ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς Χριστιανικὴ φιλολογία ῾Η Χριστιανικὴ ᾿Εκκλησία εἶναι ἐπιστήμη καὶ πολιτισμός [2020]

 

῾Η Χριστιανικὴ ᾿Εκκλησία

εἶναι ἐπιστήμη καὶ πολιτισμός

 

 

Διονυσίου Ἀνατολικιώτου

δρος φιλοσοφικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν,

πτυχιούχου κοινωνικῆς θεολογίας

symbole@mail.com

 

῞Ολοι οἱ χριστιανοὶ γνωρίζουμε καὶ διακηρύσσουμε ὅτι ἡ μία καὶ μοναδικὴ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ ὀρθόδοξη, εἶναι ἕνας θεοΐδρυτος ὀργανισμὸς μὲ κεφαλὴ τὸν Κύριο ᾿Ιησοῦ Χριστὸ καὶ μέλη τοὺς βαπτισμένους πιστούς του. Δὲν μποροῦμε ὅμως ὅλοι νὰ ἀντιληφθοῦμε ἀμέσως τὴν πραγματικὴ φύσι τῆς ἐκ­κλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ἕνας πολυεπίπεδος καὶ πολυδιάστατος χῶρος, μὲ τεράστια δυναμική, ποὺ ξεπερνάει κατὰ πολὺ τὰ στενὰ (στενότατα, θὰ ἔλεγα) ὅρια τῆς ἁπλῆς λαϊκῆς θρησκείας, στὰ ὁποῖα τὴν περιορίζουν πολλοὶ σύγχρονοί μας ποὺ μᾶλλον ἀγνοοῦν ἱστορία, παράδοσι καὶ πολιτισμό.

Στὴν πραγματικότητα χρειαζόμαστε πολλὲς ἔννοιες καὶ πολλὰ ὀνόματα, γιὰ νὰ ἐκφράσουμε τί εἶναι ἡ ἐκκλησία. Ἔτσι λέμε ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ κράτος ὄχι ἐγκόσμιο ἀλλὰ πνευματικό. Καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ λέξι ἐκκλησία ἔχει πολιτικὴ χροιά, διότι σημαίνει τὴν γενικὴ συνέλευσι τοῦ λαοῦ τῶν χριστιανῶν. ᾿Επιπλέον ἡ ἐκκλησία εἶναι στρατιωτικὴ ἐπιχείρησι, ἡ ὁποία χωρί­ζεται σὲ δύο μεγάλα τμήματα ἢ στρατόπεδα, στὴν ἐπὶ γῆς στρατευομένην ἐκκλησί­αν καὶ στὴν ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσαν. Εἶναι ἐπίσης ὁδός, δρόμος, τρόπος ζωῆς καὶ δράσεως, ἐλπίδα, πίστις, οἰκογένεια, ἀλλὰ καὶ διαθήκη, δηλαδὴ συμβόλαιο μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Εἶναι ἀκόμη ἡ ἐκκλησία σχολὴ καὶ ἐπιστήμη, καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ συνήθως τὸ ξεχνοῦμε.

῾Η ἐκκλησία εἶναι σχολή, διότι ὁ ἱδρυτής της ὀνομάζεται διδάσκαλος καὶ εἶχε μαθητάς, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν σειρά τους ἔγιναν διδάσκαλοι τῶν ἑπομένων πιστῶν· ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζεται κιόλας διδάσκαλος τῶν ἐθνῶν (1Τι 2:7)· ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ὀνομάζονται μαθηταί (Πρξ 11:26).

῾Η ἐκκλησία ὡς ἐπιστήμη ἔχει εὐρύτερο πεδίο ἀπὸ τὴν σήμερα γνωστὴ «ἀ­καδημαϊκὴ θεολογία», ἡ ὁποία μᾶλλον περιορίζεται σὲ κάπως αὐστηρὰ ἀκαδημαϊ­κὰ πλαίσια λόγῳ σχολαστικῶν καταβολῶν. Εἶναι γνωστὸ πάντως ὅτι ἀνέκαθεν ἡ ἐκκλησία εἶχε στενὴ σχέσι μὲ τὸ κυριώτερο καὶ σημαντικώτερο μέσο ἀναπτύ­ξεως καὶ μεταδόσεως τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς γνώσεως, δηλαδὴ μὲ τὰ γράμμα­τα. ᾿Ασφαλῶς δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι σήμερα τὰ πιὸ προωδευμένα καὶ ἐγγράμματα ἔθνη τοῦ κόσμου εἶναι πρωτίστως τὰ λεγόμενα χριστιανικὰ ἔθνη.

