Σάτυρα - Το Άλας της ζωής

ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ Μ’ ΔΗΜΗΤΡΑΙΝΑΣ
Έπειτα από πολύ καιρό και μεγάλο αγώνα, από της επιδιώξεώς μου και της επιθυμίας μου, κατόρθωσα να σας γράψω τα επακόλουθα απομνημονέματά μου.
Επί τη επευκαιρία των εορτών σας εύχομαι κιόλας, μυρίας ευ-χάς και μακροημερεύσεις.
Λοιπόν, πολύ βροχοτώδης ο καιρός. Το νερό από τη χτεσινή νεροπομπή, έτρεχε γκρουνιδόν και βροντιδόν στίς οδούς και στίς ερήμους της πόλεως.
Ένας υπεραστικός, έπεσε γλιστριδόν επί το πεζοδρόμιον και έσπασε το κεφάλι του. Έπαθε όπως διαγνωρίσανε οι γιατροί, καλπάζουσα διάσεισις και εν καφασία σχεδόν, τον πήγαν στό νοσοκομείο των Α΄. ή των Β΄. βοηθειών ( δέν είμαι και πολύ σίγουρη γι’ αυτό ). Αμ’ πρέπει ν’ ακούς πρώτα το μετρολογικό δελτίο κι έπειτα να βγαίνεις στούς δρόμους. Αλλά βλέπετε, όλος ο κόσμος δέν κάνει ακρόαση, ούτε στήν τηλεόραση, ούτε στό ράδιο. Θέλουν κι αυτά το χρόνο τους, κι εγώ με τέτοια ακροαστικά, δέν είναι του γούστου μου.
Εκουσίως και αυτεξουσίως που λέτε, καταπιάστηκα με τα μετεωρολογικά. Λοιπόν του λέω τ’ ανηψιού μου :
Βρέ, στίς 22 του Σεπτέμβρη, είχαμε ή δεν είχαμε μεσημερία ;
Δέν ήξερε ντίπ !
Άκουσε παιδάκι μου, να ξέρεις. Το Μάρτη, έχουμετην αερινή μεσημερία και το Σεπτέμβρη, έχουμε τη χεινοπωρινή. Πρέπει να ξέρεις, όχι μόνο τους κουνιστούς που τραγουδάνε και όλους αυτούς τους αοιδείς. Ξέρεις αλόγου χάριν, πιό δέντρο, είν’ αυτό που λέγεται ανειθαλλές ; Τίποτα.
Δέν λέω να γίνει ακαδημαϊτικός, αλλά όχι και να μείνει ντουβάρι ! Θέλω να έχει γνώμη για όλα που γράφονται γύρω του και όχι να είναι αγνώμων !
Τί δηλαδή, να καταντήσει εχθοφόρος ή κανένας κατάστατος στή ζωή του ; Του τα λέω εγώ η καψερή, τ’ ακούει, μά ούτε που απιλογάται, ούτε που σχύνεται. Πολύ κατα-νόητο παιδί ! Μά, πάρα πολύ σας λέω.
Στίς 22 του Μάρτη όπως προαναφερθήκαμε, όλοι δά το ξέρετε, έχουμε την αερινή μεσημερία, που πά’ να πεί, μεσημβρία.
Ίσα μέρα, ίσα νύχτα, καθώς μας είπε και το μεθερολογικό δελτίο της αστρονομίας. Το λέει δά και το μοιρολόγιον.
Εγώ, που να σας τα λέω. Έχω ένα μοιρολόγιον αινιγματικό.
Κάθε μέρα κι αίνιγμα από πίσω. Κι ο εγγονός μου, πού’ ναι πο-λύ αινιγματίας, μου το ξεφύλλισε ως τον Αύγουστο μήνα. Το παλιόπαιδο ! Αυκαίρως εγκαίρως ξεκολλάει κι από ένα φύλλο. Αυτό είναι κατανόητο. Τί να του πείς !
Βρέ, αυτό είναι ακαταστασία, του φωνάζω.
Αυτός τίποτα. Δέν ακούει στάλα. Ακούσιος που λένε.
Έβγηκα να ψωνίσω τα της αναγκαίας μου χρείας.
Έ, το λοιπόν, αυτό λέγεται ακακοηθές αισχροκαρδία.
Μιά χούφτα λεφτά, γιά ένα κιλό ψωμί !
Εμείς δηλαδής, θα λύσουμε όλα τα αγκανθώδες προβλήματα της οικονομικής καταστασίας ;
Πήγα προψές να πάρω κόλλα, που κολλάνε, ντέ. Τη ζούλαγα, τη ζούλαγα, τίποτα. Είχε πάθει, λέει, ακολασία.
