Κάποτε σὲ ἕναν πανηγυρικὸν ἑσπερινὸν ἕνας φίλος μου (τότε ἦτο λαϊκός, τώρα εἶναι ἡγούμενος) ἀντιμετώπισε ἕνα παρόμοιον πρόβλημα μὲ εὐφυέστατον τρόπον. ἦτο σὲ κεντρικὸν ναὸν τῶν ᾿Αθηνῶν μὲ συμμετοχὴν ἀρχιερέως, πολλῶν ἱερέων καὶ διακόνων. ὁ ἐν λόγῳ φίλος μου ἔχει φωνὴν ἀγγελικὴν γλυκυτάτην καὶ «καμπάνα», μουσικὸν αὐτὶ τέλειον, μουσικὴν ἐκτέλεσιν ἄψογον, πιάνει ὅλους τοὺς ἤχους μὲ ἀκρίβειαν καὶ μοναδικὴν εὐκολίαν, χωρὶς νὰ ξεφεύγῃ εἰς τὸ ἐλάχιστον, ἐκτελεῖ ἄνετα ὅλα τὰ μαθήματα ἀργὰ καὶ σύντομα ἀπὸ στήθους, ἀλλὰ ἀπὸ μουσικὲς νότες δὲν ξέρει γρῦ, οὔτε ξέρει σὲ τί διαφέρει ὁ φθόγγος ζὼ ἀπὸ τὸ ῥῆμα «ζῶ». εἶναι δὲ καταπληκτικὸς στὸ τραγοῦδι, μὲ ῥεπερτόριο μερικὲς ἑκατοντάδες, καὶ ἰδίως στὰ δημοτικὰ «ἀνασταίνει καὶ νεκρούς»!
Λοιπὸν ἦτο στὸ ψαλτήριον πλαισιούμενος ἀπὸ κάποιους βοηθούς. δὲν ἀντιμετώπισε πρόβλημα μὲ ἄμουσον ἢ κακόφωνον ἢ παράφωνον κληρικὸν ἀλλὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετον. βγαίνει ὁ ἕνας διάκονος καὶ ἀρχίζει νὰ λέῃ τὶς δεήσεις (δὲν θυμοῦμαι ἂν ἦταν στὰ εἰρηνικὰ ἢ στὰ πληρωτικὰ) μὲ ὅσην δύναμιν καλλιφωνίαν καὶ μουσικότητα διέθετε, μὲ ὕφος πλήρως τραγουδιστικόν, σὲ ἦχον μεταξὺ πλαγίου Καζαντζίδη καὶ εὐθέος Νταλάρα, καὶ βεβαίως σὲ βάσεις ὑψηλότατες. ἔλα ὅμως ποὺ ὁ φίλος μου δὲν ἔχει ἰδιαίτερες δυσκολίες οὔτε στὰ ὑψηλὰ οὔτε στὰ χαμηλά, ἀλλὰ εἶναι καὶ τοῦ ὕψους καὶ τοῦ βάθους –μόνο μία φορά, στὸν γάμο τῆς ἀδελφῆς του, ποὺ εἴχαμε πιάσει τὸ «᾿Εν τῇ ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ» στὰ οὐράνια, δὲν τὰ κατάφερε, ἀλλὰ ἴσως νὰ ἦταν ἀπὸ τὴν συγκίνησι– (ὅπως βλέπετε κάνω κι ἐγὼ τὶς παρατυπίες μου!). μὲ τὸ ποὺ ἄρχισε ὁ διάκονος νὰ τραγουδᾷ –κυριολεκτικῶς– τὶς αἰτήσεις, ὁ φίλος μου μουρμούρισε· «θὰ σὲ φτιάξω ἐγώ!» . καὶ ἄρχισε νὰ ἀπαντᾷ μὲ ἕνα συνεχόμενο «Κύριε, ἐλέησον» ἀκριβῶς στὸν ἦχο (πλ. β΄) καὶ στὴν βάσι τοῦ διακόνου, μόνον ποὺ ἡ μελῳδία ἦταν αὐτούσια τοῦ γνωστοῦ ῥεμπέτικου τραγουδιοῦ «Νύχτωσε χωρὶς φεγγάρι»! (σᾶς διαβεβαιῶ ὅτι δὲν ὑπῆρχε καμμία ἐπίδρασις ἀπὸ «οἶνον καὶ σίκερα» ἢ οὖζο ἢ τσίπουρο.) στὴν ἀρχὴ ὁ διάκονος δὲν πῆρε χαμπάρι, ἀλλὰ μετὰ ὅμως ὅταν κατάλαβε τί γινόταν, ἔγινε κόκκινος σὰν παντζάρι, ὁ ἀρχιερεὺς κρατιόταν ἀπὸ τὸν θρόνο γιὰ νὰ μὴν πέσῃ ἀπὸ τὰ γέλια, ἐνῶ οἱ ἱερεῖς ἐντὸς τοῦ βήματος δὲν εἶχαν ἀπὸ ποῦ νὰ κρατηθοῦν καὶ εἶχαν πέσει στὸ ἔδαφος! τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι ὁ διάκονος ἄφησε τὶς μουσικὲς ἐπιδείξεις γιὰ ἄλλη περίστασι μὲ καταλληλότερες συνθῆκες.
Γιὰ νὰ μὴ λέω ὅμως μόνον γιὰ τὴν μία πλευρά (τὶς ὑπερβολὲς τῶν κληρικῶν), ἀναφέρω πῶς ἀντιμετώπισε παρόμοιο πρόβλημα ἕνας ἀρχιερεύς. σὲ πανήγυρι ἱεροῦ ναοῦ ὁ δεξιὸς ψάλτης λέει τὸν ἀπόστολο καὶ δίνει ῥέστα. ὄχι ἁπλῶς τὸν τραγούδησε, ἀλλὰ τὸν παρατραγούδησε. στὸ τέλος ὁ ἀρχιερεὺς ἀντὶ νὰ τοῦ πῇ «Εἰρήνη σοὶ τῷ ἀναγινώσκοντι» τοῦ λέει μεγαλοφώνως καὶ μεγαλοπρεπῶς «Εἰρήνη σοὶ τῷ τραγουδήσαντι»! ὁ ψάλτης ἔγινε παντζάρι καὶ δὲν ἤξερε ποῦ νὰ κρυφτῇ, ἐνῷ στὴν ὑπόλοιπη ἀκολουθία ἦταν πιὸ συγκρατημένος.
(26/6/2008)