από Ιωαννίδης Δημήτριος » Δευτ 23 Μαρ 2009, 18:00:42
Επ' ευκαιρία της Εθνικής μας Εορτής ( Επέτειος Επαναστάσεως του 1821 )
Μικρὸ ἀρχεῖο ἀγωνιστῶν τοῦ 1821 ( Από το Α έως και το ΝΟ )
________________________________________
Α: Ἀναγνωσταρᾶς, Ἀναγνωστόπουλος Παναγιώτης, Ἀναγνωστόπουλος Πάνος, Ἀποστόλης, Ἀνδροῦτσος
Β: Βέϊκος
Γ: Γερμανὸς Παλαιῶν Πατρῶν, Γκούρας, Γοβγίνας
Δ: Δεληγιάννης Α., Δεληγιάννης, Διάκος, Δυοβουνιώτης
Ε:
Ζ: Ζαΐμης
Η: Ἡσαΐας
Θ:
Ι:
Κ: Κανάρης, Καραϊσκάκης, Καρατάσος, Καψάλης, Κόδρινγκτον, Κολοκοτρώνης, Κόρακας, Κουντουριώτης, Κουντουριώτης Λ., Κουρμούλης Δ., Κουρμούλης Μ., Κουτσονίκας, Κόχραν, Κρεββατᾶς, Κριεζῆς, Κριεζώτης, Κριτοβουλίδης, Κωλέττης
Λ: Λασσάνης, Λάτρις, Λαχανᾶς, Λιδωρίκης, Λογοθέτης, Λογοθέτης Λ., Λόντος, Λουριώτης
Μ: Μαυρογένους, Μαγγίνας, Μακρυγιάννης, Μαμούρης, Μπότσαρης, Μπουμπουλίνα, Μιαούλης, Μαυροκορδᾶτος, Μαυρομιχάλη Οικογένεια, Πετρόμπεης, Κυριακούλης, Μεταξᾶς, Μπότασης, Μπάυρον, Μαυροβουνιώτης, Μελετόπουλος, Μέξης, Μήλιος, Μητροπέτροβας, Μίχος, Μπαϊρακτάρης, Μπενιζέλος, Μπενιζέλος Ρ., Μπουκουβάλα οικογένεια, Μποῦσγος
Ν: Νικηταρᾶς, Νεόφυτος, Νοταρᾶ οικογένεια, Νέγρης, Νεόφυτος Καρύστου, Νικόδημος
Ξ: Ξάνθος, Ξόδιλος
Ο: Ὀλύμπιος, Οἰκονόμου, Οἰκονόμος
Π: Παλαμήδης, Πανουργιᾶς, Πανουργιᾶς Π., Παπαδιαμαντόπουλος, Παπανικολὴς, Παπάς, Παπαφλέσσας, Περραιβός, Περρούκας, Πετιμεζαῖοι, Πετρουλάκης, Πλαπούτας, Πολυζωίδης, Πραΐδης
Ρ: Ροῦφος, Ραμπώ, Ράγκος
Σ: Σανταρόζα, Σαχίνης, Σέκερης, Σκουζές, Σπυρομήλιος, Στορνάρης, Στράτος, Στράτος Σ., Σισίνης
Τ: Τζαβέλας, Τομπάζης, Τομπάζης Ι., Τσακάλωφ, Τσαμαδός, Τσόκρης, Τσώρτς
Υ: Ὑψηλάντης Α., Ὑψηλάντης Δ.
Φ: Φαβιέρος, Φωτομαρᾶς, Φωτήλας
Χ: Χατζηπέτρου
Ψ:
Ω:
________________________________________
Ἀναγνωσταρᾶς (Ἄγριλος Ἀρκαδίας 1760 - Σφακτηρία 1825)
Φιλικὸς καὶ ἀγωνιστής. Ἀρχηγὸς κλεφτῶν στὰ 1785 στὴν ἐπαρχία Λεονταρίου καταφεύγει στὰ Ἑπτάνησα καὶ ὑπηρετεῖ μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ ταγματάρχη στὸ γαλλικὸ στρατό. Μαζὶ μὲ τὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τοὺς Κουμουνδουράκηδες ἀπελευθέρωσαν τὴν 23η Μαρτίου 1821 τὴν Καλαμάτα. Πῆρε μέρος στὴν πολιορκία τῆς Τρίπολης καὶ στὴ μάχη στὸ Βαλτέτσι. Στὸν ἐμφύλιο πῆρε τὸ μέρος τῶν Κουντουριώτηδων. Πέθανε στὴ Σφακτηρία (16 Ἀπριλίου 1825) στὴ μάχη ἐναντίον τῶν Αἰγυπτίων.
Ἀναγνωστόπουλος Παναγιώτης (Ἀνδρίτσαινα περ.1790 - Ἀθήνα 1854)
Τὸ 1816 μυήθηκε ἀπὸ τὸν Σκουφᾶ στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ τὸ 1818 συγκαταλέγεται στὰ σημαντικὰ στελέχη της. Τὸ 1819 ἀνέλαβε τὴ συγκέντρωση χρημάτων γιὰ τὸν ἀγώνα, στὸ Ἰάσιο καὶ τὸ Βουκουρέστι. Ἐφοδιασμένος μὲ συστατικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Πατριάρχη Γρηγόριου τοῦ Ε´ προσπάθησε νὰ ἐξομαλύνει τὶς προσωπικὲς ἀντεγκλήσεις καὶ δυσχέρειες στὶς Παραδουνάβιες ἡγεμονίες. Συνεργάστηκε μὲ τὸν Δημήτριο Ὑψηλάντη καὶ μαζὶ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα μὲ πλαστὰ διαβατήρια. Πολέμησε στὴν Τριπολιτσά, τὸ Ναύπλιο, τὴν Ἀκροκόρινθο καὶ τὴ Στερεὰ σὲ συνεργασία μὲ τὸν Ὑψηλάντη καὶ τὸν Νικηταρά. Στὴν Γ´ Ἐθνοσυνέλευση ἀντιτάχθηκε στὸ ψήφισμα γιὰ ἀγγλικὴ προστασία. Ἀνέλαβε διοικητικὲς θέσεις στὴν περίοδο τοῦ Καποδίστρια καὶ τοῦ Ὄθωνα. Πέθανε τὸ 1854 ἀπὸ τὴ χολέρα ποὺ εἶχε μεταδοθεῖ στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὰ ἀγγλογαλλικὰ στρατεύματα.
Ἀναγνωστόπουλος Πάνος ( ; - 1842)
Δημογέροντας ἀπὸ τὴ Νεμνίτσα τῆς Ἀρκαδίας. Βοήθησε τὸν ἐπίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο στὴ σύσταση τοῦ στρατοπέδου Βερβαίνων καὶ διακρίθηκε κυρίως στὰ Δερβενάκια. Ἀντίπαλος τοῦ Κολοκοτρώνη στὸν Ἐμφύλιο πόλεμο. Τιμήθηκε ἀπὸ τὴν κυβέρνηση μὲ τὸν βαθμὸ τοῦ ἀντιστράτηγου, ἐπειδὴ πρόδωσε τὸ σχέδιο γιὰ τὴν ἀπαγωγὴ τοῦ Κολοκοτρώνη ἀπὸ τὶς φυλακὲς τῆς Ὕδρας.
Ἀποστόλης Νικολῆς (Ψαρά, 1770 - Αἴγινα 1827)
Ναυμάχος ἀπὸ τὰ Ψαρά, ἀγωνίστηκε μὲ τὸν Λάμπρο Κατσώνη. Μυήθηκε τὸ 1818 στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία ἀπὸ τὸν Χρυσοσπάθη καὶ τὸ 1820 διορίσθηκε «ἔφορός» της στὰ Ψαρά. Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1821 εἴκοσι ψαριανὰ πλοῖα ἦταν ἕτοιμα γιὰ τὸν Ἀγώνα καὶ ὁ Ἀποστόλης ὡς διοικητὴς αὐτῆς τῆς ναυτικῆς μοίρας συνέβαλε ἀποφασιστικὰ τόσο στὸν ἀποκλεισμὸ τῶν Δαρδανελίων, ὅσο καὶ στὴν παρεμπόδιση τοῦ τουρκικοῦ στόλου γιὰ ἀποστολὴ δυνάμεων στὴν Πελοπόννησο. Τὸ 1824 μετὰ τὴν καταστροφὴ τῶν Ψαρῶν συνέχισε τὸν Ἀγώνα στὸ Αἰγαῖο. Βοήθησε, στὴ διάρκεια τοῦ ἀποκλεισμοῦ, τὸ Μεσολόγγι καὶ διέθεσε ὅλη του τὴν περιουσία γιὰ τὸν Ἀγώνα. Ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀνιδιοτελεῖς ἀγωνιστές.
Ἀνδροῦτσος Ὀδυσσέας (Ἰθάκη 1788 ἢ 1789 - Ἀθήνα 1825)
Ἡ θανάτωση τοῦ πατέρα του ἀπὸ τοὺς Τούρκους, γιὰ τὴ δράση του στὸ πλευρὸ τοῦ Κατσώνη, καθὼς καὶ ἡ παραμονή του στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, ἐπηρέασαν καθοριστικὰ τὸ χαρακτήρα του, ἔγινε καχύποπτος, εὐερέθιστος, σκληρός, ἀλλὰ ἀποφασιστικὸς καὶ μεγαλόψυχος. Ἀνέλαβε τὸ ἁρματολίκι τῆς Ρούμελης καὶ συνδέθηκε μὲ ὀνομαστοὺς κλεφταρματολούς. Μετὰ τὸν ἡρωικὸ θάνατο τοῦ Διάκου, ἀνέλαβε νὰ ἀναχαιτίσει τοὺς Τούρκους στὸ Χάνι τῆς Γραβιᾶς ὥστε νὰ μὴ φτάσει τουρκικὴ βοήθεια στὴν Τριπολιτσά. Γι᾿ αὐτὴ τὴ νίκη του ἀνακηρύχθηκε ἀρχιστράτηγος τῆς Ἀνατολικῆς Στερεᾶς. Ὅμως, ἔπεσε θύμα τῶν ἀντιπάλων του ποὺ τὸν κατηγόρησαν ὡς «ἀνάξιον της ἀρχηγίας», τὸν ὑποβίβασαν σὲ χιλίαρχο καὶ τέλος τὸν καθαίρεσαν. Γιὰ δεύτερη φορὰ κατηγορήθηκε ὡς ὕποπτος συνεννόησης μὲ τοὺς Τούρκους, ἐνῶ κατὰ τὸν Σπηλιάδη «ἡπάτα τοὺς Τούρκους». Παραδόθηκε στὸν παλιὸ συνεργάτη καὶ πρωτοπαλίκαρό του, Γιάννη Γκούρα, μὲ τὴν πίστη ὅτι δὲ θὰ τιμωρηθεῖ, φυλακίστηκε στὴν Ἀκρόπολη, ὅπου θανατώθηκε ἀφοῦ σκηνοθετήθηκε προσπάθεια ἀπόδρασής του.
Βέικος Λάμπρος (; - 1827)
Σουλιώτης ἀγωνιστής. Μετὰ τὴν πτώση καὶ τὸν θάνατο τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ ὁ Βέικος ἔλαβε μέρος στὸν ἀγώνα τῶν Ρουμελιωτῶν. Στὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου ὁ Βέικος καὶ ἄλλοι Ρουμελιῶτες μὲ 3000 ἄνδρες ἔφτασαν στὴ Βοστίτσα (Αἴγιο) γιὰ νὰ βοηθήσουν τὴν κυβέρνηση Κουντουριώτη. Ἐνίσχυσε τὴν ἄμυνα τοῦ Μεσολογγίου καὶ ἀρνήθηκε τὶς προτάσεις τοῦ Κιουταχῆ νὰ μεσολαβήσει γιὰ σύναψη συμφωνίας μὲ τοὺς πολιορκημένους. Μετὰ τὴν Ἔξοδο ἔλαβε μέρος σὲ ὅλες γενικῶς τὶς ἐπιχειρήσεις τῆς Ἀττικῆς καὶ σκοτώθηκε στὴ μάχη τοῦ Ἀναλάτου.
