ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς ῞Αγιοι τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας ῾Η μητέρα τοῦ Χριστοῦ σύμφωνα μὲ τὶς αὐθεντικὲς πηγές Ἡ κλῖμαξ τοῦ Ἰακώβ

 

(ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ — Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟ)

 

 

3. Ἡ κλῖμαξ τοῦ Ἰακώβ

 

Εἶναι γνωστὴ σὲ ὅσους μελετοῦν τὴν Βίβλο ἡ διήγησι γιὰ τοὺς δύο γιοὺς τοῦ Ἰσαάκ, τὸν Ἠσαῦ καὶ τὸν Ἰακώβ, κατὰ τὴν ὁποία ὁ δευτερότοκος ᾿Ιακὼβ μὲ κάποιο τέχνασμα ὑπέκλεψε ἀπὸ τὸν πατέρα του ᾿Ισαὰκ τὴν εὐλογία τοῦ πρωτοτόκου, ἡ ὁποία σύμφωνα μὲ τὶς τότε συνήθειες ἀνῆκε στὸν Ἠσαῦ (Γένεσις, κεφ. 27 καὶ 28). ῾Ο πρωτότοκος Ἠσαῦ ὠργίστηκε ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του Ἰακὼβ γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἔκαμε, καὶ ἤθελε νὰ τὸν ἐκδικηθῇ, διότι στὴν ἀρχὴ πολὺ λίγοι εἶχαν ἀντιληφθῆ ὅτι τελικὰ ἦταν θέλημα τοῦ Θεοῦ αὐτὴ ἡ εὐλογία νὰ δοθῇ στὸν ᾿Ιακώβ. Καὶ ἔτσι ὁ ᾿Ιακὼβ μετανάστευσε σὲ ἄλλη περιοχή, γιὰ νὰ βρῇ καταφύ­γιο στὸν ἀδελφὸ τῆς μητέρας του, στὸν θεῖό του Λάβαν.

Στὸν δρόμο τῆς ξενιτιᾶς του ὁ Ἰακὼβ ἕνα βράδυ ποὺ κοιμήθηκε στὸ ὕπαιθρο εἶδε ἕνα ὅραμα ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ ἐνισχυθῇ στὴν πίστι του καὶ γιὰ νὰ ξέρῃ ὅτι ὁ Θεὸς τὸν παρακολουθεῖ καὶ τὸν φροντίζει σὲ κάθε του βῆμα, ἀκόμη καὶ στὶς δύσκολες αὐτὲς στιγμές. Ἂς παρακολουθή­σουμε λοιπὸν τὸ ἱερὸ κείμενο καὶ τὴν μετάφρασί του.

Καὶ ἐξῆλθεν Ἰακὼβ ἀπὸ τοῦ Φρέατος τοῦ ὅρκου καὶ ἐπορεύθη εἰς Χαρράν. καὶ ἀπήντησε τόπῳ καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ· ἔδυ γὰρ ὁ ἥλιος· καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τῶν λίθων τοῦ τόπου καὶ ἔθηκε πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ ἐκοιμήθη ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ. καὶ ἐνυπνιάσθη, καὶ ἰδοὺ κλῖμαξ ἐστη­ριγμένη ἐν τῇ γῇ, ἧς ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινον καὶ κατέβαινον ἐπ᾿ αὐτῆς. ὁ δὲ Κύριος ἐπεστήρικτο ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ εἶπεν· ᾿Εγὼ εἰμὶ ὁ Θεὸς ᾿Αβραὰμ τοῦ πα­τρός σου, καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαάκ· μὴ φοβοῦ· ἡ γῆ ἐφ᾿ ἧς σὺ καθεύδεις ἐπ᾿ αὐτῆς, σοὶ δώσω αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματί σου. [...] καὶ ἰδοὺ ἐγὼ εἰμὶ μετὰ σοῦ διαφυλάσσων σε ἐν τῇ ὁδῷ πάσῃ, οὗ ἂν πορευθῇς, καὶ ἀποστρέψω σε εἰς τὴν γῆν ταύτην, ὅτι οὐ μή σε ἐγκαταλίπω, ἕως τοῦ ποιῆσαί με πάντα ὅσα ἐλάλησά σοι. (Γένεσις, 28: 10-15).

