ΑΠΑΝΤΗΣΙ


ΣΤΗ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΙ


ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

 

Πρὸς ὑπεράσπισι τοῦ «παναγιωτάτου» πάπα Ῥώμης

καὶ τοῦ «καημένου» ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ

 

Ἔντεχνη καὶ συνδυασμένη συκοφαντικὴ ἐπίθεσι ἐναντίον τοῦ σχολάζοντος κι ἐφησυχάζοντος ἐπισκόπου πρώην Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτου· ναὶ τώρα, στὰ 103 χρόνια του· ὄχι παλιά. τὴν ἀναδημοσιεύω ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Τὰ Νειάτα», φ. Σεπτ. - ᾿Οκτ. 2009, σ. 168.

 

* * *

Κοσμᾶς Αἰτωλὸς καὶ Πάπας

 

Ἐπιστολὴ ἀναγνώστη μᾶς στάθηκε ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὸ παρὸν κείμενο.

Ἂς ἰδοῦμε πρῶτα τὴν ἐπιστολή.

 

Νεάπολη Θεσ/νίκης, 19 Αὐγ. 2009

Ἀγαπητὲ καὶ σεβαστέ μου κ. …..

Καθὼς πλησιάζει ἡ ἑορτὴ τοῦ μεγάλου ἁγίου μας Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (24 Αὐγ.), μοῦ ἔρχονται πάλι στὴ μνήμη κάποια πανώ, ποὺ κρατοῦσαν κάποιοι ζηλωτὲς Ὀρθόδοξοι καὶ ἔγραφαν τὴν φερόμενη ὡς προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ: «Τὸν πάπα νὰ καταρᾶσθε». Ὅμως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, σὲ πλήρη συμφωνία μὲ τὴν Ἐπὶ τοῦ ὅρους Ὁμιλία τοῦ Κυρίου μας (Ματθ. ε΄ 44), μᾶς προτρέπει σαφέστατα: «Εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταράσθε» (Ρώμ. ιβ΄ 14). Ἀναφέρεται μάλιστα στοὺς διῶκτες τῶν Χριστιανῶν, στοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως.

Μοῦ φαινόταν πάντοτε δύσκολο νὰ δεχθῶ ὅτι ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς θὰ ἔλεγε κάτι ἀντίθετο πρὸς τὰ λόγια του ἀποστόλου Παύλου. Ἐξ ἄλλου ἡ προτροπὴ αὐτὴ δὲν βρίσκεται στὰ χειρόγραφα τῶν ὁμιλιῶν του, ἀλλὰ μόνο σὲ προφορικὴ συλλογὴ διδαχῶν του.

Πρὶν ἀπὸ χρόνια διάβασα στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» ὅτι ἡ ἐν λόγῳ προτροπὴ ἀναφέρθηκε ἀπὸ κάποιον γιὰ πρώτη φορὰ 30 ἢ 40 χρόνια μετὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου. Εἶχα κρατήσει τὸ ἀπόκομμα, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὸ βρῶ καὶ δὲν ἐνθυμοῦμαι οὔτε τὸ ὄνομα τοῦ εἰπόντος οὔτε χρονολογία.

Ἐπειδὴ ὁ φίλος καὶ συνεργάτης σας κ. Ἰωάννης Μενοῦνος εἶναι ὁ πιὸ εἰδικὸς ἀπ’ ὅλους στὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα γιὰ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ, θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς πληροφορήσει ποιός καὶ πότε πρωτοανέφερε τὴν προτροπὴ αὐτή;

Βεβαίως δὲν ζητῶ νὰ διατυπώσει γνώμη περὶ τῆς γνησιότητός της.

Προσωπικὰ ὅμως δὲν πείθομαι ὅτι εἶναι ἀξιόπιστος κάποιος ποὺ μετὰ 30 ἢ 40 χρόνια πρωτοαναφέρει μιὰ προφορικὴ ἀνάμνηση, κάτι ποὺ μᾶλλον ἄκουσε ἀπὸ ἄλλον, καὶ μὲ περιεχόμενο ποὺ εἶναι καθ’ ἑαυτὸ προβληματικό.

Ἀναμένοντας ἀπάντηση, εὐχαριστῶ ἀμφοτέρους ἐκ τῶν προτέρων.

Μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ σεβασμό

Εἰρηναῖος, ἐλάχιστος πρεσβύτερος καὶ μοναχός

 

Ἀναζήτησα ἔπειτα τὴν κατὰ τοῦ Πάπα προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ στὸ βιβλίο μου «Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ – Διδαχὲς καὶ βιογραφία». Δὲν τὴν βρῆκα ἐκεῖ. Ἔψαξα τότε στὸ ἔργο τοῦ ἀρχιμανδρίτου καὶ κατόπιν ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός», ἔκδοσις ΚΕ΄, Ἀθῆναι 2003, σελ. 286, ὅπου γράφεται: «…τώρα δὲν καρτεροῦμεν μήτε προφήτην Ἠλίαν μήτε ἀντίχριστον. Ὁ ἀντίχριστος εἶνε· ὁ ἕνας εἶναι ὁ Πάπας καὶ ὁ ἕτερος εἶνε αὐτὸς ὅπου εἶναι εἰς τὸ κεφάλι μας» (Σ.Σ. Προφανῶς ἐννοεῖ τὸν Τοῦρκο χωρὶς νὰ τὸν κατονομάζει). Ἀλλὰ ἡ φράση «ὁ ἀντίχριστος εἶνε· ὁ ἕνας εἶναι ὁ Πάπας καὶ ὁ ἕτερος» κ.λπ. εἶναι συντακτικῶς καὶ νοηματικῶς ἀνώμαλη. Ἐνῶ δηλαδὴ περιμένουμε νὰ διαβάσουμε τὸ ὄνομα ΕΝΟΣ Ἀντιχρίστου, ξαφνικὰ ἐμφανίζονται ΔΥΟ. Καὶ ὁ μὲν Τοῦρκος εἶναι ὁπωσδήποτε Ἀντίχριστος, γιὰ τὸν Πάπα ὅμως ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς δὲν κάνει λόγον πουθενὰ στὶς Διδαχὲς ποὺ μελέτησα ἐγώ. Τί συμβαίνει; Ὑποψιάζομαι (δὲν τὸ γράφω δηλαδὴ μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα) ὅτι ὁ Πάπας προσετέθη ἐκ τῶν ὑστέρων. Ἀπὸ ποιόν; ἀπὸ τὸν Καντιώτη ἢ ἀπὸ ἄλλον γραφέα; Δὲν γνωρίζω. Ἔτσι δικαιώνεται ὁ ἱερωμένος ἀναγνώστης μας π. Εἰρηναῖος, πού, ὀρθῶς, δὲν ἔσπευσε νὰ υἱοθετήσει μία κατηγορία κατὰ τοῦ Πάπα ποὺ θὰ τὸν βόλευε ὡς Ὀρθόδοξο.

Ἰωάν. Μενοῦνος, δ.φ.

 

* * *

 

Πρόκειται γιὰ συκοφαντικὸ παιχνίδι δύο φίλων, Εἰ. Δεληδήμου καὶ Ἰω. Μενούνου, οἱ ὁποῖοι, ὅσο κι ἂν κάνουν τὸν ἔξυπνο, δὲν καταφέρνουν μὲ κανέναν τρόπο νὰ κρύψουν ὅτι τὸ στήνουν γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους.

1. Γιὰ νὰ διαφημίσουν τὸ περιοδικὸ τοῦ Μενούνου «Νειάτα» καὶ τὴ νέα ἔκδοσι τοῦ βιβλίου του «Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ – Διδαχὲς καὶ βιογρα­φία» καὶ νὰ πουλήσουν ἰδίως στὴν Ἀθήνα καὶ στὴ Σῦρο, ὅπου ἐπιχωριάζει τὸ σχεδὸν παιδικὸ περιοδικὸ τοῦ Μενούνου.

2. Γιὰ νὰ κολακεύσουν τοὺς παπικοὺς τῶν μερῶν αὐτῶν, ἐπιδεικνύ­οντας ζῆλο ὑπὲρ τοῦ πάπα ῾Ρώμης καὶ «συμφιλιώνοντάς» τον μὲ τὸν Κο­σμᾶ, ποὺ εἶναι τὸ ἀντικείμενο τοῦ βιβλίου τοῦ Μενούνου.

3. Γιὰ νὰ σπιλώσουν μὲ μιὰ πρωτοφανῆ κατινιὰ τὸν Καντιώτη ὡς δῆθεν πλαστογράφο, ποὺ αὐτὸς δῆθεν νόθευσε τὶς Διδαχὲς τοῦ Κοσμᾶ, ὥστε νὰ τὶς κάνῃ ἀντιπαπικές. ἐπιζητοῦν ὡς πελατειακό τους κοινὸ τοὺς παπικοὺς τῆς Σύρου καὶ ὅλης τῆς Ἑλλάδος.

4. Εἰδικὰ ὁ Μενοῦνος ἔχει καὶ ψυχολογικὸ κίνητρο. ἀπὸ πολλὰ χρόνια διακατέχεται ἀπὸ ἀνεξέλεγκτη ἀντιπάθεια ὑποδεεστέρου πρὸς τὸν Καν­τιώτη ὡς ἐκδότη τῶν Διδαχῶν τοῦ Κοσμᾶ μὲ μιὰ ἔκδοσί του πολὺ πληρέ­στερη, ποιοτικῶς καλλίτερη, κι ὡς πρὸς τὴν κυκλοφορία πολὺ ἀνώτερη καὶ γνωστότερη στὸ Πανελλήνιο καὶ στὴν Ὀρθοδοξία τόσο τοῦ ἐσωτερικοῦ ὅσο καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ. ἔναντι αὐτῆς τῆς ἐκδόσεως Καντιώτου ἢ μᾶλλον τῶν 27 ἀλλεπαλλήλων ἐκδόσεων (1950-2007) νιώθει πολὺ μειονεκτικὰ ὡς ἐπι­στήμων κι ὡς εἰδικὸς ἐπίσης. γιὰ τὸ Μενοῦνο τὸ κρυφὸ αὐτὸ μαράζι εἶναι θέμα τόσο προσωπικοῦ γοήτρου, ὅσο κι ἐμπορικοῦ κέρδους. ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζουληγμένος σὰ βαμβακόπιττα κάτω ἀπὸ ὁδοστρωτῆρα.