Γερμανὸς Παλαιῶν Πατρῶν (Δημητσάνα 1771 - Ναύπλιο 1826)
Ἱεράρχης, φιλικὸς καὶ ἐξέχουσα φυσιογνωμία τοῦ Ἀγώνα μὲ δράση κοινωνικὴ καὶ πνευματική. Φοίτησε ἀρχικὰ στὴν περίφημη Σχολὴ τῆς γενέτειράς του Δημητσάνας καὶ μετὰ στὸ Ἄργος καὶ τὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης. Στὴ μυστικὴ συνέλευση τῆς Βοστίτσας (26 ἕως 30 Ἰανουαρίου) τάχθηκε ὑπὲρ τῆς ἀναβολῆς τοῦ Ἀγώνα καὶ ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Παπαφλέσσα τοῦ ὁποίου τὸ πάθος καὶ τὸν ἐπαναστατικὸ ἐνθουσιασμὸ θεωροῦσε ἐπικίνδυνα. Στὶς 23 Μαρτίου στὴν πλατεία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Πάτρας εὐλόγησε τὴ σημαία καὶ τὰ ὄπλα τῶν ἀγωνιστῶν καὶ εἶχε ρόλο διαπραγματευτικὸ μεταξὺ Τούρκων καὶ Ἑλλήνων κατὰ τὴν παράδοση τῆς Τριπολιτσᾶς. Μὲ ἐντολὴ τῆς Α´ Ἐθνοσυνέλευσης ἀνέλαβε, χωρὶς ἐπιτυχία, διπλωματικὴ ἀποστολὴ στὴν Ἰταλία γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν οἰκονομικὴ βοήθεια τοῦ Πάπα πρὸς τὸ ἀγωνιζόμενο ἔθνος. Τὴν περίοδο τῶν ἐμφυλίων συγκρούσεων προσπάθησε νὰ συνδιαλλάξει τοὺς ἀντιπάλους καὶ εἶχε ἐνεργὴ συμμετοχὴ στὶς ἐργασίες τῆς Γ´ Ἐθνοσυνέλευσης (1826) ὡς «πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς τῆς Συνελεύσεως». Ἡ δράση του διακόπηκε ἀπὸ τὸ θάνατό του, στὶς 30 Μαΐου 1826, μετὰ ἀπὸ ὀλιγοήμερη ἀσθένεια. Τὰ Ἀπομνημονεύματά του θεωροῦνται μία ἀπὸ τὶς καλύτερες ἱστορικὲς πηγὲς γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση.
Γκούρας Ἰωάννης (Παρνασσίδα 1791 - Ἀθήνα 1826)
Ἀγωνιστὴς ποὺ διακρίθηκε γιὰ τὴ στρατηγικὴ ἱκανότητα καὶ τὴν ἀνδρεία του. Μὲ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης στρατολόγησε 700 περίπου ἄνδρες ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Παρνασσίδας καὶ στὶς 27 Μαρτίου κατέλαβαν τὰ Σάλωνα (Ἄμφισσα) μαζὶ μὲ τὸν Πανουργιὰ καὶ Γαλαξιδιῶτες ὁπλαρχηγούς. Στὶς 8 Μαΐου πολέμησε μὲ τὸν Ὀδ. Ἀνδροῦτσο στὸ Χάνι τῆς Γραβιᾶς· πῆρε μέρος τὸ Νοέμβριο τοῦ 1821 στὶς ἐργασίες τῆς συνέλευσης τῶν Σαλώνων, καρπὸς τῆς ὁποίας ἦταν ἡ «Νομικὴ Διάταξης τῆς Ἀνατολικῆς Χέρσου Ἑλλάδος» Τὴν περίοδο τοῦ ἐμφυλίου πολέμου τάχθηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ Κωλέττη καὶ τοῦ Κουντουριώτη καὶ στράφηκε ἐναντίον τῶν παλαιῶν συναγωνιστῶν του. Μὲ ἐντολὴ τῆς κυβέρνησης Κουντουριώτη ὡς ἀρχηγὸς «τῶν στρατοπέδων τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδος» συνέλαβε τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο καὶ πρωτοστάτησε στὰ γεγονότα ποὺ ὁδήγησαν στὴν ἐκτέλεσή του. Ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἄμυνα ὁλόκληρης τῆς Ἀττικῆς σκοτώθηκε τὸ 1826 κατὰ τὴν πολιορκία τῆς Ἀκρόπολης ἀπὸ τὸν Κιουταχῆ.
Γοβγίνας ή (Γοβιός) Ἀγγελῆς (Λίμνη Εὐβοίας 1780 - Βρυσάκια Εὐβοίας 1822)
Ὁπλαρχηγὸς τοῦ 1821, φίλος του Ὀδυσσέα Ἀνδρούτσου μὲ τὸν ὁποῖο συνδέθηκε στενὰ ὅταν ἦταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ. Μὲ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης ἀκολούθησε τὸν Ἀνδροῦτσο καὶ πολέμησε μαζί του στὸ Χάνι τῆς Γραβιᾶς (8 Μαΐου 1821). Ἔδρασε στὴν Εὔβοια ὡς ἀρχηγὸς τῶν ἐπαναστατικῶν σωμάτων τῆς περιοχῆς καὶ ἀντιμετώπισε στὰ Βρυσάκια τὸν Ὀμὲρ Βρυώνη (15 Ἰουνίου 1821) ἀναγκάζοντάς τον νὰ ἀποσυρθεῖ. Σκοτώθηκε σὲ ἐνέδρα τῶν Τούρκων στὶς 28 Μαρτίου τοῦ 1822 στὴν ἴδια περιοχὴ μὲ τὸν ἀδερφό του Ἀναγνώστη.
Δεληγιάννης Ἀναγνώστης (1771 - 1856)
Πολιτικός της Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ἀπὸ τὰ Λαγκάδια τῆς Γορτυνίας, πρῶτος ἀπὸ τοὺς ὀκτὼ γιοὺς τοῦ Ἰωάννη Δεληγιάννη, προκρίτου μὲ σημαντικὴ ἐπιρροὴ σὲ ὅλη τὴν Πελοπόννησο. Ὑπῆρξε μέλος τῆς Γερουσίας ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν «Πράξη τῶν Καλτετζῶν» καὶ ἀντέδρασε, μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους προκρίτους, στὸ σχέδιο τοῦ Δ.Ὑψηλάντη νὰ θέσει τὴν Ἐπανάσταση ὑπὸ ἑνιαία στρατιωτικὴ καὶ πολιτικὴ ἡγεσία, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε τὴν ἀρχὴ τῶν ἐμφυλίων συγκρούσεων. Κατὰ τὴν Α´ Ἐθνοσυνέλευση διορίστηκε μέλος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ Σώματος καὶ ἀργότερα ἐνεπλάκη στὶς ἐμφύλιες διαμάχες. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς κυβερνητικῆς παράταξης ὑπέστη διώξεις καὶ περιορίστηκε μὲ τοὺς ἀδελφούς του στὸ Ἄργος καὶ τὸ Ναύπλιο. Ἐπανῆλθε στὴν πολιτικὴ ζωὴ μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἐμφυλίου καὶ ἐκλέχτηκε μέλος τῆς «Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἑλλάδος» ἀπὸ τὴν Γ´ Ἐθνοσυνέλευση. Τὴν περίοδο τοῦ Καποδίστρια ἐντάχθηκε στὸ ἀντικαποδιστριακὸ στρατόπεδο καὶ τελείωσε τὴν πολιτική του ζωὴ ὡς μέλος τῆς Γερουσίας ποὺ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ψήφιση τοῦ Συντάγματος τοῦ 1844.
Δεληγιάννης Κανέλλος (Λαγκάδια Γορτυνίας 1780 - Ἀθήνα 1862)
Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, φιλικός, πολιτικὸς καὶ συγγραφέας «Ἀπομνημονευμάτων». Στὶς 23 Μαρτίου μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς του καὶ τοὺς Πλαπουταίους κήρυξε τὴν Ἐπανάσταση στὴ Γορτυνία καὶ πῆρε μέρος στὶς πολιορκίες τῆς Καρύταινας, τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ τῆς Πάτρας. Ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ πολεμικὴ δράση μετὰ τὴν ἥττα τῶν κυβερνητικῶν, μὲ τοὺς ὁποίους συμπαρατάχθηκε καὶ ἐπανῆλθε ὅταν ὁ Ἰμπραὴμ ἀπείλησε τὴν Πελοπόννησο. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἐντάχθηκε στὸ «γαλλικὸ κόμμα» καὶ ἀναμίχθηκε στὴν πολιτικὴ ζωή. Ἐκλέχθηκε πρῶτος πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Βουλῆς μετὰ τὴν ψήφιση τοῦ Συντάγματος τοῦ 1844. Τὰ «Ἀπομνημονεύματά» του, παρόλο τὸ πάθος καὶ τὴν ὑπερβολὴ ποὺ τὰ διακρίνουν, εἶναι χρήσιμη πηγὴ γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀγώνα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης.
Διάκος Ἀθανάσιος (Μουσουνίτσα Παρνασσίδας 1786 - Λαμία 1821)
Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821. Ἡ ἡρωική του ἀντίσταση στὴν Ἀλαμάνα καὶ ὁ μαρτυρικός του θάνατος στὴ Λαμία ἔγιναν θρύλος στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ μας. Γιὸς τοῦ Νίκου Μασαβέτα, σὲ νεαρὴ ἡλικία μόνασε ὡς δόκιμος καὶ μετὰ διάκος στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου τῆς Ἀρτοτίνας. Μερικὰ χρόνια πρὶν τὴν Ἐπανάσταση ὑπηρέτησε στὸ σῶμα τῶν «Τσοχανταρέων» (σωματοφυλάκων) τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ. Μετὰ τὸ 1820 ἐκλέχθηκε ἀρχηγὸς στὸ ἁρματολίκι τῆς Ρούμελης, στὴ θέση τοῦ καταδιωκόμενου Ἀνδρούτσου, μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε στενὸ σύνδεσμο. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ μυεῖται στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Τὸ 1821 ὕψωσε τὴ σημαία τῆς Ἐπανάστασης στὴ Λιβαδειὰ (30 Μαρτίου -1 Ἀπριλίου) καὶ ἐκκένωσε μαζὶ μὲ τοὺς Δουβουνιώτη καὶ Πανουργιὰ τὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Στὴ γέφυρα τῆς Ἀλαμάνας στὶς 22 Ἀπριλίου 1821 προσπάθησε νὰ ἀνακόψει τὴν πορεία τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ τοῦ Κιοσὲ Μεχμὲτ πρὸς τὴν Πελοπόννησο. Τὸ βάρος τῆς σύγκρουσης ἔπεσε στὸν Ἀθανάσιο Διάκο ποὺ ἔλεγχε τὸ δρόμο ἀπὸ τὴ Δαμάστα. Μετὰ ἀπὸ πολύωρη μάχη, τραυματισμένος στὸ δεξὶ χέρι αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, μεταφέρθηκε στὴ Λαμία ὅπου θανατώθηκε μὲ ἀνασκολοπισμό. Ἡ θυσία του ἐνίσχυσε τὸ φρόνημα τῶν ἀγωνιζομένων καὶ ἡ δράση του ἐνέπνευσε πολλούς.
