῞Αγιος Γεώργιος Κουδουνᾶς
(νεώτερη ἱστορία)
Τοῦ κ. Χρίστου ᾿Ι. Δρούγκα
Στὴν Προποντίδα, γνωστὴ ὡς θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ, πολὺ κοντὰ στὶς ἀνατολικὲς ἀσιατικὲς ἀκτές, βρίσκονται τὰ πανέμορφα Πριγκιπόννησα πνιγμένα στὸ πράσινο. Στὴν κορυφὴ τοῦ νοτίου λόφου τῆς Πριγκήπου, τοῦ μεγαλύτερου καὶ ὡραιότερου τῶν νησιῶν, δεσπόζει ἡ μονὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου «Κουδουνᾶ».
῾Η παράδοση θέλει τὸν «Κουδουνᾶ» νὰ εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες μονὲς τῆς Πριγκήπου, χτισμένη στὰ χρόνια τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ τὸ 963 μ.Χ.. Καταστράφηκε τὸ 1204, ὅταν οἱ Σταυροφόροι προξένησαν μεγάλες καταστροφὲς στὰ νησιά, ἢ κατὰ τὴν πειρατικὴ ἐπιδρομὴ ἐναντίον τοῦ νησιοῦ τὸ 1302 ἀπὸ τοὺς πειρατὲς τοῦ ῾Ενετοῦ ναυάρχου Giustinianni. Κατὰ τὴν τοπικὴ παράδοση οἱ μοναχοί, γιὰ νὰ σώσουν τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου ἀπὸ τοὺς πειρατές, τὴν ἔκρυψαν στὴν γῆ µαζὶ µὲ τὰ ἀναθήµατα καὶ τὰ µικρὰ κουδουνάκια ποὺ εἶχε κρεµασµένα. ῾Η εἰκόνα ἔµεινε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες στὴν γῆ ἀβλαβής, γιὰ νὰ βρεθεῖ µετὰ ἀπὸ ὅραµα ἀπὸ κάποιο βοσκό. ῾Η τοπικὴ παράδοση ἀναφέρει ὅτι κάποιος τσοµπάνος ἀπὸ τὸν Μωριᾶ, ἐκεῖ ποὺ ἔβοσκε τὸ κοπάδι του στὸ βουνό, πλάγιασε νὰ κοιµηθεῖ. Στὸν ὕπνο του βλέπει ὁλοζώντανο τὸν ἅγιο καβάλα στὸ ἄλογό του νὰ τοῦ λέει·
– Πᾶρε τὴ στράτα κοντὰ στὸ βουνὸ στὰ ὑψηλά, ἀφουγκράσου χαµηλὰ στὴ γῆ καὶ θὰ ἀκούσεις νὰ κτυποῦν κουδούνια. Σκάψε καὶ θὰ µ' εὕρεις!
῾Ο τσοµπάνος ἐξύπνησε, ἐπῆρε τὸ δρόµο πρὸς τὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ καὶ ἐκεῖ ψηλὰ ἀκούει κατὰ γῆς κουδούνισµα. Ἔσκαψε καί, ὢ τοῦ θαύµατος, εὑρίσκει τὸ εἰκόνισµα τοῦ ἁγίου στολισµένο µὲ µιὰ ἀρµαθιὰ κουδούνια. Καὶ ἐκτίσθη στὸ σηµεῖο αὐτὸ τὸ μοναστήρι. 'Απὸ τότε δίδονται καὶ τὰ κουδουνάκια ὡς εὐλογία τοῦ ἁγίου.
Πατριαρχικὰ σιγίλλια ἀναφέρουν ὅτι ἡ ἀνοικοδόµησή του ἔγινε µεταξὺ τῶν ἐτῶν 1751-1752 καὶ ἀναφέρουν ὡς κτίτορα αὐτοῦ µοναχὸ µὲ τὸ ὄνοµα 'Ησαΐας. Σὲ σιγίλλιο τοῦ ἔτους 1760 ἡ µονὴ κατοχυρώθηκε ὡς σταυροπηγιακή. ῾Ο 'Ησαΐας δαπάνησε ὅλη τὴν περιουσία του καὶ δανείστηκε σοβαρὸ ποσό, γιὰ νὰ κτίσει τὴν µονή. ᾿Αδυνατώντας νὰ ἐκπληρώσει τὶς ὑποχρεώσεις του ζήτησε ἀπὸ τὴν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ χρέος καὶ νὰ ἀφιερώσει τὸ μονύδριο στὴν μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἄθω. Οἱ ῾Αγιορεῖτες πρόθυµα δέχθηκαν νὰ πληρώσουν τὰ χρέη καὶ ὁ 'Ησαΐας τοὺς ἐνεχείρισε καὶ τοὺς ἐπέτρεψε ὅλα τὰ κτητορικά του δίκαια μαζὶ μὲ τὴ διοίκηση.
