ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς Σύγχρονοι προβληματισμoί Προβληματισμοὶ ἐπὶ τῇ μνήμῃ τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ᾿Αθωνίτου [2012]

 

Προβληματισμοὶ ἐπὶ τῇ μνήμῃ

 

τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ᾿Αθωνίτου

 

 

τοῦ Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου

δρος μουσικολόγου - τυπικολόγου,

πτυχ. κοινωνικῆς θεολογίας

(symbole@mail.com)

 

Πρὸ ἡμερῶν, στὶς 14 ἰουλίου, ἦταν ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ᾿Αθωνίτου (1749-1809), μιᾶς μεγάλης πατερικῆς μορφῆς τῶν νεωτέρων χρόνων, ἀνθρώπου τῶν γραμμάτων καί γε τῆς θεολογίας. τὰ ἔργα του (῾Ερμηνεία στοὺς 150 Ψαλμούς, ῾Ερμηνεία στὶς ἐπιστολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης, Πηδάλιον, Φιλοκαλία, Συναξαριστής, Νέον Μαρτυρολόγιον, Νέον ᾿Εκλόγιον, Χρηστοήθεια, ᾿Αόρατος Πόλεμος, ῾Εορτοδρόμιον, Νέα Κλῖμαξ, Κῆπος Χαρίτων, διάφορες ἀκολουθίες, καὶ ἄλλα) τὸν ἀνέδειξαν κορυφαῖο θεολόγο καὶ διδάσκαλο τοῦ ὑποδούλου γένους, παραδοσιακὸ βιβλικὸ ἑρμηνευτή, σοφὸ κανο­νολόγο, εὐσεβῆ ἁγιολόγο, δόκιμο πατρολόγο, ἔμπειρο δογματολόγο καὶ πολέμιο τῶν αἱρέσεων, μύστη τοῦ λειτουργικοῦ πλούτου, ἱκανώτατο ὑμνογράφο. τὰ συγγράμματά του ἀποτέλεσαν καὶ ἀποτελοῦν μέχρι σήμερα καθημερινὸ ἀνάγνωσμα τῶν πιστῶν, στήριγμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐσεβείας, σχολεῖο ὀρθοδόξου πίστεως, καταπλήσσουν τὸν ἀναγνώστη μὲ τὴν εὐρυμάθεια τοῦ συγγραφέως των, πολλὰ δὲ ἀπὸ αὐτὰ ἔχουν μεταφραστῆ καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες. ὁ Νικόδημος ἀνῆκε στὶς ἡγετικὲς προσωπικότητες τοῦ κινήματος τῶν «κολλυβάδων» μαζὶ μὲ τὸν ἐπίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρᾶ καὶ τὸν ἱεροδιδάσκαλο ᾿Αθανάσιο τὸν Πάριο.

