ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς ᾿Αναφορὲς σὲ πρόσωπα τῆς ἐκκλησίας Σωτήριος Λιόσης († 11/8/2011) Σ. Λιόση, «Προσηλυτισμὸς σὲ στρατόπεδο ἀπὸ Πεντηκοστιανούς»

PostHeaderIcon Σ. Λιόση, «Προσηλυτισμὸς σὲ στρατόπεδο ἀπὸ Πεντηκοστιανούς»

 

Προσηλυτισμὸς μέσα σὲ στρατόπεδο

ἀπὸ Πεντηκοστιανοὺς [Ε.Α.Ε.Π] ἀξιωματικούς!

 

 

Μεταφέρω ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πεντηκοστιανοὶ στὴν Πολεμικὴ Ἀεροπο­ρία» (ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ, μέρος Ι) τοῦ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΛΙΟΣΗἕνα βιβλίο ποὺ δὲν πρέπει νὰ λείπῃ ἀπὸ κανένα σπίτι! ὅπως θὰ διαβάσετε στὶς καταθέσεις τῶν μαρτύρων, οἱ «ἑαεπῖτες» (δηλαδὴ ὀπαδοὶ τῆς ΕΑΕΠ) «ἀναγεννημένοι» πεντηκοστιανοὶ δὲν ἀποκά­λυ­πταν τὸ θρήσκευμά τους στὰ ὑποψήφια θύματά τους. αὐτὸ δὲν μᾶς ξενίζει φυσικά, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ προβληματίσει ὅλους τους χριστιανοὺς ἀνεξαρτήτως δόγματος! εἰδικὰ στὸ δι­αδίκτυο αἱρετικὲς ἰστοσελίδες «κυκλοφοροῦν» ἀποκρύπτοντας  τὸ «δόγμα» τους πίσω ἀπὸ ἀναρτήσεις μὲ εἰκόνες ἢ ὁμιλίες ὀρθοδόξων ἱεραρχῶν! ἐφιστοῦμε τὴν προσοχὴ ὅλων τῶν ἀδελφῶν στὸ τί διαβάζουν!  εὔχομαι μὲ πόνο, ὁ Κύριος νὰ ἐλεήσῃ τοὺς πλανεμένους ἀδελφούς μας.

 

 

Ἡ δίκη στὸ Διαρκὲς Στρατοδικεῖο Ἀεροπορίας Ἀθηνῶν (ΔΣΑΑ)

 

α. Καταθέσεις μαρτύρων.

 

Στὶς 18 Μαΐου 1992 στὸ ΔΣΑΑ ἄρχισε ἡ δίκη τῶν κατηγορούμενων, σύμ­φωνα μὲ τὸ βούλευμα 155/1991. Ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Σ. Μ. ἦταν ἤδη ἀπό­στρα­τος. Οἱ κατηγορούμενοι ζήτησαν νὰ ἐξεταστοῦν διὰ ζώσης οἱ μάρτυρες ὑπεράσπισης Σπ. Κ. καὶ Χ. Α.. Ὁ ἐπίτροπος συμφώνησε μὲ τὸ αἴτημά τους καὶ ζήτησε ἐπιπλέον τὴν διὰ ζώσης ἐξέταση καὶ τοῦ μάρτυρα π. Κ. Μυγδάλη1. Ἀπουσίαζαν οἱ μάρτυρες Ν. Κ. (πρώην σμηνίτης, προσήλυτος), π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος, Θ. Τσίκας, Α. Ζ. καὶ τὰ ἀδέλφια ᾿Απ. καὶ Μ. Μπ.. Γιὰ τοὺς τελευταίους τέσσερις διαβάστηκαν οἱ ληξιαρχικὲς πράξεις θανάτου τους2. Στὴ συνέχεια κατέθεσαν οἱ μάρτυρες ὡς ἑξῆς.

