ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς Χριστιανικὴ ἀρχαιολογία Χρ. Δρούγκα, «῞Αγιος Γεώργιος Κουδουνᾶς» (νεώτερη ἱστορία)

 

῞Αγιος Γεώργιος Κουδουνᾶς

 

(νεώτερη ἱστορία)

 

Τοῦ κ. Χρίστου ᾿Ι. Δρούγκα

 

Στὴν Προποντίδα, γνωστὴ ὡς θά­λασσα τοῦ Μαρμαρᾶ, πολὺ κοντὰ στὶς ἀ­νατολικὲς ἀσιατικὲς ἀκτές, βρίσκονται τὰ πανέμορφα Πρι­γκιπόννησα πνι­γμένα στὸ πράσι­νο. Στὴν κορυφὴ τοῦ νοτίου λόφου τῆς Πριγκήπου, τοῦ μεγαλύτερου καὶ ὡραιό­τερου τῶν νησιῶν, δεσπόζει ἡ μονὴ τοῦ ἁγίου Γε­ωρ­γίου «Κουδουνᾶ».

῾Η παράδοση θέλει τὸν «Κουδουνᾶ» νὰ εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες μονὲς τῆς Πρι­γκήπου, χτισμένη στὰ χρόνια τῆς αὐτοκρα­τορίας τοῦ Νικη­φό­ρου Φωκᾶ τὸ 963 μ.Χ.. Καταστράφηκε τὸ 1204, ὅταν οἱ Σταυροφό­ροι προ­ξέ­νησαν μεγάλες καταστροφὲς στὰ νησιά, ἢ κατὰ τὴν πειρατικὴ ἐπι­δρο­μὴ ἐνα­ντίον τοῦ νησιοῦ τὸ 1302 ἀπὸ τοὺς πειρα­τὲς τοῦ ῾Ενετοῦ ναυάρ­χου Giustinianni. Κα­τὰ τὴν τοπικὴ παράδοση οἱ μοναχοί, γιὰ νὰ σώσουν τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου ἀπὸ τοὺς πειρατές, τὴν ἔκρυψαν στὴν γῆ µαζὶ µὲ τὰ ἀνα­θήµατα καὶ τὰ µικρὰ κουδουνάκια ποὺ εἶχε κρεµασµένα. ῾Η εἰκόνα ἔµεινε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες στὴν γῆ ἀβλαβής, γιὰ νὰ βρεθεῖ µετὰ ἀπὸ ὅραµα ἀπὸ κάποιο βοσκό. ῾Η τοπικὴ παράδοση ἀναφέρει ὅτι κάποιος τσοµπάνος ἀπὸ τὸν Μωριᾶ, ἐκεῖ ποὺ ἔβοσκε τὸ κοπάδι του στὸ βουνό, πλάγιασε νὰ κοιµη­θεῖ. Στὸν ὕπνο του βλέπει ὁλοζώντανο τὸν ἅγιο κα­βάλα στὸ ἄλογό του νὰ τοῦ λέει·

– Πᾶρε τὴ στράτα κοντὰ στὸ βουνὸ στὰ ὑψηλά, ἀφουγκράσου χαµηλὰ στὴ γῆ καὶ θὰ ἀκούσεις νὰ κτυποῦν κουδούνια. Σκά­ψε καὶ θὰ µ' εὕρεις!

῾Ο τσοµπάνος ἐξύπνησε, ἐπῆρε τὸ δρόµο πρὸς τὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ καὶ ἐκεῖ ψη­λὰ ἀκούει κατὰ γῆς κουδούνισµα. Ἔσκα­ψε καί, ὢ τοῦ θαύ­µα­τος, εὑρίσκει τὸ εἰκό­νισµα τοῦ ἁγίου στολισµένο µὲ µιὰ ἀρµα­θιὰ κουδού­νια. Καὶ ἐκτίσθη στὸ σηµεῖο αὐτὸ τὸ μοναστήρι. 'Απὸ τότε δίδονται καὶ τὰ κουδουνάκια ὡς εὐλογία τοῦ ἁγίου.