Δυοβουνιώτης Ἰωάννης (Δύο Βουνοῦ Οἴτης 1757 - Σάλωνα 1831)
Τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Ξήκης Ἰωάννης καὶ τὸ ἐπώνυμο Δυοβουνιώτης προέρχεται ἀπὸ τὸν τόπο καταγωγῆς του. Προεπαναστατικὰ ἦταν ἁρματολὸς στὴ Λοκρίδα καὶ τὸ 1820 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Μὲ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης ἀπελευθέρωσε τὴν Μπουδονίτσα (13 Ἀπριλίου 1821) καὶ συνεργάστηκε μὲ τὸ Διάκο σὲ κοινὲς στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις. Στὸ Δυοβουνιώτη ὀφείλεται τὸ σχέδιο ἄμυνας στὴ μάχη τῶν Βασιλικῶν (26 Αὐγούστου 1821) ποὺ ὁδήγησε σὲ λαμπρὴ νίκη τῶν Ἑλλήνων
Ζαΐμης Ἀνδρέας (Κερπινὴ Καλαβρύτων 1791 - Ἀθήνα 1840)
Πρόκριτος Καλαβρύτων, φιλικός, ὁπλαρχηγὸς καὶ πολιτικός. Γιὸς τοῦ Ἀσημάκη Ζαΐμη, ἴσως ὁ σημαντικότερος ἐκπρόσωπος τῆς ἐπιφανοῦς οἰκογένειάς του. Μυήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνδρέα Λόντο στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία τὸ 1819 καὶ συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὴν προετοιμασία τοῦ ἀγώνα. Μαζὶ μὲ τὸν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸ ὕψωσε τὴ σημαία τῆς Ἐπανάστασης στὴν Πάτρα καὶ πῆρε μέρος στὴν πολιορκία τοῦ κάστρου τῆς πόλης. Ἀνέπτυξε πολιτικὴ δράση ὡς μέλος τοῦ «Ἀχαϊκοῦ Διευθυντηρίου» καὶ συμμετεῖχε μὲ δικό του στρατιωτικὸ σῶμα στὴν ἀπόκρουση τοῦ Δράμαλη καὶ τὴ λύση τῆς πρώτης πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου (Δεκέμβριος 1822). Τὴν περίοδο τοῦ ἐμφυλίου, παρὰ τὴ διαλλακτική του στάση, ἀναγκάστηκε νὰ ἀποσυρθεῖ, προσωρινά, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν κυβερνητικῶν. Ἐπανέρχεται στὸ προσκήνιο τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων ὅταν ὁ Ἰμπραὴμ ἀπειλεῖ τὴν Πελοπόννησο. Ὑπῆρξε μέλος τῆς Α´ Ἐθνοσυνέλευσης, τοῦ «Ἐκτελεστικοῦ Σώματος», ἀλλὰ καὶ πρόεδρος τῆς «Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἑλλάδος». Στὰ χρόνια τοῦ Καποδίστρια συμμετεῖχε στὸ «Πανελλήνιο». Περάτωσε τὴν πολιτική του σταδιοδρομία στὴν περίοδο τοῦ Ὄθωνα ὡς ἀντιπρόεδρος τοῦ «Συμβουλίου Ἐπικρατείας» καὶ πρόεδρος τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου.
Ἡσαΐας (Δεσφίνα Παρνασσίδας 1778 - Χαλκομάτα Φθιώτιδας)
Φιλικὸς καὶ ἀγωνιστής, ἱεράρχης, ἐπίσκοπος Σαλώνων. Ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ καὶ κληρικὸ βίο καὶ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Σαλώνων ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Γρηγόριο Ε´ τὸ 1818 στὴν Κωνσταντινούπολη. Πιθανότατα τότε μυήθηκε καὶ στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία. Ἀπὸ τὴν ἐπισκοπική του ἕδρα ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἐπανάστασης στὴ Φωκίδα καὶ ἀναδείχτηκε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες τῆς ἐξέγερσης στὴν Ἀνατολικὴ Στερεά. Στὶς 27 Μαρτίου 1821 χοροστάτησε στὴν ἐπίσημη δοξολογία ποὺ ἔγινε στὸν Ὅσιο Λουκᾶ γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ Ἀγώνα. Ὅταν οἱ ὁπλαρχηγοὶ τῆς Στερεᾶς ἀποφάσισαν νὰ ἀνακόψουν τὰ στρατεύματα τοῦ Κιοσὲ Μεχμὲτ καὶ τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη στὴν πεδιάδα τοῦ Σπερχειοῦ (Ἀλαμάνα) πολέμησε ὡς ἁπλὸς στρατιώτης στὸ σῶμα τοῦ Πανουργιᾶ ποὺ ὀχυρώθηκε στὴ Χαλκομάτα. Στὴ μάχη ποὺ ἔγινε ὁ ἐπίσκοπος ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Τούρκων καὶ ἀποκεφαλίστηκε.
Κανάρης Κωνσταντῖνος (Ψαρᾶ περίπου 1790 - Ἀθήνα 1877)
Ἀγωνιστής, πολιτικός, ἀπὸ τὶς ἡρωικότερες μορφὲς τῆς Ἐπανάστασης. Ἡ καταγωγή του καὶ ὁ τόπος γέννησής του δὲν εἶναι ἀπόλυτα ἐξακριβωμένα ἀπὸ τοὺς ἱστορικούς, τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ οἰκογένειά του κατοικοῦσε στὰ Ψαρὰ γύρω στὰ 1770. Μὲ τὴν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης ἐγκατέλειψε τὰ ἐμπορικὰ πλοῖα, ἐντάχθηκε στὸ ψαριανὸ στόλο καὶ εἰδικεύτηκε στὰ πυρπολικά. Τὴ νύχτα τῆς 6ης πρὸς τὴν 7η Ἰουνίου 1822 ἔκανε τὸ πρῶτο του κατόρθωμα πυρπολώντας τὴν τουρκικὴ ναυαρχίδα στὴ Χίο. Ὁ Ἀγγλος ἱστορικός της Ἐπανάστασης Τόμας Γκόρντον γράφει ὅτι ἡ πράξη αὐτὴ ἦταν ἕνα «ἀπὸ τὰ πιὸ καταπληκτικὰ στρατιωτικὰ κατορθώματα ποὺ ἀναφέρει ἡ ἱστορία». Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1822, στὴν Τένεδο αὐτὴ τὴ φορά, πυρπόλησε ἕνα τεράστιο τουρκικὸ δίκροτο προκαλώντας τὸ θαυμασμὸ ὅλων. Ἀκολούθησαν κι ἄλλες ἡρωικὲς ἐπιχειρήσεις στὴ Σάμο καὶ τὴ Μυτιλήνη μὲ ἀποκορύφωμα τὴ δράση τοῦ Κανάρη κατὰ τοῦ αἰγυπτιακοῦ στόλου στὸ λιμάνι τῆς Ἀλεξάνδρειας. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ὁ Καποδίστριας τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἀρχηγία τοῦ στολίσκου τῶν πυρπολικῶν τιμώντας τὴ δράση καὶ τὸν ἡρωισμό του. Μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ κυβερνήτη ὁ Κανάρης ἀποσύρθηκε στὴ Σύρο καὶ ἐπανῆλθε στὸ δημόσιο βίο τὴν περίοδο τοῦ Ὄθωνα μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ ναυάρχου ποὺ τοῦ ἀπένειμε ὁ βασιλιάς. Μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ἀνέλαβε δυὸ φορὲς τὸ Ὑπουργεῖο Ναυτικῶν καὶ στὴν Ἐθνοσυνέλευση ποὺ ψήφισε τὸ Σύνταγμα τοῦ 1864 ὑπῆρξε ἡγέτης τῶν «Ὀρεινῶν». Ἔγινε τρεῖς φορὲς πρωθυπουργὸς σὲ κρίσιμες γιὰ τὴ χώρα στιγμὲς καὶ πέθανε ὡς πρωθυπουργὸς στὶς 2 Σεπτεμβρίου τοῦ 1877.
Καραϊσκάκης Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1780 - Φάληρο Ἀττικῆς 1827)
Σπουδαῖος στρατιωτικός, ἡγέτης τῆς Ἐπανάστασης. Γεννήθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ χωριὸ Μαυρομάτι (κατ᾿ ἄλλους στὸ Μουζάκι) Καρδίτσας καὶ ἦταν γιὸς τῆς καλόγριας Ζωῆς Ντιμισκῆ καὶ τοῦ ἁρματολοῦ Δημήτρη Καραΐσκου. Σὲ ἡλικία δεκαπέντε χρονῶν ἀκολούθησε τὸν δρόμο τῆς κλεφτουριᾶς καὶ ἀργότερα ὑπηρέτησε στὰ στρατιωτικὰ σώματα τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, ὁ ὁποῖος ἀναγνώρισε τὶς ἐξαιρετικές του στρατιωτικές του ἱκανότητες. Μὲ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1821 πῆρε μέρος στὴ σύσκεψη τῆς Λευκάδας μαζὶ μὲ ἄλλους ὁπλαρχηγοὺς ποὺ ἤθελαν νὰ προετοιμάσουν τὴν ἐξέγερση στὴ Στερεὰ Ἑλλάδα καὶ ὕψωσε τὴ σημαία τῆς Ἐπανάστασης στὰ χωριὰ τῶν Τζουμέρκων. Ἂν καὶ συγκρούστηκε μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Μαυροκορδάτο γιὰ τὴν ἡγεσία τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων στὴ Στερεά, συνεργάστηκε μαζί του κατὰ τὴν πρώτη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου, ὁπότε ὁ Καραϊσκάκης ἔστειλε τμῆμα τοῦ στρατιωτικοῦ του σώματος γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὴν ἄμυνα τῆς πόλης. Στὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν Μαυροκορδάτο γιὰ συνεργασία μὲ τοὺς Τούρκους καὶ ἀποσύρθηκε προσωρινὰ ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ δράση. Τὸ Μάιο τοῦ 1825 ἐπανῆλθε καὶ συνέδραμε τοὺς Μεσολογγίτες κατὰ τὴ δεύτερη πολιορκία τῆς πόλης παρενοχλώντας τοὺς Τούρκους στὴν περιοχή. Τὸ 1826 διορίστηκε ἀρχιστράτηγος τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας καὶ ὀργάνωσε τὸ «Στρατόπεδο τῆς Ἐλευσίνας» μὲ στόχο νὰ ἀνακουφίσει τὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὴν πολιορκία τῶν Τούρκων. Δεύτερος στόχος τοῦ Καραϊσκάκη ἦταν νὰ ἀναζωπυρώσει τὴν ἐπανάσταση στὴ Ρούμελη καὶ στὶς συγκρούσεις ποὺ ἀκολούθησαν νίκησε πολλὲς φορὲς τοὺς Τούρκους στὴ Δόμβραινα, τὸ Δίστομο καὶ τὴν Ἀράχωβα. Τὸ 1827 ἔσπευσε στὴν Ἐλευσίνα γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν πολιορκούμενη Ἀθήνα. Διαφώνησε ὅμως μὲ τοὺς Κόχραν καὶ Τσωρτς γιὰ τὴν τακτικὴ ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσαν κατὰ τῶν Τούρκων. Τραυματίστηκε σὲ ἁψιμαχία στὸ Νέο Φάληρο καὶ πέθανε στὶς 23 Ἀπριλίου 1827, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς του.
Καρατάσος Τσάμης (Διχαλεύρι Νάουσας 1798 - Βελιγράδι 1861)
Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, γιὸς τοῦ Ἀναστάσιου Καρατάσου, ἁρματολοῦ τῆς Μακεδονίας. Τὴν περίοδο τῆς Ἐπανάστασης ἔδρασε στὶς Βόρειες Σποράδες καὶ τὴν Εὔβοια. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1828 ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑλληνικῆς κυριαρχίας στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα. Φανατικὸς ἀντικαποδιστριακὸς πρωτοστάτησε σὲ ἀποτυχημένες ἐξεγέρσεις κατὰ τοῦ κυβερνήτη καὶ μὲ τὴν ἐγκαθίδρυση τῆς βασιλείας ἔγινε ὑπασπιστὴς τοῦ Ὄθωνα. Συμμετεῖχε ἐνεργὰ ὡς «ἀρχιστράτηγος τῆς Μακεδονίας» στὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τῆς Χαλκιδικῆς τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1854.