Την πλέρωσα όμως 30 δραχμές. Να’ σαι κύριε ακριβολόγος, αλ-λά να πουλάς και πράγματα της προκοπής. Πές μου το εξ’ αρχής.
Κυρία μου, κόλλα έχω, αλλά, θές από την ποιότη, θές από τον καιρό, δέν κωλύεται. Εγώ δέν σού’ δωσα γερά λεφτά ; Αν σού’ δινα τίποτις ακίβδηλα, δέν θα με πήγαινες φυλακή ; Όχι πές μου.
Σήμερα πήγα και στήν αρτοπλασία. Πήρα το ελεωφορείο, πλέρωσα αυτόματο σιτήριο και τότενες, έγινε το κακό. Λισθηρό ήταν το έδαφος, ανεπιδέξιος ο σωφέρ ; Δέν ξέρω.
Το ελεωφορείο ντεροπάρισε και κατατσακιστήκαμε άπαν άπαντες. Αυτά τα κακά έχει η αστία συγκενωνία, αλλά και η περαστική, χειρότερα.
Βρέθηκα που λέτε στό σοκομείο και είπα σε κάποιονε το διοποιήσει στό σπίτι μου, μ’ αυτός ο ειδοποιός, δέν έκανε υπολύτως τίποτα. Ευτυχώς που δέν έπαθα περιπλεμονία περιπλοκής. Ήρθαν το βράδυ και με πήραν. Κατεβήκαμε με το ανσασέρ, πήραμε ένα ταχί και φτάσαμε κατ’ οίκον. Κι είχε μιά πανσέλιδο ! Μά τί παν-σέλιδο ! Μούρλια.
Λοιπόν αυτόνε τον καιρό, μου έχει κοπεί ριζιδόν και η όρεξις.
Πάρε μου βλοημένε κανένα ρεκτικό, φωνάζω στόν ανεψιό μου.
Μπά ! Και δέν το ξέρει να πείς, ότι ο ορυκτός πλούτος, είναι επωφελές στήν υγεία !
Εγώ πάντως έφκιασα τους κεπτέδες μου και μετά ζύμωσα.
Ξέρετε, ζυμώνω, γιατί έχω αλεύρι κατευθείας από την αρτοεποποία. Φτιάχνω κι ένα κουλούρι ξεχωριστό του Νώντα μου.
Έ, τι να τον κάνω ; Ο πρώτος, σου λέει ο άλλος ! Πρωτοκόκια είν’ αυτά ! Όχι παίξε γέλασε ! Είναι το παλικάρι μου και πρωτότυπο ευγένειας.
Τι θέλεις Νώντα μου ; Πυλαμίδα ή κεπτεδάκια ;
Ότι προτιμείτε, μου λέει το χρυσό μου !
Ούτε ψεύτης, ούτε αποκριτής, ούτε ανθηρόστομος, σάν τα παιδιά της εληκίας του. Ούτε αντιλόγος. Σας είπα. Ένα κομάτι μάλαμα ο Νώντας μου.
Αυτός που λέτε, ο Νώντας μου καλέ, είναι πολύ αδαήμων παιδί. Και αδακρυσία με το τσουβάλι.
Βρέ, πρόσεχε. Μήν φορείς ανάποδα το σουρτούκο σου, είναι κακό.
Είσαι πολύ αδεισιδαίμων, Θείτσα, μου λέει το σκασμένο.
Προψές που φύσαγαν εκείνοι οι θρυελλώδεις ανέμοι, πήγαμε στό αεροδρόμιο. Τη στιγμής που ερχόταν ο αεροδρόμος, γιά να μπούμε στό αεροπλανοφόρο τράμ, τότενες θυμήθηκε ο Νώντας, πως δέν είχε πάρει το διάβροχό του. Ο αεροπλάνος να κάνει σήμα, κι εμείς…..Άστα. Στ’ απέραντα του κόσμου να πάμε, ίδιος θα μεί-νει. Ακάματος, αδικητικός και ζηλοτύπης. Και θέλει να γίνει και αγριονόμος. Καλά λέει και ο αείμνητος Αδαμάντιος Κοραής :
Με τους νέους, πρέπει να έχεις ιωνόβιο πομονή. Καλά δέ λέω ;
Αμ’ ο άλλος ; Ο εγγονός μου ! Τούτος μαθές, έχει χάλια αναδιόρθωτα. Όλα σήμερα, τα έκανε γής Μαριάμ που λένε, με τίς ατα-ξίες του. Αύτακτος κι αμελετηρός, που δέν λέγεται. Βαργομάω μαζί του και τό’ χω βάρος στή συνήθισή μου. Έχει και βιταμίνωση στά αβλέφαρα και είναι να τον κλαίς σπαραξικάρδια.
