ΙΑΚΩΒΟΣ ΝΑΥΠΛΙΩΤΗΣ
( 1864 – 1942 )
Όπως ένας κόκκος από χρυσάφι, ξεχωρίζει με τη λάμψη του σε μιά αμμουδιά, έτσι και ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης, ξεχωρίζει μέσα στό Πάνθεον των Μουσικο-διδασκάλων και Πρωτοψαλτών, του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Τρομερή η ευθύνη γιά οποιονδήποτε, ο οποίος θα προσπαθήσει να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα, αυτού του Τιτάνα των Πατριαρχικών Αναλογίων, και να δώσει μέσα στά σημερινά, περιορισμένα χρονικά περιθώρια, όλο το μεγαλείο, του όντως Μεγάλου Ανδρός.
Ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης γεννήθηκε στή Νάξο, κατά πάσα πιθανότητα, το 1864. Και λέμε κατά πάσα πιθανότητα, γιατί υπάρχουν πολλές εκδοχές, ως πρός την χρονολογία της γεννήσεώς του. Υπάρχει μιά διαφορά 6 ετών, μεταξύ των βιογράφων του. Δηλαδή από το 1860, έως το 1866.
Ο πατέρας του, ήταν Πρωτοψάλτης του Μητροπολιτικού Ναού της Νάξου. Υπήρξε μαθητής του τότε Λαμπαδαρίου και μετέπειτα Πρωτοψάλτου Ιωάννου του Βυ-ζαντίου.
Ο πρώτος Δάσκαλος του μικρού Ιακώβου στή Βυζαντινή Μουσική, ήταν ο συνώνυμος, του πάλαι ποτέ μεγάλου Πρωτοψάλτου των Πατριαρχικών Χορών, Κωνσταν-τίνου του Βυζαντίου, ο οποίος εκτός από Δάσκαλός του στά γράμματα, ήταν και άριστος γνώστης της Βυζαντινής Μουσικής, ενώ ταυτόχρονα, έψαλλε σάν Λα-μπαδάριος, στόν Ιερό Ναό των Ταξιαρχών.
Αυτοί όμως που συνέτειναν, στό να γίνει ο μικρός Ιάκωβος, το ιερό τέρας του Αναλογίου των μετέπειτα χρόνων, ήταν κατά ομολογία του ιδίου, σχεδόν όλοι οι ονομαστοί Πρωτοψάλτες και Μουσικοδιδάσκαλοι, της εποχής του.
Αυτοί, γιά την Ιστορία, ήταν :
1) Νικόλαος Ιωαννίδης, ο Νεοχωρίτης ( Μέλος της Οικογενείας μου )
2) Κυριακός Ιωαννίδης, ο επονομαζόμενος Καλόγερος ( - . - . - )
3) Ιωάσαφ ο Ρώσσος.
4) Γεώργιος ο Ραιδεστηνός.
5) Μιχαήλ Μουρκίδης.
6) Γεράσιμος Κανελλίδης.
7) Ευστράτιος Παπαδόπουλος, ο επονομαζόμενος Καμπούρης.
8) Συμεών, ο εξ Ανατολής.
9) Στέφανος Κούτρας.
10) Νικόλαος Στογιάννης, από τον οποίον, πάντα κατά ομολογία του ιδίου, έμαθε να ψάλλει τα σύντομα Ειρμολογικά μέλη των Κανόνων.
11) Γεώργιος Βιολάκης, και ο
12) Αριστείδης Νικολαϊδης.
Από τα πολύ μικρά του λοιπόν χρόνια, ο μικρός Ιάκωβος, έκανε αισθητή την παρουσία του στή Βασιλίδα των Πόλεων, διακρινόμενος γιά την εξαιρετική καλλι-φωνία του, πράγμα το οποίον συνέτεινε, στό να προσληφθεί το 1876 – 1877 ως Κανονάρχης, στόν Ιερό Ναό του Σωτήρος Χριστού στό Γαλατά, κοντά στόν προανα-φερόμενο ονομαστό Πρωτοψάλτη Νικόλαο Ιωαννίδη τον Νεοχωρίτη, το γνωστό μέλος της Μουσικής Πατριαρχικής Επιτροπής του 1881.
