῾Η διδασκαλία
τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ν Π Ε Μ Π Τ Ο Ν
Μυστικὴ ἐμπειρία τῆς θεώσεως
1. ῍Αν ἡ ἄσκησις τῶν ἀρετῶν καλλιεργεῖ τὴν ὁμοίωσιν τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸν καὶ προετοιμάζει τὴν ἕνωσιν τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Θεόν, ὅμως ἡ προσευχὴ πραγματώνει τὴν ἕνωσιν αὐτήν. ᾿Αλλὰ ἡ ἕνωσις μὲ τὸν Θεὸν καὶ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀποτελεῖ καρπὸν τῶν ἀνθρωπίνων ἐνεργειῶν, παρὰ εἶναι δῶρον τῆς θείας χάριτος. Λέγων ὁ ἱερὸς Γρηγόριος ὅτι ἡ μετὰ τοῦ Θεοῦ ἕνωσις ἱερουργεῖται καὶ τελεσιουργεῖται μὲ τὴν δύναμιν τῆς προσευχῆς δὲν ἀποδίδει αὐτὴν (τὴν ἕνωσιν μὲ τὸν Θεὸν δηλαδὴ) εἰς τὰς προσωπικὰς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὴν συνδέει μὲ τὴν ὑψηλοτέραν ἀνθρωπίνην ἀρετήν, τὴν προσευχήν, ἡ ὁποία παρέχει τὴν καλλιτέραν προϋπόθεσιν διὰ τὴν πραγμάτωσιν εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦ ἀνακαινιστικοῦ ἔργου τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ, καὶ ἰδίως τοῦ ἀσκητοῦ, ἔχει ὡς ἰδίαν μόνιμον καὶ ὑψίστην πνευματικὴν ἐκδήλωσιν τὴν προσευχήν.
2. «῾Η προσευχὴ εἶναι ἐνεργητικὴ ἐκδήλωσις τῆς ὅλης ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ἡ ὁποία φλεγομένη ὑπὸ θείου ἔρωτος ἐγκαταλείπει τὰ πάντα, διὰ νὰ εὕρῃ τὸν Θεόν» (Γεωργίου Μαντζαρίδου, «῾Η περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ», σελὶς 91). ῾Η ἀδιάλειπτος προσευχὴ –τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ ἀσκοῦν οἱ πιστοὶ κατὰ τὴν Γραφήν (Α΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ε΄ 17, πρὸς ᾿Εφεσίους f΄ 18, κατὰ Λουκᾶν ιη΄ 1-7)– εἶναι ἡ διαρκὴς καὶ ζῶσα κοινωνία τοῦ πιστοῦ μὲ τὸν Θεὸν καὶ εἶναι καρπὸς τῆς συνεργίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ πνευματικὸν χάρισμα, ποὺ εὑρίσκεται καὶ ἐνεργεῖ μυστικῶς εἰς αὐτὸν παρεχόμενον ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.
3. Χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ καθαρότης καὶ τὰ δάκρυα. ῾Η καθαρότης τῆς προσευχῆς ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν καθαρότητα τῆς καρδίας ἢ τοῦ νοῦ τοῦ προσευχομένου. ῾Η πραγματικὴ προσευχὴ καλλιεργεῖ εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸ μακάριον πένθος, τὴν χαρμολύπην, καὶ παρουσιάζεται ὡς μήτηρ καὶ θυγάτηρ τῶν δακρύων.
4. ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ἐπιμένει σὲ ἀντίθεσιν μὲ τὸν Βαρλαὰμ ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετέχει εἰς τὴν προσευχὴν ὡς ἑνιαία ψυχοσωματικὴ ἑνότης. Κατὰ τὴν προσευχὴν πρέπει ὁ νοῦς νὰ μὴ διασκορπίζεται πρὸς τὰ ἔξω, διὰ τοῦτο πρέπει νὰ συγκεντρωθῇ ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦτο ἄλλωστε ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἀφετηρίαν τῆς ψυχοφυσικῆς μεθόδου προσευχῆς ποὺ ἐφαρμόζουν οἱ ἡσυχασταί. ᾿Εκάθηντο ἐπὶ ὥρας ὀκλαδὸν στηρίζοντες τὸν πώγωνα ἐπὶ τοῦ στήθους καὶ μὲ τὸ βλέμμα προσηλωμένον εἰς τὸν ὀμφαλὸν συνεκράτουν τὴν ἀναπνοήν των καὶ τὴν ἐναρμόνιζαν μὲ τὸν ῥυθμὸν μὲ τὸν ὁποῖον ἔλεγαν τὴν νοερὰν ἢ καρδιακὴν προσευχήν· «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Διὰ ταύτης τῆς μεθόδου προσευχῆς οἱ ἡσυχασταὶ ὡδηγοῦντο εἰς τὴν θέαν τοῦ ἀκτίστου φωτός.