Χτές, του βάλαν διαγώνισμα γιά τον Αγαλαξία και δέν έγραψε τίποτες. Μ’ έπιασε τέτοιο αγανάχτιο, που τού’ δωσα παλαμίας τεσσαράκοντα. Άμ δέ ! Έρχονται ώρες που τον αγαπίζω τον κα-ψερό, μά πάλι τα ίδια. Το μόνο καλό, είναι, ότι είναι αγγλομαθέστατος, μπονζούρ, κ.λ.π. Είναι και πολύ γελαδοπρόσωπος. Τό’ χει κι αυτό το καλό. Όλο γελάει. Τί να του κάνω ;
Προψές μού’ πανε, ότι όταν ο καιρός θα γίνει αίθλιος, θα με πάνε με τον αέριο σιδερόδρομο, στό χιονοδρομικό κέντρο. Κι έχω μιά αδαιμονία, άλλο πράγμα ! Ησθάνομαι τέτοια αδαιμονία σας λέω, σά νάμανε μικρό παιδί. Αλλά φοβάμαι κι όλας.
Κάποιος που ανέβηκε, έπαθε, ακούτε καλέ, ακαρδιαίος θάνατος, κατά κυριολεξία. Θές γυρεύεις, λέω ! Κάτι με τα αιματιοφόρα μου αγγεία, που δεν κυκλοφοράνε καλά, κάτι με τα ακουστήρια όργανα που βαριακούω κι όλας ! Μπάς και πάθω καμιά ιλιγγίαση κείθε πάνω ; Και πώς κατεβαίνουν’ από κείθενες ;
Θεός φυλάξοι !!
Επήγα τίς άλλες στόν εφυπουργό, να του πώ μαθές, γιά την οδός που κάθομαι και που έχει χάλια αναδιόρθωτα.
Τί τον θέλεις ; Μέ ρώτηξε ο Τιμηματάρχης.
Θέλω να του μιλήσω ιδιοχείρως, κύριε. Του είπα.
Εδώ κυρά μου, είναι Τμήμα υπερτροφιών, μου είπε.
Εγώ δέν θέλω υπερτροφία, κύριε, του είπα. Γιά την οδός θέλω, που όλα τα εφτακίνητα στέκονται……
Λάθος, με διάκοψε, να πάς στό Υφυπουργείο της Τροχαίας, μου είπε και έτσι ασυγκατάδεκτα, μου γύρισε τα μούτρα.
Εις το εξαπενιδείν, του είπα και έφυγα χολιασμένη από τα νευρικά μου.
Την άλλη φορά, με πήρανε και πήγαμε λέει, γιά μπάνιο στή θάλασσα.
Καλέ τί’ ναι τούτο που γίνεται στίς παραλιακές ακτές ;
Μπέν – μίξ που λένε. Και πουλητάδες, άλλο τίποτες. Από παντού ακούς φημιστικές φωνές.
Παγωτό της ώρας ! Φυστίκια ! Σταφύλια Αυγουστιάτικα ! Λεμονάδες, που τίς λένε Γκαζόζες, πορτοκαλάδες, και το άλλο, το πώς να δείς το λένε ….. Ά, κόκες – κόλες, και ότι δέν πεθυμήσει η καρδιά σου. Κι η θάλασσα, άλλο πράγμα ! Άφριζε και ξάφριζε κι άστραφτε στόν ήλιο σαν διαμάντι. Κι εκεί που λέτε, να και μιά μάνα, που είχε χάσει το παιδί και γίνηκε μάλι – βράσε.
Να και δυό εκατά της πυροσβεστικής, κόσμος είχε συνεκεντρωθεί και τέλος το παιδί βρέθηκε, ζώον και ευλαβές.
Ά, με την ευκαιρία, να σας πώ και γιά μιά αδυναμία μου.
Λοιπόν από παιδί, εξ γενετικής που λένε, μ’ άρεσε το μαντολινάτο. Το πρωτόφαγα, όταν μου έφερε ο γείτονάς μου ο Μιστόκλης από την Κεφαλλονιά. Πολύ μ’ άρεσε τότε. Τώρα όμως, πού δόντια ! Κολλάει στήν δεντροστοιχία μου και βλέπω και παθαίνω.
Γι’ αυτό, σαν μού’ στείλαν απ’ τη Ζάκυνθος ένα κουτί μαντολινάτα, τά’ δωσα στό Ίδρυμα, έτσι γιά φιλανθρωπιστικούς σκοπούς.
Σήμερα τέλεψα κι όλες μου τίς εγκρεμότητες.
Πέρασα κι απ’ τον Άγριο Πάγο, γιά την υπόθεσις του Νώντα, που εγκρεμεί τώρα και τρείς μήνους. Πέρασα κι απ’ το Αφετείο, γιά να πάρω το χαρτί που χασομεράει ένα χρόνο.
