις ἐνέργεια ὑπῆρξε σύμφωνος πρὸς τὰς διαθέσεις τῆς ἀπ' αἰῶνος πολεμούσης τὴν ὀρθοδοξίαν παπικῆς ἐκκλησίας τῆς Δύσεως, καὶ διότι δι' αὐτῆς τῆς ἐνεργείας ἠθετοῦντο ἱεροὶ κανόνες, διεταράσσετο ἡ τάξις ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τῶν ὀρθοδόξων καὶ περιεφρονεῖτο ἡ ἱερὰ τῆς ὀρθοδοξίας παράδοσις.

῞Οτε δέ, καλῶς ἢ κακῶς ὁ Θεὸς οἶδεν, ἐξῆλθον εἰς τὸν ἀγῶνα οἱ τρεῖς ἱεράρχαι τῆς ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, ὁ Δημητριάδος Γερμανός, ὁ πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος καὶ ὁ Ζακύνθου Χρυσόστομος, καὶ ἔλαβον μέρος ὡς κεφαλαὶ τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος τῶν ὀρθοδόξων προμάχων τῆς ὀρθοδοξίας κατὰ τῆς καινοτομίας, τότε θείῳ ζήλῳ τρωθεὶς ἀπεφάσισα νὰ καταταγῶ κἀγὼ εἰς τὴν τάξιν τῶν ἐπισκόπων ἀγωνιστῶν τῆς ὀρθοδοξίας καὶ τῇ χάριτι καὶ εὐλογίᾳ τοῦ Κυρίου ἐγενόμην ἐπίσκοπος τῆς πάλαι ποτὲ λαμψάσης ἐπισκοπῆς Διαυλείας. Θέλω δὲ νὰ πιστεύω ὅτι προσέφερον καλὰς ὑπηρεσίας εἰς τὸν ἄξιον τῆς ὀρθοδοξίας ἀγῶνα ἐργασθεὶς μὲ ζῆλον καὶ ἄδολον πίστιν εἰς αὐτόν.

῞Οτε δὲ τῷ 1953 ἠγέρθη μέγας διωγμὸς κατὰ τῶν ἀγωνιστῶν τῆς ὀρθοδοξίας, ἠναγκάσθην νὰ διακόψω τὴν μετὰ τῶν λοιπῶν ἀγωνιστῶν συνεργασίαν. Τοῦτο δὲ ἔπραξα οὐχὶ ὅτι ἐδειλίασα πρὸ τοῦ διωγμοῦ, ἀλλὰ μόνον διότι ἐπείσθην ἐκ τῶν διαπιστωθέντων ὑπ' ἐμοῦ κακῶς γενομένων ἐν τῷ ἀγῶνι τούτῳ.

Καθ' ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ἐν τῷ ἀγῶνι παραμονῆς μου, καὶ ἰδίᾳ κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ διωγμοῦ, διεπίστωσα ὅτι μεταξὺ τῶν ἀγωνιστῶν, ὡς μὴ ὤφελεν, ὑπῆρξαν διάφοροι ταπεινοὶ σκοποί, ὡς ἐγωισμοί, συμφέροντα προσωπικά, πολιτικαὶ ἰδεολογίαι, κερδοσκοπικαὶ ἐπιδιώξεις καὶ τὰ τοιαῦτα. ῾Η διαπίστωσις αὕτη μὲ ἔφερεν εἰς τὴν ἀπόφασιν νὰ ἀποχωρήσω τοῦ ἀγῶνος καὶ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὴν καινοτομήσασαν ἐκκλησίαν σκεφθεὶς ἐπὶ πλέον ὅτι «προκειμένων δύο κακῶν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον».

Εἰς τὴν τοιαύτην ἀπόφασιν ἐπὶ τούτοις μὲ ἐνίσχυσε τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ παρουσία μου ἐν τῇ ἐπισήμῳ ἐκκλησίᾳ θὰ ὠφέλει περισσότερον τὴν ὑπόθεσιν τῆς ὀρθοδοξίας δεδομένου ὅτι, ὅπου παρουσιάζετο εὐκαιρία, θὰ ἠκούετο καὶ ἡ ταπεινή μου φωνή, ἐνῷ παραμένων εἰς τὸν οὕτως ἐκφυλισθέντα ἀγῶνα τοῦ ἑορτολογίου, θὰ ὑπέθαλπον τὰς θανασίμους ἀδυναμίας τῶν δῆθεν ἀγωνιστῶν.