Κάθε χρόνο στὴν μνήμη του σὲ πολλοὺς ναοὺς τελοῦνται ἑόρτιες ἀκολουθίες, λειτουργίες, ἀκόμη καὶ ἀγρυπνίες, οἱ δὲ ἱεροκήρυκες ἀναπτύσσουν τὸν βίο τοῦ ἁγίου καὶ χαρακτηριστικὰ σημεῖα τῆς διδασκαλίας του, τονίζουν τὴν ἀσκητικότητά του, τὰ ἠθικὰ διδάγματά του, τὴν σταθερότητά του στὰ ὀρθόδοξα δόγματα, τὴν παρρησία τοῦ κηρύγματός του, τὸν πλοῦτο τῶν ἀρετῶν του. δὲν λείπουν καὶ οἱ σύγχρονες ἀναφορές, ὅτι στὴν σημερινὴ περίοδο τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, τῶν ἀνθρωποκτόνων μνημονίων καὶ τῶν λοιπῶν ἀπάνθρωπων νομοθετημάτων στὴν πραγματικότητα οἱ ἄνθρωποι περισσότερο ἀπὸ χρήματα καὶ οἰκονομικὴ εὐμάρεια χρειάζονται τὴν πνευματικὴ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Νικοδήμου, τὸν πύρινο λόγο του καὶ τὴν ἁγιασμένη προσωπικότητά του, ὥστε νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν γνῶσι τοῦ θείου θελήματος, νὰ ἀγαπήσουν τὴν ὀρθόδοξη λατρεία καὶ νὰ συμμετέχουν σ᾿ αὐτήν, νὰ ἀποτραβηχτοῦν ἀπὸ τὴν ἐκκοσμίκευσι, τὴν ἀθεΐα καὶ τὴν κάθε λογῆς ἀπιστία, νὰ ἐγκολπωθοῦν τὴν μετάνοια καὶ τὴν μυστηριακὴ ζωή, νὰ ἀκολουθήσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ νὰ φωτίσουν τὴν ζωή τους μὲ τὴν χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. τονίστηκε ἐπίσης σὲ διάφορες ὁμιλίες ὅτι ἡ ἐποχή μας ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἀνθρώπους σὰν τὸν ὅσιο Νικόδημο τὸν ᾿Αθωνίτη, ἀπὸ φωτισμένες καὶ ἁγιασμένες προσωπικότητες ποὺ θὰ κηρύξουν τὸν λόγο τῆς μετανοίας καὶ θὰ καθοδηγήσουν αὐθεντικὰ καὶ ὀρθόδοξα τὸ χριστεπώνυμο ποίμνιο, τὸ ὁποῖο συχνὰ βρίσκεται σὲ σύγχυσι, πνευματικὴ ἔνδεια καὶ ἀπορία, καὶ δὲν παρέλειψαν κάποιοι ὁμιλητὲς νὰ προτρέψουν τὸ ἐκκλησίασμα νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἀναδείξῃ καὶ στὴν ἐποχή μας ἀνθρώπους σὰν τὸν ἅγιο Νικόδημο. ἂν καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι σωστά, ἐν τούτοις ἀκούγοντας τέτοιου εἴδους κηρύγματα ὁμολογῶ ὅτι προβληματίστηκα ἀρκετά, διότι σὲ κάποιες περιπτώσεις μοῦ φάνηκαν τοὐλάχιστον ὑποκριτικά. καὶ ἐξηγῶ ἀμέσως τοὺς λόγους.

῾Ο ἅγιος Νικόδημος δὲν γνώρισε μόνο τὴν ἀποδοχὴ καὶ τὸν θαυμασμὸ ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του· γνώρισε ἐπίσης τὴν ἀπόρριψι τὴν συκοφαντία καὶ τὸν κατατρεγμό. ἡ πρώτη ἔκδοσι τοῦ Πηδαλίου του (συλλογῆς τῶν ἱερῶν κανόνων μὲ ἑρμηνεῖες καὶ σχόλια) νοθεύτηκε ἀπὸ τὸν ἐπιμελητὴ τῆς ἐκδόσεως μὲ καμμιὰ εἰκοσαριὰ προσθῆκες ἄτοπες, ποὺ προκαλοῦσαν στοὺς ἀναγνῶστες «βλάβην οὐ τὴν τυχοῦσαν, καὶ σωματικὴν καὶ ψυχικήν», καὶ χρειάστηκε ἡ ἐπέμβασι τοῦ πατριάρχου Νεοφύτου Ζ΄, προκειμένου οἱ ἑπόμενες ἐκδόσεις τοῦ ἔργου νὰ ἀπαλ­λαγοῦν ἀπὸ τὰ παρέμβλητα κείμενα. ἐπίσης ὁ Νικόδημος κατηγορήθηκε γιὰ διάφορα σημεῖα τῆς διδασκαλίας του καὶ συκοφαντήθηκε ὡς ἀνορθόδοξος γιὰ κάποιες φράσεις τῶν συγγραμμάτων του, ὥστε ἀναγκάστηκε νὰ ἀπολογηθῇ ἐγγράφως καὶ δημοσίως.