Πατριαρχικὰ σιγίλλια ἀναφέρουν ὅτι ἡ ἀνοικοδόµησή του ἔγινε µεταξὺ τῶν ἐτῶν 1751-1752 καὶ ἀναφέρουν ὡς κτίτορα αὐτοῦ µοναχὸ µὲ τὸ ὄνοµα 'Ησαΐας. Σὲ σι­γίλλιο τοῦ ἔτους 1760 ἡ µονὴ κατοχυρώθη­κε ὡς σταυρο­πηγιακή. ῾Ο 'Ησαΐας δαπάνησε ὅλη τὴν περιουσία του καὶ δανείστηκε σο­βαρὸ πο­σό, γιὰ νὰ κτίσει τὴν µονή. ᾿Αδυνατώντας νὰ ἐκπλη­ρώσει τὶς ὑπο­χρεώ­σεις του ζήτησε ἀπὸ τὴν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία νὰ ἀπαλ­λα­γεῖ ἀπὸ τὸ χρέος καὶ νὰ ἀφιερώσει τὸ μονύδριο στὴν μονὴ τῆς Με­γί­στης Λαύ­ρας τοῦ Ἄθω. Οἱ ῾Αγιορεῖτες πρόθυµα δέχθηκαν νὰ πλη­ρώσουν τὰ χρέη καὶ ὁ 'Η­σαΐ­ας τοὺς ἐνεχείρισε καὶ τοὺς ἐπέτρεψε ὅλα τὰ κτητορικά του δί­καια μαζὶ μὲ τὴ διοίκηση.

῞Οταν οἱ πατέρες τῆς Μεγίστης Λαύρας δὲν ἔδειξαν ἐνδιαφέ­ρον καὶ μέριμνα γιὰ τὸ Μοναστή­ρι τοῦ ἁγίου Γεωρ­γίου, καὶ περιέπε­σε σὲ φτώχεια, ὁ 'Ησαΐας ἀναζη­τώντας νέους πόρους ἀναγκά­στηκε νὰ τὸ πα­ραχωρήσει στὴ συντεχνία τῶν μπακάληδων τῆς Πόλης. ῾Η συντεχνία αὐτὴ πράγματι με­ρίμνησε γιὰ τὴν Μονή, ἀλλὰ τὸ 1731, εἴτε ἐπειδὴ τὸ θεώρησε ἀσύμφορο εἴτε ἐπειδὴ ἀδυνατοῦσε νὰ συνεχίσει, ζήτησε τὴν ἀνάθεση καὶ προσήλωση τοῦ μονυδρίου στὴν ἱερὰ Μονὴ ῾Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων. ῾Ηγούμενος τῆς μονῆς διορίστηκε ὁ προηγούμενος τῆς Λαύρας κὺρ Μελέτιος. ᾿Αργό­τε­ρα τὸ μο­ναστήρι χάνοντας τὴ σταυροπηγιακή του ἀξία ἔγινε ἐνορι­α­κὸ καὶ ὑ­παγόταν κατὰ καιροὺς στὸν Μητροπολίτη Χαλκηδόνος.

Μὲ σιγιλλιῶδες γράμμα ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ κατὰ τὴ δεύτερη πατριαρχία του ἐπεκύρωσε τὸ αἴτημα τῶν Λαυριωτῶν ποὺ ὑπέβαλαν τὸν 'Οκτώβριο τοῦ ἔτους 1807 νὰ ξαναγίνει τὸ Μετόχι τους Σταυ­ροπηγιακό. Στὸ Σιγίλλιο ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ ἡγουμένου κὺρ ᾿Αρσενίου. ᾿Απὸ τὰ χρόνια τοῦ ᾿Αρσενίου ὣς τὶς ἡμέ­ρες µας τὸ μοναστήρι τοῦ «Κουδουνᾶ» ἔµεινε προσαρτηµένο στὴ μονὴ τῆς Λαύ­ρας διατηρώντας τὴ σταυ­ροπη­για­κή του ἀξία καὶ µέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια τὸν ἡγού­µενο τὸν διόριζαν οἱ Λαυριῶτες πατέρες.

