ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς Θέματα πίστεως (δογματικά, συμβολικὰ κ.λπ.) ΠΕΡΙ ΘΕΩΣΕΩΣ — ᾿Επίλογος

 

῾Η διδασκαλία

τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου

 

 

 

Ε Π Ι Λ Ο Γ ΟΣ

 

1. Τὸ συνασπαστικώτερο ἴσως σημεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιὰ τὴν θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός.  Εὐλόγως διερωτᾶται κανείς· εἶναι δυνατὸν σήμερα νὰ γίνῃ αὐτὸ πραγματικότης;

2. Εἶναι γεγονὸς ὅτι θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς στὰ μετέπειτα τοῦ ἁγίου χρόνια ἀτόνισε καὶ βαθμιαίως μέχρι τῶν ἡμερῶν μας ἀφανίσθηκε.  ῞Ομως πάντοτε ὑπῆρχαν καὶ θὰ ὑπάρχουν ἁγιασμέναι ἀπὸ τὴν ἄσκησιν μορφαί, ποὺ θὰ ἀπολαύ­ουν αὐτῆς τῆς ὑψηλῆς καὶ μυστικῆς κοινωνίας μετὰ τοῦ Θεοῦ.  Mία τέτοια σύγ­χρονος μορφὴ ἦτο καὶ ῾Αγιορείτης ᾿Ιωσὴφ ἡσυχαστής, ὅς τις ἐκοιμήθη μακαρίως τῷ 1959.

3. «῾Ο γέρων ᾿Ιωσὴφ σπηλαιώτης (†1959) προώθησε σημαντικὰ τὴν νη­πτικὴ ζωὴ στὸ ῞Αγιον ῎Ορος.  ῾Η ἀσκητική του αὐταπάρνησις ἦταν παροιμιώδης. Συνδυασμένη μάλιστα μὲ τὴν γλυκύτητα τῆς ἀγάπης προσήλκυσε κοντά του πνευ­ματικοὺς ἀετούς.  ᾿Εδῶ ἀναφέρουμε ἕνα ἐπεισόδιο ἐκδηλώσεως τοῦ διορατικοῦ του χαρίσματος, ὅπως ἴδιος τὸ περιέγραψε στὸν ὁμώνυμο ὑποτακτικό του γέ­ροντα ᾿Ιωσὴφ τὸν Νεοσκητιώτη.

