ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς ᾿Αναφορὲς σὲ πρόσωπα τῆς ἐκκλησίας Πολύκαρπος Λιώσης, μητροπολίτης (1900-1996)

 

Περίοδος ἐθνικῶν περιπετειῶν

 

῾Ο μικρὸς Παναγιώτης μεγαλώνει καὶ ἀνατρέφεται στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ποὺ εἶναι μία περίοδος ἐξαιρετικῶς ταραγμένη, μὲ πολεμικὲς συρράξεις, κοινωνικὲς ἀναταραχὲς καὶ μὲ σημαντικὲς ἐξελίξεις, ἄλλοτε εὐχάριστες καὶ ἄλλοτε δυσάρεστες, στὰ ἐθνικά μας θέματα.

'Απὸ τὸ 1904 τὸ μακεδονικὸ ζήτημα εἰσέρχεται σὲ νέα κρίσιμη φάσι. ἡ Μακεδονία τελεῖ ἀκόμη ὑπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό· ἐπειδὴ ὅμως ἡ ὀθωμανικὴ αὐτόκρατορία βρίσκεται σὲ φάσι ἀποδυναμώσεως καὶ ἀποσυνθέσεως, σχηματίζονται καὶ δροῦν βουλγαρικὲς ὁμάδες μὲ σκοπὸ τὴν ἀλλοίωσι τῆς ἑλληνικῆς συνειδήσεως τῶν πληθυσμῶν τῆς περιοχῆς. γιὰ τὴν προάσπισι τοῦ ἑλληνισμοῦ ὀργανώνονται καὶ ἀντίστοιχα ἑλληνικὰ ἀνταρτικὰ σώματα. οἱ συγκρούσεις εἶναι σφοδρὲς καὶ μακροχρόνιες. τὸ 1912-1913 μὲ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους ἀπελευθερώνονται ἡ ῎Ηπειρος καὶ ἡ Μακεδονία καὶ διασῴζεται ἔτσι ὁ ἑλληνισμὸς τῆς Μακεδονίας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀκμαῖο ἐθνικὸ φρόνημα.

Στὶς 10 μαρτίου 1905 ὁ νεαρὸς τότε δικηγόρος 'Ελευθέριος Βενιζέλος συγκεντρώνει τοὺς ὀπαδούς του στὸ χωριὸ Θέρισος στοὺς πρόποδες τῶν Λευκῶν 'Ορέων τῆς Κρήτης καὶ κηρύσσει ἐπανάστασι μὲ σκοπὸ τὴν ἕνωσι μὲ τὴν 'Ελλάδα. ὕστερα ἀπὸ μιὰ περίοδο πάλης καὶ συγκρούσεων κυρίως στὸ πολιτικὸ καὶ διπλωματικὸ πεδίο οἱ Κρῆτες στὶς 24 σεπτεμβρίου τοῦ 1908 κατήργησαν τὸ καθεστὼς τῆς ἁρμοστείας καὶ κήρυξαν μονομερῶς τὴν ἕνωσι μὲ τὴν 'Ελλάδα.

῎Ηδη τὸν ἰούλιο τοῦ 1908 εἶχε ἐκδηλωθῆ στὸ Μοναστῆρι καὶ στὴν Θεσσαλονίκη ἡ ἐπανάστασι τῶν Νεοτούρκων, ποὺ ἀνάγκασε τὸν σουλτᾶνο νὰ δεχτῇ σύνταγμα καὶ νὰ προκηρύξῃ ἐκλογές, στὶς ὁποῖες ἐξελέγησαν καὶ 22 ῞Ελληνες. τελικῶς στὶς 31 μαρτίου 1909 ὁ σουλτᾶνος 'Αβδοὺλ Χαμὶτ ἐκθρονίζεται.

Τὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν ὡδήγησαν στὸν νικηφόρο γιὰ τὴν 'Ελλάδα πρῶτο βαλκανικὸ πόλεμο. τὴν περίοδο αὐτὴ πρωθυπουργὸς τῆς 'Ελλάδος εἶναι ὁ 'Ελευθέριος Βενιζέλος. ἀπὸ τὶς 5 ὀκτωβρίου 1912 ἀρχίζουν οἱ πολεμικὲς συγκρούσεις. τὸ Γρίμποβο τῆς 'Ηπείρου καταλαμβάνεται ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ στὶς 10 ὀκτωβρίου, ἡ Φιλιππιάδα στὶς 13 καὶ ἡ Πρέβεζα στὶς 21 τοῦ ἴδιου μήνα. στὶς 26 ὀκτωβρίου 1912 ἐλευθερώνεται ἡ Θεσσαλονίκη καὶ λίγο ἀργότερα ἡ Φλώρινα, ἐνῷ τμήματα τοῦ ἑλληνικοῦ στρατιοῦ φτάνουν στὴν Κορυτσὰ στὶς 7 δεκεμβρίου. στὶς 20 φεβρουαρίου 1913 τὰ Γιάννενα παραδίδονται στοὺς ῞Ελληνες. ἀνάλογες ἦσαν καὶ οἱ ἐπιτυχίες τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου, ὁ ὁποῖος χωρὶς μεγάλες θυσίες κατώρθωσε νὰ καταλάβῃ ὅλα τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου ποὺ μέχρι τότε βρίσκονταν ὑπὸ τὴν τουρκικὴ κυριαρχία. ἡ Κρήτη (1 δεκεμβρίου 1913) καὶ ἡ Σάμος ἑνώνονται ἐπισήμως μὲ τὴν ῾Ελλάδα. παραμένουν ἐκτὸς ῾Ελλάδος μόνον τὰ Δωδεκάνησα, ποὺ τὰ κρατοῦν οἱ 'Ιταλοί, καὶ ἡ δύσμοιρη Κύπρος, ποὺ τὴν κατέχουν οἱ ῎Αγγλοι. ὁ καθηγητὴς Πανεπιστημίου 'Απ. Δασκαλάκης σημειώνει σχετικά· «χωρὶς ἀμφιβολίαν Δωδεκάνησα καὶ Κύπρος θὰ εἶχον τότε προσαρτηθῆ εἰς τὴν 'Ελλάδα, ἂν δὲν εὑρίσκοντο ὑπὸ ξένην κυριαρχίαν»! (Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, 'Επίτομος ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, μὲ συμπληρώσεις ὑπὸ 'Απ. Β. Δασκαλάκη, καθηγητοῦ τῆς ἱστορίας ἐν τῷ πανεπιστημίῳ 'Αθηνῶν, ἐκδόσεις «Περγαμηναί», 'Αθῆναι 1956, σελὶς 894.)

Στὶς 17 ἰουνίου 1913 ἄρχισαν οἱ συγκρούσεις τοῦ δευτέρου βαλκανικοῦ πολέμου, κατὰ τὸν ὁποῖο οἱ ῞Ελληνες καὶ οἱ Σέρβοι ἐμάχοντο ἐνάντια στὶς ἐπεκτατικὲς βλέψεις τῶν Βουλγάρων. οἱ μάχες ἦταν σκληρὲς καὶ κρίσιμες, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ ἰουλίου οἱ Σέρβοι ἔχοντας ἤδη ἐξασφαλίσει τὰ δικά τους ἐδάφη ἐγκατέλειψαν τὶς πολεμικὲς συρράξεις καὶ ἐστράφησαν πρὸς τὰ βόρεια. ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἐσυνέχισε μόνος του τὸν ἀγῶνα καὶ τελικῶς ἐθριάμβευσε. προελαύνει νικηφόρος στὸ Κιλκίς, στὸν Λαχανᾶ καὶ στὴν Δοϊράνη, καταλαμβάνει τὴν Γευγελῆ καὶ στὶς 27 ἰουνίου τὴν Στρωμνίτσα, τὴν ὁποία παραδίδει στοὺς Σέρβους, ἐνῷ στὶς 28 ἰουνίου μπαίνει στὶς Σέρρες. ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἑλληνικὸς στόλος κατέλαβε τὴν Καβάλα καὶ ναυτικὰ ἀγήματα βοήθησαν στὴν κατάληψι τῆς Δράμας. μέχρι τὶς 15 ἰουλίου οἱ Βούλγαροι εἶχαν ἐκδιωχθῆ ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ ἐδάφη καὶ οἱ ῞Ελληνες ἦσαν ἕτοιμοι νὰ προελάσουν ἐντὸς τοῦ βουλγαρικοῦ ἐδάφους. ὁ ἑλληνικὸς στόλος εἶχε καταλάβει τὸ Δεδεαγὰτς (= 'Αλεξανδρούπολι) καὶ τὸ Πόρτο Λάγο, καὶ τμήματα τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ βρίσκονταν στὴν Ξάνθη. ὁ πόλεμος ἔληξε μὲ τὴν συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου ποὺ ὑπεγράφη στὶς 28 ἰουλίου. μὲ αὐτὴν τὴν συνθήκη ἡ Καβάλα συμπεριλαμβανόταν στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος, ἀλλὰ ἐγκαταλείφθηκε τὸ τρίγωνο Ξάνθης-Δεδεαγάτς (= 'Αλεξανδρουπόλεως). ὠφέλειες ἀποκόμισαν ἐπίσης καὶ τὰ ἄλλα βαλκανικὰ κράτη, ἡ Σερβία, ἡ ῾Ρουμανία, ἀλλὰ καὶ ἡ Τουρκία, διότι ἐπανακατέλαβε ἀνενόχλητη σχεδὸν τὴν ἀνατολικὴ Θρᾴκη, ποὺ εἶχε χάσει στὸν πρῶτο βαλκανικὸ πόλεμο.