῞Οταν οἱ πατέρες τῆς Μεγίστης Λαύρας δὲν ἔδειξαν ἐνδιαφέρον καὶ μέριμνα γιὰ τὸ Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Γεωργίου, καὶ περιέπεσε σὲ φτώχεια, ὁ 'Ησαΐας ἀναζητώντας νέους πόρους ἀναγκάστηκε νὰ τὸ παραχωρήσει στὴ συντεχνία τῶν μπακάληδων τῆς Πόλης. ῾Η συντεχνία αὐτὴ πράγματι μερίμνησε γιὰ τὴν Μονή, ἀλλὰ τὸ 1731, εἴτε ἐπειδὴ τὸ θεώρησε ἀσύμφορο εἴτε ἐπειδὴ ἀδυνατοῦσε νὰ συνεχίσει, ζήτησε τὴν ἀνάθεση καὶ προσήλωση τοῦ μονυδρίου στὴν ἱερὰ Μονὴ ῾Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων. ῾Ηγούμενος τῆς μονῆς διορίστηκε ὁ προηγούμενος τῆς Λαύρας κὺρ Μελέτιος. ᾿Αργότερα τὸ μοναστήρι χάνοντας τὴ σταυροπηγιακή του ἀξία ἔγινε ἐνοριακὸ καὶ ὑπαγόταν κατὰ καιροὺς στὸν Μητροπολίτη Χαλκηδόνος.
Μὲ σιγιλλιῶδες γράμμα ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ κατὰ τὴ δεύτερη πατριαρχία του ἐπεκύρωσε τὸ αἴτημα τῶν Λαυριωτῶν ποὺ ὑπέβαλαν τὸν 'Οκτώβριο τοῦ ἔτους 1807 νὰ ξαναγίνει τὸ Μετόχι τους Σταυροπηγιακό. Στὸ Σιγίλλιο ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ ἡγουμένου κὺρ ᾿Αρσενίου. ᾿Απὸ τὰ χρόνια τοῦ ᾿Αρσενίου ὣς τὶς ἡμέρες µας τὸ μοναστήρι τοῦ «Κουδουνᾶ» ἔµεινε προσαρτηµένο στὴ μονὴ τῆς Λαύρας διατηρώντας τὴ σταυροπηγιακή του ἀξία καὶ µέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια τὸν ἡγούµενο τὸν διόριζαν οἱ Λαυριῶτες πατέρες.
Τὸ μετόχι αὐτὸ τῆς Λαύρας, ἐπειδὴ ἔπαιξε σηµαντικὸ ρόλο στὴν ἐπανάσταση ποὺ ξεκίνησε στὴν Πελοπόννησο ὡς σύνδεσµος ἀνάμεσα στοὺς Φιλικοὺς καὶ τὸ Πατριαρχεῖο, ἦταν ἑπόµενο νὰ πληρώσει ἀκριβὰ τὸ τίµηµα. ῞Οταν ἡ εἴδηση τῆς 'Επανάστασης ἔφθασε στὴν Πόλη, τὴν 3η ἀπριλίου, ξεσποῦσε ἡ ἀντίδραση καὶ ἡ ἀντεκδίκηση τῶν 'Οθωµανῶν. Οἱ καλόγηροι τοῦ Μοναστηριοῦ θεωρήθηκαν ὕποπτοι, ἐπειδὴ ὅλοι τους ἦταν Μωραΐτες. Οἱ Τοῦρκοι ποὺ ἀνέβηκαν στὸ μοναστήρι συνέλαβαν καὶ σκότωσαν τοὺς καλογήρους, ἐκτὸς ἀπὸ δύο ποὺ κατάφεραν νὰ γλιτώσουν ντυµένοι κοσµικά, ἀφοῦ ξύρισαν γένεια καὶ µουστάκια.