5. ῾Η θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτὸς κατέχει κεντρικὴν θέσιν εἰς τὴν περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλίαν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. ῎Ηδη ὁ ἅγιος ἔθεσε τὴν θεολογικὴν βάσιν περὶ τῆς μυστικῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου φωτὸς μὲ τὴν διδασκαλίαν ὅτι ἡ ἀνακαινισθεῖσα μὲ τὸ βάπτισμα ἀνθρωπίνη φύσις ἀνακίρναται μετὰ τοῦ θεωθέντος καὶ θεοποιοῦντος σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἐνῷ κατὰ τὴν μεταμόρφωσιν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐφώτιζε τοὺς μαθητὰς ἔξωθεν –διότι ἀκόμη δὲν εἶχεν εἰσέλθει εἰς τὰ ἀνθρώπινα σώματα–, τώρα πλέον φωτίζει τὰς ψυχὰς ἔνδοθεν.
6. Τὸ φῶς τὸ ὁποῖον ἔβλεπαν οἱ ἀσκηταὶ μοναχοὶ τοῦ ῎Αθω ἀσκοῦντες τὴν καθαρὰν προσευχὴν ἐξελαμβάνετο ὡς ἄκτιστος χάρις καὶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ὡς κτιστὸν σύμβολον τῆς θείας δόξης. ῞Ομως ἂν τὸ ἄκτιστον φῶς ποὺ ἔβλεπαν οἱ ἡσυχασταὶ καὶ τὸ ἄκτιστον ἐπίσης φῶς ποὺ εἶδαν οἱ μαθηταὶ κατὰ τὴν μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τὴν φυσικὴν ἔκφρασιν τῆς θείας φύσεως τοῦ Χριστοῦ, συνάμα εἶναι σύμβολον καὶ προοίμιον τῆς δόξης τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. «Τὸ ἄκτιστον, κατὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ ἁγίου, εἶναι ἡ θεοποιὸς δωρεὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, “αὐτὴ ἡ τῆς θείας φύσεως λαμπρότης, καθ᾿ ἣν κοινωνεῖ τοῖς ἀξίοις ὁ Θεός”. Τὸ φῶς τοῦτο δὲν εἶναι μόνον ὁρατὸν ἀλλὰ καὶ μεθεκτὸν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων· μετεχόμενον δὲ παρέχει εἰς τοὺς μετέχοντας τὴν θέωσιν» (Γεωργίου Μαντζαρίδου, «῾Η περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ», σελὶς 98).
7. Τὸ ἄκτιστον τοῦτο φῶς ὡς φυσικὴ δόξα ἢ ἐνέργεια τῆς θείας οὐσίας εἶναι ἄπειρον καὶ ἀχώρητον. ῞Οθεν εὐλόγως γεννᾶται τὸ ἐρώτημα «πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ πεπερασμένος ἄνθρωπος νὰ χωρέσῃ τὸ ἄπειρον καὶ νὰ ἴδῃ τὸ ἀκτιστον φῶς μὲ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμούς του;» ῾Ο ὅσιος Γρηγόριος ἀπαντᾷ ὅτι, ἂν καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνίκανος νὰ ἀποκτήσῃ ἐμπειρίαν τοῦ ἀκτίστου φωτὸς διὰ τῶν ἰδικῶν του ἀντιληπτικῶν δυνάμεων, ἐντούτοις δεχόμενος τὴν δύναμιν καὶ ἐπενέργειαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος μετασκευάζεται καὶ καθίσταται δεκτικὸς τούτου. Ἔτσι οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν πιστῶν μετασκευαζόμενοι διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καθίστανται ἱκανοὶ νὰ βλέπουν τὸ ἄκτιστον φῶς, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καὶ μὲ τοὺς τρεῖς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν ἐν τῷ Θαβὼρ μεταμόρφωσιν. Τὸ ὅτι τὸ ἄκτιστον φῶς δύναται νὰ εἶναι ὁρατὸν ὑπὸ τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι στοιχεῖον πολὺ σημαντικόν. Διαπιστώνομεν ὅτι εἶναι βασικὴ θέσις τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου ἡ ἰδέα τῆς συμμετοχῆς τοῦ σώματος εἰς τὴν ἕνωσιν τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἄκτιστον καὶ θεοποιὸν χάριν. ῞Οταν δέχεται ὁ ἀνθρώπινος νοῦς τὴν θεοποιὸν χάριν τοῦ Πνεύματος, θεοῦται ὁ ἴδιος καὶ διαβιβάζει ταύτην (τὴν χάριν) πρὸς τὸ σῶμα· μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος μετέχει τοῦ θεοποιοῦ δώρου.
