ΕΠΙΛΟΓΕΣ
7. Χριστιανικοὶ τομεῖς ῞Αγιοι τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας ῾Η μητέρα τοῦ Χριστοῦ σύμφωνα μὲ τὶς αὐθεντικὲς πηγές Τὸ ἀλατόμητον ὄρος

 

(ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ — Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟ)

 

 

17. Τὸ ἀλατόμητον ὄρος

 

Μία ἀκόμη προτύπωσι τῆς ἐκ παρθένου γεννήσεως τοῦ Μεσσίου ὑπάρχει σὲ μία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἀφηγήσεις τοῦ βιβλίου τοῦ προφήτου Δανιήλ. Ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἀσσυρίων Ναβουχοδονόσορ εἶχε δεῖ ἕνα παρά­ξενο ὄνειρο καὶ κατάλαβε ὅτι ἦταν σταλμένο ἀπὸ τὸν Θεό. Κάλεσε λοιπὸν τοὺς εἰδωλολάτρες ψευδοπροφῆτες καὶ τοὺς ἄλλους δῆθεν σοφοὺς τῆς αὐλῆς του νὰ τοῦ τὸ ἑρμηνεύσουν. ῾Ως ἔξυπνος ὅμως ἄνθρωπος εἶχε τὴν πρόνοια νὰ μὴν ἀνακοινώσῃ σὲ κανέναν τὸ ὄνειρο ποὺ εἶχε δεῖ, ἀλλὰ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτὲς νὰ τοῦ περιγράψουν πρῶτα τὸ ὄνειρο ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἶχε δεῖ καὶ κατόπιν θὰ δεχόταν καὶ τὴν ἑρμηνεία τους. Αὐτὸ τὸ ἔπραξε, διότι ἤθελε νὰ ἐλέγξῃ κατὰ πόσο ὅλοι αὐτοὶ οἱ προφῆτες καὶ σοφοὶ εἶχαν πράγματι τὶς ἰδιότητες ποὺ ἰσχυρίζονταν ἢ ἂν ἦσαν σκέτοι τσαρλατάνοι. ῾Ολόκληρος αὐτοκράτωρ μιᾶς ἀπὸ τὶς μεγαλείτερες καὶ ἀρχαιότερες πολυεθνικὲς αὐτοκρατορίες τοῦ ἀρχαίου κόσμου δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ διοικῇ καὶ νὰ ἐξουσιάζῃ ἀποτελεσματικὰ τὸ ἀχανὲς βασίλειό του, ἂν ἦταν εὔπιστος στὸν κάθε τυχόντα καὶ γινόταν θρησκόληπτο θῦμα τοῦ κάθε ἀπατεώνα μέντιουμ.

Δυστυχῶς γιὰ ὅλους ἐκείνους τοὺς ἀγύρτες μάγους καὶ μάντεις τὸ κριτήριο τοῦ Ναβουχοδονόσορ ξεσκέπασε τὴν ἀδυναμία τους καὶ τὴν ἀπατεωνιά τους, καὶ ὁ βασιλιᾶς ὡργισμένος ἄρχισε νὰ τοὺς ἐκτελῇ ἕναν ἕναν. Καὶ θὰ τοὺς ἐξώντωνε ὅλους, ὄχι μόνον τοὺς εἰδωλολάτρες ψευδοπροφῆτες, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀληθινοὺς προφῆτες καὶ πραγματικοὺς ἁγίους ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπῆρχαν στὸν ᾿Ισραήλ, διότι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἦταν ὑπόδουλος τῶν ᾿Ασσυρίων. Σὲ ἐκείνη τὴν κρίσιμη κατάστασι ὁ νεαρὸς τότε Δανιήλ, ἐνισχυμένος ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, παρουσιάζεται μπροστὰ στὸν βασιλιᾶ, τοῦ ἀποκαλύπτει μὲ καταπλήσσουσα ἀκρίβεια καὶ λεπτομέρεια τὸ ὄνειρό του καὶ στὴν συνέ­χεια δίνει καὶ τὴν ἐκ Θεοῦ ἑρμηνεία του, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο γίνεται ἀμέσως καὶ ἀναντιρρήτως δεκτὸ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ναβουχοδονόσορ.

Στὸ ὄνειρό του ὁ βασιλιᾶς εἶχε δεῖ ἕνα πελώριο ἄγαλμα, ἀποτελού­μενο κατὰ τμήματα ἀπὸ διαφορετικὰ μέταλλα καὶ ἄλλα ὑλικά, μὲ ἐκτυφλωτικὴ λάμψι καὶ φοβερὴ ἐμφάνισι. ῞Οπως ἔβλεπε τὸ ἄγαλμα (καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ σημεῖο ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ), ἀπὸ κάποιο παρα­κείμενο ὄρος ξεκολλάει ἕνας τεράστιος βράχος χωρὶς τὴν μεσολάβησι ἀνθρωπίνων χεριῶν, χτυπάει τὸ ἄγαλμα καὶ τὸ καταστρέφει.

