ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς Χριστιανικὴ ἀρχαιολογία ῾Ο ἅγιος Γεώργιος Κουδουνᾶς καὶ ὁ ἡγούμενος Διονύσιος Παϊκόπουλος

 

῾Ο ἅγιος Γεώργιος Κουδουνᾶς


καὶ ὁ ἡγούμενος Διονύσιος Παϊκόπουλος

 

 

τοῦ Χρήστου ᾿Ι. Δρούγκα

 

Στὴν Προποντίδα, γνωστὴ ὡς θάλασσα τοῦ Μαρµαρᾶ, πολὺ κοντὰ στὶς ἀνατολικὲς ἀσιατικὲς ἀκτές, βρίσκονται τὰ πανέµορφα Πριγκηπόννησα πνιγµένα στὸ πράσινο. Στὴν κορυφὴ τοῦ νοτίου λόφου τῆς Πριγκήπου, τοῦ μεγαλύτερου καὶ ὡραιότερου τῶν νησιῶν, δεσπόζει ἡ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου «Κουδουνᾶ».

῾Ο Theophile Gautier ποὺ πέρασε ἀπὸ τὸ μοναστῆρι τὸ 1852 γράφει· «Εἶναι κτισµένο στὸ ἴσιωµα ποὺ σχηµατίζουν οἱ τεράστιοι βράχοι τοῦ γρανίτη καὶ ἀπὸ τοὺς ἐξῶστες του µπορεῖς ὧρες πολλὲς νὰ ρεµβάζεις βλέπoντας τὴ γαλάζια ἀπεραντoσύνη τoῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς θάλασσας». Ὁ δὲ Gustave Schlumberger κατὰ τὴ διάρκεια ἑνὸς ταξιδιοῦ του στὰ Πριγκιπόν­νη­σα τὸ 1884 περιγράφει· «... φτάνεις σ' αὐτὸ (τὸ μοναστῆρι) ἀκολουθῶντας ἕνα ἀπὸ τὰ μαγευτικὰ µoνoπάτια ποὺ διασχίζουν κάτω ἀπὸ τοὺς κλώνους τῶν πεύκων τὶς µυρωµένες πλαγιὲς τoῦ νησιοῦ καὶ ὀργώνουν μὲ τὶς καµπύλες τoυς τὴν ἀρχαία αὐτὴ λληνικὴ γ».

῾Η θέα ποὺ προσφέρεται στὸν ἐπισκέπτη εἶναι ἀπαράµιλλη. Ἡ ματιά του ἀγκαλιάζει τὸν πιὸ ἐκτεταµένο ὁρίζοντα μὲ τὰ γύρω νησιὰ καὶ τὶς ἀπόμοκρες παραλίες. Ἀριστερα ἀστραφτοκοπάει ὁ Μαρµαρᾶς καὶ πέρα στὸ βάθος µόλις ποὺ διακρίνεται ἀνάµεσα στὴν πάχνη ἡ Κωνσταν­τι­νού­πολις. Δεξιὰ οἱ ἀσιατικὲς ἀκτὲς πυκνοκατοικηµένες ἀπὸ τὴ Χαλκηδόνα µέχρι ἀπέναντι ἀπὸ τὸ νησί. Τριγύρω παντοῦ τὸ βουνὸ μὲ τὴν πυκνὴ βλάστηση καὶ τοὺς τεράστιους ὄγκους τοῦ γρανίτη ποὺ ὀρθώνονται στὶς ἀπό­τοµες πλαγιές. Καὶ κοντὰ –πολὺ κοντὰ– τὰ ἄλλα νησιὰ τῆς Προπον­τίδας.

...µὲ τὴν χλοµὴ τὴν Πρίγκηπο, μὲ τὴν γυµνὴ τὴν Πρώτη,

στὴν ἀγκαλιὰ τoῦ Μαρµαρᾶ κουλουριαστὰ πλαγιάζουν,

το ῦ πράσινου τὰ θάµατα καὶ τοῦ λευκοῦ τὰ µάγια...