Τὸ πλέον κρίσιμο γεγονὸς ὅμως ἦταν ἡ ἵδρυσι τοῦ 'Αλβανικοῦ κράτους, κάτι ποὺ ἐπέβαλαν κυρίως ἡ 'Ιταλία καὶ ἡ Αὐστρία εἰς βάρος τῆς 'Ελλάδος, ἀλλὰ καὶ τῆς Σερβίας καὶ τῆς ῾Ρουμανίας. εἰδικῶς ὅμως γιὰ τὴν ῾Ελλάδα τὸ τίμημα ἦταν πολὺ βαρύ, διότι δόθηκε στὸ νέο κράτος ὅλη ἡ Βόρειος ῎Ηπειρος μὲ πληθυσμὸ ποὺ εἶχε ἀκραιφνῶς ἑλληνικὴ συνείδησι. οἱ Βορειοηπειρῶτες ἐπαναστάτησαν τὸν φεβρουάριο τοῦ 1914 καὶ σχημάτισαν αὐτόνομη κυβέρνησι ὑπὸ τὸν Γ. Ζωγράφο. οἱ διεθνεῖς παράγοντες ὅμως θορυβήθηκαν ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐξελίξεις, καὶ ἔτσι στὶς 4 μαΐου ὑπεγράφη ἡ σύμβασι τῆς Κερκύρας, μὲ τὴν ὁποία ἀναγνώρισαν μόνον τὰ θρησκευτικὰ καὶ γλωσσικὰ δικαιώματα τῶν Βορειοηπειρωτῶν καὶ ἔθεσαν τὶς βάσεις γιὰ μιὰ μελλοντικὴ αὐτοδιοίκησι τῶν ἐπαρχιῶν 'Αργυροκάστρου καὶ Κορυτσᾶς.

Δυστυχῶς οἱ περιπέτειες τῆς ῾Ελλάδος δὲν ἔχουν τελειώσει ἀκόμη. τὸν αὔγουστο τοῦ 1914 ξεσπᾷ ὁ πρῶτος παγκόσμιος πόλεμος. ὑπῆρχαν δύο ἀντίπαλα στρατόπεδα· ἀπὸ τὴν μιὰ οἱ «κεντρικὲς δυνάμεις» μὲ τὴν Γερμανία καὶ τὴν Αὐστροουγγαρία, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ τριπλὴ «συμμαχία τῆς 'Αντὰντ» μὲ τὴν 'Αγγλία, τὴν Γαλλία καὶ τὴν ῾Ρωσία. ἡ 'Ελλάδα στὴν ἀρχὴ προσπαθεῖ νὰ τηρήσῃ οὐδέτερη στάσι, ἀλλὰ ἡ Βουλγαρία καὶ ἡ Τουρκία συντάχτηκαν μὲ τὶς «κεντρικὲς δυνάμεις» καὶ ἄρχισαν νὰ κινοῦνται μὲ ἀπειλητικὲς διαθέσεις. στὶς 17 αὐγούστου 1916 στὴν Θεσσαλονίκη ξεσπᾷ ἐπαναστατικὸ κίνημα, τὴν ἡγεσία τοῦ ὁποίου ἀναλαμβάνει ὁ 'Ελευθέριος Βενιζέλος, ὁ ὁποῖος ἐκεῖνο τὸν καιρὸ δὲν βρισκόταν στὴν διακυβέρνησι τῆς χώρας λόγῳ διαφωνιῶν μὲ τὸ παλάτι. δημιουργήθηκαν ἔτσι πολλὲς ἐμφύλιες συγκρούσεις καὶ διαμάχες, διότι δυστυχῶς οἱ ῞Ελληνες εἶχαν διαιρεθῆ πλέον σὲ δύο ἀντιμαχόμενες πολιτικὲς παρατάξεις, σὲ δύο ἀντίπαλα στρατόπεδα, σὲ δύο ἐχθρικὰ μεταξύ τους κράτη, στὸ νόμιμο «κράτος τῶν 'Αθηνῶν» μὲ τὸν βασιλιᾶ Κωνσταντῖνο καὶ στὸ ἐπαναστατικὸ κράτος τῆς Θεσσαλονίκης μὲ τὴν «κυβέρνησι ἐθνικῆς ἀμύνης». τελικῶς ὁ βασιλιᾶς ἐκθρονίζεται καὶ ὁ Βενιζέλος στὶς 14 ἰουνίου 1917 μεταφέρει τὴν κυβέρνησί του στὴν 'Αθήνα. ἐπιτέλους τὸν μάιο τοῦ 1918 ἡ 'Ελλάδα ἐγκαταλείπει τὴν οὐδετερότητα καὶ πολεμᾷ στὸ πλευρὸ τῶν συμμάχων τῆς 'Αντάντ.