8. ῾Η θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτὸς ἔχει χαρακτῆρα δυναμικὸν καὶ εἶναι ἀνάλογος τῆς τελειότητος τοῦ ἀνθρώπου. ῞Ομως ὡς προοδευτικὴ ἀποκάλυψις τῆς ἀπείρου δόξης τοῦ Θεοῦ οὐδέποτε λαμβάνει τέλος, οὔτε κατὰ τὸν παρόντα οὔτε κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα.
9. ᾿Αλλὰ ἡ περὶ μυστικῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου φωτὸς διδασκαλία ἔχει βαθυτέρας προεκτάσεις. ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος δέχεται ὅτι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται ὡς φῶς εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ καθίσταται τοιουτοτρόπως μεθεκτὸς ὑπ᾿ αὐτῶν. Πῶς συμβιβάζεται ἡ διδασκαλία αὐτὴ μὲ τήν ἄλλην διδασκαλίαν τῶν πατέρων περὶ ἀκαταληψίας καὶ ὑπερβατικότητος τοῦ Θεοῦ;
10. ῾Η ἀπάντησις τοῦ Γρηγορίου στηρίζεται εἰς τὴν διάκρισιν μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν εὐκρινῶς εἶχαν διατυπώσει θεολογικῶς καὶ οἱ προγενέστεροι πατέρες, ἀλλὰ συστηματικῶς ἀνέπτυξεν ὁ ἅγιος Γρηγόριος. «῾Ο Θεός, παρατηρεῖ ὁ ὅσιος, εἶναι καὶ παραμένει κατὰ τὴν οὐσίαν του ὑπερβατικὸς καὶ ἀμέθεκτος· οὔτε οἱ ἄνθρωποι οὔτε οἱ ἄγγελοι δύνανται νὰ γνωρίσουν τὴν οὐσίαν του ἢ νὰ μεθέξουν αὐτῆς. Παρὰ ταῦτα ὅμως ὁ Θεὸς διατηρεῖ τὴν πραγματικὴν καὶ ἄμεσον σχέσιν μετὰ τοῦ κόσμου διὰ τῆς φυσικῆς του ἐνεργείας, ἡ ὁποία ὡς ἀπαύγασμα τῆς ἀκτίστου θείας οὐσίας εἶναι ἐπίσης ἄκτιστος» (Γεωργίου Μαντζαρίδου, «῾Η περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ», σελὶς 103).
11. ᾿Εὰν τυχὸν ἀπορρίψωμεν αὐτὴν τὴν διάκρισιν μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργείας εἰς τὸν Θεόν, τότε θὰ πρέπει νὰ δεχθῶμεν ὅτι ὁ κτιστὸς κόσμος εἶναι ἐκ τῆς θείας φύσεως καὶ εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Θεῷ» ἢ νὰ θεωρήσωμεν τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος ὡς κτίσματα, διότι δὲν θὰ διαφέρῃ καθόλου τὸ «ποιεῖν» ἀπὸ τὸ «γεννᾶν» καὶ τὸ «ἐκπορεύειν». ᾿Αλλ᾿ ὁ κόσμος δὲν προέρχεται ἐκ τῆς θείας οὐσίας οὔτε εἶναι κτιστὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ· εἶναι τὸ κτιστὸν ἀποτέλεσμα τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας του, καὶ συνεπῶς τὰ πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος διαφέρουν τοῦ κόσμου κατ᾿ οὐσίαν.