Νομίζω ὅτι ὁ γλυκούλης Δεληδῆμος δὲν καταλαβαίνει ὅτι χρησιμοποι­εῖται, ἀλλὰ πιστεύει ὅτι ἁπλῶς συνεργάζεται, ἔξυπνα καὶ ζαβολιάρικα μάλιστα, ἐκτονώ­νοντας συνάμα καὶ τὴν πολὺ παλιὰ παποφροσύνη του. δὲν ἔχει ἀντιληφθῆ τὸν τέταρτο λόγο τοῦ Μενούνου.

Αὐτὰ κάνουν τὸ Μενοῦνο νὰ ψεύδεται μὲ πολλὴ ἀναξιοπρέπεια, ἀποκρύβοντας τὴν ἰσχυρῶς μαρτυρούμενη στὴ χειρόγραφη παράδοσι γνησιότητα τοῦ ἀντιπαπικοῦ χωρίου ποὺ τὸν ἐνοχλεῖ, καὶ νὰ δείχνῃ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες ἐπιστημονικὲς ἐλλείψεις του, ἐφαρμόζοντας τὴν παροιμία «Λαγὸς τὴ φτέρη κούναγε, κακὸ τῆς κεφαλῆς του»! τὸ πρᾶγμα καταντάει θυμηδία. ἔχει πολὺ γοῦστο τὸ πῶς ὁ Μενοῦνος αὐτογελοιο­ποιεῖται.

Ὁ ὑπογράφων ὡς «ἐλάχιστος μοναχὸς Εἰρηναῖος» εἶναι, ὅπως ἤδη ἀνέφερα, ὁ Δεληδῆμος, ὁ ὁποῖος μονάζει στὴν «ἔρημο» μιᾶς πολυκατοικίας στὴ Νεάπολι, δηλαδὴ περίπου στὸ κέντρο τῆς Θεσσαλονίκης· στὸ σπίτι του. εἶναι καὶ παπᾶς 60-65 ἐτῶν χωρὶς καμμιὰ ἀπολύτως ἱερατικὴ θέσι καὶ κανένα ἀπολύτως ἱερατικὸ καθῆκον στὴ ζωή του, ὅπως δείχνει ἡ παντοτινὴ ἀπουσία του ἀπὸ τὰ Δίπτυχα τῆς ἐκκλησίας. ἁπλῶς περιφέρεται μὲ ἀντερὶ καὶ τὰ μαλλιά του μυραῖα.

Ὁ εἰδικὸς Κοσματολόγος «Μενοῦνος, ποὺ» κατὰ τὸν ἐλάχιστο Δελη­δῆμο «εἶναι ὁ πιὸ εἰδικὸς ἀπ’ ὅλους στὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα γιὰ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ» (σπασμωδικὴ διαφήμισι τοῦ Μενούνου πρὸς ὑπερφαλάγγισι τοῦ Καντιώτου ὡς ἐκδότου τῶν Διδαχῶν τοῦ Κοσμᾶ), εἶναι συνταξιοῦχος ἐκπαιδευτικὸς περίπου 70 ἐτῶν. καὶ ἀλλοῦ καὶ στὸ παρὸν ἀρθρίδιό του εἰδικὰ παριστάνει τὸν ἐμβριθῆ ἀπαθῆ καὶ νηφάλιο ἀκαδημαϊκὸ καὶ εἰδικὸ ἐπιστήμονα –εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι τὸ πιστεύει– καὶ προσπαθεῖ νὰ πῇ τὰ πιὸ φαρμακερὰ ψέμματα στοὺς πιὸ ἤπιους τόνους, ὅπως εἶναι τελευταίως καὶ μόδα, πιστεύοντας ὅτι καὶ τὰ καταφέρνει. καθὼς προσποιεῖται ἐμβρίθεια, αὐτοπεποίθησι εἰδικοῦ, νηφαλιότητα, καὶ κάθε σοβαροφάνεια, γιὰ νὰ σκε­πάσῃ τὰ κενά του, γίνεται ἰδιαιτέρως ἀπολαυστικός.

Κάτω ἀριστερὰ στὴν ἴδια σελίδα 168 τῶν «Νειάτων» εἶναι τὸ δοχεῖο μὲ τὴ «στάχτη στὰ μάτια», γιὰ νὰ μὴν ἀντιλαμβάνωνται τὰ «πρόβατα» τὴν «ἔξυπνη» συκοφαντικὴ ἐπίθεσι· νὰ «δουλεύῃ» ἡ συκοφαντία, ἀλλὰ τὰ «πρόβατα» νὰ μὴν τὴ νιώθουν· νὰ τὴν πιάνουν μόνον ὅσοι εἶναι ἐξ ἴσου «ἔξυπνοι» μὲ τοὺς δυὸ ποὺ τὴ σκαρώνουν καὶ τὴν ὑπογράφουν.

Τοὺς δυὸ φίλους ἀπασχολοῦν δυὸ λόγοι τοῦ Κοσμᾶ ἀπὸ τὶς Διδαχές του, οἱ ὁποῖοι ἐνοχλοῦν τοὺς φίλους των παπικούς· 1) ἂν εἶπε «Τὸν πάπα νὰ καταρᾶσθε» καὶ 2) ἂν εἶπε «Ὁ ἀντίχριστος εἶναι… ὁ πάπας». Καὶ μοιράζονται γι’ ἀντιμετώπισι ἀπὸ ἕνα, σὰ δεξιὸς κι ἀριστερὸς ψάλτης. ὁ ἐλάχιστος Δεληδῆμος παίρνει τὸ πρῶτο κι ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος τὸ δεύτερο· καὶ ἡ ἀντιφώνησι γίνεται μ’ ἕναν ἀδέξιο καὶ ἄκομψο τρόπο ἀνθρώπων ποὺ βρίσκονται σὲ ἀμηχανία.

Ὁ Δεληδῆμος εἶδε, λέει, κάπου κάποτε σὲ κάποιο πανὼ γραμμένη τὴ φράσι «Τὸν πάπα νὰ καταρᾶσθε», ἀλλ’ εἶδε καὶ κάποτε σὲ κάποια ἐφημε­ρίδα κάποιον νὰ γράφῃ ὅτι ἡ φράσι αὐτὴ ἐλέχθη 30-40 χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Κοσμᾶ, ἀλλὰ δὲν θυμᾶται ποιός καὶ πότε, καὶ «δὲν μπορεῖ νὰ βρῇ τὸ σχετικὸ ἀπόκομμα». καὶ γιατί ἀλήθεια νὰ θυμᾶται σωστὰ τὰ ὑπό­λοιπα; δὲν καταλαβαίνει ὅτι δὲν γράφεται ἱστορία ἔτσι καὶ δὲν τεκμηριώ­νεται ἐπιχειρηματολογία ἔτσι, μὲ ἀνεύρετα ἀποκόμματα, καὶ κυρίως δὲν ξέρει, οὔτε προβληματίστηκε νὰ μάθῃ, ὅτι καὶ οἱ Διδαχὲς τοῦ Κοσμᾶ οἱ σῳζόμενες ἀκέραιες διασῴζονται σὲ χειρόγραφα μεταγενέστερα τοῦ θανά­του του πολὺ περισσότερο ἀπὸ 30-40 χρόνια, κι ὅμως δὲν ἀμφισβη­τοῦνται. τὰ δὲ ἀρχαιότερα κείμενα ἔχουν τὸ ἀρχαιότερο χειρόγραφό τους καὶ πολλοὺς αἰῶνες μεταγενέστερα τῶν συγγραφέων τους. δὲν φαίνεται νὰ ἔχῃ ἰδέα ἀπὸ τέτοια. κι ὅμως ἔχει ἄποψι ὁ ἐλάχιστος. γιατί λοιπὸν ν’ ἀμφισβητηθῇ ἡ φράσι τοῦ Κοσμᾶ «Τὸν πάπα νὰ καταρᾶσθε»; ξέρει τί λέει; αὐτὸ τοὐλάχιστο τὸ καταλαβαίνει;

Παίρνοντας τὸ λόγο ὁ Μενοῦνος κι «ἐπιβεβαιώνοντας» πρῶτα ὡς «ὁ πιὸ εἰδικὸς» τὸ Δεληδῆμο, λέει ὅτι ἔψαξε στὸ δικό του βιβλίο, ἀλλ’ αὐτὴ τὴ φράσι δὲν τὴ βρῆκε. μὰ δὲν ἐκδίδει οὔτε τὶς μισὲς Διδαχὲς ὁ Μενοῦνος· γιατί νὰ τὴ βρῇ; φαντάζεται ὅτι τὸ βιβλίο του εἶναι τὰ Ἅπαντα τοῦ Κοσμᾶ; γιατί φαντάζεται ὅτι κάθε τί ποὺ δὲν βρίσκεται στὸ δικό του βιβλίο δὲν εἶναι τοῦ Κοσμᾶ;