Οἱ στρατιωτικὲς συρράξεις τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου σταμάτησαν τὸν σεπτέμβριο τοῦ 1920 μὲ ἧττα τῶν «κεντρικῶν δυνάμεων» καὶ τῶν συμμάχων τους. ἤδη στὶς 10 αὐγούστου/28 ἰουλίου 1920 εἶχε ὑπογραφῆ στὸ Παρίσι ἡ περίφημη «συνθήκη τῶν Σεβρῶν». ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς εἶχε καταλάβει τὸ τρίγωνο Ξάνθης-'Αλεξανδρουπόλεως, τὴν ἀνατολικὴ Θράκη μέχρι τὴν Τσατάλτζα, εἶχε παρελάσει θριαμβευτικῶς στοὺς δρόμους τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ εἶχε ὑπὸ τὴν προστασία του τὴν Σμύρνη καὶ ὅλη τὴν εὐρύτερη περιοχὴ στὴν Μικρὰ 'Ασία! ἡ Ξάνθη, ἡ Γκιομουλτζίνα, τὸ Διδυμότειχο, ἡ 'Αδριανούπολι, οἱ Σαράντα 'Εκκλησίες, ἡ Βιζύη, ἡ Μήδεια, ἡ Καλλίπολι, ἡ Μάδυτος, ἡ ῾Ραιδεστὸς εἶχαν γίνει καὶ πάλι ἑλληνικές. μὲ τὴν συνθήκη τῶν Σεβρῶν παρεχωροῦντο στὴν ῾Ελλάδα ἡ δυτικὴ Θρᾴκη, ἡ ἀνατολικὴ Θρᾴκη μέχρι τὴν γραμμὴ Αἴνου-Μηδείας, τὰ νησιὰ ῎Ιμβρος καὶ Τένεδος, ἐνῷ ἡ περιοχὴ τῆς Σμύρνης ἔμενε μὲν ὑπὸ τὴν ὀνομαστικὴ δικαιοδοσία τοῦ σουλτάνου, ἀλλὰ μὲ ἑλληνικὴ διοίκησι. ἔτσι τελικῶς εἶχε δημιουργηθῆ «ἡ 'Ελλὰς τῶν πέντε θαλασσῶν καὶ τῶν δύο ἠπείρων».

Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ περιβάλλον καὶ μὲ τὶς μακροχρόνιες ἐμπόλεμες συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦσαν ὁ Παναγιώτης Λιώσης διδάχτηκε τὰ ἐγκύκλια μαθήματα στὸν Πειραιᾶ. τὸ 1920 τελείωσε τὶς γυμνασιακές του σπουδὲς στὸ 2ο γυμνάσιο Πειραιῶς. τὴν ἴδια χρονιὰ γράφτηκε στὴν θεολογικὴ σχολὴ τοῦ πανεπιστημίου 'Αθηνῶν. διακόπτει ὅμως τὴν φοίτησί του, γιὰ νὰ καταταγῇ στὸν στρατὸ τὸ 1921. εἶναι ἡ χρονιὰ ποὺ ἡ κυβέρνησι τοῦ Δημητρίου Γούναρη κήρυξε στρατιωτικὸ νόμο, ἐνίσχυσε τὸ μέτωπο τῆς Μικρᾶς 'Ασίας καὶ ἀποφάσισε νὰ γίνῃ κεραυνοβόλα προέλασι στὸ ἐσωτερικὸ τῆς 'Ανατολίας. ἡ τραγικὴ συνέχεια εἶναι γνωστή· ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς διέσχισε τὴν «῾Αλμυρὰ ἔρημο» καὶ ἔφτασε μέχρι τὸν Σαγγάριο ποταμό. ἐκεῖ ἦταν τὸ ἀνώτατο ὅριο ἀντοχῆς του. τὸν αὔγουστο τοῦ 1922 ἐκδηλώνεται ἡ ἀντεπίθεσι τῶν Νεοτούρκων τοῦ Κεμὰλ 'Ατατούρκ. ἡ μικρασιατικὴ καταστροφὴ ποὺ ἐκτυλίσσεται εἶναι ἀπὸ τὶς μελανώτερες σελίδες τῆς νεώτερης ἑλληνικῆς ἱστορίας.

