ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς Σύγχρονοι προβληματισμoί Τρομολαγνεία καὶ ἀγαπολαγνεία σὲ τραγικὰ γεγονότα (Ναυπάκτου ῾Ιεροθέου)

Τρομολαγνεία καὶ ἀγαπολαγνεία

σὲ τραγικὰ γεγονότα

 

 

Τοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. ῾Ιεροθέου (Βλάχου)

 

 

Ἐθνικὸ πένθος κηρύχθηκε λόγῳ τῶν φοβερῶν καταστροφῶν ποὺ συνέβησαν στὴν πατρίδα μας καὶ ἀποτελοῦν ἐθνικὴ τραγωδία. Εἶναι ὄντως φοβερὸ γεγονὸς νὰ πεθαίνουν ἄνθρωποι κάτω ἀπὸ τέτοιες τραγικὲς συνθῆκες, καὶ ἀκόμη νὰ καταστρέφεται τὸ περιβάλλον, τὸ «κόσμημα» τοῦ Θεοῦ.

 

1. Βαθὺς πόνος

 

Ὅσοι αἰσθάνονται τὴν τραγικὴ κατάσταση τῶν ἡμερῶν αὐτῶν πονοῦν καὶ πενθοῦν στὴν καρδιά τους.

Πῶς ὅμως νὰ παρηγορήσης τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχασαν τοὺς συγγενεῖς τους; Πῶς νὰ καταλάβης αὐτοὺς ποὺ πῆγαν στὸ νεκροτομεῖο, γιὰ νὰ ἀναγνωρίσουν τοὺς ἀνθρώπους τους μέσα σὲ τόσους ἀπανθρακωμένους; Πῶς νὰ συναισθανθῆς καὶ νὰ πονέσης μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἀναζητοῦν τοὺς ἀγνοουμένους συγγενεῖς τους καὶ ζοῦν μεταξὺ ἐλπίδας καὶ ἀπογνώσεως, στὰ ὅρια ζωῆς καὶ θανάτου; Πῶς νὰ νιώσης τὸν διασώστη ποὺ εἶδε ἕναν σωρὸ στάχτη καὶ ἀφαιρώντας την εἶδε ἕνα καμένο κρανίο καὶ μερικὰ κόκκαλα; Πῶς νὰ ἔλθης στὴν θέση τοῦ διασώστη ποὺ ἔγραψε ὅτι «σὲ τέτοιους τόπους ποὺ τριγυρνᾶς ὁ ἀέρας μυρίζει ἀλλιῶς, μυρίζει... θάνατο»;

Σὲ αὐτὲς τὶς καταστάσεις δὲν μπορεῖς νὰ μιλήσης, δὲν μπορεῖς νὰ κάνης ποιμαντικὴ μὲ ἠθικολογίες.

Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφοντας ἐπιστολὴ σὲ μιὰ γυναῖκα, τῆς ὁποίας πέθανε τὸ παιδί της, μεταξὺ ἄλλων γράφει· «Σκόπευα νὰ σιωπήσω πρὸς τὴν κοσμιότητά σου, σκεπτώμενος ὅτι, ὅπως στὸν ὀφθαλμὸ ποὺ πάσχει ἀπὸ φλεγμονὴ καὶ τὸ ἁπαλότερο παρηγορητικὸ ἐπίθεμα προκαλεῖ ἀνία-πόνο, ἔτσι καὶ στὴν ψυχὴ ποὺ ἔχει κτυπηθῆ ἀπὸ βαριὰ θλίψη, ὁ λόγος, καὶ ἂν φέρη πολλὴ παρηγοριά, φαίνεται νὰ εἶναι κάπως ὀχληρός, ὅταν προφέρεται στὴν ὥρα τῆς ἀγωνίας». Αὐτὸ δείχνει μιὰ ποιμαντικὴ εὐαισθησίας καὶ τρυφερότητας, θὰ λέγαμε μιὰ ποιμαντικὴ διακρίσεως.