Ἐθεώρεις ἕως οὗ ἐτμήθη λίθος ἐξ ὄρους ἄνευ χειρῶν καὶ ἐπάταξε τὴν εἰκόνα ἐπὶ τοὺς πόδας τοὺς σιδηροῦς καὶ ὀστρακίνους καὶ ἐλέπτυνεν αὐτοὺς εἰς τέλος. τότε ἐλεπτύνθησαν εἰς ἅπαξ τὸ ὄστρακον, ὁ σίδηρος, ὁ χαλκός, ὁ ἄργυρος, ὁ χρυσός, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ κονιορτὸς ἀπὸ ἅλωνος θερινῆς· καὶ ἐξῇρεν αὐτὰ τὸ πλῆθος τοῦ πνεύματος, καὶ τόπος οὐχ εὑρέθη αὐτοῖς· καὶ ὁ λίθος ὁ πατάξας τὴν εἰκόνα ἐγενήθη ὄρος μέγα καὶ ἐπλήρωσε πᾶσαν τὴν γῆν. (Δανιὴλ 2:34-35.)

«Ἔβλεπες τὸ ἄγαλμα, μέχρις ὅτου ἀπεκόπη –χωρὶς τὴν ἐπέμβασι ἀνθρωπίνων χεριῶν– ἕνας βράχος ἀπ' τὸ βουνὸ καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα στὰ πόδια του τὰ σιδερένια καὶ πήλινα καὶ τὸ συνέτριψε ἐξ ὁλοκλήρου. Τότε συνετρίβησαν μεμιᾶς ὁ πηλός, τὸ σίδερο, ὁ χαλκός, ὁ ἄργυρος, ὁ χρυσός, καὶ ἔγιναν σὰν τὴν σκόνη τοῦ ἁλωνιοῦ τὸ καλοκαῖρι. Καὶ ἕνας ἰσχυρὸς ἄνεμος πῆρε τὰ κονιορτοποιημένα ὑλικὰ καὶ τὰ σήκωσε, χωρὶς νὰ παραμείνῃ οὔτε ἴχνος ἀπὸ αὐτά. Καὶ ὁ βράχος ποὺ χτύπησε τὸ ἄγαλμα ἀνυψώθηκε σὲ τόσο μεγάλο βουνό, ὥστε κάλυψε ὅλη τὴν γῆ».

Μετὰ τὴν περιγραφὴ τοῦ ἐνυπνίου ὁ Δανιὴλ προχωρᾷ στὴν ἑρμηνεία του, καὶ ἐξηγεῖ ὅτι ὕστερα ἀπὸ τὴν βασιλεία τοῦ Ναβουχοδονόσορ θὰ ἐμφανιστοῦν ἄλλα βασίλεια μικροτέρας ἰσχύος. Στὸ τέλος ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ θὰ δημιουργήσῃ ἕνα νέο βασίλειο, τὸ ἰσχυρότερο ἀπὸ ὅσα ὑπῆρξαν ποτέ, τὸ ὁποῖο θὰ κατασυντρίψῃ καὶ θὰ καταργήσῃ ὅλα τὰ ἄλλα, καὶ θὰ παραμείνῃ αἰωνίως. Ὁ βράχος ποὺ συνέτριψε τὴν εἰκόνα (τὸ ἄγαλμα) συμβολίζει ὅτι θὰ γεννηθῇ ἕνας βασιλεύς, ἕνας ἰσχυρὸς ἡγέτης, ποὺ θὰ διαλύσῃ ὅλες τὶς βασιλεῖες καὶ τὶς ἐξουσίες τοῦ κόσμου καὶ θὰ μοιάζῃ νὰ ἐμφανίζεται ξαφνικὰ καὶ ἀπροσδόκητα στὴν ἱστορία.

Μὲ βεβαιότητα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὸς ὁ λίθος εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, καὶ τὸ αἰώνιο βασίλειο ποὺ θὰ ἐγκατασταθῇ ἐπὶ τῆς γῆς εἶναι ἡ μεσσιακὴ βασιλεία. ῾Επομένως τὸ ὄρος ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀποσπάστηκε ὁ λίθος εἶναι ἡ παρθένος Μαρία. Τὸ ὅτι ὁ λίθος ἀποσπάστηκε χωρὶς ἀνθρώπινη ἐπέμβασι εἶναι ἔμμεση καὶ μυστικὴ ἀλλὰ ἐντυπωσιακὴ ἀναφορὰ στὴν παρθενία τῆς μητέρας τοῦ Μεσσίου, ἡ ὁποία ὡς «ὄρος ἀλατόμητο», δηλαδὴ ἀλάξευτο, ἔδωσε τὴν καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη σάρκα της, γιὰ νὰ γεννηθῇ ὁ Θεάνθρωπος. Ἡ θεοτόκος Μαρία γέννησε τὸν σωτῆρα τοῦ κόσμου, χωρὶς νὰ ὑποστῇ ὁποιαδήποτε ῥῆξι ἢ φθορὰ τῆς παρθενίας της. Τόσο ἡ σύλληψι ὅσο καὶ ἡ κύησι ὑπῆρξαν ἄφθορες.