Στὸ χρονικὸ διάστημα τῆς τριετίας 1921-1923 ὁ νεαρὸς Παναγιώτης Λιώσης εἶναι στρατευμένος καὶ ὑπηρετεῖ ὄχι στὸ μικρασιατικὸ μέτωπο, ἀλλὰ στὸ ὑπουργεῖο τῶν ναυτικῶν. ὑπηρεσία στὸ ὑπουργεῖο σημαίνει οὐσιαστικῶς ἄοπλη, σὲ γραφεῖο. αὐτὸ ἦταν ἀσφαλῶς ἕνα ἁπτὸ δεῖγμα τῆς θείας προνοίας, ποὺ προστάτευε καὶ ταυτοχρόνως προετοίμαζε τὸν ἐκλεκτὸ αὐτὸν νέο γιὰ τὴν ἱερωσύνη. ἂν ὑπηρετοῦσε στὸ μέτωπο, θὰ ἔπρεπε νὰ πιάσῃ ὅπλο στὰ χέρια του, νὰ πολεμήσῃ καὶ νὰ σκοτώσῃ. τότε ὅμως δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἱερωθῇ, διότι οἱ κανόνες τῆς ἐκκλησίας ἀπαγορεύουν νὰ προσεγγίζῃ τὸ ἅγιο θυσιαστήριο ὅποιος ἔχει ἀφαιρέσει ζωὴ συνανθρώπου του, ἀκόμη καὶ ἂν βρισκόταν ἐν ἀμύνῃ ἢ ἂν ὁ φόνος συνέβη ἀκουσίως καὶ ὠφείλετο σὲ τυχαῖο γεγονός (κανόνες ἀποστολικὸς 66ος, μεγάλου Βασιλείου 43ος, Γρηγορίου Νύσσης 5ος, καὶ ἑρμηνεῖες τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ᾿Αθωνίτου εἰς «Πηδάλιον»).

Αὐτὸ βέβαια σὲ καμμία περίπτωσι δὲν σημαίνει ὅτι ὁ Παναγιώτης Λιώσης ἀπέφυγε νὰ ἐκτελέσῃ αὐτὸ τὸ ὕψιστο χρέος πρὸς τὴν πατρίδα. ἡ προσφορὰ τῶν στρατιωτῶν στὰ ἐπιτελικὰ γραφεῖα εἶναι ἐξίσου σπουδαία σοβαρὴ καὶ σημαντικὴ ὅσο καὶ τῶν μαχομένων ὁπλιτῶν. καὶ φυσικὰ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ ἀνώτατες σπουδὲς ἦσαν ἕνα ἐφόδιο ὄχι πολὺ συχνό, τίποτε τὸ φυσικώτερο ἀπὸ τὸ νὰ τοποθετηθῇ ἕνας νέος πανεπιστημιακῆς μορφώσεως, ὅπως ὁ φοιτητὴς τῆς θεολογίας Παναγιώτης, σὲ κάποιο ἐπιτελικὸ γραφεῖο. ἄνδρες τέτοιας μορφώσεως καὶ ἱκανότητος τότε ἦσαν δυσεύρετοι. ὁ Παναγιώτης Λιώσης λοιπὸν ὑπηρέτησε σὲ μάχιμη θέσι, ἔστω καὶ ἂν ἦταν σὲ γραφεῖο καὶ δὲν ἔπιασε ὅπλο στὰ χέρια του. δὲν ἦταν αὐτὸς ποὺ τὸ ἀπέφυγε, ἀλλὰ οἱ ἀνάγκες τοῦ στρατοῦ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ καὶ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ποὺ συνεργάστηκαν θαυμάσια· διότι μόνον ὁ παντοδύναμος Θεὸς κατορθώνει νὰ συμβιβάσῃ τὰ ἀνθρωπίνως ἀσυμβίβαστα καὶ νὰ κάμῃ δυνατὰ τὰ ἐκ πρώτης ὄψεως ἀδύνατα· καὶ στρατιωτικὴ θητεία ἐν καιρῷ πολέμου καὶ νὰ μὴν ἀφαιρέσῃ ἀνθρώπινη ζωή!