Στὴν προκειμένη περίπτωση θὰ ἀρκοῦσε αὐτὸ ποὺ ἔγραψε κάποιος τηλεοπτικὸς σταθμὸς τοῦ ἐξωτερικοῦ· «προσευχὴ γιὰ τὴν Ἑλλάδα». Αὐτὸ τὰ λέει ὅλα. Προσευχὴ γιὰ θύτες καὶ θύματα, γιὰ ἄρχοντες καὶ ἀρχομένους, γιὰ πονεμένους καὶ νεκρούς, γιὰ κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Γιατὶ σὲ στιγμὲς ἀγωνίας καὶ ὁ παρηγορητικὸς λόγος εἶναι ὀδυνηρός, δὲν ἀντέχεται, ἀρκεῖ ἡ σιωπηλὴ ἀρχοντικὴ παρουσία.

Τουλάχιστον ὅταν θέλουμε νὰ μιλήσουμε, νὰ μιλᾶμε μέσα ἀπὸ τὴν θεολογία τῆς «συμπάσχουσας καρδίας».

 

2. Ὁ ἄστατος θεολογικὸς λόγος

 

Δυστυχῶς σὲ τέτοιες στιγμὲς ἀκούγονται διάφοροι «θεολογικοὶ» λόγοι, ἄλλοτε ὅτι εἶναι τιμωρία τοῦ Θεοῦ, ἄλλοτε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἐπιστρατεύονται ἁγιογραφικὰ καὶ λειτουργικὰ κείμενα γιὰ νὰ τεκμηριωθοῦν οἱ ἀπόψεις. Ὅμως ἡ ἑρμηνεία τῶν σχετικῶν χωρίων εἶναι τὶς περισσότερες φορὲς παραποιητική.

Βεβαίως ὑπάρχουν ἁγιογραφικὰ χωρία στὰ ὁποῖα γίνεται λόγος γιὰ τὴν «ὀργὴ» τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄλλα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅμως πῶς συνδυάζονται αὐτὰ μεταξύ τους καὶ πῶς ἑρμηνεύονται;

Σύμφωνα μὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ὁ Θεὸς δὲν διακρίνεται ἀπὸ τὶς ἐμπαθεῖς καταστάσεις τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ στέλλει τὴν χάρη του καὶ τὴν ἐνέργειά του σὲ ὅλη τὴν κτίση. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι ὁ Πατήρ του ὁ ἐν οὐρανοῖς «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. ε΄ 45). Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι αἴτιος τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ, ὁ Θεὸς εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ἀνάγκη καὶ ἰδιοτέλεια.

Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο «οὐκ ἐκεῖνος (δηλαδὴ ὁ Θεὸς) ἐστὶν ὁ ἐχθραίνων, ἀλλ᾿ ἠμεῖς· Θεὸς γὰρ οὐδέποτε ἐχθραίνει». Δὲν εἶναι δυνατὸν τὶς δικές μας ἐμπαθεῖς καταστάσεις νὰ τὶς ἀποδίδουμε στὸν Θεό.

Βεβαίως στὴν Ἁγία Γραφὴ ὑπάρχουν φράσεις ποὺ κάνουν λόγο γιὰ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου· «ἀποκαλύπτεται γὰρ ὀργὴ Θεοῦ ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐπὶ πᾶσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ κατεχόντων» (Ρωμ. α΄ 18). Ἀλλὰ τέτοια χωρία πρέπει νὰ ἑρμηνευθοῦν μέσα ἀπὸ τὴν ὅλη ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση, ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε «τέκνα φύσει ὀργῆς», ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· «Ἐν οἶς καὶ ἠμεῖς πάντες ἀνεστράφημεν ποτὲ ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς σαρκὸς ἡμῶν, ποιοῦντες τὰ θελήματα τῆς σαρκὸς καὶ τῶν διανοιῶν, καὶ ἦμεν τέκνα φύσει ὀργῆς, ὡς καὶ οἱ λοιποί» (᾿Εφ. β΄ 3).

Στὴν πραγματικότητα αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ὀργὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δική μας αἴσθηση ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὀργισμένος καὶ μᾶς τιμωρεῖ, ὁπότε ἐμεῖς αὐτοτιμωρούμαστε, ἐπειδὴ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ καὶ αἰσθανόμαστε τὸν Θεὸ ὀργισμένο.

