ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς Θέματα πίστεως (δογματικά, συμβολικὰ κ.λπ.) ΠΕΡΙ ΘΕΩΣΕΩΣ — ῾Ησυχασμὸς καὶ ἡσυχαστικαὶ ἔριδες

 

῾Η διδασκαλία

τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου

 

 

 

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

 

ΙΙ. Ησυχασμὸς καὶ ἡσυχαστικαὶ ἔριδες

 

10. Φρονῶ ὅτι θὰ ἦτο χρήσιμον εἰς τοῦτο ἀκριβῶς τὸ σημεῖον νὰ ἐξετάσωμεν κάπως καὶ τὸ κίνημα τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ ἰδιαιτέρως τὰς ἡσυχαστικὰς ἔριδας, καὶ τοῦτο διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους· πρῶτον μέν, διότι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦτο ἡσυχαστής, διετέλεσεν ἀρχηγὸς τῆς ἡσυχαστικῆς μερίδος κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν ὁμωνύμων ἐρίδων, καὶ κατὰ συνέπειαν ἡ ὅλη του διδασκαλία (καθὼς καὶ ἡ περὶ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου) δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθῇ ἔξω ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν εὐρυτέραν διδασκαλίαν τοῦ ἡσυχασμοῦ· δεύτερον δέ, διότι αἱ ἡσυχαστικαὶ ἔριδες εἶναι ποὺ ἀνέδειξαν τὸν Γρηγόριον διδάσκαλον τῆς ὀρθοδοξίας καὶ κατὰ τὴν διάρκειάν των διεμόρφωσεν ὁ ἅγιος τὴν διδασκαλίαν του· τρίτον, διότι ἀκόμη καὶ σήμερον τὸ κίνημα τοῦ ἡσυχασμοῦ εἶναι ζήτημα παρεξηγημένον.

11. Δὲν εἶναι ὀλίγοι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν σχηματίσει ἀρνητικὴν ἐντύπωσιν διὰ τὸν ἡσυχασμὸν καὶ τὸν Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν ἄποψιν τῆς Δύσεως. ς μὴν ξεχνμεν ὅτι μέχρι προσφάτως εἰς τὰ διάφορα ἱστορικὰ ἐγχειρί­δια ἡ «βυζαντινὴ» ἱστορία ὑπῆρχεν ὡς μετάφρασις ἀναλόγων μελετῶν, αἱ ὁποῖαι ὅμως εἶχαν ἐκπονηθῆ ἀπὸ συγγραφεῖς τῆς Δύσεως. Γενικῶς ἡ δυτικὴ ἄποψις διὰ τὴν ἑλληνικὴν ἱστορίαν, καὶ κυρίως διὰ τὴν περίοδον τοῦ Βυζαντίου, ἐδιδάσκετο καὶ ἐθεωρεῖτο ὡς ὀρθὴ καὶ πλήρης. ῾Ως παράδειγμα ἐπηρεασμοῦ ἀπὸ τὰς δυτικὰς ἀπόψεις παραθέτω ὅσα ἀναφέρει μεγάλη ἑλληνικὴ ἐγκυκλοπαιδεία στὸ λῆμμα «ἡσυχαστές».

«᾿Ωνομάσθηκαν ἔτσι οἱ μυστικιστὲς μοναχοὶ τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ποὺ ἔζησαν στὰ μέσα τοῦ 14ου αἰώνα καὶ ἀκολουθοῦσαν τὶς θεωρίες τοῦ Ψευδο­διονυσίου τοῦ ᾿Αρεοπαγίτη καὶ τοῦ Συμεὼν τοῦ νέου θεολόγου [1042]. Οἱ ἡσυχαστὲς κάθονταν ὀκλαδόν, στήριζαν τὸ σαγόνι στὸ στῆθος, ἐμπόδι­ζαν(!) τὴν ἀναπνοή, καὶ βλέποντας συνέχεια τὸν ἀφαλό τους νόμιζαν(!) ὅτι ἔβλεπαν τὸ φῶς ποὺ περιέβαλε τὸν ᾿Ιησοῦ στὸ βουνὸ Θαβώρ. Κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα ἔδρασε ὡς ἀρχηγὸς τῶν ἡσυχαστῶν ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ ὡς ἐχθρός τους ὁ μοναχὸς Βαρλαάμ. ν καὶ οἱ ἀντιλήψεις τους ἦσαν παράλογες(!), οἱ ἡσυχαστὲς δικαιώθη­καν ἀπὸ 6 συνόδους, ποὺ συγκλήθηκαν ἀπὸ τὸ 1451 ὣς τὸ 1531». (᾿Εγκυκλο­παιδεία Γιοβάνη, ἔκδοσις 1978-1979· τὰ ἀραιὰ γράμματα καὶ τὰ θαυμαστικὰ ἀπορίας εἶναι ἰδι­κά μου.)