Από τη θέση αυτή και εφ’ όσον είχε πεθάνει ήδη ο Νικόλαος, προσελήφθη ως Πρωτοκανονάρχης στόν Αριστερό Πατριαρχικό Χορό το 1878 – 1879, όπου Λαμπα-δάριος ήταν ο Νικόλαος Στογιάννης, με Πρωτοψάλτη, τον Γεώργιο Βιολάκη.
Μιά θέση κλειδί γιά τη λειτουργία των Χορών, και ζηλευτή από πολλούς « μνηστήρες », σε όλες τις εποχές.
Το πάθος του γιά τη Μουσική και η εξαίρετη φιλομάθειά του, τον προώθησε γρήγορα, στά υπόλοιπα στάδια της Μουσικής Ιεραρχίας, ακολουθώντας τις εξής μεταβολές :
Το 1881, χειροθετήθηκε Β΄. Δομέστικος.
Το 1888, Α΄. Δομέστικος.
Το 1905, Λαμπαδάριος, και
Το 1911, Άρχων Πρωτοψάλτης της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, θέση, την οποία ετίμησε όσο λίγοι, και από την οποία απεχώρησε λόγω γήρατος, το 1938.
Δηλαδή, διήνυσε μιά πορεία 60 ετών πάνω στά Πατριαρχικά Αναλόγια, έχοντας την τύχη να μαθητεύσει, κοντά στούς προαναφερόμενους Γίγαντες της Βυζαν-τινής μας Μουσικής, οι οποίοι είχαν ακούσει ή μαθητεύσει στούς παλαιότερους Μουσικοδιδασκάλους των Πατριαρχικών Χορών, και να σπουδάσει από πρώτο χέρι, τη Βυζαντινή Μουσική και Παράδοση. Δηλαδή, είχε την ευκαιρία να σπουδάσει από κοντά, όλους τους προγενέστερους απ’ αυτόν Πρωτοψάλτες, όπως τους Αριστείδη Νικολαϊδη, Γεώργιο Βιολάκη ( του οποίου υπήρξε και μαθητής ), Γεώργιο Ραιδεστηνό τον Β΄., που κι αυτοί με τη σειρά τους, είχαν ακούσει και σπουδάσει έναν Δανιήλ, έναν Ιάκωβο ( τον Πελοποννήσιο ), έναν Πέτρο τον Βυζάντιο, καθώς επίσης και τον Γρηγόριο, οι οποίοι υπήρξαν από τους μεγαλύτερους Μελοποιούς και Πρωτοψάλτες, που ήκμασαν μέχρι το 1780.
Αυτό, το τονίζουμε ιδιαίτερα, για να δώσουμε την ευκαιρία σε ορισμένους ανόητους της εποχής μας, οι οποίοι αμφισβητούν την γνησιότητα του λεγόμενου « Πατριαρχικού Ύφους ».
Ο Άγγελος Βουδούρης, αναφέρει ότι « Επί των ημερών του Ιακώβου Ναυπλιώτου, οι Πατριαρχικοί Χοροί ήκμαζον, διότι ήσαν καλώς συγκροτημένοι. Εν τοις Χοροίς, υπήρχον οι καλλιφωνότεροι Ψάλται των τελευταίων χρόνων. Εις την θέσιν του Λαμπαδαρίου, ήταν ο Κωνσταντίνος Κλάββας, ο οποίος εκτός της εξαιρε-τικής καλλιφωνίας και τεχνικής καταρτίσεώς του, έψαλλεν επίσης κατά το Πατριαρχικόν Ύφος. Επίσης εις τας θέσεις των δύο Δομεστίκων, υπήρχον οι Δημή-τριος Φωκαεύς και ο Κωνσταντίνος Πρίγγος.