Ἔτσι τὰ τραγούδησε ὁ Κωστῆς Παλαµᾶς γοητευµένος ἀπὸ τὴν ὀµορφιά τους. Ἡ παράδοση θέλει τὸν Κουδουνᾶ νὰ εἶναι µία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες µονὲς τῆς Πριγκήπου, χτισµένη στὰ χρόνια τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Νικη­φό­ρου Φωκᾶ τὸ 963 µ.Χ.. Τὸ µοναστῆρι κατεστράφη τὸ 1204, ὅταν οἱ Σταυ­ρο­φόροι προ­ξένησαν μεγάλες κοταστροφὲς στὰ νησιὰ ἢ κατὰ τὴν πειρα­τι­κὴ ἐπιδροµὴ ἐναντίον τοῦ νησιοῦ τὸ 1302 ἀπὸ τοὺς πειρατὲς τοῦ ῾Ενετοῦ ναυάρχου Giustinianni.

Κατὰ τὴν τοπικὴ παράδοση, οἱ µοναχοὶ γιὰ νὰ σώσουν τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου ἀπὸ τοὺς πειρατές, τὴν ἔκρυψαν στὴ γῆ μαζὶ μὲ τὰ ἀναθήµατα καὶ τὰ µικρὰ κουδουνάκια ποὺ εἶχε κρεµασµένα. Ἡ εἰκόνα ἔµεινε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες στὴ γῆ ἀβλαβής, γιὰ νὰ βρεθεῖ, μετὰ ἀπὸ ὅραµα, ἀπὸ κάποιο βο­σκό. Ἡ τοπικὴ παράδοση ἀναφέρει ὅτι κάποιος τσοπάνος ἀπὸ τὸ Μω­ριᾶ, ἐκεῖ ποὺ ἔβοσκε τὸ κοπάδι του στὸ βουνό, πλάγιασε νὰ κοιµηθεῖ. Στὸν ὕπνο του βλέπει ὁλοζώντανο τὸν ἅγιο καβάλα στὸ ἄλογό του νὰ λέει· «Πᾶ­ρε τὴ στράτα κοντά στὸ βουνὸ στὰ ὑψηλά, ἀφουγκράσου χαµηλὰ στὴ γῆ, καὶ θὰ ἀκούσεις νὰ κτυποῦν κουδούνια. Σκάψε καὶ θὰ µ' εὕρεις!» ῾Ο τσο­πά­νος ἐξύπνησε, ἐπῆρε τὸ δρόµο πρὸς τὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ καὶ ἐκεῖ ψηλὰ ἀκούει κατὰ γῆς κουδούνισµα. Ἔσκαψε, καὶ ὢ τοῦ θαύµατος! εὑρί­σκει τὸ εἰκόνισµα τοῦ ἁγίου στολισµένο μὲ µία ἀρμαθιὰ κουδούνια. Καὶ ἐ­κτί­σθη στὸ σηµεῖο αὐτὸ τὸ μοναστῆρι. ᾿Απὸ τότε δίδονται καὶ τὰ κου­δου­νά­κια ὡς εὐλογία τοῦ ἁγίου.

 

koudbig1_edit

῾Η εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου

μὲ τάματα καὶ ἀφιερώματα.

 