4. »Καθόμουν ἐδῶ στὸ παράθυρό μου γονατιστὸς στὰ κουρέλια μου καὶ ἔλεγα τὴν εὐχή.  Σὲ μιὰ στιγμή, ὅπως κρατοῦσα τὸν νοῦ μου στὴν ἐνέργεια τῆς εὐχῆς, αὐξήθηκε περισσότερο τὸ φῶς, καὶ νοῦς μου ἄρχισε νὰ πλατύνεται καὶ νὰ περισ­σεύῃ τόσο, ποὺ ὅλα μοῦ ἔγιναν φωτεινὰ πλέον, καὶ ἔβλεπα ὅλη τὴν πλευρὰ τοῦ τόπου μας (ἦταν στὴν Μικρὰ ᾿Αγία ῎Αννα), ἀπὸ τὰ Κατουνάκια ὣς τὰ μοναστήρια κάτω, μέχρι τὴν Δάφνη, καθὼς καὶ πίσω μου, καὶ τίποτε δὲν μοῦ ἦταν ἀφανὲς ἄγνωστο.  Τὸ δὲ φῶς δὲν ἦταν τόσο, ὅπως τοῦτο τὸ φυσικὸ ποὺ δίνει ἥλιος τὸ τεχνητὸ ποὺ κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἦταν φῶς ἐξαίσιο, λευκό, ἄυλο, ποὺ δὲν εἶναι μόνον ἀπ᾿ ἔξω, καθὼς τοῦτο τὸ φυσικὸ ποὺ ἐπιτρέπει στοὺς ἔχοντας ὅρασι νὰ βλέπουν ἐξωτερικά.  Τὸ φῶς ἐκεῖνο εἶναι καὶ μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ αἰσθά­νεται σὰν δική του πνοή, καὶ τὸν γεμίζει σὰν τροφὴ καὶ ἀναπνοὴ καὶ τὸν ἐλαφρύ­νει ἀπὸ τὸ φυσικό του βάρος καὶ τὸν μεταμορφώνει ἔτσι, ποὺ νὰ μὴν ξέρῃ ἂν ἔχει σῶμα καὶ βάρος κάποιον περιορισμό.  Τότε εἶδα τὸν ἀδελφὸ ᾿Αθανάσιο νὰ ἔρχε­ται πρὸς ἐμᾶς ἀπὸ τὴν στράτα τοῦ ῾Αγίου Παύλου φορτωμένος μὲ τὸν μεγάλο ντορβᾶ του καὶ ἔμεινα νὰ τὸν παρακολουθῶ, ἕως ὅτου ἦρθε μέχρις ἐδῶ.  Τὸν ἔβλεπα σὲ ὅλες του τὶς κινήσεις· τὸν ἔβλεπα ἐκεῖ ποὺ καθόταν νὰ ξεκουρασθῇ νὰ ἀκουμπήσῃ τὸ φορτίο του· τὸν ἔβλεπα στὴν πηγὴ τῆς ῾Αγίας ῎Αννης στὸν μύλο, ὅπου σταμάτησε καὶ ἤπιε νερό, καὶ μέχρι ποὺ ἔφθασε στὴν πόρτα μας καὶ πῆρε τὸ κλειδὶ καὶ ἄνοιξε καὶ μπῆκε μέσα καὶ ἦρθε μπροστά μου καὶ ἔβαλε μετάνοια.  ῞Οταν νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καθαρίσῃ, χώρια ποὺ ἔχει καὶ δικό του φωτισμό, δέχεται ἐπιπροσθέτως καὶ τὸν φωτισμὸ τῆς θείας χάριτος».  (Μοναχοῦ Σε­ραφείμ, «Χαρίσματα καὶ χαρισματοῦχοι», τόμος α΄, σελίδες 98-99, ἐκδόσεις ἱερᾶς μονῆς Παρακλήτου, ᾿Ωρωπὸς ᾿Αττικῆς 1988.)

5. Πολὺ καθαρὰ καὶ μὲ ἀρκετὴ σαφήνεια περιγράφεται στὸ παραπάνω ἀπό­σπασμα μία ἐκδήλωσις ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν θέαν τοῦ ἀκτίστου φωτός.  ῞Ομως δὲν πρέπει ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ παράδειγμα νὰ βγάλωμε συμπέρασμα ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο ὅλοι νὰ πᾶμε στὶς ἐρημίες καὶ μὲ ἕνα κομποσχοῖνι στὸ χέρι νὰ λέμε τὴν καρδιακὴν νοερὰν προσευχήν, μέχρι νὰ δοῦμε τὸ ἄκτιστον φῶς.  Τοῦτο εἶναι γιὰ τοὺς ὀλί­γους κι ὄχι γιὰ τοὺς πολλούς.

6. ῍Αν παρέθεσα τοῦτο τὸ κείμενο, τὸ ἔκαμα γιὰ νὰ κατανοήσωμε· α΄) τὴν δύναμιν τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεώς μας καὶ β΄) ὅτι περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώ­που διδασκαλία ἔχει βγῆ μέσα ἀπὸ τὴν πεῖραν καὶ τὴν πρᾶξιν τῆς ἐκκλησίας μας.  Ἔτσι μπροστὰ στὴ σημερινὴν πρόκλησιν τῶν καιρῶν καὶ τὴν βαθιὰ πνευματικὴ κρίσι τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας ἐκκλησία ἀπαντᾷ συγκεκριμένα μὲ μία δι­δασκαλία ὄχι ἐξωπραγματική, ἀλλὰ ἀποδεδειγμένη ἐμπειρικῶς.  Καὶ μπορεῖ καὶ πρέπει σήμερον ἐκκλησία «νὰ ὑπογραμίσῃ καὶ νὰ προβάλῃ εὐθέως, ἀλλ᾿ ὑπὸ νέαν μορφήν, τὸν κύριον σκοπὸν τῆς συστάσεώς της», ποὺ εἶναι θέωσις τοῦ ἀνθρώπου. (Γεωργίου Μαντζαρίδου, «῾Η περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ», σελὶς 122.)