῾Ο σπουδαστὴς (πρώην σμηνίτης) Α. Κ. ἀνέφερε, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὅτι μὲ τοὺς κατηγορούμενους Δ. Λ. καὶ Ι. Σ. εἶχε ὑπηρεσιακὴ σχέση, μόνο ὅταν ἦταν Ἀξιωματικοὶ Ὑπηρεσίας στὴ Μονάδα3. ῾Ο Δ. Λ. τοῦ ἄνοιγε συζητήσεις γιὰ θρησκευτικὰ θέματα καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ παρεῖχε τὴν ἐντύπωση ὅτι ἦταν Ὀρθόδοξος. Μετὰ ἀπὸ δύο μῆνες ἀποκάλυψε τὴν πίστη του καὶ κατηγο­ροῦ­σε τὴν ὀρθόδοξη πίστη4. Ο Δ. Λ., εἶπε ὁ μάρτυρας, ἐπεδίωκε τὶς συν­αν­τήσεις καὶ μάλιστα μὲ φορτικότητα καὶ τὸν πίεζε νὰ δεχθῆ τὶς ἀπόψεις του. Ὁ μάρτυρας δυσκολευόταν νὰ ἀποφύγη τὶς συναντήσεις, γιατὶ αὐτὸς ἦταν σμηνίτης καὶ ὁ Δ. Λ. ἀξιωματικός.

Ο Ι. Σ. τὸν πλησίαζε καὶ τοῦ ἄνοιγε συζητήσεις θρησκευτικοῦ περιε­χομένου (συνολικὰ πενήντα φορές). Καὶ αὐτὸς (Ι. Σ.) δὲν ἀποκάλυψε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι ἦταν Πεντηκοστιανός. Ὁ μάρτυρας τὸ ἔμαθε ἀπὸ τὸ σμηνίτη Γ. ᾿Αντ. μετὰ δύο μῆνες. Ο Ι. Σ. τοῦ ζήτησε τὸν ἀριθμὸ τηλεφώνου τοῦ σπιτιοῦ του, γιὰ νὰ πᾶνε μαζὶ στὴν πεντηκοστιανὴ «ἐκκλησία». Ἐπίσης, ὅταν ἔπαιρνε ἄδεια, μὲ ἐπιμονὴ τοῦ ζητοῦσε νὰ πάη στὴν «ἐκκλησία» τους, λέγοντάς του ὅτι ἐκεῖ γίνονται θαύματα, ὅπως ἡ γλωσσολαλιά5, καὶ ἐκεῖ θὰ γνωρίση τὴν πραγματικὴ ζωή. Τὸν πίεζε ἀκόμα νὰ διαβάζη τὴν ἐφημ. Χριστιανισμός. Καὶ οἱ δύο παραπάνω ἀξιωματικοί, ὅταν ἐκτελοῦσαν χρέη Ἀξιωματικῶν Ὑπηρεσίας, τὸν καλοῦσαν στὸ γραφεῖο τους, τοῦ διάβαζαν περικοπὲς τῆς ῾Αγ. Γραφῆς, τὶς ὁποῖες ἑρμήνευαν κατὰ τὰ δικά τους πιστεύω καὶ τοῦ ἔβαζαν νὰ ἀκούη κασέτες μὲ πεντηκοστιανὰ κηρύγματα6.

1) Πολλὲς φορὲς μὲ τὰ λεγόμενά τους θιγόταν ἡ θρησκευτική του συνείδηση. Χαρακτήρισε τοὺς κατηγορουμένους εὐγενεῖς ἀλλὰ φορτικούς. Δὲν τοὺς κατήγγειλε τότε, γιατὶ ἀφ᾿ ἑνὸς δὲν γνώριζε ὅτι μποροῦσε νὰ τὸ κάνη καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου γιατὶ ἦταν ἐπιφυλακτικός. Φοβόταν, ἐπειδὴ ἦταν ἀξιωματικοί7.