῾Ως χῶρος ἀναπτύξεως τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς προόδου ἡ ἐκκλησία, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν θεολογία καὶ τὴν ποιμαντική (ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὰ προσόμοια τῶν αἴνων τῆς Κυριακῆς τῶν πατέρων· «῞Ολην συγκροτήσαντες τὴν τῆς ψυχῆς ἐπιστήμην» καὶ «῞Ολην συλλεξάμενοι ποιμαντικὴν ἐπιστήμην»), καλλιέργησε καὶ πολλοὺς ἄλλους ἐπιστημονικοὺς τομεῖς ὅπως τὴν φιλολογία πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα (ἡ σημερινὴ φιλολογία εἶναι κατ᾿ οὐσίαν ἀπότοκος τῶν χριστιανικῶν γραμμάτων), τὴν ἱστορία, τὴν νομική, τὴν μουσική, καὶ τὰ λοιπά.

Καὶ ναὶ μὲν μπορεῖ αὐτὲς οἱ ἐπιστῆμες νὰ προϋπῆρχαν χάρις στὴν ἀπροκατάληπτη σκέψι καὶ τὸ μεθοδικὸ πνεῦμα τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων κυρίως ἀλλὰ καὶ ἄλλων λαῶν, ἀλλὰ ὁ ἐκ τῶν ὑστέρων καὶ μέχρις ἑνὸς βαθμοῦ «ἐκχριστιανισμός» τους (ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ ἐκχριστιανισμὸς τοῦ δικαίου μὲ τὴν κατάργησι τῆς δουλείας καὶ τὴν καθιέρωσι τῆς ἰσότητος ὅλων τῶν ἀνθρώπων) τὶς τελειοποίησε, τὶς ὡλοκλήρωσε, τοὺς ἔδωσε περαιτέρω ὤθησι, καὶ στάθηκε τὸ ἔναυσμα γιὰ τὴν ἀνάπτυξι νέων κλάδων, νέων ἐπιστημονικῶν πεδίων καὶ νέων γνωστικῶν ἀντικειμένων.

Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν νεώτερη ἐξέλιξι τῶν βιολογικῶν καὶ ἰατρικῶν ἐπι­στημῶν. ῞Οσο κι ἂν τυχὸν δυσαρεστεῖ κάποιους, δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ὁ «πατέρας» τῆς γενετικῆς ἦταν ὁ ταπεινὸς χριστιανὸς μοναχὸς Γρηγόριος Μέντελ, καὶ πατέρας τῆς μικροβιολογίας καὶ τῆς ἀνοσολογίας ὑπῆρξε ὁ ταπεινὸς χριστια­νὸς ἐπιστήμων (χημικὸς) Λουδοβίκος Παστέρ. ᾿Αλλὰ καὶ ἡ γυναικολογία, ἡ νεο­γνολογία, ἡ βρεφοκομία, ἡ παιδιατρική, ἡ νοσηλευτική, ἡ λοιμωξιολογία, ἡ προλη­πτικὴ ἰατρική, ἡ ὑγειονομία καὶ πολλοὶ ἄλλοι παρόμοιοι κλάδοι ὀφείλουν πολλὰ στὴν χριστιανικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν μοναδικὴ ἀξία κάθε ἀνθρώπινου προσώ­που καὶ ζωῆς.

᾿Επίσης οἱ πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς ἐπιστῆμες χρωστοῦν στὴν ἐκκλησία πολλὰ σημερινὰ στοιχεῖα τους, ὅπως τὴν κρατικὴ πρόνοια ὑπὲρ τῶν ἀδυνάμων καὶ εὐπαθῶν πολιτῶν, τὴν δημόσια ὑγεία, τὴν δημόσια καὶ δωρεὰν ἐκπαίδευσι, τὴν ὑποχρεωτικὴ τακτικὴ ἑβδομαδιαία ἀργία, τὶς ἐτήσιες ὀλιγοήμερες ἀργίες-διακοπὲς ἀπὸ τὴν ἐργασία, τὰ ἑορταστικὰ ἐπιδόματα-δῶρα στοὺς ἐργαζομένους, τὴν κοινω­νικὴ δικαιοσύνη, τὸν σεβασμὸ τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων. ῞Ολα αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα ἦσαν ἔννοιες ἀνύπαρκτες στὸν προχριστιανικὸ κόσμο. Καὶ δὲν δημιουργή­θηκαν ἀπὸ κοινωνικὲς ἐπαναστάσεις καὶ πολιτικοὺς φορεῖς, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς ὑγιεῖς βάσεις τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καὶ τῆς χριστιανικῆς ἐκκλησίας, ποὺ χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώκῃ μεταμόρφωσε τὴν πολιτικὴ ἀπὸ ἁπλὸ θεσμὸ σὲ ὁλόκληρη ἐπιστήμη. Πάντως γιὰ τὴν σύγχρονη πολιτικὴ σκηνὴ τοῦ τόπου μας φαίνεται ὅτι συχνὰ δυσ­τυχῶς προτιμοῦμε ὄχι τοὺς ἐπιστήμονες πολιτικοὺς ἀλλὰ τοὺς ἐπιλήσμονες καὶ ἀνεπιστήμονες.