᾿Απὸ αὐτὸ τὸ σύντομον ἀλλὰ καὶ τόσον χαρακτηριστικὸν κείμενον γίνεται, νομί­ζω, ἐμφανὴς ἡ ἀνάγκη ἰδιαιτέρας ἀναφορᾶς εἰς τὸν ἡσυχασμὸν καὶ τὰς ἡσυχαστι­κὰς ἔριδας.

12. Κατ᾿ ἀρχὰς λοιπὸν ἂς ἴδωμεν τὴν ἔννοιαν τοῦ ἡσυχασμοῦ. ῾Ο ἡσυχασμὸς εἶναι μία μορφὴ τοῦ μοναχισμοῦ. ῾Η μοναχικὴ ζωὴ ἔχει διαφόρους μορφς ὅπως τὸ κοινόβιον, τὸν ἀσκητισμόν, τοὺς ἐρημίτας, τοὺς στυλίτας, τὴν κατὰ Χριστὸν σαλότητα, καὶ ἂς μὴν ξεχνμεν καὶ τὸν ἐν κόσμῳ μοναχικὸν βίον, ὁ ὁποῖος, καθὼς ὡρισμένοι πιστεύουν, εἶναι ἐκείνη ἡ μοναχικὴ μορφὴ ποὺ θὰ ἐπικρατήσῃ μελλοντικῶς. ῾Ησυχασμὸςἡσυχία εἶναι, διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν πλέον συγκεκριμέ­νως, μία μορφὴ ἢ καλύτερον ἡ ἐξέλιξις τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς καὶ ὁρίζεται ὡς «ἡ μακρὰν τοῦ κοινοβίου ἐρημιτικὴ ζωὴ τῆς σιωπῆς καὶ τῆς προσευχῆς».

13. Σχετικῶς μὲ τὴν ἀσκητικὴν ζωὴν καὶ τὸν ἡσυχασμὸν συνδέονται καὶ οἱ ὅροι «θεωρία, θεωρητικὴ ζωή, νῆψις, νηπτικὸς βίος, νοερὰ ἡσυχία, μόνωσις, πρᾶ­ξις, πρακτικὴ ζωή», οἵ τινες ἔχουν παρεμφερῆ σημασίαν καὶ ὑποδηλώνουν διαφο­ρετικὰς ἐκδηλώσεις αὐτῆς τῆς ἀσκητικῆς ἐμπειρίας. τσι λοιπὸν ὁ ἡσυχασμὸς δὲν εἶναι ἓν θεολογικὸν κίνημα τῶν μοναχῶν ποὺ ἐφάνη αἰφνιδίως εἰς τοὺς κόλ­πους τῆς ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ἀποτελεῖ συνέχειαν καὶ ἰδιαιτέραν ἐκδήλωσιν τοῦ ὀρθοδόξου ἀσκητικοῦ βίου, συγκεντρώνει δὲ ὅλην τὴν ἀπ᾿ αἰώνων ἐμπειρίαν τῶν ἀσκητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐβίωσαν καὶ βιώνουν τὴν ὑψηλὴν καὶ μυστικὴν θεολογίαν τῆς ἐκκλησίας μας.