2) Ο Γ. ᾿Αντ., δάσκαλος (πρώην σμηνίτης), ἀνέφερε μεταξὺ τῶν ἄλλων ὅτι τὶς συζητήσεις ἄρχιζε ὁ Δ. Λ., ὁ ὁποῖος καταφερόταν ἀπὸ τὴν πρώτη τους συνάντηση κατὰ τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ τοῦ ζητοῦσε νὰ πάη στὴν «ἐκκλησία» τους. Προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείσει γι’ αὐτὸ μὲ φορτικότητα (εἴκοσι φορές), πάντα μὲ δική του πρωτοβουλία. Οἱ συζητήσεις πραγμα­το­ποιοῦνταν στὸ γραφεῖο Ἀξιωματικοῦ Ὑπηρεσίας. Ἡ μὲ φορτικότητα ἐπι­μο­νὴ τῶν ἀξιωματικῶν νὰ ἐπιβάλουν τὶς θρησκευτικές τους ἀπόψεις στοὺς ὑφισταμένους τους σμηνῖτες ἐπαναφέρει στὴ σκέψη μας τὴν πρόταση κατάργησης τῶν «μεταξικῶν» νόμων περὶ προσηλυτισμοῦ. Δὲν θὰ εἴχαμε ἀντίρρηση νὰ δεχθοῦμε τὴν θέση τοῦ καθηγητῆ Μ. Σταθόπουλου γιὰ μία «ἀνοιχτὴ κοινωνία»8 ἢ τὴν θέση τοῦ καθηγητῆ Χ. Παπαστάθη γιὰ μία ἐφ’ ἅπαξ δικαστικὴ ἀπόφαση, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀναγνωρίζονταν ὅλες οἱ θρη­σκεῖες ὡς Νομικὰ Πρόσωπα Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, ἀλλὰ γεννοῦνται αὐτο­μάτως εὔλογα ἐρωτήματα: Ποιές θρησκεῖες; οἱ γνωστὲς Ὀρθόδοξη, Ρω­μαι­ο­καθολική, Ἰσραηλιτικά, καὶ ἄλλες; ἢ ὅλες οἱ ἀμερικανοεισαγόμενες ὁμάδες προτεσταντικοῦ προσανατολισμοῦ, ποὺ ἔχουν βασικὴ ἐπιδίωξη τὸν μὲ κάθε τρόπο «εὐαγγελισμὸ» τῶν ἀτόμων, ὅπως ἡ περίπτωση ποὺ ἐξετάζουμε ἐδῶ;

῞Οταν ἀνέλαβε προϊστάμενός του ὁ Σ. Μ., ἐκμεταλλευόμενος τὴν θέση του, τὸν παρότρυνε νὰ δεχθῆ τὶς δοξασίες τῶν Πεντηκοστιανῶν. Κι αὐτὸς τὸν πίεσε (ἑπτὰ φορὲς) νὰ ἀποδεχθεῖ τὶς δοξασίες του καὶ τὸν προέτρεπε μὲ φορτικότητα νὰ ἐπισκεφθῆ τὴν «ἐκκλησία» τους. Κάθε φορὰ ποὺ ἐπέστρεφε ἀπὸ ἄδεια στὴν Μονάδα, τὸν ρωτοῦσε ἂν ἐπισκέφθηκε τὴν «ἐκκλησία» τους.

Ο μάρτυρας τόνισε ὅτι, ἐπειδὴ ἦταν ἀξιωματικοί (ἱεραρχικὴ ἐξάρτηση), δὲν μποροῦσε νὰ ἀρνηθῆ τὶς προσκλήσεις τους γιὰ συζήτηση (φοβόταν τὴ μετέπειτα συμπεριφορά τους ἀπέναντί του). Δὲν ἀπευθύνθηκε στοὺς προϊ­σταμένους του, εἶπε, γιατὶ εἶχε μάθει ὅτι καὶ ἀνώτατοι ἀξιωματικοὶ τῆς Πολεμικῆς Ἀεροπορίας ἦταν μέλη αὐτῆς τῆς αἵρεσης.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ἀπόφαση μὲ ἀριθμ. 209/1992/ΔΣΑΑ, σ. 2. Πράγματι μὲ βάση τὸ ἄρθρ. 353 §1 ΚΠΔ, ἐφαρμοζόμενο στὴν προκειμένη περίπτωση σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρ. 434 ΣΠΚ, ἐὰν τὸ δι­καστήριο κρίνει ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς συνεδρίασης εἶναι δυνατὸ νὰ προσέλθει μάρ­τυ­ρας ποὺ δὲν κλητεύθηκε καὶ τὴν μαρτυρία του τὴν θεωρεῖ ἀναγκαία, μπορεῖ νὰ διατάξει τὴν ἄμεση ἐμφάνιση καὶ ἐξέταση αὐτοῦ (Πρβλ. Α. ΚΟΝΤΛΞΗ [ἐπιμέλ.], Κώδικας Ποινικῆς Δικονομίας, ἐκδ. Σάκκουλα, Ἀθήνα 1995, σ. 293-294, ὅπου καὶ παραπομπὲς σὲ συναφῆ ἄρθρα).