Πατριαρχικὰ σιγίλλια ἀναφέρουν ὅτι ἡ ἀνοικοδόµησή του ἔγινε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1751-1752 καὶ ἀναφέρουν ὡς κτίτoρα αὐτοῦ μoναχὸ μὲ τὸ ὄνοµα Ἠσαΐας. Σὲ σιγίλλιο τοῦ ἔτους 1760 ἡ µονὴ κατοχυρώθηκε ὡς σταυρο­πη­για­κή. Ὁ Ἠσαΐας δαπάνησε ὅλη τὴν περιουσία του καὶ δανείστηκε σοβαρὸ ποσό, γιὰ νὰ κτίσει τὴν µονή. Ἀδυνατώντας νὰ ἐκπληρώσει τὶς ὑπο­χρεώ­σεις του ζήτησε ἀπὸ τὴν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ χρέος καὶ νὰ ἀφιερώσει τὸ μονύδριο στὴ μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύ­ρας τοῦ Ἄθω. Οἱ Ἁγιορεῖτες πρόθυµα δέχθηκαν νὰ πληρώσουν τὰ χρέη καὶ ὁ Ἠσαΐας τοὺς παραχώρησε ὅλα τὰ κτιτορικά του δίκαια µαζὶ μὲ τὴ δι­οί­κηση. ᾿Επειδὴ οἱ πατέρες τῆς Μεγίστης Λαύρας δὲν ἔδειξαν ἐνδιαφέρον καὶ µέριµνα γιὰ τὸ μοναστῆρι τοῦ ἁγ. Γεωργίου καὶ περιέπεσε σὲ φτώχεια, ὁ Ἠσαΐας ἀναζητώντας νέους πόρους ἀναγκάστηκε νὰ τὸ παραχωρήσει στὴ συντεχνία τῶν µπακάληδων τῆς Πόλης. Ἡ συντεχνία αὐτὴ πράγµατι με­ρί­µνησε γιὰ τὴ μονή, ἀλλὰ τὸ 1781, εἴτε ἐπειδὴ τὸ θεώρησε ἀσύµφορο εἴτε ἐπειδὴ ἀδυνατοῦσε νὰ συνεχίσει, ζήτησε τὴν ἀνάθεση καὶ προσήλωση τοῦ μονυδρίου στὴν ἱ. μονὴ ῾Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων. ῾Ηγούµενος τῆς μο­νῆς διορίστηκε ὁ προηγούµενος τῆς Λαύρας κὺρ Μελέτιος. Ἀργότερα τὸ μο­να­στῆρι χάνοντας τὴ σταυροπηγιακή του ἀξία ἔγινε ἐνοριακὸ καὶ ὑπα­γό­ταν κατὰ καιροὺς στὸ Μητροπολίτη Χαλκηδόνος.

 

koudbig7_edit

᾿Εξωτερικὴ ἄποψη τῆς μονῆς.


Μὲ σιγιλλιῶδες γράµµα ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ κατὰ τὴ δεύτερη πατριαρχία του ἐπεκύρωσε τὸ αἴτηµα τῶν Λαυριωτῶν, ποὺ ὑπέβαλαν τὸν Ὀκτώβριο τοῦ ἔτους 1807, νὰ ξαναγίνει τὸ μετόχι τους σταυροπηγιακό. Στὸ σιγίλλιο ἀναφέρεται τὸ ὄνοµα τοῦ ἡγουµένου του κὺρ Ἀρσενίου. Ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Ἀρσενίου ὣς τὶς ἡµέρες µας τὸ µοναστήρι τοῦ «Κουδουνᾶ» ἔµεινε προσαρτηµένο στὴ μονὴ τῆς Λαύρας διατηρώντας τὴ σταυροπη­για­κή του ἀξία, καὶ µέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια τὸν ἡγούµενο διόριζαν οἱ Λαυριῶτες πατέρες.

Τὸ μετόχι αὐτὸ τῆς Λαύρας ἔπαιξε σηµαντικὸ ρόλο στὴν ἐπανάσταση ποὺ ξεκίνησε στὴν Πελοπόννησο, ὡς σύνδεσµος στοὺς Φιλικοὺς καὶ τὸ Πατριαρχεῖο, καὶ ἦταν ἑπόµενο νὰ πληρώσει ἀκριβὰ τὸ τίµηµα αὐτό. ῞Οταν ἡ εἴδηση τῆς Ἐπανάστασης ἔφθασε στὴν Πόλη, τὴν 3η Ἀπριλίου, ξεσποῦσε ἡ ἀντίδραση καὶ ἡ ἀντεκδίκηση τῶν Ὀθωµανῶν. Οἱ καλόγηροι τοῦ μονα­στηριοῦ θεωρήθηκαν ὕποπτοι, ἐπειδὴ ὅλοι τους ἦταν Μωραΐτες. Οἱ Τοῦρ­κοι ποὺ ἀνέβηκαν στὸ μοναστῆρι συνέλαβαν καὶ σκότωσαν τοὺς καλο­γή­ρους ἐκτὸς ἀπὸ δύο ποὺ κατάφεραν νὰ γλιτώσουν ντυμένοι κοσμι­κά, ἀφοῦ ξύρισαν γένια καὶ µουστάκια.

