ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ

ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ

 

Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου

δρος φιλοσοφικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν,

πτυχιούχου κοινωνικῆς θεολογίας

symbole@mail.com

 

Σχετικὰ μὲ τὸ πόσοι καὶ ποιοί εἶναι οἱ παρακλητικοὶ κανόνες ὑπάρ­χει μία μικρὴ ἢ μεγάλη σύγχυσι σὲ πολλοὺς χριστιανούς. Κάποιοι νομί­ζουν ὅτι παρακλήσεις εἶναι μόνον οἱ γνωστὲς δύο τῆς θεοτόκου ποὺ ψάλλονται ἐναλλὰξ καθημερινῶς στὴν διάρκεια τοῦ δεκαπενταυγού­στου. Καὶ θεωροῦν ὅτι μόνον αὐτοὶ οἱ δύο κανόνες πρέπει νὰ ὀνομά­ζωνται παρακλητικοί, καὶ αὐτοὶ μόνον νὰ ὑπάρχουν. Θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια ὅτι αὐτὴ ἡ ἀντίληψι δὲν εὐσταθεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον προῆλθε ἀπὸ ἐλλιπῆ γνῶσι τῆς ὀρθοδόξου λειτουργικῆς καὶ ὑμνογραφικῆς παραδόσε­ως.

᾿Απὸ ἐπίδρασι τοῦ μικροῦ καὶ τοῦ μεγάλου παρακλητικοῦ κανόνος τῆς Θεοτόκου πολλοὶ θεωροῦν ὅτι παρακλήσεις ὑπάρχουν βέβαια κι ἄλ­λες, ἀλλὰ τὶς περιορίζουν μόνον σὲ ὅσους κανόνες συντάσσονται στὸν ἴδιο ἦχο (πλ. δ΄) καὶ μὲ τοὺς ἴδιους εἱρμοὺς («῾Υγρὰν διοδεύσας»«῾Αρματηλάτην φαραὼ») τῶν ἐν λόγῳ δύο θεομητορικῶν παρακλήσεων. ᾿Αλλὰ καὶ ἡ ἀντίληψι αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθή.

Κατ᾿ ἀρχὰς πολλοὺς παρακλητικοὺς κανόνες καὶ στοὺς 8 ἤχους τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας μουσικῆς περιλαμβάνει ἐκεῖνο τὸ τόσο γνωστὸ καὶ τόσο ἄγνωστο ταυτόχρονα λειτουργικὸ βιβλίο τοῦ ἱεροῦ ἀναλογίου, ποὺ ὀνομάζεται Παρακλητική. Τὸ λέει καὶ τὸ ὄνομά του. Στὶς ἀκολουθίες τῶν καθημερινῶν, δηλαδὴ ἀπὸ Δευτέρα μέχρι Σάββατο ὁ ἕνας τοὐλά­χιστον ἀπὸ τοὺς δύο κανόνες ποὺ ὑπάρχουν σὲ κάθε ἦχο στὴν Παρα­κλητικὴ εἶναι παρακλητικός. Μόνο στὶς Κυριακὲς δὲν ἔχει παρακλητικὸ κανόνα, διότι ἀντ᾿ αὐτοῦ ἔχει σταυροαναστάσιμο.

᾿Επὶ παραδείγματι τὴν Δευτέρα τοῦ α΄ ἤχου, στὸν πρῶτο κανόνα τὸν χαρακτηριζόμενο καὶ κατανυκτικό, ᾠδὴ 1η, εἱρμὸς «Σοῦ ἡ τροπαιοῦχος δεξιά», γράφει τὸ 1ο τροπάριο·

Τῶν ἁμαρτιῶν μου τὴν πληθὺν

κατὰ τὸ πλῆθος, Χριστέ, τοῦ ἐλέους σου,

δέομαι, ἐξάλειψον καὶ λογισμὸν ἐπιστροφῆς μοι δώρησαι,

ὅπως σου δοξάζω τὴν ὑπὲρ νοῦν ἀγαθότητα.

 

Καὶ συνεχίζει τὸ 2ο τροπάριο·

 

Ὤφθης διὰ σπλάγχνα οἰκτιρμῶν

ἐπὶ τῆς γῆς σωματούμενος ἄνθρωπος·

ὅθεν ὑπὲρ ἄνθρωπον, Λόγε Θεοῦ, ἡμαρτηκότα δέξαι με

νῦν ἐν μετανοίᾳ, τοῖς οἰκτιρμοῖς σου προσπίπτοντα.

