Ο «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ»
ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ
Α΄. Ε ἰ σ α γ ω γ ή
1. Τόμος ἐκ τοῦ ῥήματος τέμνειν σημαίνει τεμάχιον· ὠνομάζοντο δὲ οὕτως ἐν τῇ ἀρχαιότητι τὰ τεμάχια, εἰς τὰ ὁποῖα ἐτέμνετο τὸ ὅλον δέρμα τὸ χρησιμεῦον ὡς γραφικὴ ὕλη, διὰ νὰ γίνῃ εἰλητὸς κύλινδρος ἢ φύλλα βιβλίου. ᾿Αλλὰ καὶ πρὸ τοῦ δέρματος, ἐπειδὴ ἓν ὁλόκληρον ἔργον ἐγράφετο ἐπάνω εἰς παπύρους πολλῶν κυλίνδρων, ἦτο ἀναγκαία ἡ συγγραφὴ συντόμου περιλήψεως ἐπὶ τοῦ πρώτου κυλίνδρου, ἡ ὁποία ἐκαλεῖτο τόμος καὶ ἐξ ἧς ὠνομάσθη ὁμοίως καὶ ὁ πρῶτος αὐτὸς κύλινδρος. ᾿Αργότερον καὶ ὅλοι οἱ κύλινδροι ἑνὸς συγγράμματος ὠνομάσθησαν ἐπίσης τόμοι ἢ βιβλία, ὁπότε ὁ ὅρος «τόμος» ἔλαβε τὴν ἔννοιαν τοῦ βιβλίου (τὴν ὁποίαν διατηρεῖ καὶ σήμερον). Μετὰ τὴν περίοδον τοῦ παπύρου κατ᾿ ἐξοχὴν τόμος ἐλέγετο τὸ μονοκόμματον τεῦχος κειμένου τὸ καταγεγραμμένον ἐπὶ ἑνὸς μόνου καὶ ἀδιακόπου τεμαχίου δέρματος, διφθέρας ἢ περγαμηνῆς, ὅ περ βεβαίως ἦτο πολὺ συντομώτερον ἑνὸς συνήθους βιβλίου. ᾿Εντεῦθεν ὁ μικρὸς τόμος ἐλέγετο ὑποκοριστικῶς καὶ «τομίδιον» ἢ «τομάριον», τῆς μὲν πρώτης ὀνομασίας παραμενούσης ἕως τῶν ἡμερῶν μας μὲ τὴν σημασίαν τοῦ βιβλίου, τῆς δὲ δευτέρας (τομάριον) ἐκ τῶν χρόνων ἤδη τῆς χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας (τῆς ῥωμαϊκῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας, ἥ τις ἐλέγετο ἐπίσης καὶ ῾Ρωμανία, ἐνῷ σήμερον συνήθως καλεῖται Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία) σημαινούσης κατὰ συνεκδοχὴν καὶ αὐτὸ τὸ κοινὸν καὶ ἀκατάγραφον δέρμα, τὸ ἄσχετον μὲ τὰ γραφικά, τὸ «τομάρι», ὅπως λέγεται καὶ σήμερον. [Κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους ἡ ἔννοια τῆς λέξεως «τομάρι» ἐκτὸς τοῦ ἀκατεργάστου ζῳικοῦ δέρματος ἐπεξετάθη μὲ εὐτελιστικὴν σημασίαν καὶ ἐπὶ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ σαρκίου, ἐντεῦθεν δὲ ὑβριστικῶς δηλοῖ τὸν οὐτιδανὸν ἄνθρωπον, τὸν ἐν τῇ δημώδει παλιάνθρωπον (βλέπε λήμμα «τομάρι» εἰς 1. «Νέον ὀρθογραφικὸν καὶ ἑρμηνευτικὸν λεξικὸν Δημητρίου Δημητράκου», ἐπίτομον· 2. «Λεξικὸ τῆς δημοτικῆς», β΄ ἔκδοσις, ῾Εταιρείας ῾Ελληνικῶν ᾿Εκδόσεων· 3. «῾Ελληνικὸ Λεξικό», Τεγόπουλος-Φυτράκης, ἐκδόσεις «῾Αμονία»).]