Επίσης μέσα στήν 60χρονη θητεία του, είδε να περνούν από τον Πατριαρχικό Θρόνο, 14 Πατριάρχες.
Κανείς άλλος στήν Ιστορία των Πατριαρχικών Αναλογίων, δέν μπορεί να αντιτάξει κάτι ανάλογο.
Στό διάστημα αυτό, δίδαξε Βυζαντινή Μουσική, στήν Πατριαρχική Σχολή του Φαναρίου, και το 1894, εξέδωσε την Φόρμιγγα σε 2 τόμους, με Άσματα και άλλες Ωδές, « γιά χρήση των Δημο-τικών Σχολείων και κάθε φιλομούσου » και το 1899, μαζί με τον Δομέστικο Κωνσταντίνο Κλάββα, το Δοξαστάριο του Πέ-τρου Πελοποννησίου ( σε 2 τόμους ), « εξηγηθέν πιστώς εκ της αρχαίας εις την καθ’ ημάς Γραφήν », υπό του Γεωργίου Βιολάκη.
Στή συνέχεια, με τη συνεργασία του Εκκλησιαστικού Συλλόγου του Φαναρίου, κατέγραψε σε δίσκους, διάφορα Εκκλησιαστικά μαθήματα, στή Φωνογραφική Εταιρία « ΟRFEOΝ ». Σε πολλούς απ’ αυτούς, βοηθείται από τον Δομέστικό του, Κωνσταντίνο Πρίγγο.
Τα μαθήματα αυτά, αποτελούν γιά μας, την πολυτιμότερη κληρονομιά και παρακαταθήκη, διότι μέσα σ’ αυτά, διακρίνουμε το περίφημο « Πατριαρχικό ύφος » και την γέφυρα η οποία μας συνδέει, με τους προκατόχους του Ιακώβου, Μουσικοδιδασκάλους.
Ευτύχημα γιά την εποχή μας, η πρωτοβουλία της Παγκρητίου Ενώσεως, να δώσει στό ευρύ κοινό, όλον αυτό τον πλούτο. Αξίζουν στούς συντελεστάς, θερμά συγχαρητήρια και άπειρες ευχαριστίες, γι’ αυτή τους την κίνηση.
Ατυχές γεγονός γιά την εποχή μας, αποτελεί η παλαιότης και φυσική φθορά των δίσκων, αλλά γιά τους αληθινούς « Μύστες », αυτή η γεμάτη γρατζουνίσμα-τα εκτέλεση, είναι αρκετή γιά σπουδή και θαυμασμό.
Από εκεί θα πρέπει να πάρουν μαθήματα εκτελέσεως, όλοι αυτοί, οι οποίοι προσπαθούν στίς μέρες μας, να λανσάρουν « καινά δαιμόνια », τόσο στήν εκτέ-λεση, όσο και στά διαστήματα.
Ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης, υπήρξε το αηδόνι του Φαναρίου.
Η πολύφθογγος και πολυτραγουδισμένη λύρα της Βυζαντινής μας Μουσικής. Ο αθάνατος θρύλος των Πατριαρχικών Χορών.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βενιαμίν ο Α΄. , γιά να τιμήσει τον αποχωρούντα όπως είπαμε λόγω ηλικίας Άρχοντα Πρωτοψάλτη, με ειδικό Πατριαρχικό Πιττάκιο, τον ονόμασε « Επίτιμο Πρωτοψάλτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας ».
