ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς Σύγχρονοι προβληματισμoί ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ; [2006]

 

ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ;

 

Τοῦ ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣ. ΓΑΛΕΝΙΑΝΟΥ,

Δρος Θεολογίας καὶ Φιλοσοφίας

 

    Κατὰ καιροὺς γίνεται λόγος γιὰ ἀνάγκη ἐκσυγχρονισμοῦ τῆς ᾿Εκκλησίας. Ἂν αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία ὀφείλει νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ σύγχρονα κοινωνικὰ καὶ ἠθικὰ προβλήματα μὲ λόγο κατανοητὸ στὸ σημερινὸ ἄνθρωπο καὶ μὲ τὰ προηγμένα μέσα τῆς ἐποχῆς του, τότε τὸ αἴτημα εἶναι ἀσφαλῶς εὔλογο καί, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ πόσο ἀνταποκρίνεται ἤδη σὲ αὐτὸ ἡ ᾿Εκκλησία, πάντα ὑπάρχουν περιθώρια γιὰ περισσότερο ἔργο πρὸς ἱκανοποίησή του. Κάποιοι ὡστόσο, ὅταν μιλοῦν γιὰ ἀνάγκη ἐκσυγχρονισμοῦ τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐννοοῦν ἄλλα πράγματα, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὴν κατάργηση τῆς νηστείας, τὴν ἀπαγόρευση τῶν ἐξορκισμῶν, τὴν ἀπενοχοποίηση τῶν σαρκικῶν ἁμαρτημάτων κ.ἄ., γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ θέσεις της στηρίζονται στὴ διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ ἱδρυτῆ της, τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.

    ᾿Εδῶ φαίνεται καθαρὰ ὅτι ὑπάρχει σύγχυση καὶ παρανόηση περὶ τοῦ τί εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία. Μερικοὶ δηλαδὴ τὴ θεωροῦν κάτι σὰν πολιτιστικὸ σύλλογο ἢ κοινωνικοπολιτικὴ ὀργάνωση, ἡ ὁποία μπορεῖ κατὰ περιόδους νὰ ἀλλάζει ἀντιλήψεις, ἐνῶ κατὰ τὴν αὐτοσυνειδησία της ἔχει θεία προέλευση1 καὶ «δὲν εἶναι ἁπλῶς κοινωνία ἀνθρώπων, ἀλλὰ κοινωνία ἀνθρώπων κοινωνούντων τοῦ Θεοῦ»2. Ἡ ᾿Εκκλησία ἀποτελεῖ «Σῶμα Χριστοῦ»3 καὶ ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστός, δὲν ἐμφανίστηκε ὡς ἐμπνευστὴς μιᾶς ἰδεολογίας, μιᾶς φιλοσοφικῆς ἢ ἐπιστημονικῆς θεωρίας, ὥστε νὰ μποροῦν οἱ ἀκόλουθοί Του νὰ ἀναθεωροῦν κατὰ τὸ δοκοῦν μέρος τῆς διδασκαλίας Του, ὅπως συμβαίνει σὲ τέτοιες περιπτώσεις, ἀλλὰ ὡς ἡ ἔνσαρκη παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν Ἱστορία, κατὰ συνέπεια ἡ διδασκαλία Του δὲν ἐπιδέχεται ἀναθεωρήσεις, ἀλλὰ εἶναι κατὰ πάντα ἔγκυρη καὶ ἀληθινή4. Γι ᾿ αὐτὸ ἄλλωστε ἡ πρόοδος τῶν πιστῶν στὴ γνώση τῶν θείων ἀληθειῶν δὲν εἶναι κατὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία βελτίωση ἀλλὰ αὔξηση5. Ἡ ἀξίωση ἑπομένως γιὰ μερικὴ ἔστω ἀναθεώρηση θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς ᾿Εκκλησίας σημαίνει οὐσιαστικὰ ἀξίωση γιὰ αὐτοαναίρεση τῆς ᾿Εκκλησίας, γιατὶ ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα προϋποθέτει ἀναγκαστικὰ τὴν παραδοχὴ ἑνὸς κριτηρίου ἀληθείας ὑπεράνω τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, πράγμα ἀδιανόητο γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία.

    Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ᾿Εκκλησίας δὲν ἐκσυγχρονίζεται, γιατὶ ἁπλούστατα δὲν παλιώνει, ἀλλὰ εἶναι διαχρονική6. ᾿Εκεῖνο τὸ ὁποῖο μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἐκσυγχρονίζεται εἶναι ὁ τρόπος καὶ τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιοῦνται πρὸς κατανόηση καὶ ἐφαρμογὴ τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Γιὰ παράδειγμα ὅσον ἀφορᾶ τὴ γνωστὴ προτροπὴ «ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι»7 εὐνόητο εἶναι ὅτι δὲν πρέπει νὰ μένει κανεὶς προσκολλημένος στοὺς ἀπαρχαιωμένους πλέον ἐνδυματολογικὰ χιτῶνες, ἀλλὰ νὰ τοὺς ἀντικαθιστᾶ πρακτικὰ μὲ σύγχρονα ἐνδύματα8. Ἡ οὐσία βέβαια τῆς προτροπῆς, ἡ ὁποία ἔγκειται στὴ συμπαράσταση πρὸς τὸ φτωχὸ συνάνθρωπο, δὲν ἀλλάζει, ἀλλὰ παραμένει ἀμετάβλητη στὸ διηνεκές. Ἔτσι ἡ διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἰδιαίτερα ἡ ἠθική της διδασκαλία εἶναι πάντοτε σύγχρονη, καθότι ἀπευθύνεται πρὸς τὸν ἑκάστοτε σύγχρονο ἄνθρωπο λαμβάνοντας ὑπόψη τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς του, συνάμα ὅμως εἶναι καὶ «ἀσυγχρόνιστη», ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν υἱοθετεῖ «μοντέρνες» ἀντιλήψεις τῆς κάθε ἐποχῆς ποὺ ἔρχονται σὲ ἀντίθεση πρὸς τίς ἀρχὲς της9.