 

᾿Επίγνωσι τῆς ἁμαρτωλότητος καὶ ἀναξιότητος τοῦ ἀνθρώπου, ἀνα­γνώρισι τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ὡς Λόγου τοῦ Θεοῦ ἐνσαρκωμένου καὶ ὡς τοῦ μοναδικοῦ σωτῆρος μας (σύντομη ὁμολογία πίστεως δηλαδή), μετά­νοια τοῦ ἁμαρτήσαντος, ἔκκλησι στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ θερμὴ παρά­κλησι καὶ ἱκεσία γιὰ συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν μας· ἰδοὺ τὸ περιεχόμενο τῶν περισσοτέρων κανόνων ὄχι μόνον στὰ κατανυκτικὰ τροπάρια, ἀλλὰ καὶ στὰ δεσποτικὰ καὶ στὰ σταυρώσιμα καὶ στὰ θεομητορικά, πολλὲς φορὲς δὲ καὶ στὰ μαρτυρικὰ καὶ στοὺς ἄλλους κανόνες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ συγκεκριμένο βιβλίο ὀνομάζεται Παρακλητική, διότι παρακαλεῖ, δηλαδὴ παρηγορεῖ, ἐνισχύει, ἐνδυναμώνει, διδάσκει καὶ ἐμψυχώνει τὸν πιστὸ μὲ τὸ νὰ συνδυάζῃ ἄριστα καὶ ὁμολογία πίστεως, καὶ δοξολογία τῆς θεότη­τος, καὶ συναίσθησι τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτωλότητος, καὶ ἐκδήλωσι με­τανοίας, καὶ μακαρισμὸ τῆς Θεοτόκου τῶν μαρτύρων καὶ τῶν λοιπῶν ἁγίων, καὶ ἐπίκλησι τῶν πρεσβειῶν τους. Ποῦ ἀλλοῦ ὑπάρχει τέτοιος ποιητικὸς πλοῦτος συνδυασμένος μὲ δυνατὴ πίστι, ὑψηλὴ θεολογία, πλούσια διδασκαλία, ἀνθρώπινα συναισθήματα, καὶ σεμνοπρεπὲς μέλος; Τί ἄλλο λοιπὸν μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτοὶ οἱ κανόνες, ἂν δὲν εἶναι πραγμα­τικοὶ παρακλητικοὶ κανόνες;

Καὶ δὲν εἶναι μόνον τὸ βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς. Στὴν πραγματικό­τητα καὶ τὰ ἄλλα λειτουργικὰ βιβλία τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας μας περιέχουν πολλοὺς παρακλητικοὺς κανόνες σὲ διάφορους ἤχους καὶ εἱρμούς, μάλιστα δὲ στοὺς μελιρρύτους ἤχους τοῦ χρωματικοῦ γένους δεύτερον καὶ πλάγιον τοῦ δευτέρου, οἱ ὁποῖοι εἶναι καταλληλότατοι γιὰ τὴν ἔκφρασι τῆς θερμῆς ἱκεσίας καὶ τοῦ κατανυκτικοῦ ἤθους. ᾿Αλλὰ κυρίως ὑπάρχουν ἀναρίθμητοι παρακλητικοὶ κανόνες ἀνέκδοτοι, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἄγνωστοι στοὺς πολλούς, εὑρισκόμενοι στὰ ἀρχαῖα λειτουργικὰ χειρόγραφα, ποὺ φυλάσσονται στὶς βιβλιοθῆκες τοῦ ῾Αγίου Ὄρους Ἄθω, τοῦ Σινά, καὶ πολλῶν ἀκόμη μοναστηριῶν, καθὼς καὶ στὴν ᾿Εθνικὴ Βι­βλιοθήκη τῆς ῾Ελλάδος στὴν ᾿Αθήνα καὶ στὰ ἑλληνικὰ χειρόγραφα τῶν μεγαλειτέρων βιβλιοθηκῶν καὶ πανεπιστημίων τοῦ δυτικοῦ κόσμου κυ­ρίως (Εὐρώπης καὶ ᾿Αμερικῆς).