᾿Αλλὰ καὶ ὅλοι σχεδὸν οἱ «κολλυβᾶδες» ἀντιμετώπισαν ἐχθρότητα καὶ διωγμούς, ἀκόμη καὶ ἐξορίες ἀπὸ ἄλλους θεολόγους καὶ διδασκάλους ἢ καὶ ἀπὸ ῾Αγιορεῖτες μοναχούς. ἀκόμη καὶ σήμερα τὸ κίνημά τους συχνὰ περιγράφεται μὲ λάθος τρόπο ὡς κίνημα γραμμάτων καὶ ἐπιστήμης, ἐκκλησιαστικοῦ διαφωτισμοῦ ἢ αὐστηρῆς ἀσκητικότητος· ὠνομάστηκε μάλιστα στὰ νεώτερα χρόνια καὶ κίνησι «φιλοκαλλικῆς ἀναγεννήσεως». αὐτὰ ὅλα ὅμως εἶναι τοὐλάχιστον μονομερῆ καὶ ἐλλιπῆ. στὴν οὐσία της ἡ κίνησι τῶν «κολλυβάδων» ἦταν κίνημα λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως μὲ ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξες καὶ πατερικὲς βάσεις. σήμερα σχεδὸν δὲν τολμοῦμε νὰ τὸ ποῦμε καὶ νὰ τὸ γράψουμε αὐτό, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν διότι τὸν ὅρο «λειτουργικὴ ἀναγέννησι» ἐπιχειρεῖ νὰ τὸν προσεταιρισθῇ μία μερίδα ἀνθρώπων μὲ προϋποθέσεις καὶ φρονήματα ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα πρὸς τὰ τῶν «κολλυβάδων», ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ διότι μία ἄλλη μερίδα, ἀντιτιθέμενη στὴν πρώτη, δίνει ἀποκλειστικὰ ἀρνητικὴ διάστασι στὸν ἴδιο ὅρο ἐμποδίζοντας ἢ ἀναστέλλοντας κάθε ἀπόπειρα ὑγιοῦς διορθώσεως τῆς σύγχρονης λειτουργικῆς πράξεως. αὐτὲς οἱ δύο ἰδεολογίες, τόσο ἡ ἀντιπαραδοσιακὴ καὶ ἀντιπατερικὴ δῆθεν λειτουργικὴ ἀναγέννησι ὅσο καὶ ἡ ζηλωτικὴ καὶ «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν» λειτουργικὴ ἀντιαναγέννησι, εἶναι δύο ἀντίθετα ἄκρα ἐξίσου ἐπιζήμια γιὰ τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας.

῾Υπάρχουν καὶ σήμερα ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν καὶ ἐπιδιώκουν νὰ ἐφαρμόζουν, τὸ κατὰ δύναμιν, τὸ πνεῦμα καὶ τὸ φρόνημα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου καὶ τῶν ἄλλων «κολλυβάδων» στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή. συχνὰ ὅμως δὲν γίνονται ἀποδεκτοί. ἐπὶ παραδείγματι εἶναι τοὐλάχιστον ὑποκρισία νὰ ἐκφωνοῦμε διθυραμβικοὺς λόγους στὴν μνήμη τοῦ ἁγίου Νικοδήμου καὶ νὰ δηλώνουμε θεωρητικῶς ὑπέρμαχοι τοῦ «κολλυβαδικοῦ» πνεύματος, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ μὴ σεβώμαστε τὴν λειτουργική μας παράδοσι καὶ ἐμπράκτως νὰ ἀθετοῦμε τὸ τυπικὸ τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. οἱ «κολλυβᾶδες» γιὰ ἕνα θέμα τυπικοῦ δὲν ἐδίστασαν νὰ ἔρθουν σὲ σύγκρουσι μὲ τὸ τότε κατεστημένο, νὰ κηρύξουν τὴν ἔμπρακτη ἐπαναφορὰ στὴν ἀρχαία καὶ ὀρθὴ λειτουργικὴ τάξι, καὶ νὰ διεξαγάγουν ὁλόκληρο ἀγῶνα, γιὰ νὰ μὴν τελοῦνται μνημόσυνα (κόλλυβα) τὴν Κυριακὴ στὶς ἀθωνικὲς μονές. ἐτόνισαν τὸν ἀναστάσιμο χαρακτῆρα τῆς Κυριακῆς, ὁ ὁποῖος δὲν πρέπει νὰ ἐπισκιάζεται ἀπὸ νεκρώσιμα τροπάρια. ἦταν τόσο σφοδρὴ ἡ σύγκρουσι τῶν δύο πλευρῶν, ὥστε δημιουργήθηκε σχίσμα στὸ ῞Αγιον Ὄρος Ἄθω, ποὺ παραλίγο νὰ μεταδοθῇ καὶ σὲ ὅλη τὴν ἐκκλησία. κατ᾿ οἰκονομίαν ἐπιτρέπεται στὶς ἐνορίες τὶς Κυριακὲς νὰ τελῆται ὄχι ἡ πλήρης ἀκολουθία τοῦ μνημοσύνου, ἀλλὰ ἐπιμνημόσυνη δέησι ἐπὶ κολλύβων μετὰ τὸ τέλος τῆς λειτουργίας. σ᾿ αὐτὴν τὴν κατ᾿ οἰκονομίαν ἐπιμνημόσυνη δέησι τῆς Κυριακῆς δὲν ἔχουν καμμία θέσι τὰ νεκρώσιμα εὐλογητάρια. καὶ γενικῶς νεκρώσιμα εὐλογητάρια δὲν πρέπει νὰ λέγωνται ποτὲ τὴν Κυριακή, τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου καὶ τὸ Μέγα Σάββατο.