14. Η ἱστορικὴ ἐξέλιξις τοῦ ἡσυχασμοῦ μέχρι τοῦ 14ου αἰῶνος εἶναι ἡ ἑξῆς. ῾Ο μοναχισμὸς ἀρχίζει νὰ ἀναπτύσσεται ἀπὸ τὸν 4ον αἰῶνα καὶ ἑξῆς στὴν ᾿Ανα­τολήν (Αἴγυπτον). Κατὰ τὸν 6ον αἰῶνα ὑφίσταται ῥιζικὴν μεταβολήν, καθὼς με­ταφέρεται στὴν ῾Ρωμαϊκὴν αὐτοκρατορίαν καὶ τὴν Δύσιν [῾Ρωμαϊκὴ αὑτοκρατορία ἐννοεῖται ἐδῶ χριστιανικὴ αὑτοκρατορία τῆς Νέας ῾Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ σήμερον συνήθως καλεῖται βυζαντινή]. Κατὰ τὴν ἰδίαν ἐποχὴν ζῇ μία μεγάλη μορφὴ τοῦ μοναχι­σμοῦ, ὁ ὅσιος ᾿Ιωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος συνέθεσε τὸ ἔργον «Κλῖμαξ πνευμα­τική», τὸ θεωρούμενον ὡς ἀριστούργημα τοῦ ἀνατολικοῦ ἀσκητισμοῦ τοῦ 7ου αἰῶνος. Εἰς τοῦτο τὸ ἔργον εὑρίσκονται ἐν σπέρματι ὅλα τὰ μετέπειτα στοιχεῖα τοῦ ἡσυχασμοῦ· «ἄσκησις, προσευχή, ἡσυχία, νοερὰ προσευχή, νῆψις, θεία ἔλλαμψις». Κατὰ τὸ 580-662 ζῇ μία ἄλλη μεγάλη μορφή, ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής. «῾Υπῆρξε πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα γόνιμος στὸν τομέα τῆς ἀσκητικῆς καὶ μυστικῆς θεολογίας... Νὰ γίνῃς δίκαιος καὶ ἅγιος, νὰ ἑνωθῇς μὲ τὸν Θεὸ μέσα στὴν λάμψι τοῦ Πνεύματος, νά ποῦ τείνει ὁ ἀσκητισμὸς τοῦ Μαξίμου».

15. «Η μυστικὴ θεολογία ἀσχολεῖται ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ, στὴν ἄμεση καὶ πνευματική της σχέσι μὲ τὸν Θεό... [῞Ομως] ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φτάσῃ τὸν Θεὸ παρὰ [μόνο] μὲ τὴν ἐνατένισι. Οἱ μονα­χοὶ ἀπέκλιναν ὅλο καὶ περισσότερο πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνσι, ἀπὸ τὴν ἐπιτακτι­κὴ ἀνάγκη νὰ νιώσουν καὶ νὰ δοῦν τὶς ὑπεραισθητὲς καὶ ὑπερφυσικὲς πραγματι­κότητες... ῾Ο Παῦλος τοῦ Λάτρου (†956) καὶ ὁ Στουδίτης Συμεὼν ὁ ἐπονομα­ζόμενος εὐλαβὴς (†986) μᾶς μιλοῦν ἤδη γιὰ τὸ ὅραμα τοῦ ἀκτίστου φωτός. ῾Ο Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος ἢ Συμεὼν ὁ νεώτερος (949/950-1022), πνευματικὸ τέκνο τοῦ Συμεῶνος τοῦ εὐλαβοῦς, δὲν θὰ κάμῃ τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ν᾿ ἀκολουθήσῃ τὸν δρόμο ποὺ οἱ δύο προηγούμενοί του, καὶ πρὶν ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ ἀσκητικὸς μοναχι­σμός, εἶχαν χαράξει.

16. «Τὸν Συμεν τὸν νέο θεολόγο τὸν κυριεύει περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἡ δίψα νὰ αἰσθανθῇ καὶ νὰ δῇ, νὰ φτάσῃ στὴν μυστικὴ ἐμπειρία. Πρόδρομος τοῦ Καβάσιλα καὶ τοῦ Παλαμᾶ –οἱ βαρλααμικοί, ὅπως ὁ Δημήτριος Κυδώνης, θεω­ροῦν τὸν Συμεν ὡς τὸν πνευματικὸ ἀρχηγὸ τοῦ ἡσυχασμοῦ–, περισσότερο βαθὺς ἀπὸ αὐτούς, θεωρεῖται ὡς ὁ πλέον πρωτότυπος θεολόγος τοῦ Βυζαντίου...»