Εἶναι σὰν νὰ τοποθετοῦμε ἕνα λουλούδι μέσα στὸ σκοτάδι, τὸ ὁποῖο μαραίνεται, γιατὶ στερεῖται τῶν ζωογόνων ἀκτίνων τοῦ ἡλίου. ῾Οπότε δὲν μποροῦμε νὰ ἀποδώσουμε εὐθύνες στὸν ἥλιο, ὁ ὁποῖος ἐξακολουθεῖ νὰ στέλλη τὸ φῶς του στὴν κτίση. Ἔτσι πρέπει νὰ ἑρμηνευθοῦν ὅλα τὰ σχετικὰ ἁγιογραφικὰ χωρία γιὰ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.

 

Ὑπάρχουν ἄλλοι οἱ ὁποῖοι δὲν θέλουν νὰ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀντὶ νὰ ἑρμηνεύουν ὀρθόδοξα τὰ σχετικὰ χωρία τῆς «συμβολικῆς θεολογίας», ἀρέσκονται νὰ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὡσὰν ὁ Θεὸς νὰ δέχεται καὶ νὰ ἀμνηστεύη τὰ πάντα καὶ νὰ μὴν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου.

Καὶ οἱ ἄνθρωποι κάνουν τέτοιες ἐπεμβάσεις. Οἱ χειρουργοὶ ἰατροὶ ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης στὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο ἀποκόπτουν ἄρρωστα μέλη τοῦ σώματός του, οἱ διδάσκαλοι βαθμολογοῦν μὲ χαμηλὸ βαθμὸ τοὺς μαθητές τους καὶ οἱ γονεῖς παιδαγωγοῦν κατάλληλα τὰ παιδιά τους. Ἡ ἀγάπη δὲν ἀμνηστεύει ὅλες τὶς κακίες καὶ ὅλα τὰ ἀτοπήματα τῶν ἀγαπητῶν τους ἀνθρώπων.

Ὅσοι ὁμιλοῦν γιὰ τὸν Θεὸ μόνον ὡς ἀγάπη, ἴσως συναισθηματικῆς φύσεως, ἀμνηστεύοντας ὅλα τὰ ἐγκλήματα, ἀγνοοῦν τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεία ἀγάπη εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά του, ἡ ὁποία ἀποστέλλεται στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐνεργεῖ σὲ αὐτοὺς ἀνάλογα μὲ τὴν κατάστασή τους, ὅποτε ἄλλους σώζει καὶ ἄλλους καταδικάζει. Σὲ αὐτὸ δὲν εὐθύνεται ὁ Θεός, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δέχεται τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μὲ τὴν κατάστασή του.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλώντας γιὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἄδικος, χρησιμοποιεῖ τὸν λόγο «ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ καὶ οἰκτιρήσω ὃν ἂν οἰκτίρω» (Ἐξ. λγ΄ 19). Καὶ ἀποφαίνεται· «Ἄρα οὖν ὃν θέλει ἐλεεῖ, ὃν δὲ θέλει σκληρύνει» (Ρωμ. θ΄ 18). Ὅμως πῶς ἑρμηνεύεται αὐτὸ τὸ χωρίο; Ὑπάρχουν πολλὰ πατερικὰ κείμενα ποὺ τὸ ἑρμηνεύουν, ἀλλὰ θὰ ἀρκεσθῶ στὴν ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ Θεοφυλάκτου ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, ποὺ στηρίζεται στοὺς πατέρας, κατὰ τὴν μεταγλώτισση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.

«Ἄκουσον· καθὼς ὁ ἥλιος τὸ μὲν κηρὶ ἁπαλύνει, τὸν δὲ πηλὸν σκληρύνει, ὄχι καθ᾿ ἑαυτόν, ἀλλὰ διὰ τὴν διαφορετικὴν ὕλην τοῦ κηροῦ καὶ τοῦ πηλοῦ, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς τὴν πηλίνην καρδίαν τοῦ Φαραὼ λέγεται πὼς ἐσκλήρυνε· μὲ τί τρόπον; μὲ τὴν μακροθυμίαν του καὶ ὑπομονήν· διατὶ μακροθυμώντας καὶ ὑπομένοντας αὐτὸν τὸν ἔκαμε σκληρότερον· καθὼς χάριν παραδείγματος καὶ ἀνίσως τινὰς ἔχοντας δοῦλον πονηρόν, δὲν παιδεύη αὐτόν, ἀλλὰ μεταχειρίζεται φιλανθρωπίαν εἰς αὐτόν, τὸν κάμνει περισσότερον <πονηρὸν> ἀπὸ ὅ,τι ἦταν πρότερον· ὄχι πὼς ὁ αὐθέντης διδάσκει τὸν δοῦλον ἐκεῖνον τὴν πονηρίαν· ἀλλ᾿ ὅτι ὁ δοῦλος μεταχειρίζεται τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ αὐθέντου του εἰς αὔξησιν τῆς πονηρίας του, μὲ τὸ νὰ καταφρονῆ ἐκείνην».