Ο Καθηγητής και Δομέστικος των Πατριαρχικών Χορών Άγγελος Βουδούρης, γράφει τα εξής στό περιοδικό « ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ » : « Ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης, ως Β΄. Δομέστικος του Πατριαρχικού Ναού, παρά το πλευρόν του Μουσικοδιδασκάλου Νικολάου Λαμπαδαρίου, ο οποίος έψαλλε χρησιμοποιών πάντοτε, μουσικά κεί-μενα χειρόγραφα της παλαιάς γραφής του Πέτρου Πελοποννησίου, επειδή ούτος, ηγνόει παντελώς το νέον γραφικόν σύστημα, εμυήθη την μουσικήν και εμορφώ-θη εις το κατά το Ύφος του Πατριαρχικού Ναού, ψάλλειν τα Εκκλησιαστικά μέλη, διέσωσε την μουσικήν πράξιν των αρχαιοτέρων Πρωτοψαλτών και αυτός την σήμερον, είναι ο συνεχιστής της Πατριαρχικής Παραδόσεως ».
Ο Μουσικολόγος Παναγιώτης Αντωνέλλης, στό έργο του « Η Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική » γράφει : « Ο Ιάκωβος όταν έψαλλε, με τη χάρη της μουσικής ιδιοφυϊας του και το απαράμιλλο Ύφος του, κατόρθωνε να εμπνέει την κατάνυξη, το δέος και τον ενθουσιασμό, στίς ψυχές των ακροατών του ».
Ο Μουσικολόγος Γεώργιος Τσατσαρώνης, σε άρθρο του γιά τον Ιάκωβο, μας λέει, ότι : « Διακρινόταν γιά την ηγεμονική, μεταλλική και γλυκυτάτη φωνή του ».
Η Σοφία Σπανούδη, σε άρθρο της στην « Επετηρίδα του Συλλόγου Φίλων της Βυζαντινής Μουσικής », σημειώνει ότι : « Ο Ιάκωβος είναι αδιαμφισβήτητα, ο μεγαλύ-τερος « Μαίτρ » της Βυζαντινής Μουσικής και διατηρεί ακόμη την αίγλη της φωνής του και της τέχνης του. Είναι ο κυρίαρχος του μεγάλου Βυζαντινού Ύφους, με την γνησιότερη σφραγίδα. Χωρίς καμία νοθεία στην αγνότατη τέχνη του, συγκινεί τον Χριστιανό και τον εμπειρότεχνο μουσικό, εξ’ ίσου με το μεγάλο στυλ, που χαρακτη-ρίζει την κάθε του σοβαρή αναδημιουργία. Αυστηρότατος τηρητής του γράμματος, αλλά και του πνεύματος της πρωταρχικής Βυζαντινής Παράδοσης, έχει την υπέρ-τατη δύναμη, να εκθλίβει από το κάθε Τροπάριο, την πεμπτουσία της πνευματικότητας που το διακρίνει και να μεταδίδει στο εκκλησίασμα, που κυριολεκτικά κρέμε-ται από τα χείλη του, μια μεγάλη ενδόμυχη συγκίνηση, παρόμοια μ’ εκείνη που πηγάζει από τις μεγάλες μουσικές δημιουργίες των αιώνων ».
Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, που αναφέρονται στήν ψαλτική ικανότητα του Ιακώβου και δέν είναι δυνατόν να τις αναφέρουμε όλες, γιατί θα χρειάζονταν πολύς χρόνος γι’ αυτό. Θα αναφέρουμε όμως δυό – τρία τρανταχτά περιστατικά, μόνο και μόνο, γιά να εδραιώσουμε τα λεγόμενά μας.
Όταν ο Εφέσου Κωνσταντίνος, μαθητής του Γεωργίου Βιολάκη, και κύριος συντελεστής, γιά την πρόσληψη του Διδασκάλου του στή θέση του Πρωτοψάλτου, έγινε Οικουμενικός Πατριάρχης, του έλεγε συχνά : « Ημείς τώρα εγηράσαμεν. Άφηνε εις τον Ιάκωβον να ψάλλει Δοξολογίας, Χερουβικά και άλλα μαθήματα. Σύ, να είσαι ευχαριστημένος, μόνο που θα στέκεσαι εις την θέσιν του Πρω-τοψάλτου. Ο Ιάκωβος με την φωνήν του, ευχαριστεί το εκκλησίασμα ».