Καψάλης Χρῆστος (Μεσολόγγι 1751 - 1826)
Πρόκριτος τοῦ Μεσολογγίου ποὺ τὸ βράδυ τῆς ἡρωικῆς «Ἐξόδου» ἀνατίναξε τὴν πυριτιδαποθήκη στὴν ὁποία εἶχαν καταφύγει ἄρρωστοι καὶ γυναικόπαιδα. Ἡ θυσία τοῦ Μεσολογγίου εὐαισθητοποίησε τὴν Εὐρώπη καὶ ἐνίσχυσε τὸ φιλελληνικὸ ρεῦμα.
Κόδρινγκτον σὲρ Ἔντουαρτ (1770 - 1851)
Ἄγγλος ναύαρχος, ἀρχηγὸς τοῦ συμμαχικοῦ στόλου ποὺ νίκησε τὸν τουρκοαιγυπτιακὸ στὴ Ναυμαχία τοῦ Ναβαρίνου (1827). Ὁ Κόδρινγκτον κατατάχτηκε νεότατος (13 ἐτῶν) στὸ πολεμικὸ ναυτικὸ τῆς χώρας του, πῆρε μέρος στοὺς Ναπολεόντειους πολέμους καὶ στὶς ἐπιχειρήσεις κατὰ τῶν ΗΠΑ (1812 - 15). Μετὰ τὴν ἀπόφαση τῆς Ἀγγλίας, τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Ρωσίας (1827) γιὰ ἄμεση διακοπὴ τῶν ἐχθροπραξιῶν ἀνάμεσα στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, ἀνέλαβε τὴν ἀρχηγία τοῦ συμμαχικοῦ στόλου, κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Πελοπόννησο καὶ διεξήγαγε σειρὰ διαπραγματεύσεων μὲ τὸν Ἰμπραὴμ πασᾶ, τοῦ ὁποίου οἱ παρασπονδίες, καθὼς καὶ ἀπρόβλεπτα γεγονότα ὁδήγησαν στὴ ναυμαχία τοῦ Ναβαρίνου (8 Ὀκτωβρίου 1827). Ἡ καταστροφὴ τοῦ Τουρκοαιγυπτιακοῦ στόλου συνέβαλε στὴν αἴσια ἔκβαση τοῦ ἀγώνα τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Κόδρινγκτον κατηγορήθηκε ὅτι ὑπερέβη τὶς διαταγὲς τοῦ ἀγγλικοῦ ναυαρχείου, κατόρθωσε ὅμως νὰ δικαιολογήσει τὴν πρωτοβουλία του. Τὸ 1828 ἔπλευσε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ πέτυχε τὴν ὑπογραφὴ συμφωνίας γιὰ ὁριστικὴ ἀποχώρηση τῶν Αἰγυπτίων ἀπὸ τὰ πελοποννησιακὰ ἐδάφη.
Κολοκοτρώνης Θεόδωρος (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 - Ἀθήνα 1843)
Ἡ σημαντικότερη ἡγετικὴ φυσιογνωμία τῆς Ἐπανάστασης. Τὸ ὄνομα τοῦ Κολοκοτρώνη συνδέθηκε μὲ τὶς σημαντικότερες φάσεις τοῦ Ἀγώνα στὴν Πελοπόννησο. Ὁ πατέρας του Κωνσταντῆς Κολοκοτρώνης πῆρε μέρος στὴν ἔνοπλη ἐξέγερση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ ὑποκινήθηκε ἀπὸ τὴν Αἰκατερίνη Β´ τῆς Ρωσίας τὸ 1770, καὶ σκοτώθηκε σὲ συγκρούσεις μαζὶ μὲ δυὸ ἀδελφούς του. Τὰ γεγονότα αὐτὰ ὑπῆρξαν καθοριστικὰ γιὰ τὴ διαμόρφωση τοῦ χαρακτήρα τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ἄρχισε τὴ δράση του τὸ 1805, ὅταν πῆρε μέρος στὶς ναυτικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ ρωσικοῦ στόλου τὴν περίοδο τοῦ ρωσοτουρκικοῦ πολέμου. Ἀργότερα ὑπηρέτησε στὸ ἑλληνικὸ στρατιωτικὸ σῶμα ποὺ ὀργάνωσαν οἱ Ἄγγλοι καὶ τιμήθηκε μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ ταγματάρχη γιὰ τὴ δράση του ἐναντίον τῶν Γάλλων. Τὸ 1818 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ ἄρχισε μὲ πάθος νὰ προετοιμάζει τὸν Ἀγώνα στὴν Πελοπόννησο. Μὲ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης ἀναδείχτηκε ἡ στρατιωτικὴ ἰδιοφυία τοῦ Κολοκοτρώνη. Ἡ παράδοση τῆς Καλαμάτας (23 Μαρτίου 1821), ἡ ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς (23 Σεπτεμβρίου 1821), οἱ νίκες στὸ Βαλτέτσι, τὰ Βέρβενα καὶ τὰ Δολιανὰ ἑδραίωσαν τὸ κύρος του ὡς στρατιωτικοῦ ἡγέτη, παράλληλα ὅμως προκάλεσαν καὶ τὶς πρῶτες ἀντιδράσεις μερίδας τῶν τοπικῶν ἀρχόντων. Ἡ ἀντίδραση αὐτὴ κορυφώθηκε μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Δ. Ὑψηλάντη ποὺ ἐπεδίωξε νὰ ὀργανώσει πολιτικὰ τὴν Ἐπανάσταση, καὶ πῆρε τὴ μορφὴ ἀνοικτῆς ρήξης μεταξὺ στρατιωτικῶν καὶ προκρίτων. Ὁ Κολοκοτρώνης προσπάθησε νὰ συνδιαλλάξει τὶς ἀντιμαχόμενες μερίδες καὶ νὰ ἀποτρέψει τὴν κατάρρευση τῆς νεαρῆς Ἐπανάστασης. Στὶς 26 Ἰουλίου 1822 ἡ ἱστορικὴ νίκη του στὰ Δερβενάκια ὁδήγησε στὸν ἀποδεκατισμὸ τῆς στρατιᾶς τοῦ Δράμαλη, διέσωσε τὸν Ἀγώνα στὴν Πελοπόννησο καὶ ἐπικύρωσε, γιὰ μία ἀκόμα φορά, τὶς ἐξαιρετικὲς στρατιωτικὲς ἱκανότητες τοῦ «Γέρου» τοῦ Μοριᾶ. Οἱ ἐπιτυχίες αὐτὲς δὲν ἀπέτρεψαν τὴ συνεχιζόμενη καὶ κλιμακούμενη ἀντιπαράθεση μεταξὺ στρατιωτικῶν καὶ κυβερνητικῶν, τῆς ὁποίας θύμα ὑπῆρξε καὶ ὁ Κολοκοτρώνης. Στὶς ἔνοπλες συγκρούσεις ὁ γιός του Πάνος καὶ ὁ ἴδιος συνελήφθησαν καὶ κρατήθηκαν στὸ Ναύπλιο. Ὁ Κολοκοτρώνης ἀμνηστεύθηκε ἀπὸ τὴν κυβέρνηση τὴν περίοδο ποὺ ὁ Ἰμπραὴμ ἀποβιβάστηκε στὴν Πελοπόννησο καὶ μαζὶ μὲ τὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη προσπάθησε νὰ ἐμποδίσει τὴν ἀνακατάληψη τῆς Πελοποννήσου ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ νὰ ἐμψυχώσει τὸ δοκιμαζόμενο πληθυσμό. Ὡς τὸ τέλος τῆς Ἐπανάστασης ὁ Κολοκοτρώνης συνέχισε νὰ διαδραματίζει ἐνεργὸ ρόλο στὰ στρατιωτικὰ καὶ πολιτικὰ πράγματα τῆς ἐποχῆς. Ὑποστήριξε θερμὰ τὸν Καποδίστρια καὶ δέχτηκε μὲ ἐνθουσιασμὸ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ὄθωνα. Ἡ διαφωνία του μὲ τὰ μέτρα καὶ τὴν πολιτικὴ τῆς Ἀντιβασιλείας κατέληξε στὴ δίωξη καὶ τὴν πολύκροτη δίκη του μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἐσχάτης προδοσίας. Καταδικάστηκε σὲ θάνατο μαζὶ μὲ τὸ Δημ. Πλαποῦτα παρὰ τὶς διαφωνίες τῶν Τερτσέτη καὶ Πολυζωίδη. Μὲ τὴν ἐνηλικίωση τοῦ Ὄθωνα πῆρε χάρη, ὀνομάστηκε στρατηγὸς καὶ ἔλαβε τὸ ἀξίωμα τοῦ συμβούλου τῆς Ἐπικρατείας. Στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Κολοκοτρώνης ὑπαγόρευσε στὸν Γεώργιο Τερτσέτη τὰ «Ἀπομνημονεύματά» του ποὺ κυκλοφόρησαν τὸ 1851 μὲ τὸν τίτλο «Διήγησις συμβάντων τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς ἀπὸ τὰ 1770 ἕως τὰ 1836». Τὰ «Ἀπομνημονεύματα» τοῦ Κολοκοτρώνη ἀποτέλεσαν καὶ ἀποτελοῦν πολύτιμη πηγὴ γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση.
Κόρακας Μιχάλης (Πόμπιο Ἡρακλείου Κρήτης 1797 - 1882)
Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ὁπλαρχηγοὺς τῶν μετέπειτα κρητικῶν ἐπαναστάσεων. Μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ ἀγώνα στὴ Μεγαλόνησο (Μάϊος 1821) ἐντάχθηκε στὰ ἔνοπλα τμήματα τῆς Μεσσαρᾶς ὑπὸ τὸ Μιχάλη Κουρμούλη. Τὸ 1827 ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ Κιουταχῆ στὴν Ἀττική. Διορίστηκε ὑπασπιστὴς τοῦ Δημητρίου Καλλέργη καὶ ἀργότερα ἀναδείχτηκε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ἡγέτες τῆς Μεγάλης Κρητικῆς Ἐπανάστασης.
Κουντουριώτης Γεώργιος (Ὕδρα 1782 - 1858)
Ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους πολιτικοὺς ἄνδρες τῆς Ἐπανάστασης, πῆρε μέρος στὴ Β´ Ἐθνικὴ Συνέλευση τοῦ Ἄστρους καὶ τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1823 διορίστηκε πρόεδρος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ Σώματος. Στὴ θέση αὐτὴ παρέμεινε σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ Ἐμφυλίου πολέμου στὸν ὁποῖο ἡ ἀνάμειξή του ὑπῆρξε καθοριστικὴ καὶ ἡ σύγκρουσή του μὲ τὸν Κολοκοτρώνη ἐπέφερε βαρύτατο πλῆγμα στὸν Ἀγώνα. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1825 ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη τῶν ἐπιχειρήσεων ἐναντίον τοῦ Ἰμπραήμ, ἡ ἀπειρία του ὅμως εἶχε ὡς συνέπεια διαδοχικὲς ἀποτυχίες ποὺ ὁδήγησαν στὴν παραίτησή του. Ἀνῆκε στὴν ἀντικαποδιστριακὴ παράταξη. Τὸ 1837 διορίστηκε ἀπὸ τὸν Ὄθωνα ἀντιπρόεδρος τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας καὶ μετὰ τὸ 1843 πρόεδρος τῆς Γερουσίας. Τὸ 1848 σχημάτισε κυβέρνηση ἀνίκανη νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ προβλήματα καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν κυβέρνηση τοῦ Κωνσταντίνου Κανάρη. Ὡς τὸν θάνατό του ἦταν ἀφοσιωμένος στὸν Ὀθωνα.