Κορυφαῖοι ἐπιστήμονες ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο μελετοῦν μὲ θαυμασμὸ καὶ ἐνδιαφέρον αὐτοὺς τοὺς θησαυρούς, ἐνῷ ἐδῶ στὴν ῾Ελλάδα τοὺς πε­ριφρονοῦμε (παρ᾿ ὅτι μόνον ἐμεῖς μποροῦμε νὰ τοὺς ψάλουμε καὶ νὰ τοὺς κατανοήσουμε καλλίτερα ἀπὸ ὅλους), καὶ καθόμαστε ἄπραγοι, τυ­φλωμένοι ἀπὸ τὴν ἀπιστία μας, ἀπὸ τὴν ἀγραμματωσύνη μας, ἀπὸ τὴν ἀμάθειά μας, ἀπὸ τὸ ἀντιεκκλησιαστικὸ κόμπλεξ ποὺ μᾶς ἔχει καταλά­βει ὡς κοινωνία καὶ μᾶς «βασανίζει» τὶς τελευταῖες 6-7 δεκαετίες, καὶ καθόμαστε ἐγκλωβισμένοι στὴν μιζέρια μας, στὴν κακομοιριά μας καὶ στὴν μεμψιμοιρία μας. Τελικὰ εἴμαστε ἄξιοι τῆς «τύχης» μας, διότι ὡς λαός, ὡς ἔθνος καὶ ὡς κοινωνία κάναμε καὶ κάνουμε συνειδητὰ καὶ με­θοδικὰ τὶς ἀντιεκκλησιαστικὲς ἐπιλογές μας, διότι προτιμοῦμε νὰ «δια­σκεδάζουμε» μὲ τὸ ῥαδιόφωνο, τὴν τηλεόρασι καὶ τὸ διαδίκτυο, ἐπιλέ­γοντας τὰ βρόμικα ἀκούσματα καὶ θεάματά τους, ποὺ ντύνουν τὴν ψυ­χή μας μὲ «τὸν ἀπὸ τῆς σαρκὸς ἐσπιλωμένον χιτῶνα» (Ιδ 23), τὸν ὁποῖο κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ μισοῦμε καὶ νὰ ἀποστρεφώμαστε. Κα­νεὶς σήμερα δὲν θέλει καὶ δὲν προτιμᾷ νὰ ἀκούῃ καὶ νὰ ψάλλῃ καθημε­ρινῶς τοὺς κανόνες καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ὕμνους τῆς Παρακλητικῆς καὶ τῆς ᾿Εκκλησίας γενικώτερα. Αὐτὰ ἀνήκουν πλέον σὲ ἄλλες ἐποχές.

᾿Επιστρέφοντας τὸν λόγο στὰ παλαιὰ ἐκκλησιαστικὰ χειρόγραφα ἀναφέρω ὅτι ὑπάρχουν πολλὲς συλλογὲς μὲ εἰδικοὺς παρακλητικοὺς κανόνες (ἔτσι χαρακτηρίζονται στὰ ἴδια τὰ χειρόγραφα) σὲ ὅλους τοὺς ἤχους, ἀπὸ σπουδαίους ὑμνογράφους τοῦ 9ου, 10ου, 11ου καὶ 12ου αἰῶ­νος ἢ καὶ ἀργότερα, ὅπως ἦσαν ὁ ᾿Ιωσὴφ ὁ ὑμνογράφος, ὁ Μητροφάνης Σμύρνης, ὁ Εὐθύμιος Σύγκελλος, ὁ Νικήτας Σερρῶν, ὁ ᾿Ιωάννης Μαυρό­πους, ὁ ᾿Αθανάσιος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ᾿Εφραὶμ β΄ ᾿Ιεροσολύμων ὁ ᾿Αθηναῖος, καὶ πολλοὶ ἄλλοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων περιλαμβάνονται ὄχι μόνον πατριάρχες, μητροπολῖτες καὶ μοναχοί, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτο­κράτορες καὶ ἄλλοι ἡγεμόνες. Οἱ κανόνες αὐτοὶ εἶναι ἀξιοθαύμαστοι γιὰ τὴν ποικιλία τους, τὴν εὐρυθμία τους, τὸν λεξιλογικό τους πλοῦτο, τὴν φυσικὴ καὶ ῥέουσα γλῶσσα, τὰ πνευματικά τους νοήματα κλπ.. Πολλὲς φορὲς μάλιστα εἶναι κανόνες ἐκτενέστατοι, διότι κάθε ᾠδή τους μπορεῖ νὰ περιλαμβάνῃ ὄχι μόνον 4 τροπάρια, ὅπως συνηθίζεται σή­μερα, ἀλλὰ καὶ 8 καὶ 10 καὶ 16 ἀκόμη.