Είμαι άβγαλτη βλέπετε, να πααίνω σε τέτοιες μεγάλες πόρτες.
Αγκάνθες και τριβόλια, που λέν κι οι γραμματιζούμενοι, είναι η ζωή. Κλεψές, διαρηξίες, αισχροκερδίες και πάει λέοντας.
Τ’ ακούσατε ποτές ετούτο δώ, να σε κλέψουν μέρα – μεσημέρι και πού ; Σε μιά ακηδία. Μάλιστα. Κηδεύανε τη γειτόνισά μου τη Λεμονιά, και πήγα, γιατί είμαι και άνθρωπος του κόσμου που λένε. Και κεί που καθόμανε και άκουγα τον παπά να ψέλνει το κατευόδιο, έρχεται ένας πίσω μου, ακροποδητί, και φράπ, μου αρπάζει την τσάντα μου.
Μπήζω τίς φωνές, ακούσανε οι γύρω τίς αλλοπάλληλες κραυγές μου, γιατί ο ρημαδιασμένος μου ξεροστραμπούλιξε το χέρι, του ρίχτηκαν, που βρέθηκε ο καλός σου, μεταξύ σφύρας και αλιάκμωνος που λένε.
Αφήκε την τσάντα μου και όπου φύγει – φύγε.
Τα ακροαστικά όργανα, τον κυνήγησαν με τους ασυρμάτους και τ’ αυτοκίνητα και τον έπιασαν.
Ήταν ένας αλληλοεθνής διαρρήχτης.
Είδατε τι παθαίνει όποιος πηγαίνει σε ξόδια ;
Πάντως εγώ, το πιστεύω ακραδάνδος, πως το ακρογωνιαίον αγα-θόν στήν κενωνία, είναι να είσαι καλός, σχετικός με όλους και ακακοποιός. Ο δρόμος της ζωής, είναι αγκάνθινος. Όλοι θα περά-σουμε απ’ αυτόν, αλληλοδιαδοχικώς.
Αν είσαι όμως γνησίκακος, πάει χειρότερα.
Εγώ, είμαι μιά αλφάβητη γυναίκα. Όμως αυτά που σας λέω, τα έχω ακούσει από το γυιόκα μου τον Αθανάση, που είναι ακριαίος ποδοσφαιριστής και ακοντιοβόλος. Αλλά προπάντων, είναι ακακοποιός. Άλλο πράγμα κι άλλο θάμα, που λέν κι οι γραμματιζούμενοι.
Καλέ τι γίνεται με τίς δουλιές ;
Λόγου της τεκνολογίας, πολλά επαγγέλματα, κατάντησαν πολύ ραψοκίνδυνα.
Την περασμένη Δευτέρα, ένας υφαντουργός εργάτης, με οικογένεια πενταμελές, έκοψε το δάκτυλό του και του έβαλαν βόμβα ιουδίου. Είναι που λένε, το πεπρωμένο φαγείν αδύνατον. Άχ, μηχανές ! Όπως πάμε καλέ, το μυαλό δέν θα δουλεύει πιά, καταντίπ.
Θα στείλω κι εγώ έναν εντάφθαν στό Υπουργείο και θα τους παρρησιάσω την κατάστασις, που είναι πολύ λίαν φρικώδες.
Δέν υποφέρεται πιά !
Άχ, ας ήτανε να μου πίπτε ένα λαχείο και σας έλεγα εγώ.
Θα γινόμουν εκατορομυριούρχος, από την σήμερα, μέχρι την αύριον.
Χθές, ήρθε και ο διαδρομεύς και μου έφερε μία υποταγή 1.500 Ευρώ. Αποστροφή φόρου, μου είπε.
Κάτι είναι κι αυτό. Έβαλα μιά ενυπογραφή κι επήρα τα λεπτουδάκια και γραμμή στό μανάβη τον κυρ Θόδωρο, γιά να εξοπλίσω το χρέος μου. Δέν θέλω πουδενή λόγου, ν’ αχρωστάω σε αχρειοφελέτες.
Αλλά μου φαίνεστε, θα σταματήσω εδαπά, γιά να μη με πείτε στό τέλος και πολυλογού.
Άντε γειά σας και μετά χαρά σας.
ΔΗΜΗΤΡΑΙΝΑ
Υ. Γ. Να με συμπαθάτε μαθές, γιατί από τότενες που πάαινα στήν εσχάτη τάξη του Γυμνασίου, η πέννα μου, δέν ήταν δυνατόν να εκφράσει τίς σκέψεις μου, με τα πλέον ψωφηρά χρώματα.