Αὐτὰ τὰ ὀλίγα γράφονται ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴν παρασυρθῇ ὁ ἀγαπητὸς ἀναγνώστης καὶ νομίσῃ ὅτι ὑπάρχει κάποια ὁμοιότητα στὴν ἐκτὸς πεδίου μάχης θητεία τοῦ Παναγιώτη Λιώση μὲ τὶς περιπτώσεις τῶν ἀρνησιπάτριδων καὶ ἀρνησίχριστων μαρτύρων τοῦ 'Ιεχωβᾶ ἢ ἄλλων παρομοίων «ἀντιρρησιῶν συνειδήσεως», οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται ἐντελῶς νὰ ὑπηρετήσουν ἢ νὰ ὑπερασπιστοῦν, ἂν χρειαστῇ, τὴν πατρίδα καὶ ζητοῦν τάχα ἐναλλακτικὴ θητεία καὶ ἄλλα τέτοια, καὶ προβάλλουν ὡς δικαιολογία τὴν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἀπαγόρευσι τοῦ φόνου. ἀλλὰ οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας μας, ἀναλύουν πολὺ εὔστοχα τὸ ζήτημα καὶ ξεκαθαρίζουν τὰ πράγματα. λέει λοιπὸν σχετικῶς ὁ μέγας 'Αθανάσιος· «πολλὰ πράγματα θὰ βροῦμε στὴν ζωή μας ποὺ ἀπὸ μικρὲς διαφορὲς χαρακτηρίζονται ἄλλοτε καλὰ καὶ ἄλλοτε κακά, ἐνῷ στὴν οὐσία εἶναι πάντοτε τὸ ἴδιο πρᾶγμα· ὅπως εἶναι ἐπὶ παραδείγματι ὁ φόνος, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπιτρέπεται, ἀλλὰ σὲ καιρὸ πολέμου ἡ ἐξόντωσι τῶν ἐχθρῶν εἶναι ἐπιτρεπτὴ καὶ νόμιμη καὶ ἀξιέπαινη, καὶ διὰ τοῦτο οἱ νικητὲς στὸν πόλεμο λαμβάνουν μεγάλες τιμές, καὶ τοὺς στήνονται ἀγάλματα ποὺ διακηρύττουν τὰ κατορθώματά τους» (ἁγίου 'Αθανασίου τοῦ μεγάλου, ἐπιστολὴ κανονικὴ 1η, «Πρὸς 'Αμμοὺν μονάζοντα»).  καὶ ὁ μέγας Βασίλειος· «οἱ πατέρες μας τοὺς φόνους ἐν καιρῷ πολέμων δὲν τοὺς κατέταξαν στοὺς συνήθεις φόνους. ἔχω τὴν γνώμη ὅτι τὸ ἔπραξαν αὐτὸ συγχωρῶντας αὐτοὺς ποὺ ὑπερασπίζονται καὶ προστατεύουν τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν εὐσέβεια τῆς πίστεως. πάντως ἴσως εἶναι καλὸ νὰ συμβουλεύουμε τοὺς πολεμιστὲς νὰ ἀπέχουν τρία ἔτη ἀπὸ τὴν θεία κοινωνία, διότι τὰ χέρια τους δὲν εἶναι καθαρὰ ἀπὸ αἵματα» (κανὼν 13ος).  ἀλλὰ καὶ πλῆθος στρατιωτικοὶ ἅγιοι ὑπάρχουν στὸ ὀρθόδοξο ἁγιολόγιο ὅπως οἱ μεγαλομάρτυρες Δημήτριος καὶ Γεώργιος, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ τίρων, οἱ μάρτυρες Εὐγένιος καὶ Μαρδάριος καὶ πολλοὶ ἄλλοι.  ἑπομένως ὁ στρατιώτης ποὺ φονεύει στὴν μάχη ἅγιος γίνεται, ἱερεὺς ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ.  καὶ ἐδῶ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε τὰ πράγματα, ὥστε ὁ Παναγιώτης νὰ μπορῇ νὰ ἱερωθῇ.

 

 

Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης (2002)