Ἔτσι ἀκριβῶς ἐξηγεῖ τὰ πράγματα καὶ ὁ Ἰωάννης Ζωναρᾶς[1]. «Αὐτὸς ὁ βράχος εἰκονίζει τὸν Χριστό· ἐνῶ ἡ παρθένος δηλώνεται μὲ τὸ ὄρος, διότι χωρὶς τὴν σύμπραξι ἀνδρὸς γέννησε τὸν Χριστὸ καὶ διότι ἀνέβηκε πολὺ ὑψηλότερα ἀπὸ τὰ γήινα πράγματα». ῾Ο ἴδιος ἑρμηνευτὴς ἀναλύει θεολογικώτερα τὴν προφητεία, ὅταν ἑρμηνεύῃ τὸν ἀκόλουθο ὕμνο· Λίθος ἀχειρότμητος ὄρους, ἐξ ἀλαξεύτου σου παρθένε, ἀκρογωνιαῖος ἐτμήθη Χριστός, συνάψας τὰς διεστώσας φύσεις δι᾿ ὃ ἐπαγαλλόμενοι, σὲ Θεοτόκε μεγαλύνομεν (εἱρμὸς τῆς 9ης ᾿ῳδῆς τοῦ δ΄ ἤχου).

«Τὸ χρυσὸ ἄγαλμα ποὺ φάνηκε στὸ ὄνειρο στὴν περὶ τοῦ Ναβου­χοδονόσορ ἐξιστόρησι καὶ ὁ λίθος ποὺ ἀποκόπηκε ἀπὸ βουνὸ χωρὶς ἀνθρώπινο χέρι καὶ ἔπεσε πάνω στὸ ἄγαλμα καὶ τὸ συνέτριψε, ὅπως διηγεῖται ὁ Δανιήλ, αὐτὰ εἶναι οἱ ἀφορμὲς ποὺ ἔλαβε ὁ μελῳδός, γιὰ νὰ συνθέσῃ τὸν παρόντα εἱρμό. ᾿Αλάξευτον ὄρος ὠνόμασε τὴν θεομήτορα, διότι δὲν γνώρισε σαρκικὴ συνομιλία μὲ ἄντρα καὶ διότι ἔχει πυκνὴ ἐπάνω της τὴν ἁγιότητα. Λίθο ὠνόμασε τὸν Κύριο ποὺ προῆλθε ἀπὸ αὐτὴν σὰν ἀπὸ βουνὸ χωρὶς ἀνθρώπινη ἐπέμβασι λόγῳ τῆς ἀσπόρου συλλήψεως καὶ τῆς δίχως ἀνδρικῆς συνουσίας γεννήσεως τοῦ Κυρίου· γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ καὶ ὁ μελῳδὸς ἔτσι ὠνόμασε τὸν Κύριο, διότι σύναψε μαζὶ ἐκεῖνα ποὺ βρίσκονταν σὲ διάστασι, δηλαδὴ τὴν ἀνθρώπινη φύσι καὶ τὴν θεότητα, ὅπως καὶ σὲ μία οἰκοδομὴ ὁ λίθος συνδέει τὶς δύο ἄκρες τῶν τοίχων στὴν γωνία. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, προσθέτει, Θεοτόκε, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι σὲ ἐγκωμιάζουμε μὲ χαρά, διότι ὑπηρέτησες τὴν ἕνωσι τῶν τόσο ἀπομακρυσμένων μεταξύ τους φύσεων. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶναι ἀπ' τὸν οὐρανὸ καὶ ἄρα διαφορετικῆς οὐσίας ἀπὸ τὸ δικό μας ἐλέγχονται διότι ὅπως ὁ λίθος ἀπὸ τὸ βουνό, ἔτσι ἀποκόπηκε καὶ ὁ Κύριος, ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ ὄχι ἀπ' τὸν οὐρανό εἶχε ἀκριβῶς τὴν ἴδια οὐσία μὲ τὸ ὄρος (δηλαδὴ τὴν παρθένο) ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύσι του».

 



[1] Περιοδικὸ «῾Ο Ἄθως», ἐν Ἀθήναις 1920. ῾Η ἑρμηνεία τοῦ Ζωναρᾶ ἐπίσης δίνεται σὲ μετάφρασι.