Τὸ πέτρινο διώροφο κτήριο ποὺ στεγάζει σήµερα τὸ ἡγουµενεῖο καὶ τὸ ἀρχονταρίκι τῆς μονῆς ἀποπερατώθηκε, καθὼς μαρτυρεῖ ἡ ἐπιγραφὴ τῆς εἰσόδου του, τὸ 1884 ἐπὶ ἡγουµένου Ἀρσενίου Ρουφογάλη. Στὸν μεγάλο σεισµὸ τοῦ 1894 τὸ παλαιὸ καθολικὸ καὶ τὰ παρεκκλήσια ἔπαθαν σοβαρὲς ζηµιές. Τὰ ἑτοιµόρροπα κτίσµατα στηρίχθηκαν πρόχειρα. Ἕνα χρόνο ἀργό­τερα ὁ Ἀρσένιος ἐπιστρέφει στὰ Καλάβρυτα καὶ οἱ Λαυριῶτες διορίζουν ἡγούµενο τὸν ἀρχιµανδρίτη Διονύσιο Παϊκόπουλο, µία ἀξιόλογη µορφή, «φυσιογνωμία ἀπὸ τὶς ἁγνὲς καὶ σεβάσµιες ποὺ γνώρισε τo νησί». Μὲ τὸν Διονύσιο Παϊκόπουλο ἀρχίζει ἡ νεώτερη περίοδος τῆς ἱστορίας τοῦ μο­να­στηριοῦ. Δὲν ἦταν τυχαῖο ποὺ οἱ Λαυριῶτες τὸν ἐπέλεξαν γιὰ τὴ θέση αὐτή, ἀφοῦ διέθετε πανεπιστηµιακὴ μόρφωση καὶ ἦταν πολὺ δραστήριος. Πρῶτο µέληµα τοῦ νέου ἡγούµενου, ἡ ἐπιδιόρθωση τῶν ζηµιῶν τῶν σει­σµῶν. Χρειαζόταν ἡ ἔγκριση τῶν ὀθωµανικῶν ἀρχῶν καὶ ὁ γέροντας ἔ­γρα­ψε στὸ Φανάρι ζητώντας τὴ μεσολάβηση τοῦ Πατριάρχη· καὶ μάλιστα ὄχι µία φορά. Φαίνεται πὼς τὸ Πατριαρχεῖο δὲν µποροῦσε νὰ κάνει κάτι πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή, καὶ ὁ Διονύσιος ἀπάντηση δὲν πῆρε.

koudbig2_edit

Κάποτε ξενα­γοῦσε µία παρέα ἀπὸ κυρίες τῆς ἀριστοκρατικῆς μερίδας, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ κυρία Ἑλένη Ζαρίφη (τῆς γνωστῆς οἰκογένειας τῶν εὐ­ερ­γε­τῶν τοῦ Πατριαρχείου), καὶ κατὰ τὴ συνήθεια κατέβηκαν στὸ «ἁγί­α­σμα» ποὺ βρίσκεται στὸ σημεῖο εὑρέσεως τῆς εἰκόνας τοῦ ἁγίου Γε­ωρ­γίου. Λυπήθηκαν γιὰ τὴν κατάντια τῶν κτισμάτων καὶ ἔνιωσαν τὴν πί­κρα τοῦ γέροντα. «Καὶ γιατί δὲν τὰ λέτε στὸν Πατριάρχη;» ρώτησε ἡ κυρία Ζα­ρί­φη. ῾Ο ἡγούμενος ἐξήγησε γιὰ τὶς ἄκαρπες προσπάθειές του. «Τότε νὰ τὰ ἐξηγήσετε ὅλα στὴν κυρία ἀπὸ δῶ· εἶναι ἡ σύζυγος τοῦ Μεγάλου Βεζύρη!» καὶ μὲ τὰ ἄπταιστα γαλλικά της ἐξήγησε στὴ φιλοξενουμένη της ὅσα τῆς ἔλεγε ὁ γέροντας. Δὲν πέρασαν πολλὲς ἡµέρες καὶ ἦλθε µήνυµα πὼς ὁ Μέγας Βεζύρης καλοῦσε τὸν ἡγούµενο στὸ Σαράι. Δὲν χάνει καιρὸ ὁ κὺρ Διονύσης. Παραγγέλνει ἕνα πανέρι ἀπὸ τὰ καλύτερα µπαρµπούνια, φορτώνεται καὶ δύο µπουκάλες παλιὸ κρασί, παίρνει καὶ ρακή, ἀπ' αὐτὰ ποὺ φτιάχνουν στὸ μοναστῆρι καὶ κατεβαίνει γιὰ τὸ Ντολµὰ-µπαχτσέ. «Τί εἶν' αὐτά;» τοῦ λέει ὁ Βεζύρης. «Πεσκέσια τoῦ ἁγίου, ἀφέντη µου», ἀ­παν­τᾶ ὁ ἡγούµενος. «Ὅπως ἐµεῖς ἔχουµε τὴν ἀνάγκη τῶν ἁγίων, ἔχουν κάπ­οτε κι ἐκεῖνοι τὴ δική μας!» Γέλασε ὁ Βεζύρης, τὸν χάιδεψε φιλικὰ στὸν ὦµο καὶ τοῦ εἶπε νὰ γυρίσει ἥσυχος στὸ βουνό του. Μετὰ ἀπὸ δύο ἡ­µέ­ρες ἔφτανε στὸ Πατριαρχεῖο ἡ ἔγκριση καὶ ὁριζόταν ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν οἰ­κοδόµηση τοῦ ναοῦ.