7. ῾Η ὀρθόδοξη παράδοσι δὲν εἶχε σημασίαν μόνο γιὰ τὸ παρελθὸν καὶ τὸ παρόν· ἔχει ἀναμφισβήτητα σημασία καὶ γιὰ τὸ μέλλον.  Γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο, τὸν παγκόσμιο κόσμο γενικώτερα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἑλληνικὸ χῶρο εἰδικώτερα ἀπὸ τὸ 1992 καὶ μετὰ μὲ τὴν πλήρη ἔνταξι τῆς ῾Ελλάδος εἰς τὴν Εὐρωπαϊκὴν Οἰ­κονομικὴν Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.), ἐκεῖ ἀκριβῶς θὰ εἶναι ῥόλος τῆς ἑλληνορθοδό­ξου παραδόσεως θετικὸς καὶ μοναδικός.  Πολλῷ δὲ μᾶλλον ὅπου εἰς τὸν διεθνῆ χῶρον ὑπάρχουν πολλοὶ σύγχρονοι ἐρευνητές, θεολόγοι καὶ κοινωνιολόγοι καὶ φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι πολὺ σοβαρὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν μελέτη τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καὶ τῆς ὀρθοδόξου ζωῆς, τοῦ ὀρθοδόξου βιώματος, δηλαδὴ μὲ τὰ πιστεύματα τῆς ὀρθόδοξου ἐκκλησίας.  ᾿Απὸ τὸ 1992 ῥόλος τῆς ὀρθοδόξου μας παραδόσεως θὰ εἶναι θετικὸς καὶ μοναδικὸς εἰς δύο τομεῖς.  ᾿Αφ᾿ ἑνὸς μὲν μόνον μελετῶντας αὐτὴν τὴν παράδοσι, τὴν ἑλληνορθόδοξο, καὶ συνδεδεμένοι μὲ τὶς ῥίζες μας θὰ μπορέσωμε νὰ μὴν ἀπορροφηθοῦμε καὶ νὰ μὴν ἀφομοιωθοῦμε, δεδο­μένου ὅτι εἴμεθα ὀλιγάριθμος λαός, ἀπὸ τίς μᾶζες τῶν ἑκατομμυρίων τῆς Εὐρώ­πης· ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ μόνον ὀρθόδοξος παράδοσις ἔχει νὰ παρουσιάσῃ λύσεις διὰ τὰ τόσα προβλήματα ποὺ παρουσιάζονται εἰς τὸν κόσμον, μόνον ὀρθοδοξία μπορεῖ νὰ φωτίσῃ τὰ πνευματικά σκότη, νὰ δώσῃ γαλήνην ἀντὶ τοῦ ἄγχους, νὰ προσφέρῃ διεξόδους ἀπὸ τὴν βαθεῖαν πνευματικὴν κρίσιν τοῦ συγχρόνου ἀν­θρώπου. (Αἱ σκέψεις τῆς παραγράφου ταύτης ἐλήφθησαν ἐκ ῥαδιοφωνικοῦ κηρύγματος τοῦ μητρο­πολίτου Κερκύρας καὶ Παξῶν Τιμοθέου μεταδοθὲν εἰς τὰς 18 μαρτίου 1989.)