Κουντουριώτης Λάζαρος (Ὕδρα 1769 - 1852)
Σημαντικὴ πολιτικὴ μορφὴ τοῦ ἀγώνα τοῦ 1821 καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς κυριότερους οἰκονομικοὺς ἐνισχυτές του, ἰδιαίτερα κατὰ τὴν πρώτη περίοδο. Ἀπὸ τὸν Ὄθωνα διορίστηκε γερουσιαστής.
Κουρμούλης Δημήτριος (Μεσσαρὰ Κρήτης 1765 - Ὕδρα 1824)
Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821. Πολέμησε στὴν ἐξέγερση τῆς Κρήτης τὸ 1824. Μετὰ τὴν καταστολή της πέρασε στὴν Κάσο καὶ μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ νησιοῦ διέφυγε στὴν Πελοπόννησο. Σύντομα πέρασε στὴν Ἀττικὴ καὶ ὑπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Γκούρα ἀγωνίστηκε ἐναντίον τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη. Ἀργότερα ἐντάχθηκε στὸ σῶμα τοῦ Δημητρίου Καλλέργη καὶ πῆρε μέρος σὲ πολλὲς συγκρούσεις. Σκοτώθηκε στὴ μάχη τοῦ Ἀναλάτου.
Κουρμούλης Μιχάλης (Μεσσαρὰ Κρήτης 1765 - Ὕδρα 1824)
Ὁπλαρχηγὸς τοῦ 1821. Στὴν προεπαναστατικὴ περίοδο ὡς μουσουλμάνος εἶχε ὑπηρετήσει στὸν τουρκικὸ στρατό. Διέθετε μεγάλη δύναμη στὴ Μεσσαρὰ καὶ ὡς «κρυπτοχριστιανός» ἐξυπηρετοῦσε τὰ συμφέροντα τῶν ὁμογενῶν του. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης πρωτοστάτησε στὸν ξεσηκωμὸ τῆς Κρήτης. Τὸ 1823 τοποθετήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐμμανουὴλ Τομπάζη ὑπαρχηγὸς τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ καὶ ἀντιστάθηκε στὶς ἐπιδρομὲς τοῦ Χουσεῒν Πασᾶ. Μετὰ τὴν ὑποταγὴ τῆς Κρήτης ἀκολούθησε τὸν Τομπάζη στὴν Ὕδρα.
Κουτσονίκας Λάμπρος (- Εὔβοια 1879)
Ἀγωνίστηκε ὡς μπουλουκτσὴς στὴν Ἐπανάσταση. Τὸ 1831 διορίστηκε ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο Καποδίστρια πεντακοσίαρχος καὶ ἀργότερα ὀνομάστηκε συνταγματάρχης τῆς φάλαγγας. Ἔγραψε τὸ δίτομο ἔργο «Γενική Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως».
Κόχραν Τόμας (1775 - 1860)
Ἄγγλος ναύαρχος. Τὸ 1793 κατατάχτηκε στὸ βρετανικὸ ναυτικό, ἀναδείχτηκε κυβερνήτης καταδρομικῶν πλοίων καὶ ἔδρασε μὲ ἐπιτυχία στοὺς Ναπολεόντειους Πολέμους. Τὸ 1806 ἐκλέχτηκε ἀντιπρόσωπος στὴ Βουλὴ τῶν Κοινοτήτων, ἀλλὰ λόγω τῆς ἀνάμειξής του σὲ χρηματιστηριακὴ ἀπάτη διαγράφτηκε ἀπὸ τὸ ναυτικὸ καὶ ἔχασε τὴ βουλευτική του ἰδιότητα. Τὸ 1818 ἀνέλαβε τὴ διοργάνωση καὶ τὴν ἀρχηγία τοῦ χιλιανοῦ ναυτικοῦ. Τὸ 1820 πέρασε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Περοῦ καὶ τὸ 1823 τέθηκε ἐπικεφαλῆς τοῦ στόλου στὴ Βραζιλία. Ἡ συμβολή του στοὺς ἀπελευθερωτικοὺς ἀγῶνες τῶν χωρῶν αὐτῶν ἑδραίωσε τὴ φήμη του ὡς ἱκανοῦ ναυάρχου. Τὸ 1825 ὑπέγραψε συμφωνητικὸ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐπιτροπὴ ποὺ τότε διαπραγματευόταν στὸ Λονδίνο τὴ σύναψη δανείου γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν ἀρχηγία τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου. Τὸ 1827 μὲ κυβερνητικὴ ἀπόφαση ὁρίστηκε «πρῶτος στόλαρχος πασῶν τῶν ἑλληνικῶν ναυτικῶν δυνάμεων» στὴ θέση τοῦ ναυάρχου Ἀνδρέα Μιαούλη. Ὡστόσο, ὁ Κόχραν στάθηκε ἀνίκανος νὰ ἐκτιμήσει τὴ σοβαρότητα τῆς ἑλληνικῆς κατάστασης. Ὁδήγησε στὴν καταστροφὴ τὶς ἑλληνικὲς δυνάμεις στὸν Ἀνάλατο, στὴν παράδοση τῶν πολιορκημένων στὴν Ἀκρόπολη καὶ στὴν καταστολὴ τῆς Ἐπανάστασης στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα. Τὸ ἴδιο ἀποτυχημένες ἦταν καὶ οἱ ναυτικές του ἐπιχειρήσεις.
Κρεββατᾶς Παναγιώτης (Μυστρᾶς 1785 - Σκάλα Λακωνίας 1822)
Πρόκριτος τοῦ Μυστρᾶ, φιλικὸς καὶ ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, μὲ σημαντικὴ συμμετοχὴ στὰ στρατιωτικὰ καὶ πολιτικὰ γεγονότα κατὰ τὰ δυὸ πρῶτα χρόνια του Ἀγώνα. Μυήθηκε τὸ 1819 στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία, πῆρε ἐνεργὸ μέρος στὸ ξεσηκωμὸ τῆς Πελοποννήσου, συμμετεῖχε στὴ Συνέλευση τῶν Καλτετζῶν καὶ ἦταν μέλος τῆς Πελοποννησιακῆς Γερουσίας. Μετὰ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Δράμαλη στὴν Κορινθία τάχτηκε στὸ πλευρὸ τοῦ Κολοκοτρώνη.
Κριεζῆς Ἀντώνιος (Τροιζήνα 1796 - Ἀθήνα 1865)
Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821 καὶ πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδας (1849 - 54). Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1821 πῆρε μέρος στὶς ναυτικὲς ἐπιχειρήσεις στὴ Σάμο καὶ στὴ ναυμαχία τῶν Σπετσῶν. Τὸ 1825 ἀκολούθησε τὸν Κανάρη στὸ λιμάνι τῆς Ἀλεξάνδρειας στὴν ἀπόπειρα πυρπόλησης τοῦ αἰγυπτιακοῦ στόλου καὶ βοήθησε στὸν Ἀγώνα τῆς Κρήτης. Τὸ 1826 ὁ Καποδίστριας τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἀρχηγία τῆς ναυτικῆς μοίρας καὶ τὸ 1829 συνετέλεσε στὴν παράδοση τῶν Τούρκων τῆς Βόνιτσας. Τὸ 1836 ἔγινε ὑπουργὸς τῶν Ναυτικῶν, θέση στὴν ὁποία παρέμεινε ὡς τὸ 1843. Τὸ 1849 διαδέχτηκε τὸν Κανάρη στὴν πρωθυπουργία.
Κριεζώτης Νικόλαος (Βίρα Καρυστίας 1785 - Σμύρνη 1853)
Ὁπλαρχηγὸς τοῦ 1821. Πῆρε τὸ βάπτισμα τοῦ πυρὸς στὰ Βρυσάκια, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὸν ἡρωισμό του καὶ λίγο ἀργότερα ὡς ὁπλαρχηγὸς ἀνέλαβε, μετὰ ἀπὸ ἀπαίτηση τῶν κατοίκων τῆς Καρυστίας, τὴν ἐκκαθάριση τῆς περιοχῆς ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Συνεργάστηκε μὲ τὸ Βάσο Μαυροβουνιώτη καὶ μαζὶ μὲ τὸν Μανιάτη Ἠλία Μαυρομιχάλη ἔδωσε ἡρωικὴ μάχη στὰ Στύρα. Ἀναγνωρισμένος ὡς ἀρχηγὸς ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς Εὔβοιας πῆρε, μετὰ τὴ νίκη του στὸ Κουντουρλομετόχι τῆς Χαλκίδας, καὶ ἐπίσημα τὸν τίτλο τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Καρυστίας. Κατὰ τὸν ἐμφύλιο ὁ Κριεζώτης τάχθηκε μὲ τὸ μέρος τῶν κυβερνητικῶν καὶ πῆρε μέρος στὶς ἐπιχειρήσεις ἐναντίον τῶν ἀντιπάλων του. Τὸ 1825 πολέμησε στὶς σημαντικότερες μάχες τῆς Ἀνατολικῆς Στερεᾶς ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Καραϊσκάκη. Στὰ τέλη τοῦ 1825 μαζὶ μὲ ἄλλους ὁπλαρχηγοὺς ὀργάνωσαν ἐκστρατεία στὸ Λίβανο γιὰ νὰ βοηθήσουν τὸν Ἐμίρη Μπεσίρ. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Γκούρα, ὕστερα ἀπὸ πρόταση τοῦ Καραϊσκάκη, ὁ Κριεζώτης ἀνέλαβε μαζὶ μὲ 300 ἄνδρες νὰ εἰσχωρήσει στὴν Ἀκρόπολη χωρὶς νὰ γίνει ἀντιληπτός. Ὁ Κριεζώτης πῆρε μέρος στὶς διαμάχες ποὺ ξέσπασαν μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Κυβερνήτη καὶ ἀκολούθησε τὸν Ἰωάννη Κωλέττη καὶ τοὺς Ρουμελιῶτες ὀπλαργηχούς. Πῆρε ἐνεργὸ μέρος στὴν Ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου τοῦ 1843. Τὸ 1844 ἐκλέχτηκε βουλευτὴς καὶ συνέχισε τὴν ἀντιδυναστικὴ πολιτική του.
Κριτοβουλίδης Καλλίνικος (Χανιὰ 1792 - Ἀθήνα 1868)
Φιλικὸς καὶ ἀγωνιστὴς στὴν Κρήτη κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, λόγιος καὶ ἀπομνημονευματογράφος. Τὸ 1819 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Πῆρε ἐνεργὸ μέρος στὴν ἐξέγερση τῆς Μεγαλονήσου καὶ ἀσχολήθηκε κυρίως μὲ διοικητικὰ θέματα. Μετὰ τὴν καταστολὴ τῆς Ἐπανάστασης κατέφυγε στὴν Πελοπόννησο. Συμμετεῖχε στὴν ἐπιχείρηση τῆς Γραμβούσας καὶ μετὰ τὴν ἐπιτυχῆ ἔκβασή της τοποθετήθηκε ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση μέλος τῆς τριμελοῦς διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς Κρήτης. Μετὰ τὸ 1830 ἐγκαταστάθηκε ὁριστικὰ στὸ ἐλεύθερο ἑλληνικὸ κράτος καὶ ἀνέλαβε ὑπηρεσία σὲ διάφορες θέσεις. Ἔγραψε καὶ δημοσίευσε τὰ «Ἀπομνημονεύματα τοῦ περὶ τῆς αὐτονομίας τῆς Ἑλλάδος πολέμου τῶν Κρητῶν».