2. Ἀπόφαση, σ. 3.

3. Ἀξιωματικὸς Ὑπηρεσίας Μονάδος· «ἄρθρ. 47 §3. Τυγχάνει ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ δι­οι­κητοῦ καὶ τοῦ ἐπιτελείου τῆς Μονάδος κατὰ τὰς μὴ ἐργασίμους ὥρας καὶ ἡμέρας ἀρ­γίας, καὶ εἶναι ὑπεύθυνος διὰ τὴν ἄμεσον λῆψιν τῶν ἐνδεικνυομένων μέτρων εἰς πᾶσαν περίπτωσιν, μέχρις ἀφίξεως τοῦ διοικητοῦ ἢ ὑποδιοικητοῦ τῆς Μονάδος, ἢ τῶν ἁρμοδίων ἐπιτελῶν…» «§6. Εὐθύνεται διὰ τὴν ἄμεσον ἀντιμετώπισιν ὅλων τῶν παρουσιαζομένων κα­ταστάσεων, βάσει τῶν ὁδηγιῶν καὶ κατευθύνσεων τοῦ διοικητοῦ» (ΓΕΣ/Δνσις Ὀρ­γα­νώσεως/3β, Κανονισμὸς ἐσωτερικῆς ὑπηρεσίας τῶν στρατευμάτων, ΣΚ 20-2, ἐκδ. Τυπο­γρα­φεῖον Ἐνόπλων Δυνάμεων, Ἀθῆναι 1980, ἀνατύπωση 1995, σ. 47-48). Σημειώνεται ὅτι ὁ ΣΚ 20-2 κυρώθηκε μὲ τὴν ὑπ᾿ ἀριθμ. Φ. 073.114/3/244609/Σ.150/10 Μαΐου 1980 ἀπό­φα­ση τοῦ Ὑφυπουργοῦ Ἐθνικῆς Ἄμυνας.

4. ῾Ο Λ. Φέγγος ἀπαντώντας σὲ ἐρωτήματα «πιστῶν» γράφει: «Ἡ θεολογικὴ διδα­σκα­λία τῆς ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἴδια μὲ τῆς Ὀρθόδοξης. Θεολογικὴ διδασκαλία δὲν ἐννοῶ τὸν τρόπο τῆς λειτουργίας καὶ τῆς λατρείας τους, ἀλλὰ τὰ δόγματα ὅπως διατυπώνονται στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως…» (Χριστιανισμός, Ἰούλ. 1992, σ. 4).

5. Οἱ Πεντηκοστιανοὶ ἑρμήνευσαν τὴ φράση ἀπὸ τὶς Πράξεις 2,4: «…καὶ ἤρξαντο λα­λεῖν ἑτέραις γλώσσαις, καθὼς τὸ πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι» ὅπως ἤθελαν. Γιὰ περισσότερα στοιχεῖα βλ.: ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ, «Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων», σ. 175-178. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, «Πεντηκοστιανοί», σ. 23-26. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, «Σύγχρονες αἱρέσεις», σ. 152, ΨΑΛΤΑΚΗ (ἐπ.), «Ἀπειλὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας», σ. 70-73. ΚΑΡΑΝΙΚΟΛΑ, «Οἱ αἱ­ρετικοὶ Προτεστάντες», σ. 280. ΤΣΙΑΚΚΑ, «Ἐγκυκλοπαιδικὸ Λεξικό», σ. 793-794.