8. Τὸ θέμα ὅμως εἶναι κατὰ πόσον ἡμεῖς ποὺ λεγόμεθα χριστιανοί, καὶ μάλι­στα ὀρθόδοξοι, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἐνδιαφερόμεθα γιὰ τὴν ἐκκλησία καὶ ἀγωνιζό­μεθα ὑπὲρ αὐτῆς, κατὰ πόσον ἔχομε εἰλικρινῆ ἐσωτερικὴ καὶ ὄχι ἐπιφανειακὴ σχέ­σι μὲ τὴν πνευματικότητα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεώς μας.  Κατὰ πόσον εἴμεθα χριστιανοὶ ἔργῳ καὶ ὄχι μόνῳ λόγῳ;  Αὐτὴν τὴν κατάστασιν περιγράφει καὶ κα­θηγητὴς Γεώργιος Μαντζαρίδης τελειώνοντας τὴν διατριβή του «῾Η περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ» (σελὶς 122)· «...Παρὰ ταῦτα θέωσις τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔπαυσε ν᾿ ἀποτελῇ τὸ ἰδεῶδες τῆς ὀρθοδοξίαςκαὶ νὰ συνιστᾷ τὸν κύριον σκοπὸν ὑπάρξεως τῆς ἐκκλησίας. ῾Η τελευταία αὕτη παρατή­ρησις ὁμοιάζει ἴσως πρὸς εὐσεβῆ πόθον ἐν ὄψει τῆς πραγματικότητος τῆς συγχρό­νου ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.  Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἐκκοσμίκευσις τοῦ ἐκκλησιαστι­κοῦ πληρώματος, χαλάρωσις τοῦ ζωντανοῦ συνδέσμου αὐτοῦ μετὰ τῆς ἐκκλησι­αστικῆς παραδόσεως, τυφλὴ ἐνίοτε πρόσληψις θεολογικῶν διδασκαλιῶν καὶ μορφῶν ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀμφιβόλου προελεύσεως καὶ ἐντεῦθεν προερχο­μένη λογοκρατικὴ καὶ ἠθικιστικὴ θεώρησις τοῦ χριστιανισμοῦ εἰς βάρος τοῦ μυ­στηριακοῦ αὐτοῦ χαρακτῆρος καὶ τῆς μυστικῆς αὐτοῦ διαστάσεως συνετέλεσαν, ὥστε φράσις θέωσις τοῦ ἀνθρώπουνὰ ἠχῇ κάπως παράδοξος καὶ εἰς ὧτα ὀρ­θοδόξων χριστιανῶν.  Τοῦτο ὅμως οὐδόλως σημαίνει ὅτι καὶ ἐκκλησία δύναται νὰ λησμονήσῃ νὰ παραμερίσῃ τὴν ἐπιδίωξιν τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ βασικοῦ της αὐτοῦ προορισμοῦ.  ᾿Αντιθέτως μάλιστα κατὰ τὴν σημερινὴν ἐποχήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἄνθρωπος ἀποκτᾷ ἰδιαιτέραν ἐμπειρίαν ἑνὸς θεμελιώδους κατὰ τὴν διδα­σκαλίαν τοῦ Παλαμᾶ στοιχείου τῆς θείας προελεύσεώς του, τῆς κυριαρχικῆς του δηλαδὴ ἐξουσίας ἐπὶ τοῦ κόσμου, δύναται ἐκκλησία νὰ ὑπογραμμίσῃ καὶ νὰ προβάλῃ εὐθέως, ἀλλ᾿ ὑπὸ νέαν μορφήν, τὸν κύριον σκοπὸν τῆς συστάσεώς της.  Τοῦτο δὲν θὰ ἐπιτύχῃ ἐπιστρέφουσα ὁλοσχερῶς εἰς τὸν Παλαμᾶν εἰς τοὺς μεγά­λους πατέρας τῆς ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ ἐπαναβαπτιζομένη εἰς τὸ πνεῦμα ἐκείνων καὶ βαδίζουσα ἀκολούθως πρὸς συνάντησιν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ προοριζομένης νὰ ὁμοιάσῃ τὸ πρότυπον αὐτῆς».

9. ῎Ηδη συνάντησις ἐκκλησίας καὶ συγχρόνου ἀνθρώπου ἐπιτελεῖται σήμε­ρον μὲ ταχύτατον ῥυθμὸν ἐν ὄψει μάλιστα τοῦ 1992.  Αραγε μποροῦμε νὰ ποῦμε τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν ἐπανεμβαπτισμὸ τῆς ἐκκλησίας στὸ πνεῦμα τῶν μεγάλων πατέ­ρων, στὸ πνεῦμα τῆς παραδόσεώς της;

 

 

 

 

 

 

Φροντιστηριακὴ ἐργασία εἰς τὸ μάθημα τῆς δογματικῆς

τοῦ μαθητοῦ Δ. Μ. τῆς Δ΄ τάξεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λυκείου Πατρῶν,

Πάτραι, ἀπρίλιος 1989.