Και πάλι σας ασπάζομαι, μετά μεγίστης παρεκλήσεως.
Αυτουσία
Έπειτα από πολύ καιρό και μεγάλο αγώνα, από της επιδιώξεώς μου και της επιθυμίας μου, κατόρθωσα να σας γράψω τα επακόλουθα απομνημονέματά μου.
Επί τη επευκαιρία των εορτών σας εύχομαι κιόλας, μυρίας ευ-χάς και μακροημερεύσεις.
Λοιπόν, πολύ βροχοτώδης ο καιρός. Το νερό από τη χτεσινή νεροπομπή, έτρεχε γκρουνιδόν και βροντιδόν στίς οδούς και στίς ερήμους της πόλεως.
Ένας υπεραστικός, έπεσε γλιστριδόν επί το πεζοδρόμιον και έσπασε το κεφάλι του. Έπαθε όπως διαγνωρίσανε οι γιατροί, καλπάζουσα διάσεισις και εν καφασία σχεδόν, τον πήγαν στό νοσοκομείο των Α΄. ή των Β΄. βοηθειών ( δέν είμαι και πολύ σίγουρη γι’ αυτό ). Αμ’ πρέπει ν’ ακούς πρώτα το μετρολογικό δελτίο κι έπειτα να βγαίνεις στούς δρόμους. Αλλά βλέπετε, όλος ο κόσμος δέν κάνει ακρόαση, ούτε στήν τηλεόραση, ούτε στό ράδιο. Θέλουν κι αυτά το χρόνο τους, κι εγώ με τέτοια ακροαστικά, δέν είναι του γούστου μου.
Εκουσίως και αυτεξουσίως που λέτε, καταπιάστηκα με τα μετεωρολογικά. Λοιπόν του λέω τ’ ανηψιού μου :
Βρέ, στίς 22 του Σεπτέμβρη, είχαμε ή δεν είχαμε μεσημερία ;
Δέν ήξερε ντίπ !
Άκουσε παιδάκι μου, να ξέρεις. Το Μάρτη, έχουμετην αερινή μεσημερία και το Σεπτέμβρη, έχουμε τη χεινοπωρινή. Πρέπει να ξέρεις, όχι μόνο τους κουνιστούς που τραγουδάνε και όλους αυτούς τους αοιδείς. Ξέρεις αλόγου χάριν, πιό δέντρο, είν’ αυτό που λέγεται ανειθαλλές ; Τίποτα.
Δέν λέω να γίνει ακαδημαϊτικός, αλλά όχι και να μείνει ντουβάρι ! Θέλω να έχει γνώμη για όλα που γράφονται γύρω του και όχι να είναι αγνώμων !
Τί δηλαδή, να καταντήσει εχθοφόρος ή κανένας κατάστατος στή ζωή του ; Του τα λέω εγώ η καψερή, τ’ ακούει, μά ούτε που απιλογάται, ούτε που σχύνεται. Πολύ κατα-νόητο παιδί ! Μά, πάρα πολύ σας λέω.
Στίς 22 του Μάρτη όπως προαναφερθήκαμε, όλοι δά το ξέρετε, έχουμε την αερινή μεσημερία, που πά’ να πεί, μεσημβρία.
Ίσα μέρα, ίσα νύχτα, καθώς μας είπε και το μεθερολογικό δελτίο της αστρονομίας. Το λέει δά και το μοιρολόγιον.
Εγώ, που να σας τα λέω. Έχω ένα μοιρολόγιον αινιγματικό.
Κάθε μέρα κι αίνιγμα από πίσω. Κι ο εγγονός μου, πού’ ναι πο-λύ αινιγματίας, μου το ξεφύλλισε ως τον Αύγουστο μήνα. Το παλιόπαιδο ! Αυκαίρως εγκαίρως ξεκολλάει κι από ένα φύλλο. Αυτό είναι κατανόητο. Τί να του πείς !
Βρέ, αυτό είναι ακαταστασία, του φωνάζω.
Αυτός τίποτα. Δέν ακούει στάλα. Ακούσιος που λένε.
Έβγηκα να ψωνίσω τα της αναγκαίας μου χρείας.
Έ, το λοιπόν, αυτό λέγεται ακακοηθές αισχροκαρδία.
Μιά χούφτα λεφτά, γιά ένα κιλό ψωμί !
Εμείς δηλαδής, θα λύσουμε όλα τα αγκανθώδες προβλήματα της οικονομικής καταστασίας ;
Πήγα προψές να πάρω κόλλα, που κολλάνε, ντέ. Τη ζούλαγα, τη ζούλαγα, τίποτα. Είχε πάθει, λέει, ακολασία.
Την πλέρωσα όμως 30 δραχμές. Να’ σαι κύριε ακριβολόγος, αλ-λά να πουλάς και πράγματα της προκοπής. Πές μου το εξ’ αρχής.