Δυστυχῶς, ὅπως εἶπα ἤδη, ὅλη αὐτὴ ἡ τεράστια ποιητικὴ παραγωγὴ τοῦ ἐνδόξου ἐκκλησιαστικοῦ παρελθόντος εἶναι ἄγνωστη καὶ ἀνεκμε­τάλλευτη καὶ ἐν πολλοῖς ἀνεξερεύνητη, καθὸ ἀνέκδοτη· εἶναι γνωστὴ σὲ ἐλάχιστους μόνον ἐπιστήμονες καὶ εἰδικοὺς ἐρευνητές, οἱ ὁποῖοι ἀσχο­λοῦνται μὲ αὐτὸ τὸ ἀντικείμενο. ῞Ολο αὐτὸ τὸ ὑλικὸ ὅμως ἀποδεικνύει ὅτι στὴν ὀρθόδοξη ὑμνογραφία ὑπάρχουν πολλοὶ παρακλητικοὶ κανόνες καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἤχους τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Γι᾿ αὐτὸ οἱ πα­ρακλητικοὶ κανόνες μποροῦν ἐπίσης νὰ εἶναι καὶ νὰ χαρακτηρίζωνται ὡς κετήριοι, εὐχαριστήριοι, δοξολογικοί, ἐγκωμιαστικοί, κατανυκτικοί, καὶ ἐν γένει ὑμνολογικοί.

Δὲν εἶναι βεβαίως δυνατὸν στὸν χῶρο τοῦ παρόντος ἄρθρου νὰ ἀναφερθοῦν λεπτομέρειες ποὺ ἀνευρίσκονται στοὺς λειτουργικοὺς κώ­δικες τόσο στὸ ῞Αγιον Ὄρος ὅσο καὶ ἀλλοῦ. Ἂς σημειωθῇ μόνον ὅτι, ἐνῷ σήμερα ὑπάρχουν πολλοὶ παρακλητικοὶ κανόνες πρὸς τὴν Θεοτόκο, ἐν τούτοις ἐλάχιστοι γνωρίζουν ὅτι ὑπάρχουν ἐπίσης καὶ πολλὲς παρα­κλήσεις πρὸς τὴν ῾Αγία Τριάδα ἢ τὸν Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστό, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναφέρωνται σὲ διάφορες περιστάσεις, ὅπως σὲ νόσο, σὲ λοιμό, σὲ ἀνομβρία, σὲ συμφορὰ γενικῶς, ἢ σὲ ἑορταστικὰ θέματα, ὅπως στὴν μεταμόρφωσι, στὴν ἀνάστασι, στὸν σταυρό, στὸν τάφο τοῦ Κυρίου κλπ.. ᾿Ενίοτε σὲ παλαιοὺς κώδικες καὶ ἐκδόσεις ὑπάρχουν καὶ ἄλλες ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες γιὰ τὴν χρῆσι ὡρισμένων κανόνων, ὅπως ὅτι ἡ παράκλησι τῆς Μεταμορφώσεως ἐψάλλετο σὲ ὡρισμένες μο­νὲς ἀντὶ τῶν παρακλήσεων τῆς Θεοτόκου ἢ ἐναλλὰξ μὲ αὐτές, κατὰ τὰ προεόρτια καὶ μεθέορτα τῆς δεσποτικῆς ἑορτῆς.

Μερικὲς φορὲς μαζὶ μὲ τοὺς παρακλητικοὺς κανόνες παρατίθενται καὶ διάφοροι ἄλλοι κατάλληλοι ὕμνοι, κυρίως μεγαλυνάρια ἀλλὰ κάπο­τε καὶ ἐξαποστειλάρια ἢ προσόμοια κλπ.· ὅλοι αὐτοὶ οἱ ὕμνοι εἶναι δυ­νατὸν νὰ χρησιμεύσουν ὄχι μόνον σὲ ἀκολουθίες παρακλήσεων ἀλλὰ καὶ σὲ λιτανεῖες, στὸ μεσονυκτικό, σὲ ἱερὲς ἀγρυπνίες καὶ ἀλλοῦ. Εἰδικὰ γιὰ τὰ διάφορα μεγαλυνάρια, τοὺς ὕμνους δηλαδὴ ποὺ ψάλλονται σύμφωνα μὲ τὸν εἱρμὸ «Τὴν τιμιωτέραν τῶν χερουβὶμ» ἂς εἰπωθῇ ἐδῶ ὅτι ὁ κα­νονικός τους ἦχος εἶναι ὁ πλ. β΄ καὶ ὄχι ὁ πλ. δ΄, ἑπομένως πρέπει νὰ ψάλλωνται σὲ ἦχο σύντομο πλ. β΄, τὸν εἱρμολογικὸ ὅμως, ὄχι τὸν στιχη­ραρικό, δηλαδὴ αὐτὸν ποὺ ἔχει βάσι τὸν φθόγγο βου καὶ ὁδεύει σὰν β΄ ἦχος («μαλακὸ χρῶμα»). Ἄλλωστε καὶ ὁ γνωστὸς ὕμνος «Τὴν τιμιωτέ­ραν τῶν χερουβὶμ» εἶναι εἱρμὸς τῆς 9ης ᾠδῆς στὸν κανόνα τῆς μεγάλης Παρασκευῆς, ποὺ ἀνήκει ὅλος στὸν πλ. β΄ ἦχο.