Ο Νηλέας ο Καμαράδος, εκκλησιαζόταν τακτικότατα στόν Πατριαρχικό Ναό, γιά να μπορεί ν’ ακούει τον Ιάκωβο. Κάποια μέρα, τον πλησίασε και του είπε :
« Σε θαυμάζω, γιά τον τρόπο που ψάλλεις τα διάφορα μαθήματα ». Και ο Ιάκωβος, ο οποίος ήταν αυθόρμητος και ετοιμόλογος, του απάντησε : « Εάν κι εσύ, είχες κάνει τόσα χρόνια μέσα σ’ αυτόν το Ναό όσα έχω εγώ, θα είχες κι εσύ την δυνατότητα, να ψάλλεις έτσι ».
Τέλος, ο αντάξιος μαθητής, συνεργάτης και διάδοχός του Πρίγγος, σε μιά συνομιλία του με μαθητάς του, μας λέει : « Βρέθηκα γιά πρώτη φορά και ήκουσα τον Ιάκωβο, στόν Παρακλητικό Κανόνα. Όταν έψαλλε το « Άλαλα τα χείλη των ασεβών » και κατέ-βηκε ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄. , γιά να προσκυνήσει την Παμ-μακάριστο, τρελάθηκα και είπα γεμάτος δέος : « Κανείς δέν μπορεί να λέγεται Ψάλτης, εφ’ όσον θα υπάρχει ο Ιάκωβος ».
Όταν δέ αργότερα, εδίδασκε στή Θεολογική Σχολή της Χάλκης και έψαλλε παραδίδοντας διάφορα μαθήματα, έλεγε στούς μαθητάς, οι οποίοι του έδιναν συγχα-ρητήρια, γιά τις εξαίρετες εκτελέσεις του : « Εγώ παιδιά, δέν είμαι τίποτα. Έπρεπε ν’ ακούγατε τον Ιάκωβο ».
Ο Ιάκωβος όμως, εκτός από τις απεριόριστες φωνητικές δυνατότητές του, ήταν πρό πάντων, αυστηρός τηρητής, της Πατριαρχικής Παραδόσεως και Τάξεως.
Με αδιάσειστα επιχειρήματα, έχουμε υποστηρίξει πολλές φορές, και χωρίς να παραγνωρίζουμε τα Μουσικά αναστήματα των δια-δόχων του Πρωτοψαλτών, Πρίγ-γου, Στανίτσα, Νικολαϊδη, αυτή η Παράδοση, άρχισε να εκφυλίζεται μετά την αποχώρηση του Ιακώ-βου, από τα Πατριαρχικά Αναλόγια.
Ο Ιάκωβος, όπως και οι προκάτοχοί του Πρωτοψάλτες, δέν επέτρεπε παρεκτροπές από την καθιερωμένη Παράδοση και Τάξη, από τους διάφορους Μητρο-πολίτες και Πατριάρχες, που είχε την ευχέρεια να δεί, σε όλη τη διάρκεια της θητείας του στά Πατριαρχικά Αναλόγια, και ιδίως, αυτής του Πρωτοψάλτου. Συχνά – πυκνά, κονταροχτυπιόταν με κάθε εξτρεμιστή Αρχιερέα, ο οποίος προσπαθούσε να εισβάλλει « καινά δαιμόνια », στήν όπως προαναφέραμε Πατριαρχική Παράδοση και Τάξη, μέσα στόν Πατριαρχικό Ναό.