Ἡ ἀλήθεια, τὴν ὁποία ἀγνοοῦν καὶ οἱ δυό τους, εἶναι ὅτι ἡ φράσι εἶναι μὲν «λόγιο» ἀπὸ κάποια χαμένη ἢ ἀκατάγραφη Διδαχή, ἀλλ’ ἀνευρίσκεται ἀνάμεσα στὶς «Προφητεῖες» τοῦ Κοσμᾶ (90), τὶς ὁποῖες ὁ Μενοῦνος δὲν τὶς ἔχει καὶ δὲν τὶς ξέρει. εἶναι μιὰ ἰδιαίτερη συλλογὴ τοῦ Ν. Σωτηρο­πούλου συνημμένη στὴν ἔκδοσι τοῦ Καντιώτου. οἱ «Προφητεῖες» δηλαδὴ δὲν εἶναι μόνο προφητεῖες. δὲν ἐξετάζω ἐδῶ τὸ ζήτημα τῆς γνησιότητός των, ἀλλὰ λέω μόνον ὅτι ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν καὶ «λόγια»-ἀποσπά­σματα χαμένων ἢ ἀκαταγράφων Διδαχῶν, ποὺ δὲν εἶναι καθόλου προφη­τεῖες· λ.χ. ἡ 52 «Ὅ,τι σᾶς ζητοῦν, νὰ δίνετε· ψυχὲς μόνο νὰ γλιτώνετε». τέτοια εἶναι καὶ ἡ φράσι «Τὸν πάπα νὰ καταρᾶσθε». φράσι ἀπὸ Διδαχή. βέβαια ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος ἀποφαίνεται· «Δικαιώνεται ὁ π. Εἰρηναῖος, ποὺ ὀρθῶς δὲν ἔσπευσε νὰ υἱοθετήσῃ μιὰ κατηγορία κατὰ τοῦ Πάπα, ποὺ θὰ τὸν βόλευε ὡς ὀρθόδοξο». θὰ τὸν βόλευε φυσικὰ τόσο, ὅσο ὀρθόδοξος εἶναι ὁ ἐλάχιστος Δεληδῆμος. ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν τὸν βολεύει, γι’ αὐτὸ τὴν ἀμφισβητεῖ. καὶ μήπως τὸν Μενοῦνο τὸν βολεύει; τοῦ χαλάει τὴ διαφήμισι πρὸς τὸ παπικὸ πελατειακὸ κοινὸ τῆς Σύρου.

Κι ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος δὲν ξέρει οὔτε νὰ ἑρμηνεύσῃ τὴ φράσι. στὰ χρόνια τοῦ Κοσμᾶ ὁ ἀναλφάβητος λαὸς δὲν ἤξερε τὶς λέξεις ἀνάθεμα καὶ ἀναθεματίζω μὲ τὴ δογματικὴ καὶ ὁμολογιακή τους ἔννοια, κι ἀντὶ γι’ αὐτὲς ἔλεγε κατάρα καὶ καταριέμαι. γι’ αὐτὸ κι ὁ Κοσμᾶς τοὺς εἶπε «Τὸν πάπα νὰ καταρᾶσθε», δηλαδὴ νὰ τὸν ἀναθεματίζετε, νὰ ξεχωρίζετε ἀπ’ αὐτὸν τὶς εὐθῦνες σας, τὴν ὁμολογία σας, τὸ Πιστεύω σας. διότι ὁ Κοσμᾶς ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς μωαμεθανοὺς καὶ τοὺς Ἑβραίους ἀντιμετώπιζε καὶ τοὺς παπικούς, ἰδίως στὰ Ἑπτάνησα. ὁ Δεληδῆμος κι ὁ Μενοῦνος κάνουν σὰν τὰ τσόκαρα τοῦ Καραχαβιάρη, τοὺς λεγομένους «Ἑλληναρᾶ­δες» τοὺς ἀγραμμάτους, οἱ ὁποῖοι μὴ ξέροντας ὅτι ἀπὸ τὸν Β΄ π.Χ. μέχρι τὸ ΙΕ΄ μ.Χ. αἰῶνα τὸ ὄνομα Ἕλληνες μὲ τὴ φροντίδα τῶν εἰδωλολατρῶν ῾Ρωμαίων καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῶν εἰδωλολατρῶν Ἑλλήνων, ἔπαυσε νὰ εἶναι ὄνομα ἐθνικό, καὶ ἦταν μόνο θρησκευτικό, κι ὅτι σὰν τέτοιο ἀπὸ κείνους τὸ κληρονό­μησαν οἱ Βυζαντινοί, ὅταν εἶδαν (οἱ Ἑλληναρᾶδες) σὲ ἀπόσπασμα Βυζαντινοῦ χρονογράφου νὰ λέγεται ὅτι στὴ Σκυθόπολι τῆς Παλαιστίνης οἱ Χριστανοὶ τοῦ Ἰουστινιανοῦ (= Ἕλληνες Χριστιανοὶ) νίκησαν σὲ πολύνεκρη μάχη τοὺς Ἕλληνας (= μὴ Χριστιανοὺς Πέρσες καὶ Ἑβραίους), καὶ τοὺς εἶχαν ἐπιτεθῆ ἐπειδὴ οἱ Ἕλληνες ἐκεῖνοι (= Πέρσες καὶ Ἑβραῖοι) εἶχαν σφάξει τὸν (Ἕλληνα) Χριστιανὸ ἁρματηλάτη Νικέα καὶ μεγάλα πλήθη ἄλλων (Ἑλλήνων) Χριστιανῶν, εἶπαν τὰ τσόκαρα· «Νά! οἱ Χριστιανοὶ ἔσφαξαν τοὺς Ἕλληνες»! ἔτσι κι ὁ Μενοῦνος ἐδῶ, μὴ ξέροντας πῶς ἐννοεῖται ἀπὸ τὸν Κοσμᾶ καὶ τοὺς ἀκροατάς του τὸ καταρῶμαι, συμπε­ραίνουν τελείως αὐθαίρετα, ἐπειδὴ ἔτσι τοὺς βολεύει, ὅτι ἡ φράσι τοῦ Κοσμᾶ εἶναι νόθος, καὶ τὴν ἔβαλαν οἱ φανατικοὶ (ποιοῦ ἄλλου; τοῦ Καντιώτη) στὰ πανώ τους. ὁ ἐλάχιστος Δεληδῆμος πρέπει νὰ πάῃ νὰ μάθῃ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, κι ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος νὰ πάῃ νὰ μάθῃ τὴ νεοελ­ληνικὴ γλῶσσα τῶν χρόνων τοῦ Κοσμᾶ καὶ νὰ διαβάσῃ κι ἄλλα κείμενα τοῦ Κοσμᾶ καὶ νὰ μὴν ξαναβγοῦν ξυπόλυτοι στ’ ἀγκάθια, οὔτε κι ὅταν θέλουν νὰ καλοπιάσουν τοὺς παπικούς, τοὺς ὁποίους λαχταροῦν γι’ ἀγο­ραστὰς τοῦ βιβλίου τους καὶ τοῦ περιοδικοῦ τους, ἐπειδὴ κατοικοῦν στὴ Σῦρο. Καὶ νὰ μάθουν κι ὅτι οἱ παπικοὶ στὶς Κυκλάδες καὶ στὸ Ἰόνιο κατὰ τὰ χρόνια τοῦ Κοσμᾶ ἦταν διῶκτες τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καὶ διαβο­λεῖς των πρὸς τοὺς Τούρκους καὶ πρὸς τοὺς Βενετούς, ὅπως μαρτυροῦν κι ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης κι ὁ ποιητὴς Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, καὶ ὑποκινηταὶ τῶν διωκτῶν καὶ δημίων τοῦ Κοσμᾶ τοῦ μάρτυρος. πρὶν ξανατολμήσουν νὰ γράψουν, τοὺς χρειάζεται πολὺ καὶ μακροχρόνιο διάβα­σμα. ἔχουν πολὺ μεγάλες ἐλλείψεις. κι ἀφοῦ εἶναι παλιὰ κατηχητόπουλα, ἀπὸ κεῖνα ποὺ λαχταροῦσαν γιὰ «μιὰ Ἑλλάδα δοξασμένη στοῦ Χριστοῦ τὸ φῶς λουσμένη», νὰ μάθουν καὶ τὸ δίδαγμα καὶ τὸ ῥητόν, ὅτι, ὅταν διαφη­μίζωνται, δὲν πρέπει νὰ τὸ κάνουν μὲ ἀνθρωποθυσίες, σπιλώνοντας μὲ ζαβολιάρικες καὶ βδελυρὲς συκοφαντίες ὡς δῆθεν πλαστογράφους σεβαστὰ πρόσωπα σὰν τὸν Καντιώτη. σὲ κατηχητόπουλα δὲν ταιριάζει τόσο φαρ­μακερὴ κακεντρέχεια. δὲν τὸ ἀποστήθισαν αὐτὸ τὸ δίδαγμα καὶ ῥητόν;