Τούτων ἕνεκεν προέβην εἰς τὴν ἐνέργειαν αὐτήν, χωρὶς νὰ ἀποβάλω ἐκ τῆς καρδίας μου τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν ἀφοσίωσιν, ἣν ἔτρεφον καὶ τρέφω πρὸς τὸν ἱερὸν τῆς ὀρθοδοξίας ἀγῶνα καὶ νὰ καταδικάζω ὡς ἀντορθόδοξον τὴν ἡμερολογιακὴν μεταρρύθμισιν.

Αὕτη ἡ πίστις μου, ἣν διατηρῶ ἐν τῇ καρδίᾳ μου καὶ ἐλπίζω μέχρι τέλους τῆς βιωτῆς μου νὰ διατηρήσω.

Εἴθε νὰ ἀξιωθῶ βοηθούμενος ὑπὸ τοῦ Κυρίου μου νὰ τελειώσω τὴν παροῦσαν ζωήν μου μὲ τὰ ἱερὰ αὐτὰ λόγια. «Χαῖρε, φιλτάτη μοι ὀρθοδοξία, ἧς καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσι».

Ταῦτα ἔγραφον τῇ ἐμῇ χειρὶ τὴν 1/14 'Ιουνίου τοῦ ἔτους 1978 ἐν τῇ ἐν Γλυφάδᾳ 'Αθηνῶν κατοικίᾳ μου.

'Επὶ τούτοις δὲ προσθέτω καὶ τὰ ἀκόλουθα, δι' ὧν ἐκφράζω τὴν τελευταίαν ἐπιθυμίαν μου.

'Επιθυμῶ, ὅταν ὁ Κύριος μὲ καλέσῃ, νὰ μὴ μοῦ γίνῃ πομπώδης κηδεία, ἀλλὰ εἷς ἱερεὺς ὀρθόδοξος καὶ εὐσεβὴς νὰ μὲ ἐνταφιάσῃ ὄπισθεν τοῦ ἱεροῦ βήματος τοῦ ναοῦ τῆς ἁγίας Εἰρήνης τοῦ Χρυσοβαλάντου τῆς ὁμωνύμου ἱερᾶς καὶ σεβασμίας μονῆς γυναικῶν τῆς ποιμαινομένης ὑπὸ τῆς ὁσιωτάτης μοναχῆς Ματρώνας Κοντάκη.

Τοῦτο δὲ ἐπιθυμῶ, ὅτι πρὸς τὴν ὁσίαν μητέρα ἡμῶν ἁγίαν Εἰρήνην τοῦ Χρυσοβαλάντου τὴν θαυματουργὸν τρέφω ἰδιαιτέραν εὐλάβειαν καὶ ἀγάπην, ἀφοῦ πλειστάκις κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ διωγμοῦ εὑρέθην προστατευόμενος ὑπ' αὐτῆς καὶ ἐν ἐγρηγόρσει μᾶλλον εἶδον αὐτὴν καλύπτουσάν με μὲ τὸ ῥάσον της.

'Επὶ τούτοις παρακαλῶ τὰς ἁγίας ἀδελφὰς τῆς ἱερᾶς μονῆς νὰ μοῦ κάμνουν ἕνα κομβοσχοίνιον καθ' ἑκάστην, δεδομένου ὅτι εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ ἔχω ἀνάγκην πολλῶν προσευχῶν. Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ γίνῃ ἵλεως εἰς τὰς πολλὰς ἁμαρτίας μου.

Πρὸς βεβαίωσιν δὲ τούτων θέτω ὡς κατωτέρω τὴν ἐμὴν ὑπογραφήν

 

ὁ Σισανίου καὶ Σιατίστης Πολύκαρπος

ὁ ἀπὸ Διαυλείας