᾿Ηλεκτρονικὴ στοιχειοθεσία· ῾Αγία Παρασκευὴ ᾿Αττικῆς, δεκέμβριος 1998.

Μορφοποίησις καὶ δημοσίευσις διαδικτυακή· ᾿Αθῆναι, ὀκτώβριος 2018.

 

 

῾Η διδασκαλία

τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου

 

 

 

Ε Π Ι Λ Ο Γ ΟΣ

 

1. Τὸ συνασπαστικώτερο ἴσως σημεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιὰ τὴν θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός.  Εὐλόγως διερωτᾶται κανείς· εἶναι δυνατὸν σήμερα νὰ γίνῃ αὐτὸ πραγματικότης;

2. Εἶναι γεγονὸς ὅτι θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς στὰ μετέπειτα τοῦ ἁγίου χρόνια ἀτόνισε καὶ βαθμιαίως μέχρι τῶν ἡμερῶν μας ἀφανίσθηκε.  ῞Ομως πάντοτε ὑπῆρχαν καὶ θὰ ὑπάρχουν ἁγιασμέναι ἀπὸ τὴν ἄσκησιν μορφαί, ποὺ θὰ ἀπολαύ­ουν αὐτῆς τῆς ὑψηλῆς καὶ μυστικῆς κοινωνίας μετὰ τοῦ Θεοῦ.  Mία τέτοια σύγ­χρονος μορφὴ ἦτο καὶ ῾Αγιορείτης ᾿Ιωσὴφ ἡσυχαστής, ὅς τις ἐκοιμήθη μακαρίως τῷ 1959.

3. «῾Ο γέρων ᾿Ιωσὴφ σπηλαιώτης (†1959) προώθησε σημαντικὰ τὴν νη­πτικὴ ζωὴ στὸ ῞Αγιον ῎Ορος.  ῾Η ἀσκητική του αὐταπάρνησις ἦταν παροιμιώδης. Συνδυασμένη μάλιστα μὲ τὴν γλυκύτητα τῆς ἀγάπης προσήλκυσε κοντά του πνευ­ματικοὺς ἀετούς.  ᾿Εδῶ ἀναφέρουμε ἕνα ἐπεισόδιο ἐκδηλώσεως τοῦ διορατικοῦ του χαρίσματος, ὅπως ἴδιος τὸ περιέγραψε στὸν ὁμώνυμο ὑποτακτικό του γέ­ροντα ᾿Ιωσὴφ τὸν Νεοσκητιώτη.