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύοντας τὸ ψαλμικὸ χωρίο «φωνὴ Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός», γράφει ὅτι τὸ πῦρ ἔχει δύο δυνάμεις, τὴν καυστικὴ καὶ τὴν φωτιστική, γι᾿ αὐτὸ καίει καὶ φωτίζει. ῾Οπότε ἕνας ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν καυστικὴ ἰδιότητα, ἐνῷ ἄλλος αἰσθάνεται τὴν φωτιστικὴ ἰδιότητα. Ἔτσι ἑρμηνεύεται ὁ παράδεισος καὶ ἡ κόλαση, ὄχι δικανικά, ἀλλὰ ἰατρικά, θεραπευτικά. ῾Οπότε τὸ πῦρ τῆς κολάσεως εἶναι ἀλαμπές, μέθεξη τῆς καυστικῆς καὶ ὄχι τῆς φωτιστικῆς ἰδιότητας τοῦ ἀκτίστου Φωτός· καὶ τὸ φῶς τοῦ παραδείσου εἶναι ἄκαυστον, βίωση τῆς φωτιστικῆς καὶ ὄχι τῆς καυστικῆς ἰδιότητος. Ἡ ἔλλαμψη καὶ ἡ καύση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφερόμενος σὲ αὐτὸ τὸ θέμα γράφει ὅτι ἡ μέλλουσα ζωὴ εἶναι «φῶς τοῖς κεκαθαρμένοις τὴν διάνοιαν» «κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς καθαρότητος», ποὺ εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ χάρη γίνεται σκότος «τοῖς τυφλώττουσι τὸ ἡγεμονικόν», ποὺ εἶναι ἀλλοτρίωση τοῦ Θεοῦ «κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς ἐντεῦθεν ἀμβλυωπίας».

Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ πλαίσια ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος γράφει ὅτι ἡ κόλαση εἶναι ἡ μάστιγα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὅτι ἐν τῇ γεέννῃ κολαζόμενοι, τῇ μάστιγι τῆς ἀγάπης μαστίζονται». Καὶ συνεχίζει ὅτι εἶναι ἄτοπο νὰ ὑποστηρίζη κανεὶς «ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐν τῇ γεέννῃ στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ», γιατί ἡ ἀγάπη ἐνεργεῖ «ἐν τῇ δυνάμει αὐτῆς κατὰ διπλοῦν τρόπον· τοὺς μὲν ἁμαρτωλοὺς κολάζουσα, ὡς καὶ ἐνταῦθα συμβαίνει πρὸς φίλον ὑπὸ φίλου· τοὺς δὲ τετηρηκότας τὰ δέοντα εὐφραίνουσα ἐν αὐτῇ». Παντοῦ ὑπάρχει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξαρτᾶται πῶς τὴν βιώνει ὁ ἄνθρωπος.

Αὐτὴ ἐν ὀλίγοις εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση γιὰ τὴν «ὀργὴ» τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν «ἀγάπη» Του.

Ἂς παύσουν λοιπὸν μερικοὶ νὰ παρερμηνεύουν τὰ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καὶ ἄλλοτε νὰ τρομάζουν τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν «ὀργὴ» τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλοτε νὰ τοὺς καθησυχάζουν μὲ τὴν «ἀγάπη» τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ὅλη προφητική, ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση ποιμαίνει τοὺς ἀνθρώπους θεολογώντας καὶ θεολογεῖ ποιμαίνοντας, δηλαδὴ οἱ ποιμένες μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ θεραπεύουν τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε ἡ συνάντησή τους μὲ τὸν Θεὸ νὰ εἶναι φῶς καὶ ὄχι πῦρ. Αὐτὸ δὲν ὀφείλεται στὸν Θεό, ἀλλὰ στὴν ψυχικὴ κατάσταση κάθε ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτὸ ὅσο σκληρὴ εἶναι ἡ τρομολαγνεία, τόσο καὶ περισσότερο σκληρὴ εἶναι ἡ ἀγαπολαγνεία, ποὺ δὲν σῴζει.