Ἔξυπνος ὁ Διονύσιος τοὺς ἔπεισε ἀντὶ τοῦ παλαιοῦ καθολικοῦ νὰ κτίσουν μεγάλη ἐκκλησία. «Ἐκκλησία καὶ ἡ μία, ἐκκλησία καὶ ἡ ἄλλη. Τί ἐδῶ, τί ἐκεῖ!» εἶπε στὴν ἐπιτροπή. Καὶ κτίζει νέο περικαλλῆ ναό, πολὺ μεγαλύτερο καὶ σὲ περίοπτον θέση, ὅµοιον μὲ τὸ καθολικὸ τῆς μονῆς τῆς µετανοίας του εἰς τὰ Καλάβρυτα. Τὸ ποσὸ ποὺ χρειάσθηκε γιὰ τὶς ἐργα­σί­ες καλύφθηκε ἀπὸ τὶς πεντακόσιες (500) χρυσὲς λίρες τοῦ ἡγουµένου καὶ τὶς ἑπτακόσιες (700) δανεικὲς τοῦ Ζαρίφη. Τὰ ὑπόλοιπα τὰ συγκέντρωσε ἀπὸ πλούσιους παραθεριστὲς τῆς Πριγκήπου. Σηµαντικὲς ἦταν καὶ οἱ εἰσ­φο­ρὲς ἀλλοδόξων καὶ ἀλλοθρήσκων· μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἕνας εὐλαβὴς Τοῦρκος, ποὺ πρόσφερε σηµαντικὸ ποσό, ἐπειδὴ ὕστερα ἀπὸ θαῦµα τοῦ ἁγίου Γεωργίου, εἶδε τὴ σοβαρὰ κλονισµένη ὑγεία του νὰ ἀποκοθίσταται.

 

koudbig6_edit

Τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς.


Ὁ ναὸς ἐκτίσθη τὸ 1906, ὅπως δηλώνει μαρµάρινη ἐπιγραφὴ πάνω ἀπὸ τὸ παραπόρτι τοῦ ἱεροῦ, τὰ ἐγκαίνια ὅµως ἔγιναν μὲ κάθε μεγαλοπρέπεια στὶς 10 Σεπτεµβρίου 1908. Ἕνα χρόνο ἀργότερα κτίσθηκε καὶ τὸ καµπα­να­ριὸ τῆς μονῆς, καὶ ἔτσι ὁλοκληρώνονται τὰ κτήριά της ὅπως εἶναι σήµερα. Μία μεγάλη πυρκαγιὰ ὅµως κατὰ τὸ θέρος τοῦ 1986 ἀποτέφρωσε τὸ τετραώροφο οἰκοδόµηµα τῶν κελλιῶν. Ὀκτὼ χρόνια ἀργότερα, τὸ 1994, καταστρέφεται ἀπὸ πυρκαγιὰ καὶ τὸ ἡγουµενεῖο. Τὸ 1997 μὲ φροντίδα τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολαµαίου ἐπισκευάζεται τὸ ἡγουµενεῖο καὶ ἐξωραΐζονται ὁ ναὸς καὶ τὰ παρεκκλήσια (Παναγίας Βλαχέρνας, ἁγίου Χαραλάµπους, ἁγίων Ἀποστόλων). Τὸ «ἁγίασμα» βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ παλιὸ καθολικό, ποὺ ἐπισκευάσθηκε, ἀλλὰ δὲν λειτουργεῖται. Ἐκεῖ ἔδεναν ψυχοπαθῆ ἢ πειραγµένα ἀπὸ δαίµονες ἄτοµα, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπ' αὐτοὺς θεραπεύονταν καὶ μετὰ σὲ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης παρέ­µε­ναν νὰ βοηθήσουν τὸ μοναστῆρι γιὰ κάποιο χρονικὸ διαστηµα. Ὁ Βυζάν­τιος Σκαρλάτος ἀναφέρει τὸ 1862 πὼς «εἰς τὸν ναὸν τoῦ µοναστηρίου τoύτoυ μεταφέρονται ἀνέκαθεν οἱ φρενοβλαβεῖς πρὸς θεραπείαν καὶ ἡ φράσις “εἶναι διὰ τὸν Κώδωνα” ἀναλογεῖ παρὰ τοῖς ἐνταῦθα χριστιανοῖς σήµερον πρὸς τὴν τῶν ἀρχαίων ἐκείνην “πλεύσαις εἰς Ἀντίκιρραν”».