Ἔπειτα, μετὰ τὴν κάλυψι καὶ θωράκισι τοῦ ἐλαχίστου Δεληδήμου, ποὺ ὡς γλυκούλης χύνει τὸ συκοφαντικὸ φαρμάκι του πολὺ γλυκούλικα καὶ μὲ παιδικὴ ἀφέλεια Φραγκίσκου, ὁ Μενοῦνος ὡς σοβαρὸς βλοσυρὸς κι ἀγέρω­χος σοφὸς κι ἐμβριθέστατος εἰδικὸς ἐπεξεργάζεται τὸ μοιράδι του· τὸ κατὰ πόσον ὁ Κοσμᾶς λέει ἀντίχριστο τὸν πάπα τῆς ῾Ρώμης. (λένε οἱ ἅγιοι τέτοια κακὰ λόγια;). κι ἀποφαίνεται ὁ ἀλάθητος εἰδικὸς κατ’ οὐσίαν· «Δὲν ὑπάρχει στὶς Διδαχὲς τοῦ Κοσμᾶ αὐτὴ ἡ γεμάτη κακία φράσι· ὁ Κοσμᾶς ἦταν γλυκούλης σὰν τὸν Φραγκῖσκο τῆς Ἀσίζης καὶ τὸν ἐλάχιστο Δεληδῆμο· καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἔλεγε τέτοιες καντιωτικὲς σκληράδες. (κι ἐπειδὴ βέβαια στὸ χειρόγραφο τῆς Η΄ Διδαχῆς ἡ φράσι αὐτὴ ὑπάρχει, ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος συνεχίζει)· Κάποιος ἀπὸ τοὺς γραφεῖς τὴν πρόσθεσε· ἕνας γραφεὺς εἶναι κι ὁ Καντιώτης· σιγὰ νὰ μὴν εἶναι κριτικὸς ἐκδότης ὅπως ἐγώ! γραφεὺς μόνο εἶναι. καὶ εἶναι ὁ πρῶτος καὶ κυριώτερος ὕποπτος ὡς πλαστογράφος. ἢ μᾶλλον εἶναι ὁ μοναδικός. μόνον ἐγὼ κι αὐτὸς ἐκδίδουμε Διδαχὲς τοῦ Κοσμᾶ. ἐγὼ ἀποκλείεται νὰ εἶμαι· γιατὶ ἐγὼ τὸν θειότατο καὶ παναγιώ­τατο Πάπα τὸν λατρεύω. ἄρα ὅπερ ἔδει δεῖξαι· αὐτὸς εἶναι. αὐτός! αὐτὸς εἶναι ὁ πλαστογράφος· τὸν ἔπιασα. καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ξεφύγῃ ἀπὸ τὴν τσιμπίδα τοῦ εἰδικοῦ; «τοῦ πιὸ εἰδικοῦ ἀπ’ ὅλους στὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα γιὰ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ», ὅπως ἔφη κι ὁ ἐλάχιστος Δεληδῆμος; αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἀπαντήσεως τοῦ εἰδικοῦ Μενούνου. ἀλλὰ τὴ διατυπώνει προσεκτικὰ καὶ ζαβολιάρικα, σὰν ἐξυπνάδα κατηχητό­πουλου τῆς στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ λουσμένης Ἑλλάδος, ὕπουλα, μὲ προσ­ποιητὴ νηφαλιότητα εἰδικοῦ καὶ ἀπάθεια ἐπιστήμονος. ἔτσι κάνουν οἱ ἐμβριθεῖς εἰδικοί· λένε τὰ φαρμακερώτερα καὶ βδελυρώτερα ψέμματα στοὺς πιὸ ἤπιους τόνους μὲ τὴν πιὸ μουλωχτὴ «ἀξιοπρέπεια», ἀ λὰ Μενοῦνο, ὅταν εἶναι νὰ σπιλώσουν ἐκείνους ποὺ ἀντιπαθοῦν ὡς ἀνωτέρους των.

Ψάχνει λοιπὸν ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος μὲ τὰ γυαλιά του στὸ ἄκρο τῆς μύτης καὶ μὲ ἀπόλυτη ἠρεμία καὶ ἀπάθεια, καὶ κάποτε ἐπὶ τέλους τὸ βρίσκει· στὴν ἐκδεδομένη ἀπὸ τὸν Καντιώτη καὶ ἀριθμούμενη ὡς Η΄ Διδαχὴ τοῦ Κοσμᾶ, ὅπου γράφεται· Ὁ ἀντίχριστος εἶνε· ὁ ἕνας εἶνε ὁ πάπας καὶ ὁ ἕτερος εἶνε… εἰς τὸ κεφάλι μας»... καὶ μετὰ τὴν παράθεσι αὐτοῦ τοῦ ἀποσπάσματος ἀπὸ τὴν ἔκδοσι Καντιώτη, ὁ Μενοῦνος συνεχίζει ἐπὶ λέξει· «Ἀλλὰ ἡ φράσι ὁ ἀντίχριστος εἶνε· ὁ ἕνας εἶνε ὁ πάπας καὶ ὁ ἕτερος κλπ. εἶναι συντακτικῶς καὶ νοηματικῶς ἀνώμαλη. ἐνῷ δηλαδὴ περιμένου­με νὰ διαβάσουμε τὸ ὄνομα ΕΝΟΣ ἀντιχρίστου, ξαφνικὰ ἐμφανίζονται ΔΥΟ. καὶ ὁ μὲν Τοῦρκος εἶναι ὁπωσδήποτε ἀντίχριστος, γιὰ τὸν Πάπα ὅμως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς δὲν κάνει λόγον πουθενὰ στὶς Διδαχὲς ποὺ μελέτησα ἐγώ. τί συμβαίνει;…». θέλει νὰ πῇ «ποὺ ἐξέδωκα ἐγώ», ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶναι καὶ σεμνός, λέει «ποὺ μελέτησα ἐγώ». παρατηρῆστε τὸ χιλιαστικὸ τρόπο σκέψεως. τοὺς χιλιαστὰς ἂν τοὺς ῥωτήσῃς «Καὶ τὴν τελευταία χρονιὰ τῆς χιλιετίας σας στὸν παράδεισό σας, πρὶν σᾶς σβήσῃ ὁ Ἰεχωβά, καὶ σᾶς στείλῃ στὴν ἀνυπαρξία, θὰ νιώθετε εὐτυχισμένοι; καὶ τὴν τελευταία μέρα σας;», σοῦ ἀπαντοῦν· «Ὅμως ὁ Ἰεχωβά, ποὺ τὸ ἅγιο ὄνομά του ἐσεῖς οἱ ὀρθόδοξοι τὸ σβήσατε ἀπὸ τὴ Βίβλο τὸ Β΄ αἰῶνα, καὶ οἱ παπᾶδες σας εἶναι φαῦλοι…». ἔτσι ἀκριβῶς κι ὁ Μενοῦνος ἐδῶ, μπροστὰ στὴν ἀναντίρρητη πραγματικότητα τοῦ κειμένου τοῦ Κοσμᾶ, ποὺ τὸν πάπα ῾Ρώμης τὸν λέει ἀντίχριστο, ξεφεύγει σὰ χιλιαστὴς καὶ λέει· «Ὅμως στὶς Διδαχὲς (τὶς ἄλλες βέβαια, καὶ ὄχι σ’ αὐτὴ ποὺ ἐκδίδεται μόνο στὴν ἔκδοσι Καντιώτου καὶ ἡ ὁποία εἶναι τὸ ἐξεταζόμενο ἀντικείμενο) στὶς Διδαχὲς ποὺ ἐξέδωκα ἐγώ, ὁ Κοσμᾶς ποτὲ πουθενὰ μὰ πουθενὰ δὲν λέει τὸν πάπα ἀντίχριστο». μὰ μιλᾶμε γιὰ τὸ κείμενο τῆς Διδαχῆς ποὺ δὲν ἐξέδωκε ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος. τὸ σωστὸ θὰ ἦταν νὰ πῇ· «Ὅμως ἐγὼ αὐτὴ τὴ Διδαχή, ὅπου ὁ πάπας λέγεται ἀντίχριστος, ἀπέφυγα νὰ τὴν ἐκδώσω, γιὰ νὰ μὴ χαλάσω τὴ ζαχαρένια τοῦ πάπα ῾Ρώμης καὶ γιὰ νὰ ἔχω ἕναν Κοσμᾶ ποὺ νὰ σέβεται τὸ πάπα αὐτόν, ὅπως τὸν σέβομαι ἐγώ». ἐπίσης ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος ἐδῶ δείχνει ὅτι ἀπὸ κριτικὴ κειμένου ἔχει μεσάνυχτα. σ’ αὐτὸ θὰ ἐπανέλθω.

Ὁ Καντιώτης δὲν ἔκανε διατριβὴ γιὰ νὰ γίνῃ διδάκτωρ· ἔδωσε στὸ λαὸ τὶς Διδαχὲς τοῦ Κοσμᾶ. εἰδικὰ γιὰ τὴν Η΄ Διδαχή, ποὺ ὁ Μενοῦνος δὲν τὴν ἔχει, δηλώνει ὅτι παραδίδεται μόνο σ’ ἔνα χειρόγραφο, τὸ τοῦ πανεπι­στημίου Θεσσαλονίκης, καὶ δίνει καὶ μιὰ σελίδα του σὲ φωτογραφία (σ. 276). ὅ,τι καλλίτερο μποροῦσε νὰ κάνῃ. κι ὅπως θὰ δείξω ἀμέσως, ἀνατυπώνει μὲ ἀξεπέραστη ἀκρίβεια.