Εἶναι τοὐλάχιστον ὑποκρισία ἀπὸ τὴν μία νὰ λέμε ὅτι εἴμαστε φιλονικοδημικοί, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ πετσοκόβουμε τὸν ὄρθρο, νὰ πετᾶμε στὰ σκουπίδια τοὺς κανόνες τῆς ἡμέρας, νὰ περιορίζουμε αὐθαιρέτως τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια τῶν αἴνων ἀπὸ 8 σὲ 4 ἢ ἀκόμη καὶ σὲ 2, νὰ καταργοῦμε τὶς μὴ ἑορτάσιμες καὶ κατανυκτικὲς ἀκολουθίες τῶν καθημερινῶν ἢ ἐπίσης αὐθαιρέτως νὰ τὶς μετατρέπουμε ὅλες σὲ ἑόρτιες καὶ πανηγυρικές. ἕνας ἱερεὺς δήλωνε ὅτι τιμοῦσε τὸν ὅσιο Νικόδημο καὶ παρεπονεῖτο ὅτι δὲν εὕρισκε ψάλτη εὐσεβῆ ποὺ νὰ ξέρῃ καὶ νὰ σέβεται τὸ τυπικόν, ἀλλὰ ὅταν τελικὰ βρῆκε ἕναν ψάλτη ποὺ ἀγαποῦσε τὸ τυπικὸ καὶ διάβαζε τοὺς κανόνες τοῦ ὄρθρου τοὐλάχιστον μέχρι τὴν 6η ᾠδή (τὸ ἐνοριακὸ τυπικὸν προβλέπει νὰ στιχολογοῦνται οἱ κανόνες ὁλόκληροι, δηλαδὴ μέχρι τὴν 9η ᾠδή), ὁ ἱερεὺς τοῦ ἔκαμε παρατήρησι νὰ μὴ διαβάζῃ κανόνες παρὰ μόνον δύο ᾠδές, καὶ αὐτὲς μισές.

Μπροστὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν τραγικὴ ἀντίφασι καὶ ὑποκριτικὴ στάσι πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ τολμήσῃ νὰ πῇ στοὺς κληρικοὺς ὅτι εἶναι ἀντιλειτουργικὸ νὰ τελοῦν τὴν προσκομιδὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξι τοῦ ὄρθρου; ὅτι δὲν πρέπει νὰ ψάλλουν τὶς αἰτήσεις καὶ τὶς δεήσεις, ἀλλὰ ἁπλῶς νὰ τὶς ἀπαγγέλλουν ἱεροπρεπῶς; ὅτι στὴν λειτουργία δὲν πρέπει νὰ εὐλογοῦν μὲ τὸν σταυρὸ ἢ μὲ τὸν ἀέρα, ἀλλὰ «διὰ μόνης τῆς ἁγιαζούσης τὰ τίμια δῶρα χειρός» των; ὅτι στὴν εἴσοδο τῶν τιμίων δώρων δὲν πρέπει νὰ κάνουν καμμία ἀπολύτως δέησι; πῶς θὰ πῇ κάποιος στοὺς ῾Αγιορεῖτες ὅτι στὴν αἴτησι «Τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης» εἶναι λάθος νὰ ψάλλουν τὸ «῾Υπεραγία θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς» (καὶ μάλιστα μὲ φωνὴ δυνατή, ὥστε νὰ μὴν ἀκούγεται τὸ ὑπόλοιπον τῆς δεήσεως), διότι ἡ αἴτησι αὐτὴ ἀναφέρεται στὸν Χριστὸ καὶ θεό μας καὶ ὄχι στὴν θεοτόκο;