4. »Καθόμουν ἐδῶ στὸ παράθυρό μου γονατιστὸς στὰ κουρέλια μου καὶ ἔλεγα τὴν εὐχή.  Σὲ μιὰ στιγμή, ὅπως κρατοῦσα τὸν νοῦ μου στὴν ἐνέργεια τῆς εὐχῆς, αὐξήθηκε περισσότερο τὸ φῶς, καὶ νοῦς μου ἄρχισε νὰ πλατύνεται καὶ νὰ περισ­σεύῃ τόσο, ποὺ ὅλα μοῦ ἔγιναν φωτεινὰ πλέον, καὶ ἔβλεπα ὅλη τὴν πλευρὰ τοῦ τόπου μας (ἦταν στὴν Μικρὰ ᾿Αγία ῎Αννα), ἀπὸ τὰ Κατουνάκια ὣς τὰ μοναστήρια κάτω, μέχρι τὴν Δάφνη, καθὼς καὶ πίσω μου, καὶ τίποτε δὲν μοῦ ἦταν ἀφανὲς ἄγνωστο.  Τὸ δὲ φῶς δὲν ἦταν τόσο, ὅπως τοῦτο τὸ φυσικὸ ποὺ δίνει ἥλιος τὸ τεχνητὸ ποὺ κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἦταν φῶς ἐξαίσιο, λευκό, ἄυλο, ποὺ δὲν εἶναι μόνον ἀπ᾿ ἔξω, καθὼς τοῦτο τὸ φυσικὸ ποὺ ἐπιτρέπει στοὺς ἔχοντας ὅρασι νὰ βλέπουν ἐξωτερικά.  Τὸ φῶς ἐκεῖνο εἶναι καὶ μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ αἰσθά­νεται σὰν δική του πνοή, καὶ τὸν γεμίζει σὰν τροφὴ καὶ ἀναπνοὴ καὶ τὸν ἐλαφρύ­νει ἀπὸ τὸ φυσικό του βάρος καὶ τὸν μεταμορφώνει ἔτσι, ποὺ νὰ μὴν ξέρῃ ἂν ἔχει σῶμα καὶ βάρος κάποιον περιορισμό.  Τότε εἶδα τὸν ἀδελφὸ ᾿Αθανάσιο νὰ ἔρχε­ται πρὸς ἐμᾶς ἀπὸ τὴν στράτα τοῦ ῾Αγίου Παύλου φορτωμένος μὲ τὸν μεγάλο ντορβᾶ του καὶ ἔμεινα νὰ τὸν παρακολουθῶ, ἕως ὅτου ἦρθε μέχρις ἐδῶ.  Τὸν ἔβλεπα σὲ ὅλες του τὶς κινήσεις· τὸν ἔβλεπα ἐκεῖ ποὺ καθόταν νὰ ξεκουρασθῇ νὰ ἀκουμπήσῃ τὸ φορτίο του· τὸν ἔβλεπα στὴν πηγὴ τῆς ῾Αγίας ῎Αννης στὸν μύλο, ὅπου σταμάτησε καὶ ἤπιε νερό, καὶ μέχρι ποὺ ἔφθασε στὴν πόρτα μας καὶ πῆρε τὸ κλειδὶ καὶ ἄνοιξε καὶ μπῆκε μέσα καὶ ἦρθε μπροστά μου καὶ ἔβαλε μετάνοια.  ῞Οταν νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καθαρίσῃ, χώρια ποὺ ἔχει καὶ δικό του φωτισμό, δέχεται ἐπιπροσθέτως καὶ τὸν φωτισμὸ τῆς θείας χάριτος».  (Μοναχοῦ Σε­ραφείμ, «Χαρίσματα καὶ χαρισματοῦχοι», τόμος α΄, σελίδες 98-99, ἐκδόσεις ἱερᾶς μονῆς Παρακλήτου, ᾿Ωρωπὸς ᾿Αττικῆς 1988.)

5. Πολὺ καθαρὰ καὶ μὲ ἀρκετὴ σαφήνεια περιγράφεται στὸ παραπάνω ἀπό­σπασμα μία ἐκδήλωσις ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν θέαν τοῦ ἀκτίστου φωτός.  ῞Ομως δὲν πρέπει ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ παράδειγμα νὰ βγάλωμε συμπέρασμα ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο ὅλοι νὰ πᾶμε στὶς ἐρημίες καὶ μὲ ἕνα κομποσχοῖνι στὸ χέρι νὰ λέμε τὴν καρδιακὴν νοερὰν προσευχήν, μέχρι νὰ δοῦμε τὸ ἄκτιστον φῶς.  Τοῦτο εἶναι γιὰ τοὺς ὀλί­γους κι ὄχι γιὰ τοὺς πολλούς.

6. ῍Αν παρέθεσα τοῦτο τὸ κείμενο, τὸ ἔκαμα γιὰ νὰ κατανοήσωμε· α΄) τὴν δύναμιν τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεώς μας καὶ β΄) ὅτι περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώ­που διδασκαλία ἔχει βγῆ μέσα ἀπὸ τὴν πεῖραν καὶ τὴν πρᾶξιν τῆς ἐκκλησίας μας.  Ἔτσι μπροστὰ στὴ σημερινὴν πρόκλησιν τῶν καιρῶν καὶ τὴν βαθιὰ πνευματικὴ κρίσι τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας ἐκκλησία ἀπαντᾷ συγκεκριμένα μὲ μία δι­δασκαλία ὄχι ἐξωπραγματική, ἀλλὰ ἀποδεδειγμένη ἐμπειρικῶς.  Καὶ μπορεῖ καὶ πρέπει σήμερον ἐκκλησία «νὰ ὑπογραμίσῃ καὶ νὰ προβάλῃ εὐθέως, ἀλλ᾿ ὑπὸ νέαν μορφήν, τὸν κύριον σκοπὸν τῆς συστάσεώς της», ποὺ εἶναι θέωσις τοῦ ἀνθρώπου. (Γεωργίου Μαντζαρίδου, «῾Η περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ», σελὶς 122.)