    Τὸ θέμα λοιπὸν εἶναι ἂν πιστεύει κανεὶς ἢ ὄχι στὴ θεία προέλευση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καὶ κατ' ἐπέκταση τῆς ᾿Εκκλησίας. Ἂν δὲν πιστεύει, εἶναι δύσκολο νὰ κατανοήσει τὴν ἀκλόνητη προσήλωση τῆς ᾿Εκκλησίας στὶς παραδοσιακὲς της θέσεις. Ἂν πάλι πιστεύει, ὀφείλει νὰ ἀντιπαρέρχεται τὸ χλευασμὸ καὶ τὶς κατηγορίες περὶ ἐμμονῆς του σὲ δῆθεν ἀναχρονιστικὲς ἰδέες καὶ νὰ μὴν ντρέπεται γιὰ τὴν πίστη του ἔχοντας πάντοτε κατὰ νοῦ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους, τοῦτον ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ τοῦ πατρὸς καὶ τῶν ἁγίων ἀγγέλων»10.

 

 

Δημοσίευμα στὸ περιοδικὸ Φιλογένεια, τόμ. Ηʹ, τεῦχ. 4, Ὀκτώβριος - Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2006, σ. 17 – 18.

 

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1 «... ἡ ἀρχὴ καὶ προέλευσις τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι θεία καὶ ὑπερφυσικὴ καὶ οὐράνιος, οὐχὶ δὲ ἀνθρωπίνη καὶ φυσικὴ καὶ ἐπίγειος. ῾Η ᾿Εκκλησία προέρχεται ἐκ τῶν ἄνω, ἤτοι ἀπὸ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καὶ οὐχὶ ἐκ τῶν κάτω, δηλαδὴ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων» (᾿Ι. Καρμίρη, ῾Η ᾿Εκκλησιολογία τῶν τριῶν ῾Ιεραρχῶν, ᾿Αθῆναι 1962, σ. 5).

2 Κ. Παπαπέτρου, ῾Η ἀπόλυτος ἀξίωσις τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ἡ ἐλπίς, ἐν τοῦ ἰδίου, Προσβάσεις, ᾿Αθῆναι 1979, σ. 55.

3 ᾿Εφεσ. 1, 23.

4 Πρβλ. π. Γ. Μεταλληνοῦ, ῾Ελληνισμὸς καὶ ᾿Ορθοδοξία, Τῆνος 2000, σ. 25: «Τὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀποκεκαλυμμένη ᾿Ορθοδοξία, ἡ σαρκωμένη Παναλήθεια».

5 Βλ. σχετικὰ Στ. Παπαδοπούλου, Θεολογία καὶ Γλώσσα, Κατερίνη 1988, σ. 123-124.

6 ῾Η διαχρονικότητα τοῦ συνόλου τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ὑποδηλώνεται σαφέστατα στὴν παραγγελία τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς ἀποστόλους: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη..., διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 19-20). Πρβλ. ῾Εβρ. 13, 8-9: «᾿Ιησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τούς αἰῶνας. διδαχαῖς ποικίλαις καὶ ξέναις μὴ παραφέρεσθε».

7 Λουκ. 3, 11.

8 Οἱ βιβλικοὶ «οὐρανοὶ» ἀντίστοιχα θὰ μποροῦσαν ἴσως νὰ κατανοηθοῦν σήμερα ὡς «διαστάσεις», μὲ βάση τὶς πεποιθήσεις τῆς σύγχρονης φυσικῆς περὶ ὕπαρξης πολλῶν διαστάσεων στὸ σύμπαν, χωρὶς βέβαια αὐτὸ νὰ σημαίνει ταύτιση τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ μία συγκεκριμένη ἐπιστημονικὴ θεωρία, ἀφοῦ τὰ ἐπιστημονικὰ δεδομένα ἀλλάζουν μὲ τήν πάροδο τοῦ χρόνου κι ἔτσι μελλοντικὰ ἐνδέχεται νὰ προκύψει κάτι ἄλλο ποὺ νὰ ἀποδίδει καλύτερα τὴ βιβλικὴ ἔννοια τῶν οὐρανῶν.

9 Γιὰ τὸ «σύγχρονο» καὶ τὸ «ἀσυγχρόνιστο» τῆς Χριστιανικῆς ᾿Ηθικῆς βλ. Ν. Μητσοπούλου, Θέματα ᾿Ορθοδόξου ᾿Ηθικῆς Θεολογίας, ᾿Αθῆναι 1993, σ. 79-81.

10 Λουκ. 9, 26.