Οἱ Τοῦρκοι δὲν πείραξαν ποτὲ τὸ µοναστῆρι πλὴν τῆς ἐπιδρομῆς τοῦ ἔτους 1821. Τοῦτο ὀφείλειται στὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἔβλεπαν ὡς ἄσυλο τῶν «ντι­βανέ», µιᾶς καὶ λόγῳ τῆς θρησκείας τους σέβοντον τοὺς ψυχοπαθεῖς καὶ τοὺς θεωροῦσαν κατὰ κάποιο τρόπο «θεοφορούµενους», καὶ ὁ λαὸς τοὺς ἀντίκριζε μὲ µεταφυσικὸ δέος, ἀφοῦ «μὲ θεία βούληση εἶχαν ἐντός τoυς εἰσχωρήσει δαιµόνια».

Τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου ἦταν καὶ εἶναι πάρα πολλὰ καὶ ὄχι μόνον πρὸς τοὺς Ρωµιοὺς ἀλλὰ πρὸς ὅλους ἀνεξαιρέτως ὅσους προσέρχονται μὲ πίστη καὶ φόβο πρὸς αὐτόν. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ μεγάλη προσέλευσις ἀλλοθρή­σκων σήµερα στὸ μοναστῆρι ἀπ' ὅλη τὴν Τουρκία. Ἡ μεγάλη σιδερένια πύλη τοῦ μοναστηρίου ἐδωρήθη ἀπὸ τὸν Ραοὺλ Ἐφέντη, ὅπως πληροφορεῖ ἡ χαραγµένη σὲ ὀθωµανικὴ καὶ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐπιγραφή της, ὡς εὐγνω­µοσύνη πρὸς τὸν ἅγιον γιὰ τὴ θεραπεία τῆς συζύγου του. Κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου δεκάδες χιλιάδες προσκυνητὲς καταφθάνουν ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλες πόλεις τῆς Τουρκίας, διὰ νὰ προσ­κυ­νήσουν καὶ νὰ ζητήσουν τὴ βοήθειά του στὰ προβλήµατά τους. Σχεδὸν ὅλοι αὐτοὶ οἱ προσκυνητὲς εἶναι ἀλλόθρησκοι. Πολλοὶ ἀπ' αὐτοὺς θὰ ἐπι­στρέ­ψουν ἀργότερα, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν ἅγιο Γεώργιο, διότι εἰσα­κού­σθηκε ἡ προσευχή τους καὶ ἐκπληρώθηκε ἡ ἐπιθυμία τους, φέροντες καὶ τὸ ἀπαραίτητο λάδι γιὰ τὸ καντῆλι του. Εἶναι συγκινητικὸ νὰ τοὺς ἀκοῦς νὰ ἐξιστοροῦν πῶς γιατρεύθηκε τὸ παιδὶ κάποιου ἢ πῶς ἄλλη ἐτεκνοποίησε μετὰ ἀπὸ ἐτῶν ἀκαρπία ἢ κάποιος ἄλλος ἀπέκτησε σπίτι κ.λπ..