῾Ο καθένας καταλαβαίνει ὅτι δὲν εἶναι εὔκολο νὰ διαχειριστοῦμε καὶ νὰ ἀξιοποιήσουμε σωστὰ ὅλον αὐτὸν τὸν ὑμνολογικὸ πλοῦτο. Οἱ θέσεις αὐτὲς στὴν πραγματικότητα ἀπαιτοῦν ὑψηλὴ καὶ εὐρεῖα μόρφωσι καὶ ἐξαιρετικὲς ἱκανότητες. Σήμερα ὅμως ἔχουμε κατεβάσει τὸν πῆχυ χα­μηλὰ ὅσο δὲν γίνεται ἄλλο.

Δὲν ἀρκεῖ νὰ ἔχῃ κανεὶς μουσικὲς γνώσεις καὶ νὰ εἶναι ἱκανὸς ψάλτης, ποὺ καὶ αὐτὰ ἀσφαλῶς εἶναι ἀπαραίτητα. Πρέπει συνάμα νὰ ἔχῃ καὶ καλὲς φιλολογικὲς γνώσεις, νὰ διαβάζῃ σωστὰ τὰ πολυτονικὰ κείμενα, νὰ γνωρίζῃ τὰ κυριώτερα βιβλικὰ ἀποσπάσματα, νὰ καταλα­βαίνῃ τὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα (ἑλληνιστική, βυζαντινή, ἀρχαΐζουσα καὶ καθαρεύουσα), νὰ ξέρῃ καὶ λίγα πράγματα ἀπὸ τὴν γραμματικὴ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ἐνδεχομένως νὰ μπορῇ νὰ γράφῃ καὶ πολυτονικὸ καὶ καθαρεύουσα, νὰ γνωρίζῃ ἀκόμη τὴν ἱστορία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνο­γραφίας, νὰ ξέρῃ τυπικὸ καὶ λειτουργική, ἀκόμη καὶ κάποια βασικὰ στοιχεῖα τῆς τελετουργικῆς. Καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ πρέπει νὰ ἔχῃ σωστὲς καὶ ὡλοκληρωμένες γνώσεις, νὰ ξεχωρίζῃ τὸ ἀρχέγονο σε­μνὸ καὶ ἱεροπρεπὲς ἐκκλησιαστικὸ μέλος ἀπὸ τὶς μεταγενέστερες καὶ νεώτερες ἀλλοιώσεις του, νὰ προτιμᾷ καὶ νὰ ὑπηρετῇ ταπεινὰ τὸ πρῶτο καὶ νὰ ἀποφεύγῃ τὶς δεύτερες, καθὼς ἐπίσης νὰ ἀποφεύγῃ τὶς καινοτο­μίες, τοὺς θεατρινισμοὺς καὶ τὶς παντὸς εἴδους ἐξωεκκλησιαστικὲς μου­σικὲς ἐπιδράσεις, παλαιότερες καὶ πρόσφατες.