Τὸ πέτρινο διώροφο κτήριο ποὺ στεγάζει σήµερα τὸ ἡγουµενεῖο καὶ τὸ ἀρχονταρίκι τῆς μονῆς ἀποπερατώθηκε, καθὼς µαρτυρεῖ ἡ ἐπιγραφὴ τῆς εἰσόδου του, τὸ 1884 ἐπὶ ἡγουµένου ᾿Αρσενίου Ρουφογάλη. Στὸ µεγάλο σεισµὸ τοῦ 1894 τὸ παλαιὸ καθολικὸ καὶ τὰ παρεκκλήσια ἔπαθαν σοβαρὲς ζηµιές. Τὰ ἑτοιµόρροπα κτίσµατα στηρίχθηκαν πρόχειρα. ῞Ενα χρόνο ἀργότερα ὁ ᾿Αρσένιος ἐπιστρέφει στὰ Καλάβρυτα, καὶ οἱ Λαυριῶτες διορίζουν ἡγούµενο τὸν ἀρχιµανδρίτη Διονύσιο Παϊκόπουλο, µία ἀξιόλογη µορφή, «φυσιογνωµία ἀπὸ τὶς πιὸ ἁγνὲς καὶ σεβάσµιες ποὺ γνώρισε τὸ νησί». Μὲ αὐτὸν ἀρχίζει ἡ νεώτερη περίοδος τῆς ἱστορίας τοῦ μοναστηριοῦ.
Πρῶτο μέλημα τοῦ νέου ἡγουμένου, ἡ ἐπιδιόρθωση τῶν ζημιῶν τῶν σεισμῶν. Χρειαζόταν ἡ ἔγκριση τῶν 'Οθωμανικῶν ἀρχῶν, καὶ ὁ γέροντας ἔγραψε στὸ Φανάρι ζητώντας τὴ μεσολάβηση τοῦ Πατριάρχη. Καὶ μάλιστα ὄχι μία φορά. Φαίνεται πὼς τὸ Πατριαρχεῖο δὲν μποροῦσε νὰ κάνει κάτι πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ καὶ ἀπάντηση δὲν πῆρε.
Κάποτε ξεναγοῦσε μία παρέα ἀπὸ κυρίες τῆς ἀριστοκρατικῆς μερίδας τοῦ νησιοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ κυρία ῾Ελένη Ζαρίφη (τῆς γνωστῆς οἰκογενείας τῶν εὐεργετῶν τοῦ Πατριαρχείου), καὶ κατὰ τὴ συνήθεια κατέβηκαν στὸ «῾Αγίασμα» ποὺ βρίσκεται στὸ σημεῖο εὑρέσεως τῆς εἰκόνας τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Λυπήθηκαν γιὰ τὴν κατάντια τῶν κτισμάτων καὶ ἔνιωσαν τὴν πίκρα τοῦ γέροντα. «Καὶ γιατί δὲν τὰ λέτε στὸν Πατριάρχη;» ρώτησε ἡ κυρία Ζαρίφη, ῾Ο ἡγούμενος ἐξήγησε γιὰ τὶς ἀκαρπες προσπάθειές του. «Τότε νὰ τὰ ἐξηγήσητε ὅλα στὴν κυρία ἀπὸ δῶ· εἶναι ἡ σύζυγος τοῦ Μεγάλου Βεζύρη»! καὶ μὲ τὰ ἄπταιστα γαλλικά της ἐξήγησε στὴν φιλοξενουμένη της ὅσα τῆς ἔλεγε ὁ γέροντας.
Δέν πέρασαν πολλὲς ἡμέρες καὶ ἦλθε μήνυμα πὼς ὁ Μέγας Βεζύρης καλοῦσε τὸν ἡγούμενο στὸ Σαράι. Δὲν χάνει καιρὸ ὁ κὺρ Διονύσιος. Παραγγέλνει ἕνα πανέρι ἀπὸ τὰ καλύτερα μπαρμπούνια, φορτώνεται καὶ δυὸ µπουκάλες παλιὸ κρασί, παίρνει καὶ ρακή, ἀπ' αὐτὰ ποὺ φτιάχνουν στὸ μοναστήρι, καὶ κατεβαίνει γιὰ τὸ Ντολµά-µπαχτσέ. «Τί εἶν' αὐτά;» τοῦ λέει ὁ Βεζύρης. «Πεσκέσια τοῦ ἁγίου, ἀφέντη µου», ἀπαντᾶ ὁ ἡγούµενος. «῞Οπως ἐµεῖς ἔχουµε τὴν ἀνάγκη τῶν ἁγίων, ἔχουν κάποτε κι ἐκεῖνοι τὴ δική µας!» Γέλασε ὁ Βεζύρης, τὸν χάιδεψε φιλικὰ στὸν ὦµο καὶ τοῦ εἶπε νὰ γυρίσει ἥσυχος στὸ βουνό του. Μετὰ δύο ἡµέρες ἔφτανε στὸ Πατριαρχεῖο ἡ ἔγκριση καὶ ὁριζόταν ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν οἰκοδόµηση τοῦ ναοῦ.