Είναι γνωστές οι συνεχείς προστριβές του, με τους Πατριάρχες Βασίλειο τον Γ΄. , Γερμανό τον Ε΄. , Βενιαμίν τον Α΄. , Μελέτιο τον Δ΄. , καθώς επίσης, και με διάφορους Μητροπολίτες, αλλά και με Κληρικούς, αυτού του ίδιου του Πατριαρχικού Ναού.
Γιά όλ’ αυτά, ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης, πήρε επάξια τον τίτλο και έμεινε στην Ιστορία, σάν « Μέγας Άρχων Πρωτοψάλτης, της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησί-ας, ο Μεγαλοπρεπής ».
Το 1924, λόγω ενός ανθελληνικού νόμου του Τουρκικού Κράτους, που απαγόρευε την υπηρεσία στο Πατριαρχείο, σε όσους δεν ήταν Τούρκοι υπήκοοι, ο Ιάκωβος αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την Πρωτοψαλτία, οπότε ανέλαβε ως Τοποτηρητής, ο Τριαντάφυλλος Γεωργιάδης, μέχρι το 1926 που επέστρεψε και πάλι ο Ιάκω-βος.
Το όνομα Ναυπλιώτης, αναφέρεται από τη σημερινή γενιά των Ψαλτών, σαν άπιαστο υπόδειγμα εκτελεστού.
Αυτή είναι η γνώμη της πλειοψηφίας. Υπάρχει όμως, μιά μικρή μερίδα ευτυχώς, μάλλον ανοήτων και αδαών, που τον παρουσιάζει σαν αγράμματο, αλλά πρό πάντων άμουσο.
Η αλήθεια όμως, είναι άλλη.
Ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης, υπήρξε Καθηγητής στήν Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή, στήν Θεολογική Σχολή της Χάλκης, στό Ζάππειο Παρθεναγωγείο, στή Μαράσλειο, και σε άλλες ανώτερες Σχολές της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, όπως αναφέρει στό Ημερολόγιό του, ο Δημοσιογράφος Σταύρος Ζερβόπουλος.
Στό θέμα της Μουσικής, ο Ιάκωβος, κρατούσε μιά στάση μετριοπαθή. Ποτέ του δέν μιλούσε γιά Μουσική και Θεωρία, γιατί όπως έλεγε, δέν έβλεπε τον λόγο.
Η πεποίθησή του ήταν, ότι τα σχόλια γύρω από τη Μουσική και τη Θεωρία της, αποτελούν επιδεικτικό ιδίωμα, ανικάνων και κακοφώνων Ιεροψαλτών, οι οποίοι μιλώντας συνεχώς γύρω απ’ αυτά τα θέματα, προσπαθούν να καλύψουν τις δικές τους αδυναμίες.
Πολλοί, μετέφραζαν αυτή τη σιωπή, σαν δική του αδυναμία και άγνοια γύρω από τη Μουσική.
Πόση όμως άγνοια και αδυναμία, βρίσκουμε μέσα στή Φόρμιγγα που εξέδωσε το 1894, ενώ ήταν ακόμα Α΄. Δομέστικος ;
Πόση άγνοια και αδυναμία, κρίβει η παρακάτω επιστολή, που βρίσκεται στό Αρχείο της εγγονής του, Αλεξάνδρας Ναυπλιώτου, πρός τον Τοποτηρητή της Βουλγαρικής Εξαρχίας στήν Πόλη ;
Παρακαλώ, προσέξτε την.
Εν Φαναρίω, τη 8η Δεκεμβρίου 1937
Θεοφιλέστατε,
Επισταμένως μελετήσας, την ήν μοι προ μηνός περίπου, είχετε αποστείλει πρός μελέτην και απόλαυσιν επί του περιεχομένου αυτής μουσικήν βίβλον, του εν Βουλγαρία ιερατεύοντος Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου κ. Αμβροσίου, εκδοθείσαν εν Βουλγαρία το 1935, Σας την επιστρέφω, με την παρατήρησιν ότι η βίβλος αύτη, έχει πολλά εσφαλμένα, και από απόψεως της ισχυούσης Θεωρίας, επί των Κλιμάκων της Εκκλησιαστικής ημών Μουσικής, και από της απόψεως της Γρα-φής, του Μουσικού εν γένει Μέλους, των Εκκλησιαστικών Ύμνων και Τροπαρίων.