Συνεχίζει ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος ἐπὶ λέξει· «τί συμβαίνει; ὑποψιάζομαι (δὲν τὸ γράφω δηλαδὴ μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα) ὅτι ὁ Πάπας προσετέθη ἐκ τῶν ὑστέρων. ἀπὸ ποιόν; ἀπὸ τὸν Καντιώτη ἢ ἀπὸ ἄλλον γραφέα; δὲν γνωρίζω. ἔτσι δικαιώνεται… ὁ π. Εἰρηναῖος…». τὸν δικαιώνει ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος. ὅταν ὅμως ἕνα πρᾶγμα εἶναι μόνο «ὑποψία», καὶ λέγεται χωρὶς ἀπόλυτη βεβαιότητα, κι ὁ ἐκφραστὴς τοῦ τέτοιου μεσοβέζικου καὶ γλοιώδους λόγου δηλώνῃ γιὰ τρίτη φορὰ «δὲν γνωρίζω», κρατώντας ἔτσι πισινή, ὅπως λένε, γιὰ πᾶν ἐνδεχόμενο, καὶ δὲν ἀκυρώνῃ ἐν τέλει τὴν «ὑποψία» του καὶ καχυποψία του, ἔστω κι ὡς εἰς ἄτοπον ἀπαγωγή, τότε εἶναι βδελυρῶς ἀνήθικο νὰ κατονομάζεται ἕνας σεβαστὸς καὶ μεγάλος ὡς ὑπόδικος τριῶν ὡμολογημένων ὑποψιῶν, καὶ μάλιστα νὰ μὴν ἀποκαθί­σταται. γιὰ ἕναν μεγάλον, ἀκόμη καὶ μ’ αὐτὸ τὸ ἐπιφυλακτικὸ ἐκφρα­στικὸ σχῆμα, τὸ πτύελο ποὺ ἐκσφενδονίζεται εἶναι συκοφαντία πολὺ βαρειά. κι ὅταν ἡ φράσι τοῦ κειμένου, ποὺ προκαλεῖ τὴν «ὑποψία» εἶναι τάχα προσθήκη σὲ Διδαχὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, τόσο κακοήθης μάλιστα, ὥστε νὰ στενοχωρῇ τὸν θειότατο καὶ παναγιώτατο πάπα καὶ νὰ διεγείρῃ συνδυασμένη ἐπιθετικὴ δημοσίευσι δυὸ σπουδαίων καὶ εὐλαβεστάτων λάτρεών του σὰν τὸν ἐλάχιστο Δεληδῆμο καὶ τὸν εἰδικὸ Μενοῦνο, τότε ἀσφαλῶς πρόκειται γιὰ κακοήθη πλαστογραφία. γιὰ τέτοια πλαστο­γραφία συκοφαντεῖται ἐδῶ ὁ Καντιώτης. παρατηρῆστε δὲ καὶ τὴ χολερικὴ φράσι τοῦ εἰδικοῦ Μενούνου· «ἀπὸ τὸν Καντιώτη ἢ ἀπὸ ἄλλον γραφέα;». ταξινομεῖ τὸν Καντιώτη ἀνάμεσα στοὺς «γραφεῖς»· δηλαδή· «ὄχι δὰ κι ἐκδότη σὰν ἐμένα τὸν εἰδικὸ Μενοῦνο!». σὲ σύγκρισι μὲ τὴν Αὐτοῦ Ἐξει­δικευμένη Ἐπιστημοσύνη τὸν Μενοῦνο, τὸν «κριτικὸ ἐκδότη» τῆς «κριτικῆς ἐκδόσεως» τῶν Διδαχῶν τοῦ Κοσμᾶ, καὶ ἅμα ἐκλαμπρότατον Κοσματο­λόγον Μενοῦνον, ὁ Καντιώτης εἶναι ἕνας γραφιᾶς. χορταίνεις σοβαροφά­νεια, ἀγερωχία, ὑψηλοφροσύνη, πολὺ ἑρμηνευτικὲς τῶν αἰσθημάτων τοῦ ἀπαθοῦς εἰδικοῦ Μενούνου γιὰ τὸν τιποτένιο Καντιώτη. ὁ εἰδικὸς δὲν λέει τὴ λέξι «πλαστογραφία» ἢ «πλαστογράφος», ἀλλὰ τὴν ἀφήνει νὰ ἐννοηθῇ ὡς τὸ «αὐτονόητο»· νὰ βγῇ ἀπὸ τὸ «γεγονὸς» μόνη της. τὸ «γεγονὸς» ὅμως εἶναι ψέμμα τοῦ Μενούνου.

Ἀπὸ τὴ γλωσσικὴ καὶ συντακτικὴ «ἀνωμαλία» τοῦ κειμένου συμ­περαίνει ὁ εἰδικὸς κριτικὸς τῶν κειμένων Μενοῦνος τὴν «πλαστογραφία» τοῦ Καντιώτου. δὲν μπορεῖ νὰ ξεχωρίσῃ τὴν κριτικὴ κειμένου ἀπὸ τὴ θεολογική του ἄποψι κι ἀπὸ τὴ γραμματολογική του ἐκτίμησι κι ἀπὸ τὴ λογοκρισία. καὶ τὰ τέσσερα εἶναι στὴ σκέψι του ἕνας ἀχταρμᾶς. καὶ «Ὁ Καντιώτης εἶναι ὁ γραφεὺς-πλαστογράφος ποὺ διέπραξε τὴν ἀνατριχια­στικὴ κι ἐξοργιστικὴ πλαστογραφία ὅτι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς τὸν παναγιώτατο Πάπα τὸν λέει ἀντίχριστο». λάο-λάο τὴν ξαμολοῦν τὴ συνδυασμένη κι ἔντεχνη συκοφαντία τους ἐναντίον τοῦ Καντιώτου οἱ δυὸ τετραπέρατοι, ὁ ἐλάχιστος Δεληδῆμος κι ἀπαθὴς κι ἐμβριθὴς εἰδικὸς Μενοῦνος· μὲ τρόπο ποὺ νὰ μποροῦν κάθε στιγμὴ ν’ ἀποστομώσουν κάθε διαφωνοῦντα, λέγον­τας· «Μὰ δὲν τὸ εἴπαμε! ἁπλῶς βγαίνει ἀβίαστα μόνο του· καὶ καλὰ καταλάβατε». τί τέχνη, θεέ μου! τί ἐξυπνάδα!

Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως ἂν βγαίνῃ. νὰ δοῦμε τὸ χειρόγραφο. τὸ χειρό­γραφο 19 τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), ποὺ περιέχει τὴν κατὰ Καντιώτην Η΄ Διδαχὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, περιγράφει στὸν Κατάλογο Χειρογράφων της ὁ συντάκτης του, παλιὸς καθηγητὴς τῆς φιλολογίας Λίνος Πολίτης (καὶ καθηγητής μου)· στὶς σελίδες 15-17. παρα­θέτω τὰ στοιχεῖα τοῦ χειρογράφου καὶ τὴν περιγραφὴ μόνο τῆς Διδαχῆς.

19 Χαρτ. 19 Χ 14 φφ 14 + σσ. 278, VI στ. 18-21 ἔτ. 1824

Ἑρμηνεία ζωγραφικῆς.

φ 1 «Ἑρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς ἐπιστήμης περιέχον:» (ἕπεται περίληψις περιεχομένων).

φφ 2-14 «Πίναξ τοῦ παρόντος βιβλίου».

………………………………………………………………………………………………...

σ. 257 Κοσμᾶ [Αἰτωλοῦ], Λόγος. Ἀρχ. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ γλυκύτατος … βλέποντας τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων — Τέλ. νὰ μὴν ἀναθεματίζεσθε καὶ νὰ ἔχω τὴν εὐχήν σας, ἀδελφοί μου, καὶ συγχωρεῖτε με καὶ ὁ Θεὸς … ἀμήν. Εἶτα (σ. 275) Τὸν κερὸν ὁποῦ ἐδίδασκεν ὁ ἅγιος κοσμᾶς τὴν ἄνωθεν διδαχὴν εἰς τὴν καλαμπάκαν ἤτον ἔτος 1774· καὶ ἔγραψεν ὁ κὺρ παπαστάμος ἐκ χώρας κλαποῦς τὴν διδαχήν του εἰς ἐνθύμησιν τῶν μεταγενεστέρον. Βλ. Σωφρ. Παπακυριακοῦ, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ἱερομάρτυρος καὶ ἰσαποστόλου Διδαχαί, Ἐπιστολαὶ καὶ Μαρτύριον, Ἀθῆναι 1953, σσ. 135-150· Ἐπίσκοπος Αὐγ. Ν. Καντιώτης, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 101988, σσ. 275-299 (Διδαχὴ Η΄). Πρβ. καὶ Ι. Β. Μενοῦνος, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές, Ἀθῆναι [1980], σσ. 263-290 (Διδαχὴ Ε΄)· πρβ. καὶ σ. 38, ὅπου μνεία τοῦ ἡμετέρου χφ (μὲ ἐσφαλμένον ἀριθμὸν 29).

ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος δὲν τὸ εἶδε ποτὲ αὐτὸ τὸ χειρόγραφο, ὅπως μόνος του δείχνει μὲ τὴν «ὑποψία του» ὅτι «ὁ Πάπας προσετέθη ἐκ τῶν ὑστέρων» ἴσως κι «ἀπὸ τὸν Καντιώτη»· καὶ τὸ λέει «χειρόγραφο 29».

Παραθέτω τὴ φωτογραφία τῶν σελίδων 7-8 ἢ 263-4 τοῦ χειρογράφου 19, σὲ ἔκτασι 22 σειρῶν κειμένου γύρω ἀπὸ τὴν ἐπίμαχη φράσι· 14 σειρὲς ἀπὸ τὴ σελίδα 7 (στίχους 11-24) καὶ 8 σειρὲς ἀπὸ τὴ σελίδα 8 (στίχους 1-8). ἡ ἐπίμαχη φράσι βρίσκεται στοὺς στίχους 21-22 τῆς σελίδος 7.

(χειρόγραφο)

 

Προσθέτω καὶ ἀκριβῆ μεταγραφὴ τοῦ φωτογραφημένου κειμένου μὲ ὅλα τὰ ὀρθογραφικὰ λάθη τοῦ γραφέως, ὁ ὁποῖος γράφει τὸ 1824.