Τὸ μετόχι αὐτὸ τῆς Λαύρας, ἐπειδὴ ἔπαιξε σηµαντικὸ ρόλο στὴν ἐπα­νάσταση ποὺ ξε­κίνησε στὴν Πελοπόννησο ὡς σύνδεσµος ἀνάμεσα στοὺς Φιλικοὺς καὶ τὸ Πατριαρχεῖο, ἦταν ἑπόµενο νὰ πληρώσει ἀκριβὰ τὸ τίµη­µα. ῞Οταν ἡ εἴδηση τῆς 'Επανάστασης ἔφθασε στὴν Πόλη, τὴν 3η ἀπριλίου, ξε­σποῦσε ἡ ἀντίδραση καὶ ἡ ἀντεκδίκηση τῶν 'Οθωµανῶν. Οἱ καλόγηροι τοῦ Μοναστη­ριοῦ θεωρήθηκαν ὕποπτοι, ἐπειδὴ ὅλοι τους ἦταν Μωραΐτες. Οἱ Τοῦρκοι ποὺ ἀνέβηκαν στὸ μοναστήρι συνέλαβαν καὶ σκότωσαν τοὺς καλογήρους, ἐκτὸς ἀπὸ δύο ποὺ κα­τάφεραν νὰ γλιτώσουν ντυµένοι κοσµι­κά, ἀφοῦ ξύρισαν γένεια καὶ µουστάκια.

Τὸ πέτρινο διώροφο κτήριο ποὺ στεγάζει σήµερα τὸ ἡγουµενεῖο καὶ τὸ ἀρ­χονταρί­κι τῆς μονῆς ἀποπερατώθηκε, καθὼς µαρ­τυρεῖ ἡ ἐπιγραφὴ τῆς εἰσόδου του, τὸ 1884 ἐπὶ ἡγουµένου ᾿Αρσενίου Ρουφογάλη. Στὸ µεγάλο σεισµὸ τοῦ 1894 τὸ παλαιὸ καθολικὸ καὶ τὰ παρεκκλήσια ἔπαθαν σο­βαρὲς ζηµιές. Τὰ ἑτοιµόρροπα κτίσµατα στηρίχθηκαν πρόχειρα. ῞Ενα χρόνο ἀργό­τερα ὁ ᾿Αρσένιος ἐπιστρέφει στὰ Καλά­βρυτα, καὶ οἱ Λαυριῶτες διορί­ζουν ἡγού­µενο τὸν ἀρχιµανδρίτη Διονύσιο Παϊκό­πουλο, µία ἀξιόλογη µορ­φή, «φυσιογνωµία ἀπὸ τὶς πιὸ ἁγνὲς καὶ σεβάσµιες ποὺ γνώ­ρισε τὸ νησί». Μὲ αὐτὸν ἀρχίζει ἡ νεώτερη περίοδος τῆς ἱστορίας τοῦ μονα­στη­ριοῦ.

Πρῶτο μέλημα τοῦ νέου ἡγουμένου, ἡ ἐπι­διόρθωση τῶν ζημιῶν τῶν σεισμῶν. Χρεια­ζόταν ἡ ἔγκριση τῶν 'Οθωμανικῶν ἀρχῶν, καὶ ὁ γέροντας ἔγραψε στὸ Φανάρι ζητώντας τὴ μεσολάβηση τοῦ Πατριάρχη. Καὶ μάλιστα ὄχι μία φορά. Φαίνεται πὼς τὸ Πατριαρχεῖο δὲν μποροῦσε νὰ κάνει κάτι πρὸς τὴν κατεύ­θυνση αὐτὴ καὶ ἀπάντηση δὲν πῆρε.