17. «Στὴν κάθαρσι ὁ Συμεὼν δίνει τὸ παραδοσιακό της περιεχόμενο καὶ τὴν βλέπει ὡς ἐγκατάλειψι τοῦ κόσμου, νέκρωσι τῶν αἰσθήσεων, ἐγκατάλειψι τοῦ ἐγώ, νέκρωσι τοῦ ἴδιου τοῦ νοῦ» διὰ τῆς ἀσκήσεως. Τὸ ἀποτέλεσμα «εἶναι ἡ με­γάλη ἐμπειρία, ἡ προσωπικὴ ἐμπειρία, στὴν διάρκεια τῆς ὁποίας, χωρὶς νὰ χάσου­με τὴν αἴσθησι τοῦ ἐγώ, βλέπουμε τὸ θεῖο φῶς ποὺ ἁπλώνεται γύρω μας, γιὰ νὰ ἐμφυτευθῇ ἀμέσως μέσα μας καὶ νὰ μᾶς βυθίσῃ σὲ μιὰν ἀτμόσφαιρα γαλήνης καὶ εἰρήνης, γλυκιᾶς χαρᾶς, ποὺ κάνει τὴν ψυχὴ νὰ πετᾷ ἀκόμη μακρύτερα πρὸς τὸν θεῖο ἔρωτα...»

18. Περὶ τὸ 1158 ἔζησεν ὁ Κάλλιστος ὁ Καταφυγιώτης, ὅς τις συνέγραψεν ἐνενῆντα δύο (92) κεφάλαια [= παραγράφους, σημειώματα] «Περὶ θείας ἑνώσεως καὶ βίου θεωρητικοῦ». «῞Οταν ἑνωθῇ μὲ τὸ ἕν, λέγει ὁ Κάλλιστος, ἡ νόησι δὲν θὰ ἔχῃ πλέον ἀνάγκη οὔτε ἀπὸ τὴν ὁμιλία οὔτε ἀπὸ τὸν λόγο. Τὴν καλύπτει μία τέλεια σιωπὴ “οὐ μόνον στόματος ἀλλὰ καὶ νοός”... ἐπανερχόμαστε στὸν συλλογισμὸ καὶ στὸν λόγο, ὅταν ἡ νόησι, καθὼς ἡ ἀνθρώπινη φύσι δὲν μένει σταθερή, κατέρχεται πάλι ἀπὸ τὸ ἓν πρὸς τὰ δημιουργήματα. στὴν περίπτωσι αὐτή, γιὰ νὰ ξανακερδίσῃ κανεὶς τὴν σιωπή, διαλέγει τὴν ἡσυχία καὶ κάνει ὅ,τι εἶναι δυνατὸν γιὰ νὰ ἀποφύγῃ τὰ λόγια καὶ τὸν ἴδιο τὸν λόγο. ὑπάρχει μία σαφὴς ἀναφορὰ στοὺς ἡσυχαστές, πρὸς τοὺς ὁποίους πλησιάζουμε ὅλο καὶ περισσότερο».