᾿Αλλὰ καὶ ἡ θεολογικὴ κατάρτισι σὲ βασικὰ θέματα εἶναι ἐπίσης χρειαζούμενη, διότι ἂν δὲν ξέρῃ κάποιος τὰ δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας ἢ ἂν δὲν ὑποψιάζεται (τουλάχιστον) τὴν χριστολογικὴ ἑρμηνεία τῶν ψαλ­μῶν, δὲν θὰ μπορῇ νὰ καταλάβῃ τὴν σημασία πολλῶν ὕμνων καὶ λέξεων, ὁπότε δὲν θὰ ξέρῃ πῶς νὰ ἀποδώσῃ ἢ νὰ ψάλῃ κάποια σημεῖα. Γιὰ παράδειγμα ἂν προσπαθήσῃ νὰ μελοποιήσῃ τὸν στίχο «Καὶ τὸ πο­τήριόν σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον» (Ψαλμὸς 22:7) χωρὶς τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια, δὲν θὰ καταλάβῃ ὅτι πρέπει νὰ τονίσῃ τὴν λέξι «ποτήριον» καὶ ὄχι τὴν λέξι «μεθύσκον» (πραγματικὸ περιστατικό).

Ἂς τελειώσουμε ὅμως μὲ δύο σημαντικὲς ἐπισημάνσεις, οἱ ὁποῖες νομίζω ὅτι βγαίνουν ὡς συμπεράσματα ἀπὸ τὰ παραπάνω.

1. Εἶναι μεγάλο λάθος νὰ ὑποβαθμίζεται τὸ βιβλίο τῆς Παρακλη­τικῆς καὶ νὰ ἀντικαθιστᾶται συνεχῶς καὶ χωρὶς πραγματικὸ λόγο ἀπὸ νεώτερες ἀκολουθίες σὲ διάφορους ἁγίους, ἐκτὸς τῶν καθιερωμένων ἀκολουθιῶν. Μὲ τὴν Παρακλητικὴ ὑμνοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους, μάρτυρες, ὁσίους, ἱεράρχες κλπ.. Μὲ τὴν νεώτερη ἀκολουθία θὰ τιμήσουμε μόνον ἕναν ἢ δύο τὸ πολὺ ἁγίους καὶ θὰ χάσουμε ὅλον τὸν πλοῦτο τῶν πνευματικῶν νοημάτων καὶ διδασκαλιῶν τῆς Παρακλητικῆς.

2. Εἶναι ἀπαραίτητο, ἂν θέλουμε ἀκόμη νὰ διασώσουμε τὴν ἐκκλη­σιαστική μας μουσικὴ καὶ τὸν ὑμνολογικό μας πλοῦτο –ὅσο εἶναι ἀκόμη καιρός–, νὰ προβάλουμε τοὺς κανόνες τῆς ἐκκλησίας. Εἶναι καιρὸς νὰ σταματήσῃ πλέον ἡ μελοποίησι καὶ ἡ ἠχογράφησι ξανὰ καὶ ξανὰ τῶν ἴδιων ὕμνων, ὅπως εἶναι τὰ προσόμοια, τὰ ἀναστάσιμα στιχηρά, οἱ καταβασίες τοῦ ἔτους, τὰ δοξαστικὰ ἑωθινά, τὰ τροπάρια τῆς μεγάλης ἑβδομάδος, τῶν χριστουγέννων, τοῦ πάσχα κ.λπ.. ᾿Εκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ γίνῃ ἄμεσα εἶναι νὰ ἠχογραφηθοῦν ὅλοι οἱ κανόνες, παρακλητικοί, ἀνα­στάσιμοι, τῶν ἑορτῶν, τῶν ἁγίων κλπ.· οἱ κανόνες δηλ. τῆς Παρακλη­τικῆς, τῶν μηναίων, τοῦ Τριῳδίου καὶ τοῦ Πεντηκοσταρίου. Νὰ ἠχογρα­φηθοῦν σωστά, μὲ βάσι τὶς παλαιότερες καὶ αὐθεντικώτερες μελοποι­ήσεις (π.χ. τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου ἢ τῶν μαθητῶν του), μὲ ὡραῖο τρόπο, εἴτε χορῳδιακὰ εἴτε μονοφωνικά, ὥστε ὁ κόσμος νὰ ξανακούσῃ τοὺς κανόνες καὶ νὰ τοὺς συνηθίσῃ. ᾿Αλλὰ καὶ γιὰ νὰ τοὺς μάθουν καὶ οἱ νεώτεροι ψάλτες, οἱ ὁποῖοι συνήθως δὲν γνωρίζουν νὰ ψάλλουν κα­νόνες, χωρὶς νὰ φταῖνε οἱ ἴδιοι γι᾿ αὐτό.

Ἄραγε ἀκούει κανείς; ... ἢ «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ»;

 

 

«᾿Εκκλησιολόγος», φ. 523, 29/7/2017