Κάποτε ξεναγοῦσε μία παρέα ἀπὸ κυ­ρίες τῆς ἀριστοκρατικῆς μερίδας τοῦ νη­σιοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ κυρία ῾Ελένη Ζαρίφη (τῆς γνωστῆς οἰ­κογε­νείας τῶν εὐεργετῶν τοῦ Πατριαρχείου), καὶ κατὰ τὴ συνήθεια κα­τέ­βηκαν στὸ «῾Αγίασμα» ποὺ βρίσκεται στὸ σημεῖο εὑρέσεως τῆς εἰκό­νας τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Λυπήθηκαν γιὰ τὴν κατάντια τῶν κτισμάτων καὶ ἔνιωσαν τὴν πίκρα τοῦ γέροντα. «Καὶ γιατί δὲν τὰ λέτε στὸν Πατριάρχη;» ρώτησε ἡ κυρία Ζαρί­φη, ῾Ο ἡγούμενος ἐξήγησε γιὰ τὶς ἀκαρ­πες προσ­πά­θειές του. «Τότε νὰ τὰ ἐξηγή­σητε ὅλα στὴν κυρία ἀπὸ δῶ· εἶναι ἡ σύ­ζυγος τοῦ Μεγάλου Βεζύρη»! καὶ μὲ τὰ ἄπταιστα γαλλικά της ἐξήγησε στὴν φιλο­ξενουμένη της ὅσα τῆς ἔλεγε ὁ γέροντας.

Δέν πέρασαν πολλὲς ἡμέρες καὶ ἦλθε μήνυμα πὼς ὁ Μέγας Βεζύρης κα­λοῦσε τὸν ἡγούμενο στὸ Σαράι. Δὲν χάνει καιρὸ ὁ κὺρ Διονύσιος. Παραγ­γέλ­νει ἕνα πανέρι ἀπὸ τὰ καλύτερα μπαρμπούνια, φορτώνεται καὶ δυὸ µπουκάλες παλιὸ κρασί, παίρνει καὶ ρακή, ἀπ' αὐτὰ ποὺ φτιάχνουν στὸ μοναστήρι, καὶ κατεβαίνει γιὰ τὸ Ντολµά-µπαχτσέ. «Τί εἶν' αὐτά;» τοῦ λέει ὁ Βεζύρης. «Πεσκέσια τοῦ ἁγίου, ἀφέντη µου», ἀπαντᾶ ὁ ἡγούµενος. «῞Ο­πως ἐµεῖς ἔχουµε τὴν ἀνάγκη τῶν ἁγίων, ἔχουν κάποτε κι ἐκεῖνοι τὴ δική µας!» Γέλασε ὁ Βεζύρης, τὸν χάιδεψε φιλικὰ στὸν ὦµο καὶ τοῦ εἶπε νὰ γυρίσει ἥσυχος στὸ βουνό του. Μετὰ δύο ἡµέρες ἔφτανε στὸ Πα­τριαρ­χεῖο ἡ ἔγκριση καὶ ὁριζόταν ἐπιτρο­πὴ γιὰ τὴν οἰκοδόµηση τοῦ ναοῦ.

῾Ο ναὸς κτίσθηκε τὸ 1906, ὅπως δηλώ­νει µαρµάρινη ἐπιγραφὴ πάνω ἀπὸ τὸ πα­ραπόρτι τοῦ ἱεροῦ, τὰ ἐγκαίνια ὅµως ἔγι­ναν µὲ κάθε µεγαλο­πρέπεια στὶς 10 Σε­πτεµβρίου 1908. ῞Ενα χρόνο ἀργότερα κτί­σθηκε καὶ τὸ καµπα­ναριὸ τῆς μονῆς. Μιὰ µεγάλη πυρκαϊὰ κατὰ τὸ θέρος τοῦ 1986 ἀποτέ­φρω­σε τὸ τετραώροφο οἰκοδόμημα τῶν κελλιῶν. 'Οκτὼ χρόνια ἀρ­γότερα, τὸ 1994, καταστρέφεται ἀπὸ πυρκαϊὰ καὶ τὸ ἡγουμενεῖο. Τὸ 1997 μὲ φρον­τίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολο­μαίου ἐπισκευ­ά­ζε­ται τὸ ἡ­γου­μενεῖο καὶ ἐξωραΐζoνται ὁ ναὸς καὶ τὰ παρεκκλήσια (Παναγίας Βλα­χέρνας, ἁγίου Χαραλά­μπους, ἁγίων 'Αποστόλων).