19. Καὶ ἐρχόμεθα εἰς τὴν ἐποχὴν τῆς βασιλείας τοῦ ᾿Ανδρονίκου τοῦ Β΄ (1282-1328), κατὰ τὴν ὁποίαν «ἐγκαταστάθηκε στὸ ῞Αγιον ῎Ορος ὁ μοναχὸς Γρη­γόριος ὁ Σιναΐτης, εἰσηγητὴς τοῦ γνήσιου ἡσυχασμοῦ. ῾Ο Γρηγόριος ἐμφορού­μενος ἀπὸ θεῖο ζῆλο θέλησε νὰ διδάξῃ στοὺς στραμμένους ἀποκλειστικὰ πρὸς τὴν πρακτικὴ ἄσκησι μοναχοὺς τὸν δρόμο τῆς νόησης, τὴν ἀκρίβεια τῆς ἡσυχίας καὶ τὴν θεώρησι. ῾Η διδασκαλία του δὲν ἀποτελεῖ παρὰ τὴν συμπύκνωσι τῆς παραδο­σιακῆς πνευματικότητος τῶν μοναχῶν ἀπὸ τὸν ᾿Ιωάννη τῆς κλίμακος ὣς τὸν Στη­θᾶτο. ῾Η θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τοῦ εἶναι ἄγνωστη· ἁπλῶς ἀκολουθῶντας τὸν Στηθᾶτο ἐπιχειρεῖ τὸν λεπτομερῆ καθορισμὸ μιᾶς μεθόδου προσευχῆς εἰδικῆς γιὰ τὸν ἡσυχασμό. ῾Ο μοναχὸς πρέπει νὰ ἀναζητῇ τὸ μέρος τῆς καρδιᾶς, ὅπου βρίσκονται συγκεντρωμένες ὅλες σχεδὸν οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς, προσηλώνοντας τὸ βλέμμα στὸν ὀμφαλό, μὲ τὸ πιγούνι στηριγμένο στὸ στῆθος, ἐπιβραδύνοντας ὅσο τὸ δυνατὸν τὸν ῥυθμὸ τῆς ἀναπνοῆς... Εἶναι ἡ μέθοδος τῆς ἀδιάκοπης ἐπικλήσεως τοῦ ᾿Ιησοῦ. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τῆς προσευχῆς κατορθώνει κανείς, μὲ τὴν ἐκστατικὴ ἀγάπη, τὴν ἄμεση (καὶ ὄχι σταδιακὴ) ἕνωσι μὲ τὸν Θεό...

20. »...Μὲ τὴν σταθερὴ προσήλωσι σὲ αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς θεώρησης οἱ μοναχοὶ πίστευαν ὅτι ἔφταναν νὰ βλέπουν ἕνα δυνατὸ φῶς ποὺ τοὺς πλημύριζε μὲ ἄρρητη χαρὰ καὶ πρόσθεταν –καὶ αὐτὸ ἦταν ποὺ ἔθιγε τὸ δόγμα– ὅτι τὸ φῶς αὐτὸ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὴν δόξα καὶ τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ, ξεχωριστὸ ἀπὸ τὴν οὐσία του, ἀπὸ τὴν ἴδια φύσι μὲ τὸ φῶς ποὺ καταύγασε στὸ ὄρος Θαβὼρ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀποστόλων τὴν στιγμὴ τῆς μεταμορφὠσεως τοῦ Χριστοῦ. ῾Η θέα αὐτοῦ τοῦ φωτὸς συνιστᾷ τὴν μακαριότητα τῶν ἐκλεκτῶν. Κατὰ βάθος αὐτὸ στὸ ὁποῖο ἀποβλέπουν οἱ μοναχοὶ εἶναι νὰ ξανακερδίσουν τὴν χάρι τοῦ ῾Αγίου Πνεύ­ματος ποὺ τοὺς δόθηκε τὴν στιγμὴ τῆς βαπτίσως καὶ ποὺ ἀφέθηκε νὰ χαθῇ μέσα στὰ πάθη. ῾Η ἡσυχία, ὁ ἀνώτατος βαθμὸς τῆς μοναστικῆς ζωῆς, προωρισμένη μόνο γιὰ τοὺς πιὸ προχωρημένους στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν τελείωσι κοινοβιᾶτες, γίνεται τώρα μέθοδος, γιὰ νὰ ἀποκτηθῇ ἡ ἔλλαμψι».

