Πατριάρχης ᾿Αλεξανδρείας γιὰ Πάπα ῾Ρώμης·
«Εἶναι διάδοχος τῆς ἀποστασίας»
Εἰσαγωγικά
῾O πατριάρχης ᾿Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγᾶς, γεννήθηκε στὸν Χάνδακα (σημερινὸ ῾Ηράκλειο) τῆς Κρήτης τὸ 1549 ἢ 1551 καὶ ἀναδείχθηκε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀξιολογώτερους ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες τῆς ἐποχῆς καὶ ἡγετικὴ φυσιογνωμία τῆς τότε ᾿Ορθοδοξίας χάρι στὴν σταθερὴ πίστι του καὶ στὴν εὐρύτατη γραμματομάθεια καὶ λατινομάθειά του. Τὸ 1590 ἔγινε Πατριάρχης ᾿Αλεξανδρείας, καὶ ἀργότερα ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς νὰ γίνῃ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως· μόνον τὴν τρίτη φορὰ δέχτηκε νὰ ἀναλάβῃ προσωρινὸς «ἐπιτηρητὴς» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιὰ δύο χρόνια, γιατὶ δὲν γινόταν ἀλλιῶς. ᾿Επιδόθηκε σὲ ἐπιτυχημένη καὶ συστηματικὴ ἀντιμετώπισι τῆς λατινικῆς προπαγάνδας, ἡ ὁποία ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν ἐπιθετικώτατη κατὰ τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας. ῾Ο Μελέτιος Πηγᾶς ἔστειλε δύο φορὲς (1595 καὶ 1599) στὴν Πολωνία ὡς πατριαρχικὸ ἔξαρχο τὸν ἀνιψιό του Κύριλλο Λούκαρι, γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι τῆς οὐνίας, ἡ ὁποία τότε εἶχε πρωτοεμφανιστῆ ὠργανωμένη. Τὸ 1601 ὁ Μελέτιος ἐκοιμήθη σὲ ἡλικία μόλις 52 ἐτῶν, καὶ τὸν διαδέχτηκε στὸν θρόνο ᾿Αλεξανδρείας ὁ Κύριλλος Λούκαρις. ῾Ο Μελέτιος Πηγᾶς χαρακτηρίζεται ὡς σοφὸς καὶ ἐργατικώτατος, πολὺ ἀγαπητὸς σὲ ὅλους τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες τῆς ἐποχῆς του, γνωστὸς καὶ πολὺ μισητὸς στοὺς Λατίνους, σεβαστὸς δὲ καὶ ἄκρως ὑπολογίσιμος στοὺς προτεστάντες (᾿Αγαθαγγέλου Νινολάκη, «Μελέτιος ὁ Πηγᾶς», ἐν Χανίοις 1903· Κωνσταντίνου Σιαμάκη, Εἰσαγωγὴ στὸν «Τόμο Χαρᾶς» τοῦ Δοσιθέου ᾿Ιεροσολύμων, Θεσ/κη 1985, σ. 125-127· Λίτσα Εὐθύμιου, «Τὸ ὁμιλητικὸ ἔργο τοῦ Μελετίου Πηγᾶ», διδακτορικὴ διατριβή, Θεσσαλονίκη 1991). ῾Η μνήμη του ἀνεγράφη στὸ ἁγιολόγιο τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τιμᾶται στὶς 13 ᾿Οκτωβρίου.
῾Ο Πηγᾶς ὑπῆρξε ἀπαράμιλλος ἱεροκήρυκας καὶ ἄφησε σπουδαῖο συγγραφικὸ ἔργο καὶ ἐκτενέστατη ἀλληλογραφία, ἀντιλατινικοῦ κυρίως χαρακτῆρος. Μερικὰ ἀπὸ τὰ συγγράμματά του εἶναι τὰ ἑξῆς· «Περὶ τῶν ἀχράντων μυστηρίων», «Κατὰ τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα», «Κατήχησις», «Στρωματεὺς Α΄», «Στρωματεὺς Β΄», «Κατὰ Λουθήρου καὶ Καλβίνου λόγος», καὶ ἄλλα. Ἂν καὶ τὰ περισσότερα ἔργα του εἶναι γραμμένα στὴν ἀρχαία ἑλληνική, ἐντούτοις ὁ Μελέτιος εἶναι ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ εἰσήγαγε τὴν δημοτικὴ στὴν ᾿Εκκλησία καὶ ἰδίως στὸ προφορικὸ κήρυγμα. ῞Ενα ἀπὸ τὰ ἀντιλατινικὰ συγγράμματά του εἶναι τὸ «Περὶ τῶν πρωτείων τοῦ Πάπα», γραμμένο τὸ 1583 στὴν δημώδη γλῶσσα τῆς ἐποχῆς του μὲ ἐξαιρετικὴ δύναμι, χάρι καὶ ῥητορικὴ ἐπιδεξιότητα. Τὸ ἔργο αὐτὸ βρῆκε σὲ χειρόγραφο τοῦ ἔτους 1684 καὶ ἐξέδωσε στὰ Χανιὰ τὸ 1908 ὁ τότε ἀρχιμανδρίτης καὶ καθηγητὴς τοῦ γυμνασίου Χανίων ᾿Αγαθάγγελος Νινολάκης, ὁ ὁποῖος λίγο ἀργότερα (1912-1935) διετέλεσε ἐπίσκοπος Κυδωνίας καὶ ᾿Αποκορώνου στὴν Κρήτη.
Τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Μελετίου διαιρεῖται σὲ 5 κεφάλαια, στὰ ὁποῖα ὁ συγγραφεὺς ἀναπτύσσει τὶς θέσεις του ἐναντίον τῆς παπικῆς ἐξουσίας. Μὲ ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματα καὶ βιβλικὴ θεμελίωσι ἀποκρούει τὴν θέσι ὅτι ὁ πάπας ῾Ρώμης εἶναι ἡ ἐπίγεια κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας καὶ ἀνώτερος τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων. ῾Ερμηνεύει ὀρθῶς πολλὰ χωρία ποὺ διαστρεβλώνει ἡ παπικὴ προπαγάνδα, ἀναπτύσσει τὴν σκέψι του μὲ λογικὴ συνέπεια, μετριοπάθεια καὶ σαφήνεια, ἀλλὰ ὅταν τὸ κρίνῃ χρήσιμο, χρησιμοποιεῖ ἰδιαζόντως σκληρὴ γλῶσσα. Βασική του θέσι εἶναι ὅτι, ἀκόμη καὶ ἂν ὑποθέσουμε πὼς ὁ πάπας ῾Ρώμης εἶναι διάδοχος τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, καὶ πάλι δὲν προκύπτουν τὰ συμπεράσματα ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ ἐξαγάγῃ «ἡ παπικὴ συμμορία» (κατὰ τὴν ἔκφρασι τοῦ ἴδιου τοῦ Πηγᾶ)· ἐπισημαίνει δὲ ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ ἀρχικὴ ὑπόθεσι ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Μὲ συντομία στηλιτεύει ἐπίσης καὶ ἀναιρεῖ τὴν δοξασία τοῦ Φιλιόκβε, τὴν κοσμικὴ ἐξουσία τοῦ Βατικανοῦ, τὴν παπικὴ ῾Ιερὰ ἐξέτασι, καὶ ἄλλες πλάνες. Δὲν διστάζει νὰ χαρακτηρίσῃ τὸν πάπα ῾Ρώμης διάδοχο τῆς ἀποστασίας, τῆς ἀρνήσεως, καὶ τῶν αἱμάτων· τὸν ἀποκαλεῖ ἐπίσης σατανᾶ, κλέφτη καὶ λῃστὴ τοῦ ποιμνίου, καταφρονητὴ τῶν ἀποστόλων, κληρονόμο τοῦ ἀναθέματος, ἐνῷ σὲ ἄλλα συγγράμματά του τὸν λέει ψευδοπροφήτη καὶ ψευδόχριστο καὶ σχεδὸν ἀντίχριστο.
Στὴν συνέχεια παραθέτω μερικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἐν λόγῳ ἔργο τοῦ Μελετίου Πηγᾶ. ᾿Επειδὴ ἡ δημοτικὴ ἐκείνης τῆς ἐποχῆς δὲν εἶναι πάντοτε κατανοητὴ σήμερα, πρὸς διευκόλυνσιν τοῦ ἀναγνώστου ἀνέλαβα τὸ ἄχαρo ἔργο τῆς γλωσσικῆς διασκευῆς στὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα, κυρίως ἐξομαλύνοντας κάποιους ἀρχαϊσμούς, ἰδιωματικὲς φράσεις καὶ λατινογενεῖς λέξεις (π.χ. ὑποτάσσετον = ὑποτασσόταν, πούπετας = πουθενά, λάντζες = λόγχες). Σὲ πολλὰ σημεῖα διετήρησα τὸ γλωσσικὸ ὕφος τοῦ κειμένου, διότι μοιάζει ἀρκετὰ μὲ τὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα ποὺ ἄκουγα πρὶν ἀπὸ 40 σχεδὸν χρόνια, ὅταν ἤμουν δεκαετὲς παιδίον, ἀπὸ γέροντες καὶ γερόντισσες κατοίκους τῶν Πατρῶν, ποὺ βρίσκονταν τότε στὴν ἡλικία τῶν 80 καὶ 90 ἐτῶν.
Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης
δρ φιλοσοφικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν,
πτυχιοῦχος κοινωνικῆς θεολογίας
symbole@mail.com
Μελετίου Πηγᾶ
«Περὶ τῶν πρωτείων τοῦ Πάπα»
(᾿Αποσπάσματα)
[Κεφ. Α΄, σελ. 112] ...Καὶ ὅταν ἐκατέβη τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον δὲν τοὺς ἐφώτισε ὅλους τὸ ἴδιο; δὲν ἐκάθισε σὲ ὅλους ἐξίσου; «᾿Εκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν» (Πρξ 2:3). Δὲν ἐχειροτονήθησαν ἀπὸ τὸ ῞Αγιον Πνεῦμα τότε, ὅπως μαρτυροῦν ὅλοι οἱ διδάσκαλοι τῆς ᾿Εκκλησίας, καὶ ἔγιναν ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης; Ποῦ φαίνεται λοιπόν, ὦ ῾Ρωμαῖε, νὰ ἐχειροτόνησε κανέναν ὁ Πέτρος; ποῦ εὑρίσκεις νὰ ἐνομοθέτησε ποτὲ μοναχός του; ποῦ φαίνεται πὼς ἔστειλε ποτὲ κάποιον πουθενά; Δὲν ἐστέλνετο ἀπὸ ἐκείνους; [τοὺς ἄλλους ἀποστόλους]. Δὲν ἔφταιγε καὶ διορθωνόταν, ὅπως ἐκεῖ ποὺ τὸν διόρθωσε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους ὁ Παῦλος; (Γαλ 2: 11-14). Βλέπεις ὅτι δὲν ξέρεις τί λές, ἀλλὰ ὅπως ἀμαθῶς κάνεις καὶ στὴν ῾Αγία Τριάδα, ἔτσι θέλεις νὰ φτιάχνῃς δύο κεφαλὲς στὴν ᾿Εκκλησία καὶ δύο Χριστοὺς καὶ δύο διδασκάλους καὶ καθηγητάς; ᾿Αλλὰ δὲν μπορεῖς ποτὲ νὰ τὸ στερεώσῃς αὐτὸ τὸ ψέμα, ὅπως οὔτε ἐκεῖνο στὴν ῾Αγία Τριάδα, γιατὶ ἔχουμε τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει· «Τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται» (᾿Ιω 15:26). Καὶ ἐδῶ πάλι λέει· «Εἷς ἐστὶν ὁ καθηγητὴς ὑμῶν, ὁ Χριστός» (Μθ 23:11). Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν οὔτε διδάσκαλος οὔτε καθηγητὴς οὔτε πατέρας ἄλλος παρὰ μόνον ὁ Χριστὸς καὶ κανένας ἄλλος.
[Κεφ. Β΄, σελ. 114-115] ...Λοιπὸν δὲν ὑπάρχει ἄλλη κεφαλὴ παρὰ μόνον ὁ Χριστός, καθὼς μᾶς τὸ παρέδωκε ὁ ἅγιος Παῦλος (᾿Εφ 4:15, 5:23· Κλσ 1:18). [...] ᾿Εμεῖς τοὺς τὸ φωνάζουμε ἔτσι ὅπως τὸ μαρτυρᾷ ὁ θεσπέσιος Παῦλος, διότι δὲν θέλουμε τὸ ἀνάθεμα. Διότι εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος· «῞Οποιος ἔλθῃ νὰ σᾶς πῇ κάτι ἔξω ἀπὸ αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω, ὄχι ἄνθρωπος ἢ ἀπόστολος, ἀμὴ ἂν εἶναι καὶ ἄγγελος, ἂς ἔχῃ τὸ ἀνάθεμα» (Γαλ 1:8)· τὸ ὁποῖο θὰ τὸ κληρονομήσῃ ἐκεῖνος ποὺ παραβαίνει τὶς ἐντολές του. [...]