Όπως το γράφει ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης, το Μέλος δέν ειμπορεί να ψαλλή, από κανέναν ειδικόν γνώστην της Εκκλησιαστικής ημών Μουσικής, διότι παραγνωρίζονται εντελώς οι μουσικοί Χαρακτήρες, καθώς και οι Κανόνες της Ορθογραφίας της Μουσικής ημών Γραφής.
Ασπαζόμενος την Δεξιάν της Υμετέρας Θεοφιλίας,
Διατελώ μετά σεβασμού,
Ο Πρωτοψάλτης της Μ. τ. Χ. Ε. ,
ΙΑΚΩΒΟΣ
Αυτά, γιά την Ιστορία, και γιά να μην επιχειρούν αδέξιοι και ανειδίκευτοι, να μειώνουν μεγαθήρια του Κλάδου, όπως ο Ναυπλιώτης.
Ο Ιάκωβος, ανέδειξε πάμπολλους μαθητάς, μεταξύ των οποίων επικρατέστεροι ήταν οι Ανεστιάδης Χαράλαμπος, Βασιάδης Δημήτριος, Γεωργαντίδης Φώτιος, Ζαχαριά-δης Αλκιβιάδης, Θεοδωρίδης Ιωάννης, Καραγιαννόπουλος Δημήτριος, Λουίζος Δημήτριος, Μανέας Πέτρος, Μαργαριτόπουλος Αλέξανδρος, Παναγιωτίδης Αθανάσιος, Παπα-δόπουλος Αριστείδης, Τιμωνίδης Ευστάθιος, Συμεωνίδης Ηλίας, Πρίγγος Κων/νος και ο Καρακάσης Γεώργιος.
Ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης, ήταν μιά λαμπάδα που έλιωσε, πάνω στό Μανουάλι της Εκκλησίας. Πάνω στά Πατριαρχικά Αναλόγια. Ήταν μιά λαμπάδα από αγνό μελίσσιο κερί, που ανέδιδε λαμπρό πασχαλινό φώς.
Φώς, που είχε το χρώμα του αμεθύστου, που βρίθει στίς πλαγιές των βουνών και στίς κοιλάδες, στίς αίθουσες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στό φαγωμένο αλλά τιμημένο Στασίδι του Άρχοντος Πρωτοψάλτου, αλλά και στίς καρδιές, όλων μας.
Όταν πλέον εκοιμήθη στις 5 Δεκεμβρίου του 1942 πλήρης ημε-ρών, το Περιοδικό « ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ », έγραψε μεταξύ πολλών άλλων, και τα εξής : « Προικισμένος ο αείμνηστος δι’ εξαιρετικής φωνής, βαθύς κάτοχος της Μουσικής Παραδόσεως των Πατριαρχικών Χορών και μέχρι κεραίας τηρητής της Παραδόσεως αυτής, ανεδεί-χθη διαπρεπέστατος εκτελεστής του γνησίου Βυζαντινού Μέλους, αφήσας κυριολεκτικώς εποχήν. Ευσεβής την ψυχήν, σοβαρός το ήθος και μεμετρημένος εν τη κοινωνική αναστροφή, υπήρξε τύπος, οικοδομών και ως άνθρωπος ».
Εδώ θα ήθελα να αναφέρω κάτι, που έγινε το 1941 στήν Αθήνα, εάν δέν κάνω λάθος και συγκεκριμένα, στό Μητροπολιτικό Ναό.