 

koudbig4_edit

Τάματα μουσουλμάνων σὲ πεῦκο

ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστῆρι τοῦ ἁγίου Γεωργίου.


Ἕνα δεύτερο πανηγύρι, ποὺ συγκεντρώνει ἐπίσης µεγάλο ἀριθµὸ προσ­κυνητῶν, εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης καὶ ἁγίας Θέ­κλας τὴν 24η Σεπτεµβρίου.

 

                    ῾Η μονὴ στὶς ἡμέρες τῶν πανηγύρεων κατακλύζεται ἀπὸ πιστούς

 

Ὁ ἀνακαινιστὴς τῆς μονῆς ἀρχιµανδρίτης Διονύσιος Παϊκόπουλος κοιµήθηκε τὸ ἔτος 1936 (4 Νοεμβρίου) σὲ ἡλικία ἐνενῆντα ὀκτὼ χρόνων. Στερνή του παράκληση ἦταν νὰ τὸν ἐνταφιάσουν στὸ μοναστῆρι, πίσω ἀπὸ τὴν κόγχη τοῦ καθολικοῦ ποὺ ἔκτισε. Σήµερα ὁ ἐπισκέπτης τῆς μονῆς, στὴ σκιὰ τῶν πεύκων, ἀντικρίζει τὸν μαρµάρινο τάφο, ὅπου ἀναπαύεται ὁ ἐρημίτης γέροντας, καὶ µπορεῖ νὰ διαβάσει ἐπι­γραφὴ πάνω σ' αὐτόν· «Ἐνθάδε κεῖται ὁ ἐπὶ τεσσαράκοντα καὶ ἑνὸς ἔτους (sic) ἡγουµενεύσας ἐν τῇ ἱερᾷ μονῇ ταύτῃ ἱεροµόναχος Διονύσιος Παϊκό­που­λος, ἐκ Πε­λο­πον<ν>ήσου τῶν Καλαβρύτων τoῦ χωρίου Στρεγόβη, γεννηθεὶς τῷ 1838· ἀ­πε­βίωσε τῇ 4η Νοεµβρίου 1936». Οἱ νησιῶτες πίστεψαν πὼς εἶχε ἁγιά­σει. Στὰ σαράντα χρόνια τῆς ἡγουµενίας του εἶχε βοηθήσει μὲ κάθε τρόπο τοὺς Πριγκηπιανούς. «Πεινῶντας ἔτρεφε, γυµνοὺς ἐνέδυε, ῥιγοῦντας ἐ­θέρ­µαινεν, ἐνδεεῖς συνέτρεχε, κόρας ὀρφανὰς ὑπάνδρευε καὶ οἰκο­νο­µι­κῶς παραπαίοντας ἐστήριζεν» ἀκούσθηκε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐπι­κη­δείους λό­γους κατὰ τὴν ταφὴν τοῦ γέροντος. Μὲ τὸ θάνατο τοῦ Διονυ­σίου ἔκλεισε µία μακρὰ περίοδος δηµιουργίας καὶ δόξης γιὰ τὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Γεωρ­γί­ου «Κουδουνᾶ».


koudbig3_edit

῾Η πλάκα τοῦ τάφου τοῦ ἡγουμένου Διονυσίου


Τὰ χρόνια τὰ ὁποῖα ἀκολούθησαν τὴν κοίµηση τοῦ ἡγουμένου Διο­νυ­σί­ου εἶναι ἀρκετὰ δύσκολα. Τὸ ἔτος 1969 κλείνει ἡ περίοδος διακονίας τῶν Λαυρεωτῶν πα­τέ­ρων μὲ τὴν κοίµηση τοῦ ἱεροµονάχου Κλεονίκου. Τὴ δι­α­φύλαξη καὶ τὴ στοι­χειώδη συντήρηση τῆς µονῆς, ζῶντος τοῦ Κλεονίκου, ἀ­ναλαµβάνει ἡ οἰκογένεια τοῦ Σαλῆ καὶ τῆς Γιολσοὺν ἀπὸ τὸ ᾿Αρτβὶν τοῦ Πόντου. Μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσµο, μὲ ζωὴ περίπου «µονα­χική», ἡ οἰκογένεια αὐτὴ θὰ κρα­τήσει ἀνοιχτὸ τὸ µοναστῆρι γιὰ τὰ ἑπόµενα τριᾶντα χρόνια. Οἱ δυσκολίες τῆς μονῆς γίνονται μεγαλύτερες μὲ τὴν πυρκαγιὰ τοῦ 1986, ὅταν ἀποτε­φρώ­νεται ἡ παλιὰ ξύλινη πτέρυγά του μὲ τὸ τετραώροφο οἰκο­δό­µη­µα τῶν κελλιῶν καὶ τοὺς ξενῶνες, καὶ μὲ τὴν πυρκαγιὰ τοῦ 1995 μὲ τὴν κα­ταστροφὴ τοῦ ἡγουµενείου.