Στὸν χῶρο τῶν γραμμάτων ἡ ἐκκλησία ἀνέπτυξε μία τεράστια καὶ ἀξιόλογη γραμματεία, ποὺ καλύπτει ὅλα τὰ εἴδη τοῦ γραπτοῦ λόγου· κείμενα ἐπιστημονικά (ἑρμηνευτικά, ἱστορικὰ καὶ φιλολογικῆς κριτικῆς), ἐπιστολές, κείμενα διδαχῆς, ἐκ­κλησιαστικὲς νομοθεσίες, κείμενα «γραφείου» (πρακτικά, κατάλογοι, καταγρα­φές, κ.λπ.), κείμενα λογοτεχνικά (ποιητικά, βιογραφικά, ὑμνογραφικά), κείμενα πεζὰ λατρευτικά (εὐχές, ἀκολουθίες, διατάξεις), καὶ λοιπά. ῞Ολα αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν λεγόμενη χριστιανικὴ γραμματεία ἢ χριστιανικὴ φιλολογία.

Εἶναι εὐνόητο ὅτι μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια ἡ ἐκκλησία ἀνέπτυξε καὶ νέες ἔν­νοιες, παρήγαγε νέες λέξεις, ἔπλασε νέους ὅρους καὶ δημιούργησε εἰδικὴ ὁρο­λογία, τὴν ἐκκλησιαστική, προκειμένου νὰ θεραπεύσῃ τὶς πολλαπλὲς ἀνάγκες της. ῾Η καλλιέργεια τῶν γραμμάτων, ἡ ἀνάπτυξι τῶν γλωσσῶν ποὺ μιλοῦσαν οἱ ἀρχαῖ­οι χριστιανοί, καὶ ἡ παραγωγὴ νέων λέξεων ὡδήγησαν ἀναπόφευκτα καὶ στὴν ἐμ­φάνισι νέων γραμματικῶν φαινομένων καὶ ἑνοτήτων, ὅπως τυπολογικῶν συντα­κτικῶν καὶ ὀρθογραφικῶν. Δὲν θὰ ἦταν καθόλου ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι σὲ κάποια σημεῖα ἡ ἐκκλησία ἔχει δική της γραμματική καὶ δικό της λεξιλόγιο μὲ ἰδιαίτερη ὀρθογραφία καὶ ξεχωριστὴ ἐτυμολογία.

᾿Εκεῖ ποὺ ἡ ἐκκλησία ὄχι ἁπλῶς δημιούργησε νέες λέξεις καὶ ἔννοιες, ἀλλὰ στὴν κυριολεξία ἔφτιαξε μία δική της καινούργια γλῶσσα μὲ πλήρη γραμματικὴ θεωρία καὶ ὡλοκληρωμένο σύστημα κανόνων καὶ ὀρθογραφίας εἶναι ἡ ἐπιστήμη τῆς μουσικῆς ἢ «ψαλτικῆς τέχνης». Καὶ ὅπως μιλᾶμε γιὰ χριστιανικὰ γράμματα καὶ ἐκκλησιαστικὴ φιλολογία, ἔτσι ἀκριβῶς κάνουμε λόγο γιὰ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ καὶ γιὰ χριστιανικὴ μουσικὴ φιλολογία. Στὴν ἐκκλησία τὰ μουσικὰ γράμ­ματα λέγονται μουσικοὶ χαρακτῆρεςσημαδόφωνα (ἀντιστοίχως στὴν εὐρωπαϊκὴ μουσικὴ λέγονται νότεςφθογγόσημα) καὶ ἡ μουσικὴ γραφὴ λέγεται σημειογρα­φίαπαρασημαντική.

῞Ολα τὰ παραπάνω δείχνουν ἐπαρκῶς ὅτι ἡ ἐκκλησία ὄχι ἁπλῶς καλλιέργησε τὰ γράμματα, ἀλλὰ ὅτι εἶναι καὶ ἡ ἴδια μία ὁλόκληρη ἐπιστήμη μὲ πολλοὺς ἐπὶ μέρους ἐπιστημονικοὺς τομεῖς, ἐνῷ συνέβαλε ἀποφασιστικὰ καὶ στὴν ἀνάπτυ­ξι νέων κλάδων πολλῶν ἄλλων ἐπιστημῶν, δημιουργῶντας ταυτοχρόνως ἕναν λαμπρὸ καὶ ἀξιόλογο πολιτισμό.

 

 

 

«᾿Εκκλησιολόγος», φ. 663, Πάτραι 16/5/2020