Κυρία μου, κόλλα έχω, αλλά, θές από την ποιότη, θές από τον καιρό, δέν κωλύεται. Εγώ δέν σού’ δωσα γερά λεφτά ; Αν σού’ δινα τίποτις ακίβδηλα, δέν θα με πήγαινες φυλακή ; Όχι πές μου.
Σήμερα πήγα και στήν αρτοπλασία. Πήρα το ελεωφορείο, πλέρωσα αυτόματο σιτήριο και τότενες, έγινε το κακό. Λισθηρό ήταν το έδαφος, ανεπιδέξιος ο σωφέρ ; Δέν ξέρω.
Το ελεωφορείο ντεροπάρισε και κατατσακιστήκαμε άπαν άπαντες. Αυτά τα κακά έχει η αστία συγκενωνία, αλλά και η περαστική, χειρότερα.
Βρέθηκα που λέτε στό σοκομείο και είπα σε κάποιονε το διοποιήσει στό σπίτι μου, μ’ αυτός ο ειδοποιός, δέν έκανε υπολύτως τίποτα. Ευτυχώς που δέν έπαθα περιπλεμονία περιπλοκής. Ήρθαν το βράδυ και με πήραν. Κατεβήκαμε με το ανσασέρ, πήραμε ένα ταχί και φτάσαμε κατ’ οίκον. Κι είχε μιά πανσέλιδο ! Μά τί παν-σέλιδο ! Μούρλια.
Λοιπόν αυτόνε τον καιρό, μου έχει κοπεί ριζιδόν και η όρεξις.
Πάρε μου βλοημένε κανένα ρεκτικό, φωνάζω στόν ανεψιό μου.
Μπά ! Και δέν το ξέρει να πείς, ότι ο ορυκτός πλούτος, είναι επωφελές στήν υγεία !
Εγώ πάντως έφκιασα τους κεπτέδες μου και μετά ζύμωσα.
Ξέρετε, ζυμώνω, γιατί έχω αλεύρι κατευθείας από την αρτοεποποία. Φτιάχνω κι ένα κουλούρι ξεχωριστό του Νώντα μου.
Έ, τι να τον κάνω ; Ο πρώτος, σου λέει ο άλλος ! Πρωτοκόκια είν’ αυτά ! Όχι παίξε γέλασε ! Είναι το παλικάρι μου και πρωτότυπο ευγένειας.
Τι θέλεις Νώντα μου ; Πυλαμίδα ή κεπτεδάκια ;
Ότι προτιμείτε, μου λέει το χρυσό μου !
Ούτε ψεύτης, ούτε αποκριτής, ούτε ανθηρόστομος, σάν τα παιδιά της εληκίας του. Ούτε αντιλόγος. Σας είπα. Ένα κομάτι μάλαμα ο Νώντας μου.
Αυτός που λέτε, ο Νώντας μου καλέ, είναι πολύ αδαήμων παιδί. Και αδακρυσία με το τσουβάλι.
Βρέ, πρόσεχε. Μήν φορείς ανάποδα το σουρτούκο σου, είναι κακό.
Είσαι πολύ αδεισιδαίμων, Θείτσα, μου λέει το σκασμένο.
Προψές που φύσαγαν εκείνοι οι θρυελλώδεις ανέμοι, πήγαμε στό αεροδρόμιο. Τη στιγμής που ερχόταν ο αεροδρόμος, γιά να μπούμε στό αεροπλανοφόρο τράμ, τότενες θυμήθηκε ο Νώντας, πως δέν είχε πάρει το διάβροχό του. Ο αεροπλάνος να κάνει σήμα, κι εμείς…..Άστα. Στ’ απέραντα του κόσμου να πάμε, ίδιος θα μεί-νει. Ακάματος, αδικητικός και ζηλοτύπης. Και θέλει να γίνει και αγριονόμος. Καλά λέει και ο αείμνητος Αδαμάντιος Κοραής :
Με τους νέους, πρέπει να έχεις ιωνόβιο πομονή. Καλά δέ λέω ;
Αμ’ ο άλλος ; Ο εγγονός μου ! Τούτος μαθές, έχει χάλια αναδιόρθωτα. Όλα σήμερα, τα έκανε γής Μαριάμ που λένε, με τίς ατα-ξίες του. Αύτακτος κι αμελετηρός, που δέν λέγεται. Βαργομάω μαζί του και τό’ χω βάρος στή συνήθισή μου. Έχει και βιταμίνωση στά αβλέφαρα και είναι να τον κλαίς σπαραξικάρδια.