7

11                                                                                                 τὸ σχολίον φωτί

ζει τοῦς ἀνθρώπους, καὶ ἀνοίγουν καὶ μανθάνου τα μυστήρια τῆς πίστεως, καὶ δια

           βάζων τα αδέλφοια τὴν θείαν καὶ ἰερὰν γραφήν, τὸ ευαγγέλιον καὶ εὐρί

           σκομεν πῶς ὁ προφήτης ἡλίας εἷναι ζωντανὸς καὶ τὸν ἔχει ὁ θεὸς χιλιἄδες

15        χρόνους· καὶ λέγει ὁ θεός. νὰ στείλη τὸν προφήτην ἡλίαν να διδάξι ὅλων τον κό

           σμον, καὶ ὔστερα νὰ ἔλθη ὁ ἀντιχρηστος. καὶ θέλει θανατόσι τὸν προφ

           φήτην ἡλίαν, καὶ τόται θέλει νὰ χαλάση ὅλως ὁ κόσμος, καὶ εξετάζοντας

           αδελφοί μου, καὶ ἐρευνώντας τὰς γραφάς, καὶ τὸ ἄγιον καὶ ἰερὸν ευαγγέ

           λιον, ευρίσκομεν πῶς ὁ προφήτης ἡλίας ἦλθεν· καὶ ὁ ἀντίχρηστος ἧλθεν

20        καὶ ἐθανάτοσε τὸν προφήτην ἡλίαν, καὶ τωρα δὲν καρτερούμεν μητε

           προφήτην ἡλίαν μήτε ἀντίχρηστον ὁ ἀντίχρηστος εἷναι τος· ὁ ενας εἶ

           ναι ὁ πάπας, καὶ ὁ ἔτερος εἷναι αὐτὸς ὁπου εἶναι εἰς το κεφάλι μας, χω

           ρὶς νὰ εἰπῶ τὸ ὁνομά του το κατὰλαμβαναιτε· μὰ λυπερὸν εἷναι νὰ -

24        σὰς τὸ εἰπῶ διὅτι αὐτοὶ οἱ ἀντιχρηστοι· εἷναι εἰς τὴν ἀπώλυαν καθὼς τὸ ἔχουν

            8

1         ἡμείς εγκράτια· αὐτὴ ἀπόλια· ἡμεῖς νηστία· αὐτοὶ πολλὴφαγία· ἡμεῖς πάρθε

          νία αὐτὴ πορνία. ἡμεῖς δικεοσύνη. αὐτοὶ ἀδίκουσίνη· ὅμως ἡ γραφὴ μὰς

          λέγει να τὸ εἰπῶ· σήμερον αὔριον κὰρτεροῦμεν πείνες δῆψαις πανούκλαις

          λοιμικαῖς. θανατικὰ μεγάλα. νὰ μὴ προφθάνουν. οἱ ζωντανοι να θά

5        ψωυν τοῦς νεκρούς. σήμερον αὔριον κάρτερούμεν. σεισμούς πολέμους

          καὶ ακαταστασιαις. καὶ θέλουν πέσει ὅλα τα βουνά κάτω, καὶ ὅλος ὁ κόσμος

          νὰ απεθάνουν. καὶ τότε θέλει λάμψει ὁ πανἅγιος σταυρὸς εἰς τὸν ουρανόν

8        τρὶς φοραίς. περισσῶταιρον. ἀπὸ τὸν ἥλιον. καὶ θέλει λάμψει ὁ πανάγα

 

Τέλος προσθέτω καὶ τὴν ἀποκατάστασι τοῦ κειμένου ὅπως ἀνευρί­σκεται στὴν ἐξ ἀνατυπώσεως ἔκδοσι τοῦ Αὐγουστίνου Καντιώτου (σ. 286)· «Ὁ ἀντίχριστος ἦλθεν καὶ ἐθανάτωσε τὸν προφήτην Ἠλίαν, καὶ τώρα δὲν καρτεροῦμεν μήτε προφήτην Ἠλίαν μήτε ἀντίχριστον. Ὁ ἀντίχριστος εἶνε· ὁ ἕνας εἶνε ὁ Πάπας καὶ ὁ ἕτερος εἶνε αὐτὸς ὁποὺ εἶνε εἰς τὸ κεφάλι μας, χωρὶς νὰ εἰπῶ τὸ ὄνομά του· τὸ καταλαμβάνετε, μὰ λυπηρὸν εἶνε νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ,…».

Ἀκριβὲς ἀντίγραφο τοῦ χειρογράφου 19 τοῦ ἔτους 1824 εἶναι τὸ κείμενο τοῦ Καντιώτου. παραλείπεται μόνο τὸ δυσνόητο τος μετὰ τὸ εἶναι (εἶναι τος), προφανῶς ἐπειδὴ παραβλέφθηκε ἢ φαινόταν λαθεμένη γραφὴ ὡς ἀκατανόητη λέξι. καὶ τὴν παράλειψι δὲν τὴν ἔκανε ὁ Καντιώτης, ἀλλ’ ὁ ἐκδότης ἐκεῖνος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὁ Καντιώτης ἀνατύπωσε. αὐτὸ ὅμως τὸ ἀκατανόητο τος, ποὺ παραλείφθηκε, εἶναι ἐκεῖνο τὸ τος τη το ποὺ λέμε καὶ σήμερα, ὅταν λέμε εἶναι τος, εἶναι τη, εἶναι το, νά τος, νά τη, νά το, νά τοι, νά τες, νά τα, νά τους. αὐτὸ τὸ τος εἶναι νεοελληνικὸς ἐγκλιτικὸς τύπος τοῦ αὐτὸς ἀτὸς γνωστὸς ἤδη ἀπὸ τὰ ὄψιμα βυζαντινὰ χρόνια. κατὰ τ’ ἄλλα ὁ Καντιώτης ἔχει τὴ φράσι ἀκριβῶς ὅπως αὐτὴ ἀνευρίσκεται στὸ χειρόγραφο τῆς Διδαχῆς. κι ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος α΄) ψεύδεται ἀποδίδοντας ὀνομαστὶ καὶ μὲ μεσοβέζικο τρόπο στὸ σεβάσμιο ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο Καντιώτη μιὰ εἰδεχθῆ πλαστογραφία δῆθεν εἰς βάρος δῆθεν τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, καὶ μὲ ἀδικία δῆθεν εἰς βάρος τοῦ παναγιωτάτου Πάπα ῾Ρώμης, καὶ β΄) ἀποδεικνύει ὅτι, ἂν καὶ εἰδικὸς «κριτικὸς ἐκδότης» τῶν Διδαχῶν τοῦ Κοσμᾶ, σὲ διδακτορικὴ διατριβὴ μάλιστα, τὸ μοναδικὸ χειρόγραφο τῆς Η΄ Διδαχῆς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ διαβάσῃ, καὶ οἱ «ὑποψίες του» καὶ ἀκαδη­μαϊκὲς μομφές του εἶναι μόνο παρλαπίπες δῆθεν εἰδικοῦ.

Ὁ Καντιώτης δὲν κομπάζει, ὅπως ὁ Μενοῦνος, ὡς εἰδικὸς ποὺ κάνει κριτικὴ ἔκδοσι. λέει ὅτι ἀνατυπώνει τὶς Διδαχὲς ἀπὸ ἄλλες ἔντυπες ἐκδό­σεις. ἔχει ὅμως Διδαχὲς ποὺ δὲν τὶς ἔχει ὁ Μενοῦνος, τὶς ἔχει μὲ ἀκρίβεια, κι ἀπὸ τὴν ἐξεταζόμενη Η΄ Διδαχὴ φαίνεται ὅτι ἐκδίδει τὸ κείμενο μὲ περισσότερη γνῶσι κι εὐσυνειδησία ἀπὸ ὅση ἐμφαίνεται στὴν ἔκδοσι τοῦ εἰδικοῦ Μενούνου. κι ὁ Μενοῦνος εἶναι ποὺ ἀποπειρᾶται πλαστογραφικῶς νὰ παραχαράξῃ τὸ παραδιδόμενο κείμενο μὲ λογοκρισία καὶ ἀποκοπὴ τῆς φράσεως ποὺ τὸν ἐνοχλεῖ. δὲν εἶναι αὐτὸ κριτικὴ κειμένου. ὅταν ἐκδίδω κριτικῶς ἕνα κείμενοποὺ δὲν μοῦ ἀρέσει, δὲν μπο­ρῶ νὰ τὸ λογοκρίνω, γιὰ νὰ τὸ συμμορφώσω ντὲ καὶ καλὰ μὲ τὴ θεολογική μου ἄποψι. ἄλλο θέμα, θέμα γραμματολογικῆς ἐκτιμήσεως, καὶ ὄχι κριτι­κῆς κειμένου, εἶναι τὸ ζήτημα κατὰ πόσο τὰ παραδιδόμενα κείμενα τῶν Διδαχῶν τοῦ Κοσμᾶ, εἶναι ἀκριβῶς ἡ διδασκαλία του. αὐτὸ ἴσως ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος μεγαλώ­νοντας θὰ τὸ καταλάβῃ καὶ θὰ τὸ μάθῃ. πρὸς τὸ παρὸν δὲν τὸ ἔχει μάθει ἀκόμη. πολὺ κριτικώτερος εἶναι ὁ Καντιώτης, ὁ ὁποῖος· στὴ σελίδα 235 τῆς τελευταίας ἐκδόσεώς του, ὅπως καὶ σ’ ὅλες τὶς ἄλλες, λέει· «Ἐπειδὴ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς δὲν ἔγραψε καμμίαν ὁμιλίαν ὁ ἴδιος, ἀλλ’ αἱ ὁμιλίαι του κατεγράφοντο ἀπὸ ζηλωτὰς Χριστιανοὺς ποὺ τὸν παρηκολούθουν, δὲν ἀποκλείεται εἰς ὡρισμένα σημεῖα, ὡς εἰς τὸ περὶ τοῦ Ἰούδα διήγημα, τὰ γραφόμενα νὰ μὴ ἀποδίδουν πιστῶς τὴν προφορικὴν διδασκαλίαν του». ἀλλὰ δὲν συγχέει τὴ γραμματολογικὴ ἐκτίμησι μὲ τὴν κριτικὴ κειμένου, ὅπως κάνει ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ κριτικὴ κειμένου ἔχει μεσάνυχτα. τοῦ συνιστῶ νὰ πάρῃ φιλολογικὰ μαθήματα ἀπὸ τὴν ἔκδοσι Καντιώτου.

Δίνω τὴν ἀκριβῆ ἀποκατάστασι τοῦ κειμένου τῆς Η΄ Διδαχῆς στὸ κρινόμενο σημεῖο καὶ τὴν ὀρθὴ στίξι του.