12. ᾿Ακόμη ὅλα τὰ κτίσματα μετέχουν τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὸν ἴδιον τρόπον. Τὰ ἄψυχα κτίσματα μετέχουν μόνον τῆς οὐσιοποιοῦ ἐνεργείας, τὰ ἔμψυχα καὶ ἄλογα ὄντα μετέχουν καὶ τῆς ζωοποιοῦ ἐνεργείας, τὰ λογικὰ ὄντα μετέχουν καὶ τῆς σοφοποιοῦ θείας δυνάμεως, ἐνῷ μόνον οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἅγιοι μετέχουν ἐκτὸς τῶν ἀνωτέρω ἐνεργειῶν καὶ τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας καὶ χάριτος τοῦ Θεοῦ. Χαρακτηριστικὸν ἐπίσης εἶναι ὅτι ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἀποτελεῖ κοινὸν ἔργον τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, δὲν συντελεῖται μὲ ἓν δημιουργικὸν πρόσταγμα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἄκτιστον θεοποιὸν ἐνέργειαν. Καὶ πάλιν ὅμως ὅλοι οἱ κεχαριτωμένοι ἄνθρωποι δὲν μετέχουν ἐξίσου εἰς τὴν θεοποιὸν χάριν. ῾Ο βαθμὸς συμμετοχῆς των ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν βαθμὸν τῆς καθαρότητος καὶ τῆς δεκτικότητός των. ᾿Αλλὰ ἐφόσον αὐτὴ ἡ θεοποιὸς χάρις ἢ ἐνέργεια εἶναι φυσικὸν ἀπαύγασμα τῆς θείας φύσεως, δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι διὰ μέσου αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος μετέχει καὶ εἰς τὴν ἰδίαν τὴν φύσιν τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ ὄχι εἰς αὐτὴν καθ᾿ ἑαυτήν. Ἔτσι ἐδῶ ἔχομεν μίαν ἀντινομίαν· τὴν φύσιν τοῦ Θεοῦ νὰ καθίσταται μεθεκτὴ διὰ μέσου τῶν φυσικῶν της ἐνεργειῶν, ἐνῷ ταυτοχρόνως παραμένει ἀμέθεκτος ὡς ὑπερούσιος οὐσία. Πράγματι ἔτσι ἀντινομικῶς παρουσιάζεται ἡ θεία φύσις.
13. ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει ἐπίσης ὅτι ἡ θεοποιὸς ἐνέργεια ἢ χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μόνον ἡ ἰδία ἄκτιστος, ἀλλὰ καθιστᾷ ἀκτίστους καὶ τοὺς μετόχους της. Μετέχων ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν ἄκτιστον θεοποιὸν χάριν ἀποκτᾷ ὑπερφυσικὰς ἰδιότητας καί, ἐνῷ παραμένει ἐντὸς τοῦ παρόντος κόσμου, χωρὶς νὰ μεθίσταται ἀπὸ τὴν ἐπίγειον ζωήν, ἐντούτοις μετέχει τῆς ζωῆς τῆς θεότητος καὶ εἶναι κοινωνὸς τῆς ἀιδιότητος.
14. ῾Η μέθεξις τοῦ Θεοῦ συνδέεται στενῶς μὲ τὴν γνῶσιν αὐτοῦ. ῞Οπως ὁ Θεὸς εἶναι μεθεκτὸς καὶ ἀμέθεκτος, τοιουτοτρόπως εἶναι γνωστὸς καὶ ἄγνωστος· ἄγνωστος μὲν κατὰ τὴν οὐσίαν του, γνωστὸς δὲ κατὰ τὰς φυσικὰς ἐνεργείας του. ῾Η ἄμεσος καὶ προσωπικὴ γνῶσις τοῦ Θεοῦ ἀποκτᾶται μέσω τῆς μυστικῆς μὲ αὐτὸν κοινωνίας, καὶ ἡ ἀληθὴς θεογνωσία τοῦ ἀνθρώπου προβάλλει ὡς καρπὸς τῆς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐνεργουμένης θεώσεώς του. ῾Ο ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ θεολογῇ ἀσφαλῶς μόνον μὲ τὴν ὑπερφυᾶ ἕνωσίν του μὲ τὸ ἄκτιστον φῶς.
Φροντιστηριακὴ ἐργασία εἰς τὸ μάθημα τῆς δογματικῆς
τοῦ μαθητοῦ Δ. Μ. τῆς Δ΄ τάξεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λυκείου Πατρῶν,
Πάτραι, ἀπρίλιος 1989.
᾿Ηλεκτρονικὴ στοιχειοθεσία· ῾Αγία Παρασκευὴ ᾿Αττικῆς, δεκέμβριος 1998.
Μορφοποίησις καὶ δημοσίευσις διαδικτυακή· ᾿Αθῆναι, ὀκτώβριος 2018.