῾Ο ναὸς κτίσθηκε τὸ 1906, ὅπως δηλώνει µαρµάρινη ἐπιγραφὴ πάνω ἀπὸ τὸ παραπόρτι τοῦ ἱεροῦ, τὰ ἐγκαίνια ὅµως ἔγιναν µὲ κάθε µεγαλοπρέπεια στὶς 10 Σεπτεµβρίου 1908. ῞Ενα χρόνο ἀργότερα κτίσθηκε καὶ τὸ καµπαναριὸ τῆς μονῆς. Μιὰ µεγάλη πυρκαϊὰ κατὰ τὸ θέρος τοῦ 1986 ἀποτέφρωσε τὸ τετραώροφο οἰκοδόμημα τῶν κελλιῶν. 'Οκτὼ χρόνια ἀργότερα, τὸ 1994, καταστρέφεται ἀπὸ πυρκαϊὰ καὶ τὸ ἡγουμενεῖο. Τὸ 1997 μὲ φροντίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου ἐπισκευάζεται τὸ ἡγουμενεῖο καὶ ἐξωραΐζoνται ὁ ναὸς καὶ τὰ παρεκκλήσια (Παναγίας Βλαχέρνας, ἁγίου Χαραλάμπους, ἁγίων 'Αποστόλων).
Τὸ «ἁγίασμα» βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ παλιὸ καθολικό, ποὺ ἐπισκευάσθηκε, ἀλλὰ δὲν λειτουργεῖται. 'Εκεῖ ἔδεναν ψυχοπαθῆ ἢ πειραγμένα ἀπὸ δαίμονες ἄτομα, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπ' αὐτοὺς θεραπεύονταν καὶ μετὰ σὲ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης παρέμεναν νὰ βοηθήσουν τὸ μοναστήρι γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα.
Οι Τοῦρκοι δὲν πείραξαν ποτὲ τὸ Μοναστήρι πλὴν τῆς ἐπιδρoμῆς τοῦ ἔτους 1821. Τοῦτο ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἐβλεπαν ὡς ἄσυλο τῶν «ντιβανέ», μιᾶς καὶ λόγῳ τῆς θρησκείας τους σέβονταν τοὺς ψυχοπαθεῖς καὶ τοὺς θεωροῦσαν κατὰ κάποιο τρόπο «θεοφορούμενους», καὶ ὁ λαὸς τοὺς ἀντίκριζε μὲ μεταφυσικὸ δέος, ἀφοῦ «μὲ θεία βούληση εἶχαν ἐντός τους εἰσχωρήσει δαιμόνια».
Τὰ θαύµατα τοῦ ἁγίου ἦταν καὶ εἶναι πολλὰ καὶ ὄχι µόνο πρὸς τοὺς Ρωµιούς, ἀλλὰ πρὸς ὅλους ἀνεξαιρέτως ποὺ προσέρχονται µὲ πίστη καὶ φόβο πρὸς αὐτόν. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ µεγάλη προσέλευσις ἀλλοθρήσκων σήµερα στὸ μοναστήρι ἀπ' ὅλη τὴν Τουρκία. ῾Η µεγάλη σιδερένια πύλη τοῦ μοναστηριοῦ ἐδωρήθη ἀπὸ τὸν Ρασοὺλ ἐφέντη ὡς εὐγνωµοσύνη πρὸς τὸν ἅγιον γιὰ τὴ θεραπεία τῆς συζύγου του.
῞Ενα δεύτερο πανηγύρι, ποὺ συγκεντρώνει ἐπίσης µεγάλο ἀριθµὸ προσκυνητῶν εἶναι τῆς Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης καὶ τῆς ἁγίας Θέκλας τὴν 24η Σεπτεµβρίου.
῾Ο ἀνακαινιστὴς τῆς μονῆς ἀρχιµανδρίτης Διονύσιος Παϊκόπουλος κοιµήθηκε τὸ ἔτος 1936 (4 Νοεµβρίου) σὲ ἡλικία ἐνενήντα ὀκτὼ χρόνων. Μὲ τὸν θάνατό του ἔκλεισε µία µακρὰ περίοδος δηµιουργίας καὶ δόξης γιὰ τὴν μονὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου «Κουδουνᾶ».
᾿Εφημερὶς «᾿Εκκλησιαστικὴ ᾿Αλήθεια» (ἐπίσημο ὄργανο τῆς ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος), μάιος 2003, σ. 8.
᾿Αναδημοσίευσις 15/9/2011.