21. Σφοδρὸς πολέμιος τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ ὑποκινητὴς τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρί­δων ὑπῆρξεν ὁ μοναχὸς Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρός. ᾿Εγεννήθη εἰς Σεμιναρίαν τῆς Κα­λαβρίας τῆς νοτίου ᾿Ιταλίας περὶ τὸ 1290. ῾Ο Βαρλαὰμ ἦτο μία περίεργος ὅσο καὶ ἐνδιαφέρουσα μορφή· ἦτο πολυμαθής, «ἀκολούθησε σπουδὲς φυσικῶν ἐπιστη­μῶν, φιλοσοφίας καὶ θεολογίας· τέλος ἔγινε μοναχός». ᾿Εγνώριζεν ἀρκετὰ καλὰ τὰ λατινικὰ καὶ τὰ ἰταλικά, ἀλλ᾿ ἀσφαλῶς ἐγνώριζε καλλίτερον τὰ ἑλληνικά. Καθὼς ἤθελε νὰ γνωρίσῃ τὴν πατρίδα τῶν ἀπωτάτων προγόνων του, ὅπου εἶχαν ζήσει ὀνομαστοὶ φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Πλάτων καὶ ὁ ᾿Αριστοτέλης, ἦλθεν εἰς τὴν ᾿Ελλάδα τ 1326. Καθὼς τότε ἡ θέσις τοῦ ἡγέτου τῶν Βυζαντινῶν λογίων ἦτο κενή, ὁ Βαρλαὰμ ἔσπευσε νὰ τὴν καταλάβῃ. ῞Ομως αἱ πρῶται ἐπιτυχίαι τῶν δια­λέξεων καὶ τῶν συγγραμμάτων του τὸν ἔκαμαν ἐγωιστὴν καὶ μὲ διάθεσιν νὰ προκαλῇ τοὺς ἄλλους λογίους εἰς δημοσίας συζητήσεις καὶ νὰ τοὺς μειώνῃ κατ᾿ αὐτάς. Εὐνόητον εἶναι ὅτι λόγῳ τῆς συμπεριφορᾶς του ταύτης ἐντὸς ὀλίγου ὅλοι οἱ λόγιοι ἐστράφησαν ἐναντίον του.

22. Ο Νικηφόρος Γρηγορᾶς, λόγιος μὲ πολύπλευρον μόρφωσιν, ἐκάλεσε τὸν Βαρλαὰμ εἰς δημοσίαν συζήτησιν, ἐκ τῆς ὁποίας ὁ τελευταῖος ἐξῆλθε, κατὰ γενι­κὴν ἐντύπωσιν, ἡττημένος. Μετὰ τὴν διένεξιν ταύτην ὁ Βαρλαὰμ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ μετέβη εἰς Θεσσαλονίκην, ὅπου ἵδρυσεν ἀνωτέραν ἰδιωτι­κὴν σχολήν. ᾿Επειδὴ ὁ Βαρλαὰμ ἦτο ὁ μόνος ἀνατολικὸς θεολόγος ὅς τις ἐγνώρι­ζε καλῶς τὰ πράγματα τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας, ἦτο εὔλογος ἡ ἀνάμιξίς του εἰς τὴν ἑνωτικὴν προσπάθειαν τῶν ἐκκλησιῶν ὁρισθεὶς ὡς ἀντιπρόσωπος τῆς ἀνατολικῆς ἐκκλησίας διὰ τὰς τότε συζητήσεις. ῾Ο Βαρλαὰμ ἔκρινεν ὅτι ἡ δυτικὴ ἄποψις περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ –τὸ περίφημον φιλιόκβε (Filioque)– ἦτο τελείως ἀβάσιμος, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατάληπτος καὶ δὲν δυνά­μεθα νὰ καθορίσωμεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ καὶ τῶν τριαδικῶν σχέσεων. ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τότε ἔγραψε τοὺς δύο ἀποδεικτικοὺς λόγους του «Περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος» δεικνύων μὲ τὴν χρῆσιν τοῦ ἐπιθέτου «ἀποδεικτικὸς» τὴν ἀντίθεσίν του πρὸς τὴν φιλοσοφικὴν βάσιν τοῦ Βαρλαάμ. ναντι τοῦ ἀγνωστικισμοῦ ἐκείνου αὐτὸς ὡμίλει περὶ «ἀποδεικτικοῦ» λόγου. το φυσικὸν οἱ δύο πνευματικοὶ ἄνδρες νὰ ἔλθουν εἰς σύγκρουσιν.