 

3. Ἡ ἐπιδημία καὶ ἡ λαίλαπα τοῦ πυρός

 

Εἶναι γνωστὴ ἡ δύναμη τῆς φωτιᾶς. Τὸ πῦρ στὴν φιλοσοφία τοῦ ῾Ηρακλείτου εἶναι σύμβολο τῆς ζωῆς, τῆς κίνησης, τῆς νομοτέλειας, εἶναι ρυθμιστὴς τοῦ σύμπαντος. Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι τὸ πῦρ, ποὺ εἶναι στοιχεῖο τῆς φύσεως καὶ ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ζωή μας, ἀλλὰ ἡ κακὴ χρήση τοῦ πυρός, ἡ παράχρησή του.

Ἐκεῖνο ποὺ προβληματίζει ὅλους μας εἶναι ἡ ἐπιδημία τῶν ἀνεξέλεγκτων πυρκαγιῶν, κάθε χρόνο τέτοια περίοδο, ποὺ εἶναι σταθερὰ ἐπαναλαμβανόμενα γεγονότα, ἡ χρησιμοποίηση τῆς φωτιᾶς γιὰ νὰ καίγονται οἱ πόλεις καὶ οἱ οἰκισμοὶ μὲ φοβερὲς συνέπειες, ἤτοι τὴν ἀπώλεια ἀνθρώπων, τὴν καταστροφὴ τῶν οἰκιῶν καὶ τὸν ἀφανισμὸ τῶν δασῶν καὶ τῶν ζώων.

Ἡ ἐπιδημία αὐτὴ ὀφείλεται σὲ πολλὰ αἴτια, ὅταν ὅμως πρόκειται γιὰ ἐμπρησμούς, αὐτὸ ὀφείλεται στὰ «ἄρρωστα μυαλὰ» τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Πολλοὶ κάνουν λόγο γιὰ θεομηνία. Τὸ ἐρώτημα εἶναι· γιατί ἐμπλέκουν τὸν Θεὸ σὲ ὅλες τὶς ἐμπαθεῖς καταστάσεις τους; Δὲν μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ θεομηνία, ἀλλὰ γιὰ ἀνθρωπομανία, γιατί τέτοιες καταστροφὲς ὀφείλονται σὲ ἀνθρώπους, ποὺ ὁ Ντοστογιέφσκι θὰ τοὺς ὀνόμαζε «δαιμονισμένους», οἱ ὁποῖοι ἐκδηλώνουν τὶς ἐσωτερικὲς ἀρρωστημένες καταστάσεις τους ἀδιαφορώντας γιὰ τὰ φρικτὰ ἀποτελέσματα ποὺ δημιουργοῦνται.

Διερωτῶμαι· Ὅταν παρατηροῦνται τέτοια τρομακτικὰ γεγονότα, γιατί ἀμέσως τὸ μυαλὸ τῶν «θεολογούντων» ἀναμειγνύει τὸν Θεὸ σὲ αὐτά, ἄλλοτε μιλώντας γιὰ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλοτε γιὰ τὴν ἀγάπη Του; Γιατί ἐμπλέκουν τὸν Θεὸ στὶς δικές μας ἐμπαθεῖς διαθέσεις;

Βεβαίως ὑφίσταται ἡ ἀποστασία ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων καὶ ὑπάρχουν ἀμφίπλευρες εὐθύνες, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδίδεται στὸν Θεό, ἀφοῦ ξεκινοῦν ἀπὸ τὶς ἐμπαθεῖς καταστάσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς ἐγκληματικές τους ἐνέργειες. Ὁ Θεὸς καὶ σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις σέβεται τὴν ἐλευθερία τους, ἀκόμη σέβεται καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ παρεμβαίνει θεραπευτικὰ καὶ περιορίζει τὸ καταστροφικὸ ἔργο του.