Τὸ «ἁγίασμα» βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ παλιὸ καθολικό, ποὺ ἐπισκευά­σθηκε, ἀλλὰ δὲν λειτουργεῖται. 'Εκεῖ ἔδεναν ψυχοπαθῆ ἢ πειραγμένα ἀπὸ δαίμονες ἄτομα, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπ' αὐτοὺς θερα­πεύ­ονταν καὶ μετὰ σὲ ἔνδειξη εὐγνω­μοσύνης παρέμεναν νὰ βοηθήσουν τὸ μο­ναστήρι γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα.

Οι Τοῦρκοι δὲν πείραξαν ποτὲ τὸ Μοναστήρι πλὴν τῆς ἐπιδρoμῆς τοῦ ἔτους 1821. Τοῦτο ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἐβλεπαν ὡς ἄσυλο τῶν «ντιβανέ», μιᾶς καὶ λόγῳ τῆς θρησκείας τους σέβονταν τοὺς ψυχοπαθεῖς καὶ τοὺς θεωροῦσαν κατὰ κάποιο τρόπο «θεοφορούμενους», καὶ ὁ λαὸς τοὺς ἀντίκριζε μὲ μεταφυσικὸ δέος, ἀφοῦ «μὲ θεία βούληση εἶχαν ἐντός τους εἰσχωρήσει δαιμόνια».

Τὰ θαύµατα τοῦ ἁγίου ἦταν καὶ εἶναι πολλὰ καὶ ὄχι µόνο πρὸς τοὺς Ρωµιούς, ἀλλὰ πρὸς ὅλους ἀνεξαιρέτως ποὺ προσ­έρχονται µὲ πίστη καὶ φόβο πρὸς αὐτόν. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ µεγάλη προσέλευσις ἀλλοθρήσκων σήµερα στὸ μοναστήρι ἀπ' ὅλη τὴν Τουρκία. ῾Η µεγάλη σιδερένια πύ­λη τοῦ μοναστηριοῦ ἐδωρήθη ἀπὸ τὸν Ρα­σοὺλ ἐφέντη ὡς εὐγνωµοσύνη πρὸς τὸν ἅγιον γιὰ τὴ θεραπεία τῆς συζύγου του.

῞Ενα δεύτερο πανηγύρι, ποὺ συγκεντρώ­νει ἐπίσης µεγάλο ἀριθµὸ προσ­κυ­νητῶν εἶναι τῆς Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης καὶ τῆς ἁγίας Θέκλας τὴν 24η Σεπτεµβρίου.

῾Ο ἀνακαινιστὴς τῆς μονῆς ἀρχιµανδρίτης Διο­νύσιος Παϊκόπουλος κοι­µή­θηκε τὸ ἔτος 1936 (4 Νοεµβρίου) σὲ ἡλικία ἐνενήντα ὀκτὼ χρόνων. Μὲ τὸν θάνατό του ἔκλεισε µία µακρὰ πε­ρίοδος δηµιουργίας καὶ δόξης γιὰ τὴν μο­νὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου «Κουδουνᾶ».

 

 

᾿Εφημερὶς «᾿Εκκλησιαστικὴ ᾿Αλήθεια» (ἐπίσημο ὄργανο τῆς ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος), μάιος 2003, σ. 8.

᾿Αναδημοσίευσις 15/9/2011.