Πῶς μπορεῖ νὰ πῇ κάποιος στοὺς ψάλτες (ἀλλὰ καὶ στοὺς λειτουργοὺς) ὅτι τὰ ἀντίφωνα τῆς λειτουργίας πρέπει νὰ ψάλλωνται ὁλόκληρα, μὲ τοὺς στίχους των; ὅτι στὸ 3ο ἀντίφωνο, κατὰ τὴν εἴσοδο τοῦ εὐαγγελίου, δὲν πρέπει τὶς καθημερινὲς νὰ ψάλλεται ἀπολυτίκιον ἁγίου (ἐπιτρέπονται μόνον τὰ ἀναστάσιμα ἀπολυτίκια καὶ τὰ τῶν δεσποτικῶν καὶ θεομητορικῶν ἑορτῶν), διότι τὸ εὐαγγέλιον εἰκονίζει τὸν Κύριον καὶ ὄχι τὸν ἑορταζόμενο ἅγιο; ὅτι κατὰ τὴν ἀνάγνωσι τοῦ ἀποστόλου πρέπει νὰ εἶναι ἐστραμμένοι πρὸς τὸ ἱερὸ καὶ ὄχι πρὸς τὸν λαό; ὅτι πρέπει νὰ ψάλλουν τὰ ὡρισμένα κοινωνικὰ τῆς ἡμέρας, καὶ μάλιστα μέχρι πέρατος καὶ τῆς μεταλήψεως τῶν πιστῶν, καὶ νὰ μὴν τὰ ἀντικαθιστοῦν ἀπὸ τὰ τυπικά, τὸν ἄμωμο, τὸ «Τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ» (καὶ αὐτὸ ἐπίσης σφάλμα τῶν ῾Αγιορειτῶν) ἢ ἀπὸ ἄλλους ὕμνους ἢ ἀνοίκεια ᾄσματα; πῶς δὲν θὰ ἀντιμετωπίσῃ περιφρόνησι ἢ ἐνδεχομένως καὶ διωγμὸ ἐκ τῆς θέσεώς του ὁ ψάλτης ποὺ θὰ θελήσῃ νὰ ψάλῃ σωστὰ τὸ χερουβικόν, δηλαδὴ ψάλλοντας ὅλους τοὺς στίχους του ἰσομερῶς, ἀποδεσμεύοντας τὴν θυμίασι τοῦ ἱερέως ἀπὸ τὸ «Τριάδι», ὥστε νὰ μὴ μετατρέπεται ὁ ὕμνος σὲ ἕναν ἀμανὲ ἀτέλειωτου «αααααα», διακόπτοντας τὸ μέλος στὴν ὀρθὴ θέσι, δηλαδὴ στὴν φράσι «῾Ως τὸν βασιλέα», καὶ συνεχίζοντας μετὰ τὴν εἴσοδο ἀπὸ τὴν φράσι «(῾Ως τὸν βασιλέα) Τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι», ἡ ὁποία πρέπει νὰ ψάλλεται καὶ ὄχι νὰ λέγεται χῦμα; ἀλλὰ «ἐπιλείψει με ὁ χρόνος διηγούμενον»...

«Τιμὴ ἁγίου ἡ μίμησις αὐτοῦ». τελικὰ ἂν θέλουμε νὰ τιμήσουμε τὸν ὅσιο Νικόδημο καὶ τοὺς ἄλλους «κολλυβᾶδες», τί πρέπει νὰ μιμηθοῦμε ἀπὸ τὸ παράδειγμά τους καὶ τί νὰ ἐφαρμόσουμε ἀπὸ τὴν διδασκαλία τους;

 

 

 

(«᾿Εκκλησιολόγος» Πατρῶν, 21/7/2012)