7. ῾Η ὀρθόδοξη παράδοσι δὲν εἶχε σημασίαν μόνο γιὰ τὸ παρελθὸν καὶ τὸ παρόν· ἔχει ἀναμφισβήτητα σημασία καὶ γιὰ τὸ μέλλον.  Γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο, τὸν παγκόσμιο κόσμο γενικώτερα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἑλληνικὸ χῶρο εἰδικώτερα ἀπὸ τὸ 1992 καὶ μετὰ μὲ τὴν πλήρη ἔνταξι τῆς ῾Ελλάδος εἰς τὴν Εὐρωπαϊκὴν Οἰ­κονομικὴν Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.), ἐκεῖ ἀκριβῶς θὰ εἶναι ῥόλος τῆς ἑλληνορθοδό­ξου παραδόσεως θετικὸς καὶ μοναδικός.  Πολλῷ δὲ μᾶλλον ὅπου εἰς τὸν διεθνῆ χῶρον ὑπάρχουν πολλοὶ σύγχρονοι ἐρευνητές, θεολόγοι καὶ κοινωνιολόγοι καὶ φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι πολὺ σοβαρὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν μελέτη τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καὶ τῆς ὀρθοδόξου ζωῆς, τοῦ ὀρθοδόξου βιώματος, δηλαδὴ μὲ τὰ πιστεύματα τῆς ὀρθόδοξου ἐκκλησίας.  ᾿Απὸ τὸ 1992 ῥόλος τῆς ὀρθοδόξου μας παραδόσεως θὰ εἶναι θετικὸς καὶ μοναδικὸς εἰς δύο τομεῖς.  ᾿Αφ᾿ ἑνὸς μὲν μόνον μελετῶντας αὐτὴν τὴν παράδοσι, τὴν ἑλληνορθόδοξο, καὶ συνδεδεμένοι μὲ τὶς ῥίζες μας θὰ μπορέσωμε νὰ μὴν ἀπορροφηθοῦμε καὶ νὰ μὴν ἀφομοιωθοῦμε, δεδο­μένου ὅτι εἴμεθα ὀλιγάριθμος λαός, ἀπὸ τίς μᾶζες τῶν ἑκατομμυρίων τῆς Εὐρώ­πης· ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ μόνον ὀρθόδοξος παράδοσις ἔχει νὰ παρουσιάσῃ λύσεις διὰ τὰ τόσα προβλήματα ποὺ παρουσιάζονται εἰς τὸν κόσμον, μόνον ὀρθοδοξία μπορεῖ νὰ φωτίσῃ τὰ πνευματικά σκότη, νὰ δώσῃ γαλήνην ἀντὶ τοῦ ἄγχους, νὰ προσφέρῃ διεξόδους ἀπὸ τὴν βαθεῖαν πνευματικὴν κρίσιν τοῦ συγχρόνου ἀν­θρώπου. (Αἱ σκέψεις τῆς παραγράφου ταύτης ἐλήφθησαν ἐκ ῥαδιοφωνικοῦ κηρύγματος τοῦ μητρο­πολίτου Κερκύρας καὶ Παξῶν Τιμοθέου μεταδοθὲν εἰς τὰς 18 μαρτίου 1989.)