23. ῾Ο Βαρλαὰμ ἐπληροφορήθη ὑπὸ ἀφελοῦς τινος μοναχοῦ τὴν μέθοδον μὲ τὴν ὁποίαν οἱ ἡσυχασταὶ ἔφθαναν εἰς τὴν ἔλλαμψιν τοῦ θείου φωτὸς καὶ περὶ ἧς ὡμιλήσαμεν προηγουμένως. Τὴν πρακτικὴν ταύτην ὁ Βαρλαὰμ ἐθεώρησεν ὡσὰν σοβαρὰν παρέκκλισιν τοῦ μοναχισμοῦ ἐκ τῆς κανονικῆς ὁδοῦ καὶ κατήγγειλε τὸ πρᾶγμα εἰς τὴν σύνοδον τῆς ἐκκλησίας εἰς τὴν βασιλεύουσαν. Οὕτως ἄρχισαν αἱ περίοδοι τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων, κατὰ τὰς ὁποίας οἱ ἀντιησυχασταὶ μὲ τοὺς κα­τὰ καιροὺς ἐκπροσώπους των (Βαρλαάμ, ᾿Ακίνδυνον, Νικηφόρον Γρηγορᾶν καὶ ἄλλους) εἴτε ἀντετίθεντο εἰς τὴν ψυχοσωματικὴν τακτικὴν προσευχῆς εἴτε δὲν παρεδέχοντο τὴν ἄκτιστον φύσιν τοῦ θείου φωτὸς εἴτε τέλος τοὺς ἦτο ἀδύνατον νὰ κατανοήσουν τὴν διδασκαλίαν περὶ διακρίσεως τῶν θείων ἐνεργειῶν ἀπὸ τὴν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ. Αἱ ἡσυχαστικαὶ ἔριδες διήάρκεσαν ἀπὸ τὸ 1337 ἕως τὸ 1355 καὶ διαιροῦνται εἰς τρεῖς φάσεις ἢ περιόδους· α΄) 1337-1341, ἡ ὁποία ἔκλεισε μὲ καταδίκην τῶν κατὰ τῶν ἡσυχαστῶν βαρλααμικῶν ἀπόψεων καὶ αἴτησιν συγγνώ­μης τοῦ Βαρλαὰμ πρὸς τοὺς μοναχούς· β΄) 1341-1347, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀρχηγὸς τῶν ἀντιησυχαστῶν ἦτο ὁ Γρηγόριος ὁ ᾿Ακίνδυνος καὶ ὁ πατριάρχης ᾿Ιωάννης ὁ Καλέκας — ἔληξε μὲ σύνοδον καταδικάσασαν τὸν Καλέκαν· γ΄) 1350 περίπου-1355, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀρχηγὸς τῶν ἀντιπαλαμικῶν ἦτο ὁ Νικηφόρος ὁ Γρηγορᾶς. ᾿Ωργανώθη τὸ 1355 συζήτησις μεταξὺ Γρηγορᾶ καὶ Παλαμᾶ εἰς τὰ ἀνάκτορα ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. «῾Ο Γρηγορᾶς, ὁ ὁποῖος παλαιότερον εἰς παρομοίαν περί­πτωσιν εἶχεν ἐπιβληθῆ τοῦ Βαρλαάμ, τώρα δὲν εἶχε τὴν ἰδίαν τύχην παρὰ τὰς ἀναμφισβητήτους ἱκανότητάς του, διότι τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Παλαμᾶ ἦσαν πειστι­κώτερα καὶ ἐντυπωσίασαν τοὺς παρισταμένους. Εἰς τὴν συζήτησιν αὐτὴν κατε­φέρθησαν τὰ τελευταῖα κτυπήματα κατὰ τῶν ἀντιησυχαστῶν».