Ο Ιεροψαλτικός κόσμος των Αθηνών εκείνης της εποχής, θέλοντας να ακούσει επιτέλους, αυτό το Θρύλο του Αναλογίου να ψάλλει, ενήργησε μέσω του Αρχιε-πισκόπου Χρυσάνθου, να πιέσει τον Ιάκωβο, παλ’ όλο του ότι, ήταν υπέργηρος και άρρωστος με πυρε-τό στό κρεββάτι, να ανέβη στό Αναλόγιο του Μητρο-πολιτικού Ναού σ’ έναν Κατανυκτικό Εσπερινό, προκειμένου να ψάλλει.
Όντως λοιπόν, μετά από πολλές πιέσεις ο Ιάκωβος, μή θέλοντας να πικράνει τον Αρχιεπίσκοπο, πήγε στή Μητρόπολη, αλλά σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών, ενώ ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το γηρασμένο πρόσωπό του, από την προσπάθεια, απλώς και μόνο να σταθεί όρθιος, καίγοντας από τον πυρετό και λόγω φυσικής εξαντλήσεως, η φωνή του, αυτή η περίφημη φωνή, γιά την οποία έμεινε στήν Ιεροψαλτική Ιστορία, τον πρόδωσε και δέν ήθελε να βγεί. Ευτυχώς, που βρέθηκαν δίπλα του πολλοί μαθηταί και φίλοι του, κι έτσι έγινε ο Κατανυκτικός.
Αποτέλεσμα ; Το ακροατήριο, Ιεροψάλτες ως επί το πλείστον, δυσανασχέτησε, και απεφάνθη : « Αυτός λοιπόν είναι ο περίφημος Ιάκωβος » ; Οι ανόητοι !!!
Επαλήθευση της λαϊκής παροιμίας : « Κουκιά έφαγαν, κουκιά μαρτύρησαν ». Τόσο καταλάβαιναν, τόσο μαρτυρούσαν !!!
Εμείς δυστυχώς σήμερα, δέν μπορούμε να αποδώσουμε τις τιμές που αρμόζουν, σε μιά τέτοια μορφή του Μουσικού στερεώματος της Εκκλησίας μας, διότι είμεθα πολύ μικροί, γιά μιά τέτοια δουλειά.
Το μόνο που μας μένει να κάνουμε, είναι απλούστατα να σπου-δάσουμε, να κρατήσουμε, αλλά και να φροντίσουμε να διαδώσουμε αυτά που κληρονομή-σαμε, από τα ακούσματα των εκτελέσεών του. Αυτές τις σπανιότατες εκτελέσεις, με το απαράμιλλο και καθ’ όλα « γνήσιο » Πατριαρχικό Ύφος που τις δια-κρίνει, και να μή προσπαθούμε, με διάφορους απαράδεκτους νεωτερισμούς και τερτίπια, να τις διαστρεβλώσουμε.
Είναι το καλύτερο μνημόσυνο, που μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτόν, και η υποχρέωσή μας είναι, να αποδίδουμε αυτά τα μαθή-ματα, όσο το δυνατόν πιστότερα.
Μόνον έτσι, ο « Μέγας Άρχων Πρωτοψάλτης, Ιάκωβος ο Μεγαλοπρεπής », θα μπορεί να αναπαύεται ήσυχος στόν τάφο του.
Μόνον έτσι, θα αισθάνεται ότι οι κόποι και οι αγώνες του, τόσες δεκαετίες πάνω στά Πατριαρχικά Αναλόγια δέν πήγαν χαμένες, αλλά καρποφόρησαν γιά το καλό πάντοτε της Παράδοσης, της Τάξης, και της σωστής εκτέλεσης των Εκκλησιαστικών Ύμνων, της Θείας Λατρείας μας.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν όλοι μας, να προσφέρουμε αυτή την ανακούφιση, σ’ αυτόν τον Τιτάνα της Βυζαντινής Μουσικής και του Αναλογίου.
ΓΕΝΟΙΤΟ