Σήµερα, χάρη στὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴ φροντίδα τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πα­τρι­άρχου κ. Βαρθολοµαίου, τὸ μοναστῆρι ἀνακαινίσθηκε ριζικὰ τὸ ἔτος 1997. Ἔτσι ἐπισκευάσθηκε τὸ ἡγουµενεῖο, ἐξωραΐσθηκαν ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ὅλα τὰ παρεκκλήσια, καθὼς καὶ ὁ περιβάλλων χῶρος. Αὐτὸ ὅ­μως ποὺ εἶναι πολὺ οὐσιαστικὸ γιὰ τὸ µοναστῆρι εἶναι ὅτι ὕστερα ἀπὸ τρι­ᾶν­τα χρόνια ἀπὸ τὴν κοίµηση (1969) τοῦ µοναχοῦ Κλεονίκου, τοῦ τε­λευ­ταί­ου τῶν Λαυρεωτῶν πατέρων, ἔρχονται μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Οἰ­κου­µε­νι­κοῦ Πατριαρχείου µοναχοὶ ἀπὸ τὸ ῞Αγιον Ὄρος νὰ διακονήσουν στὴν ἱ. μο­νὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ἡ µικρὴ συνοδεία τοῦ γέροντος Ἐφραὶµ Ξενο­φων­τη­νοῦ ἐγκαταστάθηκε πρὶν ἀπὸ δέκα χρόνια καὶ μὲ τὴ φροντίδα της ἄλλα­ξε ἡ εἰκόνα τοῦ µοναστηριοῦ. Ἡ παρουσία µοναχῶν ἔδωσε πνοὴ στὸ μο­ναστῆρι. Ἐπέστρεψε μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἡ λειτουργικὴ ζωή, ὁ πραγ­µα­τικὸς σκοπὸς κάθε μοναστηριοῦ. Ἡ καµπάνα ἄρχισε νὰ χτυπάει πάλι. Οἱ ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ οἱ προσευχὲς τῶν λίγων πατέρων «ὑπὲρ τοῦ σύµ­παν­τος κόσµου» ἀποτελοῦν πρωταρχικὸ µέληµα στὴ µοναστικὴ ζωή των. Ὅλα αὐτὰ μάλιστα, χωρὶς νὰ παραµελεῖται ἡ ἐξυπηρέτηση τῶν πολλῶν προσκυ­νητῶν, Ἑλλήνων καὶ Τούρκων, ποὺ φθάνουν καθηµερινὰ στὴν κορυφὴ τοῦ βου­­νοῦ γιὰ νὰ ἀνάψουν ἕνα κερὶ στὴ χάρη τοῦ ῾Αι-Γιώργη.

 

 

Βιβλιογραφία. 1. Ἀκύλα Μήλλα, «Ἀναδροµὴ στὰ Πριγκηπόννησα», ἐκδ. «Μίλητος». 2. «῾Ιερὰ μονὴ ἁγίου Γεωργίου Κουδουνᾶ», ἔκδοσις ἱ. μ. ἁγ. Γεωργίου Κουδουνᾶ, Πρίγκηπος 2004.

Φωτoγραφίες· 1. Χρήστου Δρούγκα. 2. Ἀπὸ τὸ ἀνωτέρω βιβλίο τῆς μονῆς.

 

 

 

Περιοδικὸ «Ἔπαθλο», τεῦχος 50 (2006), ῾Αγία Τριάδα Ναυπλίου. ἀναδημοσίευσι 20 σεπτεμβρίου 2011.