Τώρα δὲν καρτεροῦμεν μήτε προφήτην Ἠλίαν μήτε ἀντίχριστον… (δείχνει τὸν Τοῦρκο φρουρὸ-ἐπιτηρητὴ-τζιανταρμᾶ, ποὺ ἔχει γιὰ λίγο τὴν πλάτη γυρισμένη, καὶ λέει πιὸ χαμηλόφωνα·) ὁ ἀντίχριστος εἶναι τος (κάνει νεῦμα ὑψώνοντας δύο δάχτυλα σὲ σχῆμα V, ποὺ σημαίνει «δύο», καὶ συνεχίζει χαμηλόφωνα·) … ὁ ἕνας εἶναι ὁ πάπας καὶ ὁ ἕτερος εἶναι αὐτὸς ὁποὺ εἶναι εἰς τὸ κεφάλι μας. χωρὶς νὰ εἰπῶ τὸ ὄνομά του, τὸ καταλαμβάνετε. (Καὶ συνεχίζει κανονικὰ καὶ μεγαλόφωνα·) διότι αὐτοὶ οἱ ἀντίχριστοι εἶναι εἰς τὴν ἀπώλειαν, καθὼς τὸ ἔχουν… (νεῦμα μὲ τριβὴ τῶν δύο δακτύλων, ἀντίχειρος καὶ δείκτου, δηλωτικὸ τοῦ χρήματος, καὶ συνεχίζει·) ἡμεῖς ἐγκράτεια, αὐτοὶ ἀπώλεια· ἡμεῖς νηστεία, αὐτοὶ πολυφαγία· κλπ.

Σὲ πολλὰ ἀρχαῖα κείμενα, λυρικὰ τραγικὰ καὶ κυρίως κωμικά, ὑπάρχει τέτοιος ζωντανὸς λόγος, ποὺ φαίνεται ἀσύντακτος, ἂν δὲν παρεμβάλῃς ἀνάμεσα ἀποσιωπητικὰ καὶ παρεπιγραφάς, ὅπως λέγονται στὰ Σχόλια τῶν γραμματικῶν οἱ ἐκτὸς κειμένου κι ἐντὸς παρενθέσεως ἐπεξηγηματικὲς φράσεις. ἕνας κανονικὸς φιλόλογος τὰ ξέρει αὐτὰ πολὺ καλά· κι ἕνας προηγμένος, ποὺ κάνει καὶ κριτικὲς ἐκδόσεις, ἀκόμη κι ὅταν δὲν ὑπάρχουν στ’ ἀρχαῖα χειρόγραφα, τὰ προσθέτει μὲ διακριτικὴ γραφὴ καὶ κατάλληλα κριτικὰ σημεῖα (signa). ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος δὲν φαίνεται νὰ ἔχῃ ἰδέα ἀπ’ αὐτά· κι ἐφαρμόζει τὴ γύφτικη μέθοδο

Πονάει δόντι, βγάζει δόντι·

πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι.

ἰδίως ὅταν φοβᾶται μὴν πονέσῃ τὸ κεφάλι τοῦ θειοτάτου πάπα ῾Ρώμης, καὶ προτιμάει νὰ κόψῃ τὸ κεφάλι τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ καί γε τοῦ Αὐγουστίνου Καντιώτου.

Θὰ ἐπαναλάβω τὴν ἐρώτησι τοῦ εἰδικοῦ Μενούνου· Τί συμβαίνει λοιπόν; συμβαίνει ὅτι ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος ἢ δὲν εἶδε ποτέ του τὸ χειρό­γραφο τῆς Θεσσαλονίκης, παρ’ ὅλο ποὺ προσποιεῖται ὅτι τὸ ἔχει καὶ τὸ διαβάζει (1),

ἢ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ διαβάσῃ (2),

ἢ ἐπίτηδες ἀποκρύβει τὴν αὐθεντικὴ γραφή του, πλαστογραφώντας, γιὰ ν’ ἀποδείξῃ πλαστογράφο τὸν Καντιώτη (3).

κρίνω ὅτι ἔχει κίνητρο καὶ στόχο τὸ τρίτο, ἀλλὰ τοῦ συμβαίνει καὶ τὸ δεύτερο· δὲν μπορεῖ νὰ τὸ διαβάσῃ. διότι τὸ χειρόγραφο 19 τοῦ Α.Π.Θ. (τοῦ ἔτους 1824) εἶναι γραμμένο, ὅπως βλέπετε, μὲ τὴ χρονικῶς τελευταία καὶ ἁπλούστερη παλαιογραφικὴ γραφή, αὐτὴ ποὺ τυπωνόταν τότε καὶ τυπογραφικῶς, καὶ σήμερα τὴ λέμε «βενετσιάνικα γράμματα», ἐνῷ ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος, ἀπ’ ὅ,τι διαπιστώνω, μπορεῖ νὰ διαβάσῃ μόνο ἔντυπα τυπωμένα μετὰ τὸ 1830 μὲ γράμματα τῆς τυπογραφικῆς γραμματοσειρᾶς Βodoni ἢ «ἁπλᾶ» λεγόμενα, τὰ πιὸ συνηθισμένα κατὰ τὸ ΙΘ΄ αἰῶνα, ἢ καὶ χειρόγραφα μεταγενέστερα τοῦ 1850 ποὺ ἀπομιμοῦνται τὴν τυπογραφικὴ αὐτὴ γραμματοσειρὰ Βodoni, ὅπως εἶναι δυὸ χειρόγραφα ποὺ ἔχει τὶς φωτογραφίες των στὸ τέλος τοῦ βιβλίου του (σ. 257-8). δὲν μπορεῖ νὰ διαβάσῃ τὴ γραφὴ τοῦ χειρογράφου Α.Π.Θ. 19. στὴν ἴδια γραφὴ μ’ αὐτὸ εἶναι γραμμένο τὴν ἴδια χρονιὰ (1824) καὶ τὸ μοναδικὸ αὐτόγραφο τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη, ἕνα σημείωμά του πρὸς τὸν Γ. Καραϊσκάκη. ὁ Μενοῦνος, ὅσο κι ἂν κρύβεται καμουφλάρεται καὶ προσποιεῖται στὴν «κριτικὴ» ἔκδοσί του, ποὺ εἶναι καὶ διατριβή του, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ διαβάσῃ χειρόγραφο τοῦ Κοσμᾶ ἀρχαιότερο ἀπὸ τὶς χειρόγραφες ἀπομι­μήσεις τῶν σημερινῶν τυπογραφικῶν στοιχείων (Βodoni). ὅλη ἡ διατριβή του εἶναι μιὰ συνεχὴς κι ἀποτυχημένη προσπάθεια νὰ κρύψῃ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν βγάζει τὸ κείμενό του ἀπὸ χειρόγραφα, δὲν μπορεῖ νὰ διαβάσῃ παλιὰ χειρόγραφα τοῦ Κοσμᾶ, παίρνει τὶς γραφὲς τοῦ «κριτικοῦ ὑπομνή­ματος» ἀπὸ ἔντυπες ἐκδόσεις καμωμένες γύρω στὸ 1900, καὶ καμώνεται ὅτι βγάζει τὸ «κριτικὸ» δῆθεν κείμενο ἀπὸ τὰ χειρόγραφα, χωρὶς αὐτὸ καὶ ν’ ἀληθεύῃ. καὶ πρόκειται γιὰ χειρόγραφα τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος! ἀγνοεῖ στοι­χειώδη πράγματα τῆς κριτικῆς κειμένου. καὶ τῶν χειρογράφων δὲν ἔχει χρονολογίες. δείχνει τί δὲν ξέρει, τί δὲν καταλαβαίνει, καὶ τί δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβῃ. καὶ θέλει νὰ ξεπεράσῃ καὶ τὸν Καντιώτη· καὶ πιστεύει ὅτι τὸν ξεπερνάει. ἀπὸ τὴν πρώτη του ἔκδοσι (1979) μέχρι τὴν τελευταία (2007), ποὺ κι ἀποφεύγει νὰ τὶς ἀπαριθμῇ, ἔχει πέντε μόνο Διδαχές, καὶ πασχίζει νὰ κρύψῃ τὴν κατωτερότητά του ἔναντι τοῦ Καντιώτου. φυσικὰ ἀπὸ ἄποψι κυκλοφορίας δὲν ὑπάρχει σύγκρισι ἀνάμεσα στὶς γιγάντιες ἐκδόσεις τοῦ Καντιώτου καὶ στὴν πενιχρὴ καὶ οὐσιαστικὰ ἄχρηστη ἔκδοσι τοῦ Μενούνου, ποὺ ἐν τέλει τοῦ μένει μόνον ὁ τίτλος «εἰδικός», τὸν ὁποῖο τοῦ ἀπονέμει ὁ ἐλάχιστος Δεληδῆμος.