Χτές, του βάλαν διαγώνισμα γιά τον Αγαλαξία και δέν έγραψε τίποτες. Μ’ έπιασε τέτοιο αγανάχτιο, που τού’ δωσα παλαμίας τεσσαράκοντα. Άμ δέ ! Έρχονται ώρες που τον αγαπίζω τον κα-ψερό, μά πάλι τα ίδια. Το μόνο καλό, είναι, ότι είναι αγγλομαθέστατος, μπονζούρ, κ.λ.π. Είναι και πολύ γελαδοπρόσωπος. Τό’ χει κι αυτό το καλό. Όλο γελάει. Τί να του κάνω ;
Προψές μού’ πανε, ότι όταν ο καιρός θα γίνει αίθλιος, θα με πάνε με τον αέριο σιδερόδρομο, στό χιονοδρομικό κέντρο. Κι έχω μιά αδαιμονία, άλλο πράγμα ! Ησθάνομαι τέτοια αδαιμονία σας λέω, σά νάμανε μικρό παιδί. Αλλά φοβάμαι κι όλας.
Κάποιος που ανέβηκε, έπαθε, ακούτε καλέ, ακαρδιαίος θάνατος, κατά κυριολεξία. Θές γυρεύεις, λέω ! Κάτι με τα αιματιοφόρα μου αγγεία, που δεν κυκλοφοράνε καλά, κάτι με τα ακουστήρια όργανα που βαριακούω κι όλας ! Μπάς και πάθω καμιά ιλιγγίαση κείθε πάνω ; Και πώς κατεβαίνουν’ από κείθενες ;
Θεός φυλάξοι !!
Επήγα τίς άλλες στόν εφυπουργό, να του πώ μαθές, γιά την οδός που κάθομαι και που έχει χάλια αναδιόρθωτα.
Τί τον θέλεις ; Μέ ρώτηξε ο Τιμηματάρχης.
Θέλω να του μιλήσω ιδιοχείρως, κύριε. Του είπα.
Εδώ κυρά μου, είναι Τμήμα υπερτροφιών, μου είπε.
Εγώ δέν θέλω υπερτροφία, κύριε, του είπα. Γιά την οδός θέλω, που όλα τα εφτακίνητα στέκονται……
Λάθος, με διάκοψε, να πάς στό Υφυπουργείο της Τροχαίας, μου είπε και έτσι ασυγκατάδεκτα, μου γύρισε τα μούτρα.
Εις το εξαπενιδείν, του είπα και έφυγα χολιασμένη από τα νευρικά μου.
Την άλλη φορά, με πήρανε και πήγαμε λέει, γιά μπάνιο στή θάλασσα.
Καλέ τί’ ναι τούτο που γίνεται στίς παραλιακές ακτές ;
Μπέν – μίξ που λένε. Και πουλητάδες, άλλο τίποτες. Από παντού ακούς φημιστικές φωνές.
Παγωτό της ώρας ! Φυστίκια ! Σταφύλια Αυγουστιάτικα ! Λεμονάδες, που τίς λένε Γκαζόζες, πορτοκαλάδες, και το άλλο, το πώς να δείς το λένε ….. Ά, κόκες – κόλες, και ότι δέν πεθυμήσει η καρδιά σου. Κι η θάλασσα, άλλο πράγμα ! Άφριζε και ξάφριζε κι άστραφτε στόν ήλιο σαν διαμάντι. Κι εκεί που λέτε, να και μιά μάνα, που είχε χάσει το παιδί και γίνηκε μάλι – βράσε.
Να και δυό εκατά της πυροσβεστικής, κόσμος είχε συνεκεντρωθεί και τέλος το παιδί βρέθηκε, ζώον και ευλαβές.
Ά, με την ευκαιρία, να σας πώ και γιά μιά αδυναμία μου.
Λοιπόν από παιδί, εξ γενετικής που λένε, μ’ άρεσε το μαντολινάτο. Το πρωτόφαγα, όταν μου έφερε ο γείτονάς μου ο Μιστόκλης από την Κεφαλλονιά. Πολύ μ’ άρεσε τότε. Τώρα όμως, πού δόντια ! Κολλάει στήν δεντροστοιχία μου και βλέπω και παθαίνω.
Γι’ αυτό, σαν μού’ στείλαν απ’ τη Ζάκυνθος ένα κουτί μαντολινάτα, τά’ δωσα στό Ίδρυμα, έτσι γιά φιλανθρωπιστικούς σκοπούς.
Σήμερα τέλεψα κι όλες μου τίς εγκρεμότητες.
Πέρασα κι απ’ τον Άγριο Πάγο, γιά την υπόθεσις του Νώντα, που εγκρεμεί τώρα και τρείς μήνους. Πέρασα κι απ’ το Αφετείο, γιά να πάρω το χαρτί που χασομεράει ένα χρόνο.