Ἐκεῖνο ποὺ παρατηρῶ εἶναι ὅτι μερικοί, ἐξετάζοντας διάφορα γεγονότα, εὔκολα εἰσέρχονται στὸν χῶρο τῆς θεολογίας (τοῦ Θεοῦ), ἐνῷ αὐτὰ κινοῦνται στὸν χῶρο τῆς δαιμονολογίας. Οἱ δαίμονες παρακινοῦν τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὸ κακὸ καὶ ἐκεῖνοι ἀποδέχονται τὶς ἐνέργειές τους.

Παρατηρῶ ὅτι ὅσοι κάνουν λόγο γιὰ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἢ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀγνοοῦν τὴν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου. Ἡ δαιμονολογία εἶναι βασικὸ κεφάλαιο τῆς ὀρθοδόξου Δογματικῆς καὶ τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Ὅταν διαβάση κανεὶς τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δῆ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, τότε θὰ διαπιστώση ὅτι ὑπάρχει αὐτὴ ἡ πολεμικὴ τοῦ διαβόλου ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοῦ διαβόλου. Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο, ὄχι γιὰ νὰ ἀσκήση ἁπλῶς τὸν ἀλτρουϊσμὸ καὶ τὴν φιλανθρωπία, ἀλλὰ γιὰ νὰ νικήση τὸν διάβολο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο. Ἄλλωστε αὐτὴ ἦταν ἡ διαδικασία τῆς πτώσεως.

Δυστυχῶς πολλοὶ σύγχρονοι Κληρικοὶ καὶ θεολόγοι ἀρέσκονται νὰ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ὀργὴ ἢ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιὰ κοινωνικὰ θέματα, χρησιμοποιώντας ὡραία διπλωματική, εὐγενῆ, ἐκκοσμικευμένη γλῶσσα, τὴν γλῶσσα τῶν ἀνθρώπων μὲ ὑψηλὲς θέσεις, ποὺ συζητοῦν στὸ σαλόνι, ἐκφράζοντας ἁπλῶς τὴν θλίψη τους καὶ ἀμνηστεύοντας τοὺς τρεῖς μεγάλους ἐχθρούς, ποὺ εἶναι ὁ διάβολος, ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος. Δηλαδὴ ἠθικολογοῦν καὶ δὲν θεολογοῦν.

Ἔτσι ἀκυρώνουν στὴν πράξη τὸ ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὅποιος δὲν γνωρίση τὸ μῖσος τοῦ διαβόλου καὶ δὲν πολεμήση τὸν διάβολο, δὲν θὰ μπορέση νὰ αἰσθανθῆ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅποιος ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀμνηστεύει τὸ μῖσος καὶ τὸ ἔργο τοῦ διαβόλου, μᾶλλον εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας.

Τὰ γεγονότα ποὺ ζήσαμε καὶ ζοῦμε εἶναι ὄντως τραγικά. Εὐθύνονται πολλοὶ γι᾿ αὐτά, κυρίως οἱ ἐμπρηστές. Παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ περιορίση τὸ κακό, νὰ θεραπεύση αὐτὸ ποὺ πράττουν οἱ «δαιμονισμένοι», γιατὶ καὶ αὐτῶν σέβεται τὴν ἐλευθερία, ἀλλὰ περιορίζει τὸ καταστρεπτικό τους ἔργο.

Νὰ μάθουμε ὅμως καὶ ἐμεῖς νὰ μὴν ἐκφράζουμε μία «θεολογία» τῶν παθῶν μας, ἀλλὰ νὰ παρηγοροῦμε τοὺς ἀνθρώπους ἀγαπώντας ἐν ἀληθείᾳ καὶ ἀληθεύοντας ἐν ἀγάπῃ. Γιατὶ στὸ τέλος ἡ τρομολαγνεία καὶ ἡ ἀγαπολαγνεία εἶναι μιὰ ἀρνητικὴ θεολογία, εἶναι μιὰ ἄλλη πνευματικὴ πυρκαγιά, αἰώνιας διάρκειας.–

 

 

Πηγή· ἱστοσελὶς «᾿Εκκλησιαστικὴ Παρέμβαση» τῆς μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ ῾Αγίου Βλασίου (http://parembasis.gr/index.php/el/5368-2018-07-26a), ἡμερομηνία ἀρχικῆς δημοσιεύσεως 26/7/2018.

᾿Επιμέλεια παρούσης ἀναδημοσιεύσεως· Δ.Α. στὶς 30/7/2018.