 

(φωτογραφία)

Αὐτόγραφο Θ. Κολοκοτρώνη (1824)

 

Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀναφορᾶς τῶν γραμμάτων ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ διαβάσῃ ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος, ἀναφέρω κι ὅτι οὔτε ὁ ἐλάχιστος Δεληδῆμος μπορεῖ νὰ διαβάσῃ τὴν ἔσχατη παλαιογραφικὴ γραφὴ ἢ τὰ «βενετσιάνικα τυπογραφικὰ γράμματα». στὶς ἐκδόσεις ῾Ρηγοπούλου, ὅπου διώρθωνε τὰ τυπογραφικὰ λάθη τῆς Ἱστορίας ἢ Δωδεκαβίβλου τοῦ Δοσιθέου Ἰεροσολύ­μων, ἡ ὁποία ἀνατυπωνόταν ἀπὸ προγενέστερη ἔκδοσι μὲ γραμματοσειρὰ στοιχείων Βodoni ἢ ἁπλῶν, ὅταν ἦρθε ἡ σειρὰ ν’ ἀνατυπωθῇ κι ὁ Τόμος Χαρᾶς πάλι τοῦ Δοσιθέου, τοῦ ὁποίου ἡ μόνη προγενέστερη ἔντυπη ἔκδοσι ἦταν μὲ «βενετσιάνικα γράμματα», δὲν μποροῦσε νὰ συνεχίσῃ, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν διαβάσῃ στοὺς τυπογράφους· καὶ κλήθηκα γιὰ τὴν ἐπι­μέλεια ἐγώ· τὸ 1985. οἱ τυπογράφοι εἶχαν μείνει ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴν τέ­τοια ἄγνοια τοῦ «σοφοῦ Δεληδήμου», καὶ κατάλαβα ὅτι τοὺς παρίστανε τὸ σοφό· ὅπως κάνει κι ὁ εἰδικὸς Μενοῦνος. οἱ τυπογράφοι ἀπογοητεύτηκαν, ὅταν εἶδαν τὸ «σοφὸ» νὰ μὴν ξέρῃ ἀνάγνωσι. ἔχει ὅμως ἄποψι ὁ ἐλάχι­στος. καὶ τότε μὲ τὴν ἀντικατάστασί του εἶχε ἔρθει σὲ τόσο ἄσχημη ἐσωτερικὴ κατάστασι, ποὺ ἄρχισε νὰ φλυαρῇ δεξιὰ κι ἀριστερὰ γιὰ μένα διάφορα φαρμακερὰ ὁ γλυκούλης. εἶχα δῆ τότε πόσο δηλητηριῶδες εἶναι τὸ σιρόπι του. ὅταν μιλάῃ γιὰ πανὼ μὲ τὴ φράσι «τὸν πάπα νὰ καταρᾶσθε», ὑπονοεῖ ὅτι τὸ κρατοῦσαν «οἱ φανατικοὶ τοῦ Καντιώτη»· τοῦ «πλαστογράφου», κατὰ τὸν εἰδικὸ Μενοῦνο. αὐτὸ τὸ τοῦ ἐλαχίστου λέγεται μόνο γιὰ τὴ σύνθεσι τῆς συγχορδίας· γιὰ ν’ ἀκκουμπανιάρῃ ὁ ἐλάχιστος Δεληδῆμος τὸν εἰδικὸ Μενοῦνο στὴ σπίλωσι τοῦ Καντιώτου.

Φυσικὰ ἡ ἄγνοια, ὅσο ἀχανὴς κι ἂν εἶναι, δὲν εἶναι ἔλλειψι ἀρετῆς καὶ καλοῦ ἤθους· ἡ ἀναξιοπρεπὴς ὅμως προσπάθεια ἑνὸς ἀγνοοῦντος νὰ ὑπο­βάλῃ μὲ ἔντεχνη συκοφαντία τὴν ὑπόνοια ὅτι ὁ Καντιώτης «προσθέτει», δηλαδὴ πλαστογραφεῖ, κείμενο στὸν Κοσμᾶ εἶναι ὁπωσδήποτε ἀνήθικη κατινιά. τὸν πείραξε βέβαια τὸν εἰδικὸ Μενοῦνο τὸ ὅτι ὁ Καντιώτης προηγήθηκε –κατὰ 30 χρόνια μάλιστα–, τὸ ὅτι εἶναι καὶ καλλίτερός του, τὸ ὅτι αὐτὸς στὴ διατριβή του στηρίχτηκε ἀνομολόγητα κυρίως στὸν Καντιώ­τη, καὶ τὸ ὅτι ὁ Κοσμᾶς (κατὰ τὴ φαντασίωσι τοῦ Μενούνου ὁ Καντιώτης) τὸν πάπα τῆς ῾Ρώμης καὶ χαλίφη τῶν παπικῶν τὸν λέει ἀντίχριστον καὶ κατάρας ἄξιον. μάλιστα· ὁ Κοσμᾶς τὸ λέει· κι αὐτὸ εἶναι ἡ μιὰ ἀπὸ τὶς αἰτίες ποὺ θανατώθηκε. ὁ Καντιώτης ἁπλῶς τὸ ἐκδίδει εὐσυνειδήτως καὶ ἐπὶ τῆς οὐσίας πιὸ ἐπισταμένως ἀπὸ τὸ Μενοῦνο. κι ὁ Μενοῦνος ἀπὸ τὸ 1977 μέχρι τὸ 2007 δὲν μπόρεσε νὰ διαβάσῃ καὶ ἐκδώσῃ ὅτι ὁ πάπας εἶναι ἀντίχριστος· καὶ λέει παρλαπίπες. κι ἂν τὰ δυὸ φιλαράκια, ποὺ ἀντάμω­σαν σὰν καπάκι καὶ τέντζερης, φαντασιώνωνται ὅτι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ μάρτυς (1714-1779) εἶναι ἀδύνατο νὰ λέῃ ἀντίχριστο τὸν θειότατο χαλίφη (= παποκαίσαρα) τῆς ῾Ρώμης, τότε νὰ τοὺς δείξω ἐγὼ τί λέει ὁ κατὰ 34 χρόνια νεώτερός του καὶ ἄρα σύγχρονός του ἅγιος, ὁ Νικόδημος Ἁγιορεί­της, γιὰ τὸν πάπα τῆς ῾Ρώμης. τὸν ἀποκαλεῖ ἀντίχριστο μὲ δύο κέρατα· γράφει· «Ἂς μάθῃ ὁ δίκερως πάπας τῆς ῾Ρώμης πόσον ἀντίχριστα ποιεῖ» (Πηδάλιον, σ. 284, ὑποσ. 1). φυσικὰ μὲ τὸ «δίκερως» ἀναφέρεται στὸ χωρίο τῆς Ἀποκαλύψεως 13,11-18 ὅπου ὁ ἀντίχριστος λέγεται καὶ προβα­τόσχημον ἀρνίον μὲ λαλιὰ δράκοντος, ποὺ ἐξοντώνει τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἀποκαλεῖται κι ἑξακόσια ἑξήκοντα ἕξ. ὁ Κυκλαδίτης Νικόδημος στὰ χρόνια του εἶχε νιώσει στὸ πετσί του τὴ φονικὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀντιχρί­στου πάπα τῆς ῾Ρώμης πρὸς τοὺς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, τὴν ὁποία ἐκδήλωνε μὲ ὄργανά του καὶ νύχια του τοὺς παπικοὺς τῆς Σύρου, τοὺς νῦν λαχταριστοὺς ὡς ὑποψηφίους ἀγοραστὰς τοῦ περιοδικοῦ καὶ τοῦ βιβλίου τοῦ εἰδικοῦ Μενούνου. οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς καὶ Νικόδημος δὲν ἦταν γλυκούληδες σὰν τὸ Φραγκῖσκο καὶ τὸ Δεληδῆμο. ἦταν ἄντρες μὲ ἀντρειὰ καὶ ἀντρίκιο λόγο, καὶ γι’ αὐτὸ ὑπέφεραν ἢ καὶ μαρτύρησαν. κι αὐτοὶ οἱ δύο φίλοι ποὺ σκάρωσαν τὴ βδελυρὴ κι ἔντεχνη συκοφαντία εἰς βάρος ἑνὸς παρομοίου ἀντρός, τοῦ Καντιώτου, συμπεριφερόμενοι ἐπίσης σὰ νύχια τοῦ «θειοτάτου» πάπα τῆς ῾Ρώμης, αὐτοὶ ποὺ θέλουν τὸν Κοσμᾶ καὶ τὸ Νικό­δημο καὶ γενικὰ τοὺς ἁγίους γλυκούληδες σὰν τὸν Φραγκῖσκο καὶ τὸ Δεληδῆμο, καὶ σὰν τοὺς τρυφερούληδες «ἁγίους» στὶς παπικῆς ἐκτυπώ­σεως λελέδικες εἰκονοῦλες, αὐτοὶ εἶναι ποὺ πέρα ἀπὸ τὶς διατριβίστικες δικολαβίες τῶν εἰδικῶν κατεργάζονται τὴν κατ’ ἐξοχὴν πλαστογραφία καὶ πλαστοπροσωπία τῶν ὄντως ἁγίων.

Ἡ διατριβὴ τοῦ «εἰδικοῦ» Μενούνου ἐπιστημονικῶς εἶναι ἀτροφικὴ στραβοκαμωμένη καὶ ἄχρηστη, κι ἔπρεπε ν’ ἀπορριφθῇ. προάγει μόνο τὴν μενουνογνωσία μας· τὴ γνῶσι τοῦ τί δὲν ξέρει ὁ Μενοῦνος, τί δὲν καταλαβαίνει, καὶ πῶς διαβάλλει καὶ συκοφαντεῖ γιὰ τοὺς σκοπούς του· γιὰ τὶς πωλήσεις του, γιὰ τὴν προβολή του ὡς εἰδικοῦ Μενούνου καὶ ἀνωτέρου τοῦ μηδαμινοῦ Καντιώτου, καὶ γιὰ τὴν εἴσπραξι ματαίου ἐπαί­νου καὶ δοξαρίου ἀπὸ τοὺς παπικούς, ὁ ὁποῖος ἀποφάσισε, μαζὶ μὲ τὸν ἐλάχιστο Δεληδῆμο νὰ ἐπιτεθοῦν στὸν 103 ἐτῶν ἀνήμπορο π. Αὐγουστῖνο Καντιώτη, γιὰ νὰ τὸν συκοφαντήσουν. πολὺ αὐτοκαταστροφικὴ ζαβολιὰ παιδιῶν 60-70 ἐτῶν.

 

Δρ Κωνσταντῖνος Σιαμάκης

 

 

(Χριστιανικὴ) Σπίθα, φύλλα 684-687, Μάιος – Αὐγούστου 2010.