24. Καὶ κατὰ τὰς τρεῖς παραπάνω φάσεις ἀρχηγὸς καὶ ὑπερασπιστὴς τῆς ἡσυχαστικῆς μερίδος ἦτο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος κατέστη εἷς τῶν μεγάλων πατέρων καὶ διδασκάλων τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας. Μέσα ἀπὸ αὐτὰς τὰς συνεχεῖς διενέξεις διετυπώθη καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ ἡσυχασμοῦ οὖσα ἀπαύγα­σμα τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας, ἔχουσα περιληπτικῶς ὡς ἀκολούθως. Παρὰ τὸ ἀκατάληπτον τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατὴ ἡ μερικὴ γνῶσις αὐτοῦ, ἥ τις τελεῖται κατὰ τὴν μέθεξιν οὐχὶ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τῶν θείων ἐνεργειῶν. Μία τῶν ἐκδη­λώσεων τῶν θείων ἐνεργειῶν κατὰ τὴν μέθεξιν εἶναι ἡ θεία ἔλλαμψις, ἤ τοι ἡ ὅρα­σις τοῦ θείου καὶ ἀκτίστου φωτὸς ποὺ ἔβλεπαν οἱ ἡσυχασταὶ καὶ τὸ ὁποῖον εἶναι τῆς ἰδίας φύσεως μὲ τὸ φῶς ποὺ εἶδαν οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν ἐν τῷ ὄρει Θαβὼρ μεταμόρφωσιν αὐτοῦ. ῾Η θεία ἔλλαμψις εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν σκληρῶν ἀσκήσεων τῶν ἡσυχαστῶν (μὲ τοῦτο νοεῖται κυρίως ἡ ἄσκησις εἰς τὴν προσευ­χὴν) καὶ κυρίως τῆς συχνῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου διὰ τῆς νοερᾶς ἢ καρδιακῆς προσευχῆς (ἢ εὐχῆς) «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Βασικὴ θέσις τοῦ ἡσυχασμοῦ εἶναι ἡ διάκρισις τῶν θείων ἐνερ­γειῶν ἀπὸ τὴν θείαν οὐσίαν, ὅ περ ἐστὶ δογματικὸν θέμα. ῾Ο Θεὸς δὲν εἶναι μό­νον οὐσία, ἀλλ᾿ ἔχει καὶ ἐνεργείας ἀκτίστους ὅπως καὶ ἡ οὐσία του, ἀχωρίστως ἡνωμένας μὲ αὐτήν. ῾Η διαφορὰ θείων ἐνεργειῶν καὶ θείας οὐσίας εἶναι ὅτι ἡ τε­λευταία εἶναι τελείως ἄληπτος, ἐνῷ αἱ θεῖαι ἐνέργειαι εἶναι ὡρισμένως καὶ ὑπὸ ὡρισμένας προϋποθέσεις μεθεκταί. Περὶ αὐτοῦ ὅμως θὰ πραγματευθῶμεν ἐκτενέ­στερον ἀργότερον.

 

Σημείωσις. ῞Οπως ἀναφέρεται καὶ εἰς τὴν νεωτέραν σημείωσιν τοῦ προλόγου, τὰ μέρη ΙΙ καὶ ΙΙΙ τῆς εἰσαγωγῆς προσετέθησαν ἐδῶ ἐκ τῶν χειρογράφων μου, ἐνῷ ἀρχικῶς δὲν εἶχαν ἐνταχθῆ εἰς τὸ σῶμα τῆς παρούσης ἐργασίας. Δυστυχῶς εἰς τὰ χειρόγραφα αὐτὰ δὲν περιελαμβάνοντο καὶ αἱ παραπομπαὶ τῶν πολλῶν παραθεμάτων (εὑρίσκοντο εἰς χωριστὴν σελίδα, ἀπολεσθεῖσαν), καὶ διὰ τοῦτο εἰς τὰ δύο αὐτὰ μέρη οὐδεμία παραπομπὴ σημειοῦται, ἂν καὶ ὁλόκληροι παράγραφοι περικλείονται ἐντὸς εἰσαγωγικῶν.

 

 

 

 

 

Φροντιστηριακὴ ἐργασία εἰς τὸ μάθημα τῆς δογματικῆς

τοῦ μαθητοῦ Δ. Μ. τῆς Δ΄ τάξεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λυκείου Πατρῶν,

Πάτραι, ἀπρίλιος 1989.

᾿Ηλεκτρονικὴ στοιχειοθεσία· ῾Αγία Παρασκευὴ ᾿Αττικῆς, δεκέμβριος 1998.

Μορφοποίησις καὶ δημοσίευσις διαδικτυακή· ᾿Αθῆναι, ὀκτώβριος 2018.