«Ἔφυγε ὁ Ἰακὼβ ἀπὸ τὸν συνοικισμὸ Φρέαρ τοῦ ὅρκου καὶ τρά­βηξε γιὰ τὴν Χαρρὰν (τῆς Μεσοποταμίας). Καὶ στὸν τόπο ποὺ ἔφτασε, ὅταν ἔδυε ὁ ἥλιος, διανυκτέρευσε ἐκεῖ. Καὶ πῆρε ἕνα λιθάρι ἀπὸ τὸ ἔδαφος, καὶ τὸ χρησιμοποίησε σὰν προσκέφαλό του καὶ κοιμήθηκε στὸν τόπο ἐκεῖνο. Καὶ εἶδε ἕνα ὄνειρο, τὸ ἑξῆς. Μία σκάλα ἦταν στηριγμένη στὴν γῆ, ἐνῷ ἡ κορυφή της ἔφτανε στὸν οὐρανό· καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν σ᾿ αὐτήν. Ὁ δὲ Κύριος εἶχε στηριχτῆ στὸ πάνω μέρος τῆς σκάλας, καὶ εἶπε· ᾿Εγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ τοῦ πατέρα σου καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσαάκ. Μὴ φοβᾶσαι, διότι αὐτὴν τὴν γῆ ὅπου ἐσὺ τώρα κοιμᾶσαι, θὰ τὴν δώσω σὲ σένα καὶ στοὺς ἀπογόνους σου. [...] Καὶ νά, ἐγὼ εἶμαι μαζί σου, καὶ σὲ προφυλάγω σὲ ὅλη τὴν πορεία σου, ὅπου καὶ ἂν πᾷς, καὶ θὰ σὲ ἐπαναφέρω στὴν γῆ αὐτή. Διότι δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω ποτέ, ἀλλὰ θὰ ἐκπληρώσω ὅλα ὅσα σοῦ ὑπό­σχομαι».

῾Η κλῖμαξ τοῦ ᾿Ιακώβ θεωρεῖται ὡς ἡ παλαιότερη καί χαρακτηριστικώτερη παλαιοδιαθηκὴ προεικόνισι τῆς Θεοτόκου. Σύμφωνα μὲ τοὺς ἑρμηνευτὲς τῆς Βίβλου, ἀρχαίους καὶ νεώτερους, αὐτὴ ἡ ἐπικοινωνία οὐρανοῦ καὶ γῆς μέσῳ τῆς σκάλας εναι ἡ ἐναν­θρώπησι τοῦ Κυρίου καὶ Χριστοῦ ᾿Ιησοῦ, μὲ τὴν ὁποία θὰ ξανασυνδεθῇ ἡ γῆ μὲ τὸν οὐρανό, τὸ ξεπεσμένο ἀνθρώπινο γένος μὲ τὸν Θεό. ῾Η μυστηριώδης καὶ ὑπερθαύμαστη ἐκείνη σκάλα (κλῖμαξ) φανερώνει τὸ πάνσοφο σχέδιο (οἰκονομία) τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία μας. Στὴν κορυφὴ τῆς κλίμακος (σκάλας) ὁ ᾿Ιακὼβ εἶδε νὰ στέκεται ὁ Κύριος, προφανῶς παρατηρῶντας τὴν γῆ καὶ παρακολουθῶντας τὰ πλάσματά του, καθὼς οἱ ἅγιοι ἄγγελοί του ἀνεβαίνουν καὶ κατεβαίνουν ἐξυπηρε­τῶντας ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. ῾Η ἀποκάλυψι τοῦ λειτουργικοῦ αὐτοῦ ἔργου τῶν ἀγγέλων (ἡ μεταφορὰ τῶν προσευχῶν μας πρὸς τὸν Κύριο καὶ ἡ διὰ μέσου αὐτῶν βοήθεια τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς) εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης[1].