8. Τὸ θέμα ὅμως εἶναι κατὰ πόσον ἡμεῖς ποὺ λεγόμεθα χριστιανοί, καὶ μάλι­στα ὀρθόδοξοι, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἐνδιαφερόμεθα γιὰ τὴν ἐκκλησία καὶ ἀγωνιζό­μεθα ὑπὲρ αὐτῆς, κατὰ πόσον ἔχομε εἰλικρινῆ ἐσωτερικὴ καὶ ὄχι ἐπιφανειακὴ σχέ­σι μὲ τὴν πνευματικότητα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεώς μας.  Κατὰ πόσον εἴμεθα χριστιανοὶ ἔργῳ καὶ ὄχι μόνῳ λόγῳ;  Αὐτὴν τὴν κατάστασιν περιγράφει καὶ κα­θηγητὴς Γεώργιος Μαντζαρίδης τελειώνοντας τὴν διατριβή του «῾Η περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ» (σελὶς 122)· «...Παρὰ ταῦτα θέωσις τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔπαυσε ν᾿ ἀποτελῇ τὸ ἰδεῶδες τῆς ὀρθοδοξίαςκαὶ νὰ συνιστᾷ τὸν κύριον σκοπὸν ὑπάρξεως τῆς ἐκκλησίας. ῾Η τελευταία αὕτη παρατή­ρησις ὁμοιάζει ἴσως πρὸς εὐσεβῆ πόθον ἐν ὄψει τῆς πραγματικότητος τῆς συγχρό­νου ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.  Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἐκκοσμίκευσις τοῦ ἐκκλησιαστι­κοῦ πληρώματος, χαλάρωσις τοῦ ζωντανοῦ συνδέσμου αὐτοῦ μετὰ τῆς ἐκκλησι­αστικῆς παραδόσεως, τυφλὴ ἐνίοτε πρόσληψις θεολογικῶν διδασκαλιῶν καὶ μορφῶν ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀμφιβόλου προελεύσεως καὶ ἐντεῦθεν προερχο­μένη λογοκρατικὴ καὶ ἠθικιστικὴ θεώρησις τοῦ χριστιανισμοῦ εἰς βάρος τοῦ μυ­στηριακοῦ αὐτοῦ χαρακτῆρος καὶ τῆς μυστικῆς αὐτοῦ διαστάσεως συνετέλεσαν, ὥστε φράσις θέωσις τοῦ ἀνθρώπουνὰ ἠχῇ κάπως παράδοξος καὶ εἰς ὧτα ὀρ­θοδόξων χριστιανῶν.  Τοῦτο ὅμως οὐδόλως σημαίνει ὅτι καὶ ἐκκλησία δύναται νὰ λησμονήσῃ νὰ παραμερίσῃ τὴν ἐπιδίωξιν τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ βασικοῦ της αὐτοῦ προορισμοῦ.  ᾿Αντιθέτως μάλιστα κατὰ τὴν σημερινὴν ἐποχήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἄνθρωπος ἀποκτᾷ ἰδιαιτέραν ἐμπειρίαν ἑνὸς θεμελιώδους κατὰ τὴν διδα­σκαλίαν τοῦ Παλαμᾶ στοιχείου τῆς θείας προελεύσεώς του, τῆς κυριαρχικῆς του δηλαδὴ ἐξουσίας ἐπὶ τοῦ κόσμου, δύναται ἐκκλησία νὰ ὑπογραμμίσῃ καὶ νὰ προβάλῃ εὐθέως, ἀλλ᾿ ὑπὸ νέαν μορφήν, τὸν κύριον σκοπὸν τῆς συστάσεώς της.  Τοῦτο δὲν θὰ ἐπιτύχῃ ἐπιστρέφουσα ὁλοσχερῶς εἰς τὸν Παλαμᾶν εἰς τοὺς μεγά­λους πατέρας τῆς ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ ἐπαναβαπτιζομένη εἰς τὸ πνεῦμα ἐκείνων καὶ βαδίζουσα ἀκολούθως πρὸς συνάντησιν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ προοριζομένης νὰ ὁμοιάσῃ τὸ πρότυπον αὐτῆς».

9. ῎Ηδη συνάντησις ἐκκλησίας καὶ συγχρόνου ἀνθρώπου ἐπιτελεῖται σήμε­ρον μὲ ταχύτατον ῥυθμὸν ἐν ὄψει μάλιστα τοῦ 1992.  Αραγε μποροῦμε νὰ ποῦμε τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν ἐπανεμβαπτισμὸ τῆς ἐκκλησίας στὸ πνεῦμα τῶν μεγάλων πατέ­ρων, στὸ πνεῦμα τῆς παραδόσεώς της;