Είμαι άβγαλτη βλέπετε, να πααίνω σε τέτοιες μεγάλες πόρτες.
Αγκάνθες και τριβόλια, που λέν κι οι γραμματιζούμενοι, είναι η ζωή. Κλεψές, διαρηξίες, αισχροκερδίες και πάει λέοντας.
Τ’ ακούσατε ποτές ετούτο δώ, να σε κλέψουν μέρα – μεσημέρι και πού ; Σε μιά ακηδία. Μάλιστα. Κηδεύανε τη γειτόνισά μου τη Λεμονιά, και πήγα, γιατί είμαι και άνθρωπος του κόσμου που λένε. Και κεί που καθόμανε και άκουγα τον παπά να ψέλνει το κατευόδιο, έρχεται ένας πίσω μου, ακροποδητί, και φράπ, μου αρπάζει την τσάντα μου.
Μπήζω τίς φωνές, ακούσανε οι γύρω τίς αλλοπάλληλες κραυγές μου, γιατί ο ρημαδιασμένος μου ξεροστραμπούλιξε το χέρι, του ρίχτηκαν, που βρέθηκε ο καλός σου, μεταξύ σφύρας και αλιάκμωνος που λένε.
Αφήκε την τσάντα μου και όπου φύγει – φύγε.
Τα ακροαστικά όργανα, τον κυνήγησαν με τους ασυρμάτους και τ’ αυτοκίνητα και τον έπιασαν.
Ήταν ένας αλληλοεθνής διαρρήχτης.
Είδατε τι παθαίνει όποιος πηγαίνει σε ξόδια ;
Πάντως εγώ, το πιστεύω ακραδάνδος, πως το ακρογωνιαίον αγα-θόν στήν κενωνία, είναι να είσαι καλός, σχετικός με όλους και ακακοποιός. Ο δρόμος της ζωής, είναι αγκάνθινος. Όλοι θα περά-σουμε απ’ αυτόν, αλληλοδιαδοχικώς.
Αν είσαι όμως γνησίκακος, πάει χειρότερα.
Εγώ, είμαι μιά αλφάβητη γυναίκα. Όμως αυτά που σας λέω, τα έχω ακούσει από το γυιόκα μου τον Αθανάση, που είναι ακριαίος ποδοσφαιριστής και ακοντιοβόλος. Αλλά προπάντων, είναι ακακοποιός. Άλλο πράγμα κι άλλο θάμα, που λέν κι οι γραμματιζούμενοι.
Καλέ τι γίνεται με τίς δουλιές ;
Λόγου της τεκνολογίας, πολλά επαγγέλματα, κατάντησαν πολύ ραψοκίνδυνα.
Την περασμένη Δευτέρα, ένας υφαντουργός εργάτης, με οικογένεια πενταμελές, έκοψε το δάκτυλό του και του έβαλαν βόμβα ιουδίου. Είναι που λένε, το πεπρωμένο φαγείν αδύνατον. Άχ, μηχανές ! Όπως πάμε καλέ, το μυαλό δέν θα δουλεύει πιά, καταντίπ.
Θα στείλω κι εγώ έναν εντάφθαν στό Υπουργείο και θα τους παρρησιάσω την κατάστασις, που είναι πολύ λίαν φρικώδες.
Δέν υποφέρεται πιά !
Άχ, ας ήτανε να μου πίπτε ένα λαχείο και σας έλεγα εγώ.
Θα γινόμουν εκατορομυριούρχος, από την σήμερα, μέχρι την αύριον.
Χθές, ήρθε και ο διαδρομεύς και μου έφερε μία υποταγή 1.500 Ευρώ. Αποστροφή φόρου, μου είπε.
Κάτι είναι κι αυτό. Έβαλα μιά ενυπογραφή κι επήρα τα λεπτουδάκια και γραμμή στό μανάβη τον κυρ Θόδωρο, γιά να εξοπλίσω το χρέος μου. Δέν θέλω πουδενή λόγου, ν’ αχρωστάω σε αχρειοφελέτες.
Αλλά μου φαίνεστε, θα σταματήσω εδαπά, γιά να μη με πείτε στό τέλος και πολυλογού.
Άντε γειά σας και μετά χαρά σας.
ΔΗΜΗΤΡΑΙΝΑ
Υ. Γ. Να με συμπαθάτε μαθές, γιατί από τότενες που πάαινα στήν εσχάτη τάξη του Γυμνασίου, η πέννα μου, δέν ήταν δυνατόν να εκφράσει τίς σκέψεις μου, με τα πλέον ψωφηρά χρώματα.
Και πάλι σας ασπάζομαι, μετά μεγίστης παρεκλήσεως.
Αυτουσία