Εἰδικώτερα ἡ ᾿Εκκλησία ὑπὸ τὴν κλίμακα τοῦ ᾿Ιακὼβ εἶδε τὸν συμβολισμὸ τῆς παρθένου Μαρίας, ἡ ὁποία σὰν ἄλλη σκάλα –ἔμψυχος– ἔγινε τὸ μέσον διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Κύριος ἐσαρκώθη καὶ κατέβηκε μέχρι ἐμᾶς, καὶ ἔτσι ἀποκαταστάθηκε ἡ ἐπικοινωνία μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς.

῾Ο ᾿Ιωάννης Δαμασκηνὸς (8ος αἰ.) ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς τὴν ἐν λόγῳ προτύπωσι. «῾Ο γιὸς τοῦ τέκτονος (= τοῦ στεγαστοῦ, Μτ 13:55), ὁ παντεχνίτης Λόγος τοῦ Θεοῦ,... χρησιμοποίησε σὰν δάχτυλό του τὸ ἅγιον Πνεῦμα, γιὰ νὰ ἀκονίσῃ τὸ στομωμένο σκεπάρνι τῆς (ἀνθρωπίνης) φύσεως, καὶ ἔφτιαξε γιὰ τὸν ἑαυτό του μία ἔμψυχη σκάλα, τῆς ὁποίας ἡ βάσι στηρίζεται μὲν ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ ἡ κεφαλή της ἀκουμπάει στὸν οὐρανό, καὶ πάνω σ᾿ αὐτὴν τὴν σκάλα ἀναπαύεται ὁ Θεός· τὸν τύπο αὐτῆς τῆς κλίμακος ἀντίκρισε ὁ ᾿Ιακώβ. Δι᾿ αὐτῆς τῆς κλίμακος κατέβηκε, χωρίς νά μετακινηθῇ ἀπὸ τήν θέσι του, ὁ Θεὸς ...καὶ “πάνω στὴν γῆ φανερώθηκε καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους συναναστράφηκε... Πάνω στὴν γῆ στηρίχτηκε ἡ νοητὴ κλῖμαξ, δηλαδὴ ἡ παρθένος, διότι γεννήθηκε στὴν γῆ. ῾Η δὲ κεφαλή της φτάνει στὸν οὐρανό. Κεφαλὴ βέβαια κάθε γυναικὸς εἶναι ὁ ἄνδρας· ἀλλὰ ἀφοῦ ἡ παρθένος δὲν γνώρισε ἄνδρα, ἔγινε κεφαλή της ὁ Θεὸς καὶ πατήρ».

Σύμφωνα μὲ μία ἀκόμη ὡραία παρατήρησι, ἡ κλῖμαξ ποὺ κατασκεύασε ὁ ἐνανθρωπήσας Κύριος στήθηκε στὴν γῆ, ὄχι μόνον γιὰ νὰ κατεβῇ ὁ Θεὸς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μπορέσουν οἱ ἄνθρωποι ν᾿ ἀνεβοῦν στὸν οὐρανό. ῾Η γῆ ὅπου στηρίζεται ἡ οὐράνια αὐτὴ σκάλα εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία. Μέσα ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας μπορεῖ κανεὶς εὔκολα νὰ ἀρχίσῃ νὰ ἀνεβαίνῃ στὸν οὐρανό[2].