Κωλέττης Ἰωάννης (Συρράκο Ἠπείρου 1773 - Ἀθήνα 1847)
Πολιτικὸς ἀρχηγὸς τοῦ «γαλλικοῦ» κόμματος. Πρωτοστάτησε στοὺς πολιτικοὺς ἀγῶνες ἰδιαίτερα κατὰ τὴν Ἐπανάσταση καὶ κατὰ τὴν Ὀθωνικὴ περίοδο διετέλεσε πρωθυπουργὸς (1844-47). Σπούδασε ἰατρικὴ στὴν Πίζα καὶ προσλήφθηκε ὡς γιατρὸς ἀπὸ τὸ γιὸ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ Μουχτάρ. Μυήθηκε τὸ 1819 στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία. Ὀργάνωσε τὸ 1821 ἐπανάσταση στὸ Συρράκο καὶ μετὰ τὴν ἀποτυχία της κατέφυγε στὴν Πελοπόννησο. Ἦταν ἀπὸ τὶς ἰσχυρότερες προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς του καὶ ἐπηρέασε τὶς πολιτικὲς ἐξελίξεις τῆς ἐπαναστατικῆς καὶ Ὀθωνικῆς περιόδου. Συνέβαλε στὴ συγκρότηση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους προσπαθώντας νὰ υἱοθετήσει ἕνα σύστημα διακυβέρνησης δυτικοῦ τύπου ταλαντευόμενος ὅμως συνεχῶς ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ἀνάμεσα στὴ γαλλικὴ ἐπίδραση καὶ τοὺς θεσμοὺς δυτικῆς προέλευσης καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη στὸ ντόπιο στρατιωτικὸ στοιχεῖο καὶ τὶς παραδοσιακὲς δομές. Θεωρεῖται ὁ πατέρας τῆς «Μεγάλης Ἰδέας».
Λασσάνης Γεώργιος (Κοζάνη 1793 - Ἀθήνα 1870)
Λόγιος, φιλικός, ἱερολοχίτης, ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, ἀπὸ τὰ ἐξέχοντα στελέχη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καὶ τοὺς πιστότερους συνεργάτες τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη. Σπούδασε στὴ Λειψία, ταξίδεψε στὴ Βουδαπέστη, στὴ Μολδαβία καὶ στὴ Μόσχα ὅπου μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ κατέληξε στὴν Ὀδησσὸ τὸ 1818, ὅπου ἀνέπτυξε πολύπλευρη πνευματικὴ καὶ πατριωτικὴ δραστηριότητα. Τὸ 1820 συνεργάστηκε στενὰ μὲ τὸν Ὑψηλάντη, ἔγινε σύμβουλος καὶ γραμματέας του. Ἀκολούθησε τὸν Ὑψηλάντη ὅταν πέρασε τὸν Προῦθο καὶ μετὰ τὴν ἐπίσημη κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης (24 Φεβρ. 1821) ὀνομάστηκε χιλίαρχος τοῦ ἑλληνικοῦ στρατεύματος. Πρωτοστάτησε στὴν ἵδρυση τοῦ Ἱεροῦ Λόχου. Μετὰ τὴ μάχη τοῦ Δραγατσανίου ὁ Λασσάνης κατέφυγε μὲ τοὺς ἀδελφοὺς Ὑψηλάντη στὴν Αὐστρία ὅπου φυλακίστηκε. Στάθηκε στὸ πλευρὸ τοῦ Ὑψηλάντη ὡς τὴν τελευταία στιγμή του. Ἦρθε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1828. Πολέμησε στὸ Σεβενίκο, στὸ Μαρτίνο, στὴ Θήβα καὶ στὴν Πέτρα Βοιωτίας. Ὑπηρέτησε ὡς γενικὸς ἐπιθεωρητὴς τοῦ στρατοῦ τῆς Ἀνατολ. Ἑλλάδας, διορίστηκε πρῶτος νομάρχης Ἀττικοβοιωτίας, διετέλεσε γραμματέας οἰκονομικῶν (1836-37). Πῆρε τὸ βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχη καὶ τὸ 1868 ὀνομάστηκε ὑποστράτηγος. Ἔγραψε δυὸ θεατρικὰ ἔργα, ἕνα δράμα μὲ τίτλο «ὁ ἀρνησίθρησκος τοῦ Μοριᾶ» καὶ ποιήματα πατριωτικοῦ περιεχομένου. Ἰδιαίτερη σημασία ἔχουν τὰ πολιτικὰ κείμενα καὶ τὰ ἱστορικὰ δοκίμιά του.
Λάτρις Ἰκέσιος (Σμύρνη 1799 - 1881)
Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, δημοσιογράφος καὶ λόγιος. Ἐγκατέλειψε τὶς σπουδές του στὴ Μασσαλία καὶ ἦρθε στὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ πάρει μέρος στὸν Ἀγώνα. Ὑπηρέτησε ὡς γραμματέας τοῦ ναυάρχου Ἀνδρέα Μιαούλη, συνόδευσε τὸν Τομπάζη στὴν Κρήτη καὶ τὸν Φαβιέρο στὴ Χίο. Ἐπὶ Καποδίστρια ὁρίστηκε κυβερνητικὸς ἐπίτροπος στὸ ἐπιτελεῖο τοῦ Γάλλου στρατηγοῦ Μαιζόν, ἀργότερα διοικητὴς Σίφνου, Μήλου, Θήρας καὶ διευθυντὴς τῆς νομαρχίας Λακωνίας.
Λαχανᾶς Κωνσταντῖνος (Σάμος 1789 - Χαλκίδα 1842)
Φιλικὸς καὶ ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, πρωτοστάτης στὴν ἐξέγερση τῆς Σάμου. Ἀπὸ νέος ἀσχολήθηκε μὲ τὴ ναυτιλία. Σὲ κάποιο ταξίδι του στὴ Μασσαλία κατατάχτηκε στὸ γαλλικὸ στρατό, πῆρε μέρος στὴν ἐκστρατεία τοῦ Ναπολέοντα στὴν Αἴγυπτο καὶ διακρίθηκε στὴ ναυμαχία τοῦ Ἀμπουκὶρ (1798). Ὅταν ἐπέστρεψε στὴ γενέτειρά του συγκρούσθηκε μὲ τὸ ἀριστοκρατικὸ κόμμα τῶν προκρίτων.
Λιδωρίκης
Ἐπώνυμο οἰκογενείας ἀπὸ τὴ Δωρίδα. Μέλη της ἀνέπτυξαν ἐθνικὴ δραστηριότητα στὰ προεπαναστατικὰ χρόνια, ἀγωνίστηκαν στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ ἀναδείχτηκαν στὴν πολιτικὴ καὶ στὰ γράμματα στὰ νεότερα χρόνια. Ὡς Γενάρχης της ἀναφέρεται ὁ κοτζαμπάσης τῆς περιφέρειας Λιδωρικίου Ἀναγνώστης Λιδωρίκης (1767 -1827). Ὁ γιός του Ἀναστάσιος Λιδωρίκης (1797 -1845) ἦταν ἀπὸ τοὺς ἀξιολογότερους ἀγωνιστὲς τῆς Κεντρικῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας, καὶ ἀντιπροσώπευε τὴ Δωρίδα στὶς ἐθνοσυνελεύσεις. Ὁ ἄλλος του γιὸς Παναγιώτης Λιδωρίκης (1800 -1860) ἔδρασε κυρίως ὡς γερουσιαστὴς κατὰ τὴ βασιλεία τοῦ Ὄθωνα.
Λογοθέτης Ἰωάννης (μέσα 18ου αἰώνα - 1826)
Φιλικός, ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους προκρίτους τῆς Βοιωτίας, ποὺ διαδραμάτισε ἐνεργὸ ρόλο στὰ πολιτικὰ πράγματα τῶν πρώτων χρόνων τῆς Ἐπανάστασης. Ἔμπορος μὲ εὐρύτατη δραστηριότητα σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὲς εὐρωπαϊκὲς χῶρες. Πῆρε τὸ ὀφίκιο τοῦ λογοθέτη καὶ τὸ κράτησε ὡς ἐπίθετο. Ὅλοι σχεδὸν οἱ περιηγητὲς τῆς προεπαναστατικῆς εἰκοσαετίας φιλοξενήθηκαν στὸ ἀρχοντικό του. Τὸ 1819 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Ἐργάστηκε γιὰ τὴ διάδοση τῆς ἐπαναστατικῆς ἰδέας στὴν περιοχή του καὶ διέθεσε σημαντικὰ ποσά. Τὸ 1821 ἐκλέχτηκε πληρεξούσιος Λειβαδιᾶς, ἀργότερα ὁρίστηκε μέλος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ. Τὸ 1824 χρημάτισε Ἔπαρχος τῆς Αἴγινας.
Λογοθέτης Λυκούργος (Καρλόβασι Σάμου 1772 - Ἀθήνα 1850)
Πολιτικὸς καὶ στρατιωτικὸς ἡγέτης τῆς Σάμου κατὰ τὴν Ἐπανάσταση, ἀπὸ τὶς σημαντικότερες μορφὲς τοῦ Ἀγώνα. Τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος Παπλωματάς. Ὑπηρέτησε στὴν αὐλὴ τοῦ ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Ἀλέξανδρου Σούτσου καὶ πῆρε τὸ ἀξίωμα τοῦ «λογοθέτη». Μυήθηκε τὸ 1820 στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ πῆρε τὸ ψευδώνυμο Λογοθέτης. Ἀναγνωρίστηκε ὡς ἀρχηγὸς τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγώνα τῆς Σάμου καὶ ὁδήγησε τὴν Ἐπανάσταση τοῦ νησιοῦ σὲ ἐπιτυχία. Δὲν εἶχε ὅμως τὴν ἴδια τύχη τὸ ἐγχείρημά του στὴ Χίο στὶς 10 Μαρτίου 1822. Κλήθηκε στὴν Πελοπόννησο γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ καὶ κρατήθηκε δέσμιος ὡς τὸ Δεκέμβριο. Ὁ Καποδίστριας ἀναγνώρισε τὸ Λογοθέτη ἀρχηγὸ τῆς Σάμου καὶ τὸν διόρισε μέλος τοῦ «Πανελληνίου». Ὅταν ἡ Σάμος τὸ 1832 ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς Ἑλλάδας ἔφυγε ἀπὸ τὸ νησὶ καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα.
Λόντος Ἀνδρέας (Βοστίτσα Αἰγίου 1786 - Ἀθήνα 1846)
Πρόκριτος, φιλικὸς καὶ πολιτικός. Τὸ 1818 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Πολέμησε στὴν Α´ πολιορκία τοῦ Μεσολογίου. Ἀναμίχθηκε ἐνεργῶς στὰ πολιτικὰ πράγματα σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ Ἀγώνα. Πρωτοστάτησε στὴν προετοιμασία τοῦ κινήματος τῆς 3ης Σεπτεμβρίου καὶ μετὰ τὴν ἐπιτυχία του ἀνέλαβε τὸ Ὑπουργεῖο Στρατιωτικῶν στὴν κυβέρνηση τοῦ Ἀνδρέα Μεταξᾶ.
Λουριώτης Ἀνδρέας (Γιάννενα 1789 - Ἀθήνα 1854)
Πολιτικός, στενὸς φίλος καὶ συνεργάτης τοῦ Ἀλέξανδρου Μαυροκορδάτου, κυρίως στὴ διαπραγμάτευση τῶν δυὸ ἐξωτερικῶν δανείων τοῦ 1824 καὶ τοῦ 1825.