6. ῾Ο Α. Χ. Παπαδαμάκης ἀναφέρει χαρακτηριστικά· «Εἰδικότερα ἡ ὑπηρεσιακὴ ἐ­ξου­σία ὑπάρχει, ὅταν ὁ δράστης, μὲ βάση τὴν ὑπηρεσιακή του θέση ὡς προϊσταμένου, μπο­ρεῖ νὰ ἐπηρεάση δυσμενῶς ἢ εὐνοϊκῶς τὴν ὑπηρεσιακὴ θέση τοῦ ὑφισταμένου του. Ἐνῷ ἡ κατάχρηση τῆς ὑπηρεσιακῆς ἐξουσίας καταφάσκεται, ὅταν ἡ ἀνωτέρω ἐξου­σια­στι­κὴ σχέση χρησιμοποιῆται ἀπὸ τὸ δράστη (εἴτε μὲ διαταγὴ εἴτε μὲ διατύπωση σχετικῶν ἀξι­ώσεων) γιὰ τὴ διαμόρφωση τῆς βουλήσεως τοῦ ὑφισταμένου στὴ διενέργεια πράξεων ποὺ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴν ὑπηρεσία ἢ ἐν πάσῃ περιπτώσει ἀντιβαίνουν στοὺς σκοποὺς της» (ΠΑΠΑΔΑΜΑΚΗ, Στρατιωτικὸ Ποινικὸ Δίκαιο, σ. 224).

7. Ἀπόφαση, σ. 4 ἑπ. Πρβλ. πόρισμα τοῦ Συνηγόρου τοῦ Πολίτη σχετικὰ μὲ τὶς προ­ση­λυτιστικὲς (ὅπως κατηγορήθηκε) δραστηριότητες ἀντιρρησία συνείδησης, ὅπου σχολιά­ζει: «ἡ ἁπλὴ διάδοση θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, ἀκόμη καὶ ἐκ μέρους προσώπου ποὺ ὑ­πη­ρετεῖ σὲ οἱαδήποτε δημόσια θέση, εἶναι ποινικῶς μὲν ἀδιάφορη, ἐφόσον δὲν συνο­δεύ­ε­ται ἀπὸ “μέσα ἀπατηλά”, πειθαρχικῶς δὲ ἐξίσου ἀδιάφορη ἐφόσον δὲν συνοδεύεται ἀπὸ κατάχρηση τῆς δημόσιας θέσης…» (Πόρισμα μὲ ἀριθμ. πρωτ. 13889.03.2.4/15 Μαΐου 2004/Συνήγορος τοῦ Πολίτη, σ. 2, www. Synigoros.gr). Ἐμεῖς ὑπογραμμίζουμε τὸν ὅρο κατάχρηση τῆς δημόσιας θέσης. Περίληψη τοῦ πορίσματος αὐτοῦ βλ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, «Νομι­κὴ θεωρία καὶ πράξη», σ. 111.

8. ῾Ο Μ. Σταθόπουλος ὑπεραμύνεται τῆς κατάργησης κάθε εἴδους ποινικοποίησης τοῦ προσηλυτισμοῦ καταλήγοντας: «Ἔτσι μόνο μπορεῖ νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς τὸ βῆμα πρὸς μία θρησκευτικὰ οὐδέτερη, ἀνοιχτὴ κοινωνία – κοινωνία καὶ ἀνοχῆς καὶ πλήρους θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ὅπου ὅλοι οἱ Ἕλληνες καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν τὶς ἐπικρατοῦσες ἀντιλήψεις καὶ τρόπους ζωῆς καὶ θρησκεύεσθαι καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ εἶναι ἰσότιμοι ἀπέναντι στὴν ἑλ­λη­νικὴ Πολιτεία» (Μ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, «Ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς Πολιτείας», Θρησκευτικὴ ἐ­λευ­θερία καὶ δημοκρατία, ἐκδ. Παρασκήνιο, Ἀθήνα 2000, σ. 67). Πρβλ. Χ. Κ. ΠΑΠΑ­ΣΤΑΘΗ, «Ἡ θρησκευτικὴ ἐλευθερία στὴν Ἑλλάδα», Πολιτεία, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ θρησκεύματα στὴν Ἑλλάδα, [Νομοκανονικὴ Βιβλιοθήκη 16], ἐκδ. Ἐπέκταση, Κατερίνη 2006, σ. 319-324. I. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, «Ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ στὸ Ἑλληνικὸ κράτος», Πο­λιτεία, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ θρησκεύματα στὴν Ἑλλάδα, [Νομοκανονικὴ Βιβλιοθήκη 16], ἐκδ. Ἐπέκταση, Κατερίνη 2006, σ. 332-333.

 

Πηγὴ κειμένου· http://egolpio.wordpress.com/2009/10/30/aeroporia_eaep/