2. ᾿Επὶ ἑνὸς μόνου δέρματος (τόμου) κατεγράφοντο κείμενα σημαντικά, διὰ νὰ ἀποκλεισθῇ ἡ δυνατότης πλαστογραφίας καὶ φαλσεύσεως αὐτῶν διὰ τῆς παρεισφρήσεως ὑποβολιμαίου φύλλου ἢ τετραδίου ἢ ὀκταδίου, τὸ ὁποῖον ἦτο καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ συμβῇ εἰς τὰ βιβλία τοῦ συνήθους τύπου. Τοιαῦτα κείμενα ἦσαν τὰ ἴδικτα (= ἐπίσημα αὐτοκρατορικὰ διατάγματα) καὶ ἄλλα εὐρέως κοινοποιούμενα διατάγματα τῶν αὐτοκρατόρων καὶ ἡγεμόνων (χρυσόβουλλα, μολυβδόβουλλα, κηρόβουλλα). Τόμος σῳζόμενος σήμερον πρωτοτύπως καὶ εἰς ἀρίστην κατάστασιν εἶναι τὸ καταστατικὸν τῶν μονῶν τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ὁ λεγόμενος «τράγος», ἐπειδὴ εἶναι καταγεγραμμένος ἐπὶ ἑνὸς καὶ ὁλοκλήρου δέρματος τράγου· εἶναι δὲ ἴδικτον τοῦ αὐτοκράτορος ᾿Ιωάννου τοῦ Τσιμισκῆ. ᾿Αλλὰ καὶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ὑπῆρχον κείμενα τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ διαφυλαχθοῦν ἀπὸ πάσης νοθεύσεως, καὶ τοιαῦτα ἦσαν οἱ ἐκ τῶν πρακτικῶν ἀποσπώμενοι καὶ εὐρέως κυκλοφορούμενοι δογματικοὶ ὅροι τῶν συνόδων ἢ καὶ αἱ δογματικαὶ ὁμολογίαι ἐξεχόντων τινῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, τῶν ὁποίων τὸ φρόνημα ἐθεωρεῖτο ὑπὸ τῶν πιστῶν ὡς ἀσφαλὴς ὁδηγὸς πίστεως. Διὰ τοῦτο εἰς τὴν χριστιανικὴν γραμματείαν τόμος ἐκαλεῖτο ἡ εἰδικὴ ὁμολογία φρονημάτων περὶ τὴν χριστιανικὴν πίστιν σημαντικοῦ τινος ἀνδρός. Οὕτως ὑπάρχουν· τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου τοῦ μεγάλου «Τόμος πρὸς ᾿Αντιοχεῖς», τοῦ Φλαβιανοῦ Κωνσταντινουπόλεως «Τόμος πρὸς Λέοντα ῾Ρώμης», «Τόμος» τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συνόδου τοῦ 870, Γεωργίου τοῦ Κυπρίου «Τόμος τῆς Πίστεως κατὰ τοῦ Βέκκου», τοῦ ᾿Ιωάννου ΙΔ΄ Κωνσταντινουπόλεως «Τόμος κατὰ Βαρλαάμ». Τοιοῦτος τόμος, δηλαδὴ ἐπίσημος ὁμολογία (καὶ διδασκαλία) πίστεως τῶν ῾Αγιορειτῶν μοναχῶν καὶ ἀσκητῶν, εἶναι καὶ ὁ ὑπὸ ἐξέτασιν «῾Αγιορειτικὸς τόμος ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων».
[Βλασίου Φειδᾶ, «Περίγραμμα ἑλληνικῆς παλαιογραφίας», σελὶς 18. Κωνσταντίνου Σιαμάκη, Εἰσαγωγὴ εἰς τὸν «Τόμον Χαρᾶς» Δοσιθέου πατριάρχου ᾿Ιεροσολύμων, σελίδες 9-10· τοῦ ἰδίου, «Γραφικά», §§ 2, 188-189. Νέον Λεξικὸν Χρήστου Γιοβάνη «Θησαυρὸς ὅλης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας», λῆμμα «τόμος».]
Φροντιστηριακὴ ἐργασία εἰς τὸ μάθημα τῆς Συμβολικῆς
τοῦ φοιτητοῦ Δ. Μ. (ΑΜ 2410· ἑξάμηνον Ζ΄)
τοῦ τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς
τοῦ ᾿Εθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1995