Μαυρογένους Μαντώ (Τεργέστη 1796/7 - Πάρος 1840)
Καταγόταν ἀπὸ οἰκογένεια ποὺ εἶχε ἀναλάβει ὑψηλὰ ἀξιώματα στὴ Βλαχία καὶ στὴ συνέχεια ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία στὴ Βιέννη καὶ τὴν Τεργέστη. Ἡ Ἐπανάσταση τὴν βρῆκε στὴν Τῆνο ἀπ᾿ ὅπου πῆγε στὴ Μύκονο καὶ τέθηκε ἐπικεφαλῆς τῶν ἐπαναστατημένων συμπατριωτῶν της. Ξένοι ἱστορικοὶ καὶ περιηγητὲς ἐξαίρουν τὴ συμμετοχή της στὰ πεδία τῶν μαχῶν, κάτι ποὺ δὲν προκύπτει ἀπὸ ἑλληνικὲς πηγές. Μὲ ἐπιστολές της πρὸς τοὺς γυναικείους κυρίως φιλελληνικοὺς κύκλους τῆς Εὐρώπης συνέβαλε στὴν τόνωση τοῦ φιλελληνικοῦ ρεύματος. Ἐργάστηκε ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἠθικὴ ἐνίσχυση τῶν ἀγωνιστῶν καὶ διέθεσε ὁλόκληρη τὴν οἰκογενειακή της περιουσία γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ Ἀγώνα. Κατέληξε ἔτσι νὰ ζητάει ἀπὸ τὴν Ἐθνοσυνέλευση τοῦ 1827 κατοικία στὸ Ναύπλιο ποὺ τῆς τὴν παραχώρησε ὁ Ι. Καποδίστριας ὡς ἀναγνώριση τῆς προσφορᾶς της. Πέθανε ξεχασμένη καὶ πάμφτωχη στὴν Πάρο τὸ 1840 ἔχοντας ὑποβάλει λίγο πιὸ πρὶν ἐπιστολὴ στὸν Ὄθωνα μὲ τὴν ὁποία ζητοῦσε οἰκονομικὴ ἐνίσχυση γιὰ τὸ σύνολο τῆς προφορᾶς της στὸν Ἀγώνα.
Μαγγίνας Ἀναστάσιος (Τάτζης - Ἀστακὸς Ἀκαρνανίας 1792 -1880)
Κατὰ τὴν Ἐπανάσταση ἔδρασε κυρίως ὡς πολιτικὸ καὶ διοικητικὸ στέλεχος. Τὸ 1823 συστοιχήθηκε πολιτικὰ μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ἐπὶ Καποδίστρια διορίστηκε μέλος τοῦ Πανελληνίου καὶ ἀργότερα ἔγινε γερουσιαστής. Ἔγινε ὑπουργὸς Οἰκονομικῶν στὴν κυβέρνηση Δ. Βούλγαρη.
Μακρυγιάννης (Ἀβορίτι Δωρίδας 1797 - Ἀθήνα 1863)
Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, στρατιωτικὸς καὶ δραστήριο πολιτικὸ πρόσωπο μετὰ ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους, αὐτοδίδακτος συγγραφέας Ἀπομνημονευμάτων. Τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Ἰωάννης Τριανταφυλλοδημήτρης. Τὸ 1820 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ ἀπὸ τότε ἀφοσιώθηκε στὸν Ἀγώνα. Πῆρε μέρος σὲ πολλὲς μάχες. Κατὰ τοὺς ἐμφύλιους τάχθηκε στὸ πλευρὸ τῶν κυβερνητικῶν καὶ μετὰ εἰσέβαλε στὴν Πελοπόννησο καὶ ἔμεινε ἐκεῖ γιὰ νὰ ὀργανώσει τὴν ἄμυνα ἐναντίον τοῦ Ἰμπραήμ. Ὑπερασπίστηκε ἡρωικὰ τὴν Ἀκρόπολη, ὅπου τραυματίστηκε τρεῖς φορές. Ἡ ἐπαναστατική του δράση κλείνει μὲ τὴ συμμετοχή του στὶς ἐπιχειρήσεις τοῦ Πειραιᾶ τὸ 1827. Μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Καποδίστρια διορίστηκε «Γενικὸς ἀρχηγὸς Σπάρτης». Δυσανασχετώντας γιὰ τὴν ἀπραξία τῆς θέσης ἄρχισε νὰ γράφει τὰ «Ἀπομνημονεύματα» (1829). Χαιρέτησε μὲ θερμὰ λόγια τὴν ἄφιξη τοῦ Ὄθωνα, γρήγορα ὅμως ἀπογοητεύτηκε καὶ στράφηκε στὴν καλλιέργεια τῆς γῆς. Ὡς δημοτικὸς σύμβουλος ἔπεισε τὸ δημοτικὸ συμβούλιο τῆς Ἀθήνας τὸ 1837 νὰ ὑποβάλει στὸν Ὄθωνα ἀναφορὰ γιὰ τὴν παραχώρηση Συντάγματος. Ἡ πράξη του αὐτὴ ὁδήγησε στὴν παύση του, διάλυση τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου καὶ στὸν κατ᾿ οἶκον περιορισμὸ τοῦ ἴδιου. Ἀπ᾿ τὸ παλάτι θεωρήθηκε ὡς ὁ κύριος ὀργανωτὴς τῆς συνωμοτικῆς κίνησης ποὺ ὁδήγησε στὴν Ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Τὸ Μάρτιο τοῦ 1853 δικάστηκε ἀπὸ στρατοδικεῖο γιὰ ἔσχατη προδοσία καὶ καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Ἀποφυλακίστηκε ἀργότερα μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ Δημητρίου Καλλέργη. Μετὰ τὴν ἔξωση τοῦ Ὄθωνα τοῦ ξαναδόθηκε ὁ τίτλος τοῦ ἀντιστρατήγου (1862).
Μαμούρης Γιάννης (Δρεμίστα Παρνασσίδας 1797 - Ἀθήνα 1867)
Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821 καὶ στρατιωτικὸ στέλεχος τῆς καποδιστριακῆς καὶ ὀθωνικῆς περιόδου. Πῆρε μέρος σὲ πολλὲς μάχες τοῦ Ἀγώνα. Διακρίθηκε στὴν πολιορκία τῆς Ἀκρόπολης ἀπὸ τὸν Κιουταχῆ.
Μπότσαρης
Ἐπώνυμο μιᾶς ἀπὸ τὶς σημαντικότερες οἰκογένειες τοῦ Σουλίου ὅπου καὶ ἐγκαταστάθηκαν τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 17ου αἰώνα. Ὡς τόπος καταγωγῆς ἀναφέρεται τὸ χωριὸ Δράγανη τῆς Παραμυθιᾶς, ἐνῶ, σύμφωνα μὲ τὴν οἰκογενειακὴ παράδοση, ἡ φάρα κατάγεται ἀπὸ τὰ λείψανα τῆς στρατιᾶς τοῦ Γεωργίου Καστριώτη (Σκεντέρμπεη). Ἡ δράση τῆς οἰκογένειας εἶναι συνδεδεμένη μὲ τοὺς πολέμους τῶν Σουλιωτῶν ἐναντίον τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων καὶ μὲ τὸν Ἀγώνα τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνεξαρτησίας. Ὁρισμένες διαπραγματεύσεις ὅμως τοῦ Γιώργη καὶ τοῦ Κίτσου Μπότσαρη μὲ τὸν Ἀλὴ ἔβλαψαν τοὺς συμπατριῶτες τους καὶ μείωσαν τὸ γόητρο τῆς οἰκογενείας στὰ τέλη τοῦ 18ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ.
Ἡρωικὲς σελίδες ἔγραψαν καὶ τὰ γυναικεῖα μέλη τῆς φάρας. Ἡ Λένω Μπότσαρη (1785-1804) ἀφοῦ ἀγωνίστηκε στὴ μονὴ Σέλτσου ρίχτηκε καὶ πνίγηκε στὰ νερὰ τοῦ Ἀχελώου γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν αἰχμαλωσία καὶ τὴν ταπείνωση.
Ὁ Μάρκος Μπότσαρης (Σούλι, 1790 - Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου, 1823) ὑπῆρξε ἡγετικὴ μορφὴ τῆς Ἐπανάστασης. Στὰ τέλη τοῦ 1820 διαπραγματεύτηκε μὲ τὸν Ἀλὴ Πασᾶ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Σουλίου, ὁρίστηκε ἀρχιστράτηγος καὶ ἔδωσε λαμπρὰ δείγματα ὀργανωτικῶν καὶ στρατηγικῶν ἱκανοτήτων. Στὶς 3 Ἰουλίου 1821 ἀντιμετώπισε νικηφόρα στὸ Κομπότι τῆς Ἄρτας ἰσχυρὴ τουρκικὴ δύναμη, ἀγωνίστηκε στὴ μάχη τοῦ Πέτα, ποὺ κατέληξε σὲ καταστροφή, καὶ βρέθηκε μεταξὺ τῶν ὑπερασπιστῶν τοῦ Μεσολογγίου στὴν πρώτη του πολιορκία (Ὀκτ. - Δεκ. 1822) ὅπου παρασύροντας τοὺς Τούρκους σὲ πλαστὲς συνομιλίες ἔδωσε χρόνο στοὺς πολιορκημένους νὰ ἐνισχύσουν τὶς ὀχυρώσεις. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1822 ξεκίνησε νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς Τουρκαλβανοὺς στὸ Καρπενήσι καὶ σχεδίασε νυχτερινὴ αἰφνιδιαστικὴ ἐπίθεση, οἱ Τοῦρκοι ἀντέδρασαν ἀποφασιστικὰ καὶ ὁ Μπότσαρης ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους νεκρούς. Κηδεύτηκε στὸ Μεσολόγγι καὶ ὁ θάνατός του συγκλόνισε τὸ μαχόμενο Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν εὐρωπαϊκὴ κοινὴ γνώμη.
Μπουμπουλίνα, Λασκαρίνα (Κωνσταντινούπολη, 1776 - Σπέτσες, 1825)
Ἡρωίδα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, ἀπὸ τὶς λίγες γυναῖκες ποὺ διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικὸ ρόλο στὸν Ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας. Τὸ 1788 παντρεύτηκε τὸν Δήμ. Γιάννουζα καὶ τὸ 1801 τὸν Δ. Μπούμπουλη, πλούσιο Σπετσιώτη πλοιοκτήτη. Μετὰ τὸ θάνατό του, τὸ 1811, αὔξησε τὴν περιουσία του καὶ ναυπήγησε τὸ πλοῖο «Ἀγαμέμνων» μὲ δεκαοκτὼ πυροβόλα. Αὐτό, ἄλλα τρία μικρότερα καὶ πολλὰ χρήματα, τὰ διέθεσε γιὰ τὸν Ἑλληνικὸ Ἀγώνα. Συμμετεῖχε ἐνεργὰ σὲ πολλὲς ἐπιχειρήσεις, ὅπως στὴν πολιορκία τοῦ Ναυπλίου, καὶ μπῆκε ἀπὸ τοὺς πρώτους στὴν Τριπολιτσά. Κατὰ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο συντάχθηκε μὲ τοὺς στρατιωτικοὺς καὶ τὸν Κολοκοτρώνη. Στὸ πατρικό της σπίτι στὶς Σπέτσες σκοτώθηκε κατὰ τὴ διάρκεια (ἐνδο)οἰκογενειακῆς διαμάχης. Τὸ ὄνομά της ξεπέρασε ἀπὸ τὸν πρῶτο χρόνο τοῦ Ἀγώνα τὰ σύνορα τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου καὶ ἐνέπνευσε πολλοὺς καλλιτέχνες.