[Σελ. 116-117] ...Καὶ λὲς νὰ ἔχῃ περισσότερη χάρι τὸ αἷμα τοῦ Πέτρου ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ; [...] Ποῦ λές ἐσύ, ῾Ρωμαῖε, νὰ κάμουμε πρώτη ᾿Εκκλησία; ἐκεῖ ὅπου ἔβαψε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ [δηλ. στὰ ᾿Ιεροσόλυμα] ἢ ἐκεῖ ὅπου ἔβαψε τὸ αἷμα τοῦ Πέτρου; [...] ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ τάφος τοῦ Χριστοῦ ἢ ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ τάφος τοῦ Πέτρου; Ποιός εἶναι πρῶτος; ὁ ᾿Ιάκωβος, ποὺ εἶναι πρῶτος ἀρχιερεὺς χειροτονημένος στὴν ᾿Ιερουσαλήμ, ἢ ὁ Πέτρος, ποὺ τοῦ δίνετε ἐσεῖς θρόνον στὴν ῾Ρώμην; [Σχόλιο· ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ συγγραφεὺς ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος ποτὲ δὲν ὑπῆρξε ἐπίσκοπος ῾Ρώμης, ἀλλὰ πρόκειται γιὰ παπικὸ μῦθο]. [...] ῾Ο ᾿Ιάκωβος νὰ εἶναι πρῶτος, ποὺ ἦταν κριτὴς τῶν ἀποστόλων («᾿Εγὼ κρίνω νὰ μὴν πειράζετε ἐκείνους ποὺ πιστεύουν ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη» Πρξ 15:19), ἢ ὁ Πέτρος, ποὺ τὸν ἐλέγχει ὁ Παῦλος γιὰ ὑποκριτή; «Εἰδὼς –λέγει– ὅτι οὐκ ὀρθοποδεῖ εἰς τὴν ἀλήθειαν κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην» (Γαλ. 2: 11, 14). [...]
[Κεφ. Ε΄, σελ. 126-127] Λέγεις, ὦ ῾Ρωμαῖε, πὼς ὅποιος ἀρχιερεὺς δὲν χειροτονηθῇ ἀπὸ τὸν πάπα [῾Ρώμης] δὲν εἶναι ἀρχιερεύς, γιατὶ ὁ πάπας εἶναι διάδοχος τοῦ Πέτρου καὶ ἐπίτροπος τοῦ Χριστοῦ ὅπως καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος. Καὶ πές μου, ῾Ρωμαῖε, ποῦ φαίνεται ὁ Πέτρος νὰ ἐχειροτόνησε κανέναν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους; καὶ θέλεις καὶ ὁ διάδοχός του νὰ χειροτονᾷ τοὺς <διαδόχους> ἐκείνων; Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι μόνον ὁ Πέτρος ἦταν βικάριος [= τοποτηρητής, ἀντιπρόσωπος] τοῦ Χριστοῦ, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν συνέβη· καὶ ἀκόμη ἂς ἐπιτρέψουμε τοῦ πάπα νὰ εἶναι διάδοχός του [τοῦ Πέτρου], ποὺ καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀληθινό. ῞Ομως μὲ τοῦτα ὅλα θέλω νὰ μοῦ δείξῃς, ποῦ ἐχειροτόνησε ποτὲ κανέναν ἀπόστολο ἀπὸ τοὺς δώδεκα, καὶ θέλεις νὰ δώσῃς <τέτοια ἐξουσία> καὶ τοῦ πάπα; [...] Δὲν σὲ φτάνει νὰ τοῦ δώσῃς [τοῦ Πάπα] ὅσα εἶχε ὁ Πέτρος, ἀμὴ θέλεις ἀκόμη νὰ τοῦ δώσῃς πράγματα, τὰ ὁποῖα μήτε αὐτὸς εἶχε; [...] ῾Ο Πέτρος δὲν εἶχε καμμία ἐξωτερικὴ ἐξουσία παρὰ μόνο πνευματική, καὶ τοῦ πάπα τοῦ ἐπιτρέπεις νὰ ἔχῃ [ἐξουσία] καὶ κοσμικὴ καὶ πνευματική; ῾Ο Πέτρος οὔτε ἕνα κομμάτι χάλκωμα δὲν εἶχε στὸ ζωνάρι του («Μὴ κτήσησθε χαλκὸν εἰς τὰς ζώνας ὑμῶν μήτε πήραν μήτε ῥάβδον», Μθ 10:9), καὶ τοῦ πάπα τοῦ δίδεις σπαθιὰ καὶ λόγχες; ῾Ο Πέτρος ἐκεῖνον ποὺ ἔβλαπτε τὴν ᾿Εκκλησία τὸν ταπείνωνε μόνον μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία (ὅπως κάποτε τὸν Σίμωνα τὸν μάγο), καὶ σὺ δίδεις τοῦ πάπα [ἐξουσία] νὰ τιμωρῇ ὄχι ἐκείνους ποὺ βλάπτουν τὴν ᾿Εκκλησία, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ τῆς μεγάλης κρατοῦν τὰ δόγματά της, [καὶ νὰ τοὺς θανατώνῃ] μὲ κρεμάλες καὶ ἄλλες τιμωρίες; [Σχόλιο· ἐννοεῖ ἐδῶ τὴν διαβόητη ῾Ιερὰ ᾿Εξέτασι]. [...] ῾Ο Πέτρος ὑποτασσόταν σὲ ὅσα ἀποφάσιζε ἡ σύνοδος τῶν ἀποστόλων, καὶ σὺ τοῦ πάπα <δίδεις ἐξουσία> νὰ εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν σύνοδο; [...] Λοιπὸν καθὼς φαίνεται, [ὁ πάπας ῾Ρώμης] δὲν εἶναι διάδοχος τῆς μαθητείας τοῦ Πέτρου, ἀλλὰ τῆς ἀποστασίας· δὲν εἶναι τῆς μετανοίας, ἀλλὰ τῆς ἀρνήσεως· δὲν εἶναι διάδοχος τῆς ἑβδομηκοντάκις ἑπτὰ συγχωρήσεως τῶν σφαλμάτων, ἀμὴ τῶν αἱμάτων, νὰ κόβῃ τὰ αὐτιὰ τῶν ἀνθρώπων (Μθ 26:51-52, Μρ 14:47, Ἰω 18:10). ᾿Αλλὰ θὰ ἀκούσῃς καὶ σὺ ὁ ἴδιος [ὁ πάπας] τὸν λόγο <ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς> τοῦ Πέτρου· «Βάλε τὸ μαχαῖρί σου στὴν θήκη», διότι ὅποιος μεταχειρίζεται μαχαῖρι ἀπὸ αὐτὸ πεθαίνει»· [θὰ ἀκούσης ἐπίσης] καὶ τὸ «῞Υπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· σκάνδαλόν μου εἶ, ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων» (Μθ 16:23, Μρ 8:33). [...]
[Σελ. 132] ...Καὶ ἐσὺ πάλι πρόκειται νὰ πᾷς ἐκεῖ ποὺ θὰ πάῃ ἐκεῖνος ποὺ σὲ δίδαξε ὅσα φρονεῖς. ᾿Εμεῖς πιστεύουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα μόνον, καὶ στέλνεται στὸν κόσμο ἀπὸ τὸν Υἱὸ ὡς ὁμοούσιον, καὶ ἐσὺ πίστευε μαζὶ μὲ τὸν πάπα πὼς ἐκπορεύεται καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό. ᾿Εμεῖς πιστεύουμε σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιον πὼς οἱ ἀπόστολοι εἶναι ἀδελφοὶ καὶ ὁμότιμοι, καὶ ἐσὺ πίστευε μαζὶ μὲ τὸν πάπα πὼς ὁ Πέτρος εἶναι κεφαλὴ τῶν ἀποστόλων. ᾿Εμεῖς πιστεύουμε μαζὶ μὲ τὸν μακάριο Παῦλο πὼς μία εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ Χριστός, καὶ ἐσὺ πίστευε πὼς εἶναι δύο, ὁ Χριστὸς μία καὶ ὁ πάπας ἄλλη. ᾿Εμεῖς πιστεύουμε πὼς δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἀνώτερος ἀπὸ τὶς Συνόδους παρὰ μόνον ὁ Χριστός, κι ἐσὺ λέγε [πὼς ἀνώτερος εἶναι] ὁ πάπας. ᾿Εμεῖς ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ κόλασι εἶναι αἰώνια, καὶ ἐσὺ πίστευε μαζὶ μὲ τὸν ᾿Ωριγένη πὼς ἔχει τέλος. ᾿Εμεῖς πιστεύουμε τὸ ἅγιον Πάσχα καὶ τὸ γιορτάζουμε κατὰ τὴν παράδοσι τῶν ἁγίων ἀποστόλων τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὸ ἰουδαϊκὸ πάσχα, γιὰ νὰ μὴ γιορτάζουμε μαζὶ μὲ τοὺς ῾Εβραίους, καὶ ἐσὺ γιόρταζέ το μαζὶ μ᾿ αὐτούς, γιὰ νὰ ἔχετε τὸ ἀνάθεμα ποὺ δίνουν οἱ θεῖοι πατέρες, καὶ ἐμεῖς νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· ἀμήν.
«᾿Εκκλησιολόγος», φ. 464, 11/6/2016