Ὁ ἐκκλησιαστικὸς διδάσκαλος τοῦ 12ου αἰῶνος Ἰωάννης Ζωναρᾶς ἐξηγεῖ γιατί ἡ Θεοτόκος θεωρεῖται κλῖμαξ οὐράνιος: «᾿Αληθινὰ εἶναι μία κλίμακα ἡ παρθένος, διότι ἀκουμπᾷ μὲν στὴν γῆ λόγῳ τῆς ἀνθρω­πίνης φύσεώς της, ἀλλὰ φτάνει ὣς τὸν οὐρανὸ λόγῳ τῆς χάριτος ποὺ ἔλαβε, καὶ ἔχει πάνω της στηριγμένο τὸν Κύριο, διότι αὐτὸς κατοίκησε μέσα της· καὶ τὸν μὲν Θεὸ τὸν κατεβάζει πρὸς ἐμᾶς, ἐνῷ ἐμᾶς μᾶς ἀνεβάζει πρὸς τὸν Θεό. Καὶ οἱ ἄγγελοι ἀνεβαίνουν μὲν πάνω στὴν κλίμακα (τοῦ ᾿Ιακώβ), ἀλλὰ ὑπερβαίνοντας τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες κατανοοῦν τὴν Παρθένο, τῆς ὁποίας εἰκόνα ἦταν ἐκείνη ἡ κλίμακα λόγῳ τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος ποὺ ὑπάρχουν στὴν Παρθένο, ἐνῷ πάλι καθὼς κατεβαίνουν (τὴν κλίμακα τοῦ ᾿Ιακὼβ) κατανοοῦν ὅτι ἡ Παρθένος εἶναι ἄνθρωπος. Ἢ σημαίνει ὅτι (οἱ ἄγγελοι) ἀνεβαίνουν πρὸς αὐτὸ τὸ ὕψος τοῦ Θεοῦ ποὺ σαρκώθηκε ἀπὸ αὐτήν· γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τὴν μιὰ ἀνεβαίνουν πρὸς τὴν θεότητα τοῦ Κυρίου, καὶ μετὰ πάλι κατε­βαίνουν μὲ συγκατάβασι πρὸς τὸ ταπεινὸ τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς του»[3].

Καὶ ἕνα ἀρχαιότερο τροπάριο τῆς ἐνάτης ὠδῆς ἀπὸ τὸν κανόνα τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀναφέρει τὴν ἴδια ἑρμηνεία· Μυστικῶς ταῖς ἱεροτεύκτοις Γραφαῖς, λαλεῖται περὶ σοῦ μῆτερ ὑψίστου κλίμακα γὰρ πάλαι Ἰακώβ σε προτυποῦσαν, ἰδὼν ἔφη Βάσις Θεοῦ αὕτη ὅθεν ἐπαξίως ἀκούεις· Χαῖρε, κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.

«Μὲ μυστικὸ τρόπο στὶς ἱεροσύνθετες Γραφὲς γίνεται λόγος γιὰ σένα, μητέρα τοῦ ὑψίστου διότι ὅταν κάποτε ὁ Ἰακὼβ εἶδε μία σκάλα ποὺ προετύπωνε ἐσένα, εἶπε· “Αὐτὴ εἶναι ἡ βάσι τοῦ Θεοῦ”· ἑπομένως ἐπάξια ἀκοῦς (τὸν ὕμνο)· Χαῖρε, χαριτωμένη ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου».

 



[1] Στεργίου Σάκκου, καθηγητοῦ Α.Π.Θ., Ἑρμηνεία τῆς Γενέσεως, περιοδικὸ «Ἀπο­λύτρωσις», Θεσσαλονίκη 1973.

[2] Εὐθυμίου Κ. Στύλιου, ᾿Επισκόπου ᾿Αχελώου, «῾Η πρώτη». Θεομητορικό ῾Ημερολόγιο, ᾿Αθῆναι 1980, σ. 34.

[3] Περιοδικὸ «῾Ο Ἄθως», ἐν Ἀθήναις 1920. ᾿Εδῶ ἡ ἑρμηνεία του δίνεται σὲ μετά­φρασι.