Μιαούλης Ἀνδρέας (1796 - Ἀθήνα 1835)
Ναύαρχος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, γιὸς τοῦ Δημητρίου Βώκου, γνωστὸς ὅμως μὲ τὸ παρωνύμιο Μιαούλης. Ἀσχολήθηκε μὲ τὴ ναυτιλία ἀπὸ τὰ ἐφηβικά του χρόνια καὶ ἔδρασε σὲ ναυτιλιακὲς ἐπιχειρήσεις ποὺ τοῦ προσπόρισαν σημαντικὰ κέρδη μὲ τὰ ὁποία ἀπέκτησε πλοῖα μεγάλης χωρητικότητας. Ἀναγνωρίστηκε ναύαρχος τῶν Ὑδραίων ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 1821. Τὸ πρῶτο του ἀνδραγάθημα πραγματοποιήθηκε στὴ ναυμαχία τῆς Πάτρας στὶς 20/2/1822 καὶ στὴ συνέχεια διακρίθηκε στὴ Χίο, στὸ Ναύπλιο, στὰ Ψαρὰ καὶ στὴ ναυμαχία τοῦ Γέροντα (1824), τὴ μεγαλύτερη ναυτικὴ σύγκρουση κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης. Προσπάθησε νὰ ἀποτρέψει τὴν ἀπόβαση τοῦ Ἰμπραὴμ στὴν Πελοπόννησο (1825) καὶ νὰ ἐνισχύσει τὸ Μεσολόγγι κατὰ τὴ B´ πολιορκία του. Ὁ Καποδίστριας, ποὺ τὸν ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα, τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἀρχηγία τοῦ στόλου τοῦ Αἰγαίου, ἀλλὰ στὴ συνέχεια ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες τῆς ἀντικαποδιστριακῆς κίνησης καὶ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ διατάξει τὴν πυρπόληση τῶν ἑλληνικῶν πλοίων στὸ λιμάνι τοῦ Πόρου, ἐνέργεια ποὺ τὸν στιγμάτισε. Ὁρίστηκε μέλος τῆς ἐπιτροπῆς ποὺ μετέβη στὸ Μόναχο γιὰ νὰ προσφέρει τὴν ἀφοσίωση τοῦ ἔθνους στὸν Ὀθωνα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διορίστηκε ἀρχηγὸς τοῦ Ναυτικοῦ Διευθυντηρίου καὶ γενικὸς ἐπιθεωρητὴς τοῦ στόλου. Πέθανε στὴν Ἀθήνα καὶ τάφηκε στὸν Πειραιᾶ στὴν Ἀκτὴ ποὺ ὀνομάστηκε ἔκτοτε Ἀκτὴ Μιαούλη.
Μαυροκορδᾶτος, Ἀλέξανδρος (Κωνσταντινούπολη 1791 - Αἴγινα 1865)
Ἀπὸ τὶς σημαντικότερες πολιτικὲς προσωπικότητες τῆς Ἐπανάστασης. Γιὸς τοῦ λόγιου ἀξιωματούχου στὶς παραδουνάβιες Ἡγεμονίες Νικολάου Μαυροκορδάτου ἀπέκτησε ἐπιμελημένη μόρφωση κατάλληλη γιὰ νὰ ἀναλάβει δημόσια ἀξιώματα. Ἔφτασε στὸ Μεσολόγγι τὸν Ἰούλιο τοῦ 1821 συνοδευόμενος ἀπὸ ὁμογενεῖς καὶ φιλέλληνες μὲ στόχο τὴν ἐπέκταση τῆς Ἐπανάστασης, τὴν ὀργάνωση καὶ πολιτικὴ ἐνοποίηση τῶν ἐξεγερμένων τόπων καὶ τὴ συγκέντρωση τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας στὸ πλαίσιο μιᾶς «Ἐθνικῆς Διοίκησης». Συνέβαλε στὴ συγκρότηση τοπικοῦ πολιτεύματος στὴ Δυτικὴ Ἑλλάδα καὶ στὴ σύγκληση τῆς Α´ Ἐθνοσυνέλευσης. Ἀναδείχθηκε πρόεδρός της καὶ πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς ποὺ συνέταξε τὸ προσωρινὸ πολίτευμα τῆς Ἑλλάδας. Οἱ πολιτικὲς ἀρχὲς ποὺ ὑπαγορεύονται σ᾿ αὐτὸ φανερώνουν τοὺς σαφεῖς ἰδεολογικοὺς καὶ πολιτικούς του προσανατολισμοὺς ποὺ εἶναι διαποτισμένοι ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ φιλελευθερισμοῦ. Δραστηριοποιήθηκε καὶ στρατιωτικά, ὅπου βαρύνεται μὲν μὲ τὴν καταστροφὴ στὸ Πέτα (4 Ἰουλ. 1822), ἀλλὰ εἶναι κι αὐτὸς ποὺ πρωτοστάτησε στὴν ὀργάνωση τῆς ἄμυνας τοῦ Μεσολογγίου ποὺ ἀποδείχθηκε σωτήρια κατὰ τὴν πρώτη πολιορκία τῆς πόλης. Υἱοθέτησε μία σταθερὰ ἀγγλόφιλη πολιτική, γιατί πίστευε ὅτι ἡ Ἀγγλία καὶ λόγω τῶν συμφερόντων της στὴν Ἀνατολὴ ἦταν ἡ μόνη δύναμη, ποὺ μποροῦσε νὰ ἀντιταχθεῖ στὰ ἐπεκτατικὰ σχέδια τῆς Ρωσίας καὶ ἐπειδὴ θεωροῦσε ὅτι ἀντιπροσώπευε πρότυπο πολιτικῆς, οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς ὀργάνωσης. Μὲ τὴν ἰδιότητά του ὡς ἀρχηγοῦ τοῦ «ἀγγλικοῦ κόμματος» ζήτησε μὲ ἐπιστολή του ἀπὸ τὸν Τζὼρζ Κάνιγκ νὰ ἀντισταθεῖ στὸ ρωσικὸ σχέδιο γιὰ τὴ δημιουργία τριῶν ἡγεμονιῶν στὴν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Εὐρώπης ἡ ἵδρυση ἀνεξάρτητου ἑλληνικοῦ κράτους. Οἱ ἀπόψεις καὶ οἱ ἐνέργειές του αὐτὲς δημιούργησαν ἀρκετὲς ζυμώσεις ποὺ κατέληξαν στὴ συνθήκη τοῦ Λονδίνου (6 Ἰουλίου 1827). Ἡ πολιτική του δράση συνεχίστηκε καὶ μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Καποδίστρια ὅταν ἀνέλαβε καὶ ὑπουργικὰ καθήκοντα. Ἀποσύρθηκε ὅμως τὸ 1830 καὶ ἀναδείχθηκε ἡγέτης τῆς ἀντιπολίτευσης. Σὲ ὅλη σχεδὸν τὴ διάρκεια τῆς ἀπολυταρχικῆς περιόδου τῆς βασιλείας τοῦ Ὄθωνα παρέμεινε ἐκτὸς Ἑλλάδας ὡς πρεσβευτής. Ὑποχρεώθηκε, ὡστόσο, ὁ Ὄθων νὰ τὸν χρησιμοποιήσει ὡς πρωθυπουργὸ τὸ 1841, 1844 καὶ 1854, ἀλλὰ κάθε φορὰ τὸν ὑπονόμευε προκαλώντας ἄμεσα ἢ ἔμμεσα τὴν παραίτησή του. Ὁ ἴδιος ἔμεινε νομιμόφρων πρὸς τὸν βασιλιὰ καὶ μόνο ἀργότερα μεταστράφηκε καὶ εἶχε ἀνάμειξη στὶς διεργασίες ποὺ ὁδήγησαν στὴν ἔξωσή του τὸ 1862. Στὸ τέλος τῆς σταδιοδρομίας του ἐκλέχτηκε πληρεξούσιος Εὐρυτανίας στὴν Ἐθνοσυνέλευση τοῦ 1862 καὶ πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς σύνταξης τοῦ Συντάγματος. Τυφλὸς καὶ κατάκοιτος δὲν πῆρε ἐνεργὸ μέρος στὶς ἐργασίες της, διατήρησε ὅμως τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὰ κοινὰ καὶ τὴ σπάνια πνευματική του διαύγεια ὡς τὸ θάνατό του.
Μαυρομιχάλη Οἰκογένεια *
Ἱστορικὴ οἰκογένεια ποὺ κατὰ τὴν παράδοση προερχόταν ἀπὸ τὴ Θράκη, ὅταν στὰ μέσα του 14ου αἰώνα πιεζόμενη ἀπὸ τοὺς Τούρκους κατέφυγε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Μάνη. Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰ. ἀναδείχθηκε σὲ σημαντικὸ τοπικὸ παράγοντα, ἔπαιξε ἀποφασιστικὸ ρόλο στὰ προεπαναστατικὰ γεγονότα (Ὀρλωφικά) καὶ στὸν Ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας (κατάληψη Καλαμάτας, μάχη Βαλτετσίου, πολιορκία Ναυπλίου καὶ Ἀκροκορίνθου, ἀντιμετώπιση τοῦ Ἰμπραὴμ κ.ἄ.) πληρώνοντας βαρὺ φόρο αἵματος.
Πετρόμπεης (Μάνη, 1773 - Ἀθήνα, 1848)
Ὑπῆρξε ἡγετικὴ μορφὴ τῆς Πελοποννήσου, πρωταγωνιστὴς πολιτικῶν καὶ στρατιωτικῶν γεγονότων. Τὸ 1815 ἀνέλαβε τὸ ἀξίωμα τοῦ μπέη τῆς Μάνης. Διακρίθηκε στὶς ἐπιχειρήσεις κατὰ τοῦ Δράμαλη, στὴν ἄμυνα τοῦ Μεσολογγίου καὶ στὴν ἀπόκρουση τοῦ Ἰμπραήμ. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου προσπάθησε νὰ δημιουργήσει κλίμα συνδιαλλαγῆς μεταξὺ τῶν ἐμπολέμων. Κατέλαβε ὑψηλὰ ἀξιώματα (πρόεδρος Β´ Ἐθνοσυνέλευσης, πρόεδρος Βουλευτικοῦ καὶ Ἐκτελεστικοῦ καὶ γερουσιαστὴς μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου). Φυλακίστηκε μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἐσχάτης προδοσίας, μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια καὶ ἀποφυλακίστηκε τὸ 1832.
Κυριακούλης (Μάνη - Σπλάντζα Ἠπείρου, 1822)
Ἀδελφὸς τοῦ Πετρόμπεη ὑπῆρξε ἀπὸ τὶς ἡρωικότερες μορφὲς τῆς οἰκογένειας. Σκοτώθηκε σὲ σφοδρὴ μάχη μὲ 3.000 Τούρκους στὴν προσπάθειά του νὰ ἐνισχύσει τοὺς πολιορκημένους στὴν Κιάφα Σουλιῶτες. Στὸ πεδίο τῆς μάχης, στὰ Στύρα τῆς Εὔβοιας, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ καὶ ὁ Ἠλίας (Μάνη, 1795 - Στύρα, 1822), γιὸς τοῦ Πετρόμπεη, προικισμένος μὲ στρατηγικὰ προσόντα καὶ ἀπαράμιλλη γενναιότητα. Ἀνέλαβε τὴν ἀρχηγία τῆς ἐκστρατείας γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Εὔβοιας.
Μεταξᾶς Ἀνδρέας (Ἀργοστόλι, 1790 - Ἀθήνα, 1860)
Πολιτικὸς καὶ ἀγωνιστὴς τὴν περίοδο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ὄθωνα. Συμμετεῖχε ἐνεργὰ καὶ ἀποφασιστικὰ σὲ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις τὴν ἄνοιξη τοῦ 1821 ὅταν καὶ τραυματίστηκε. Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς ἄρχισε τὴν πολιτική του σταδιοδρομία. Ἐστάλη στὸ συνέδριο τῆς Βερόνας γιὰ νὰ ἀναπτύξει τὰ ἑλληνικὰ δίκαια, ἐπέστρεψε ὅμως ἄπρακτος ἀφοῦ δὲν τοῦ δόθηκε ἄδεια ἀποβίβασης. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου τάχθηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καὶ ἀργότερα πρωτοστάτησε στὴν ἐκλογὴ τοῦ Καποδίστρια ὡς κυβερνήτη. Ἡ Ἀντιβασιλεία τοῦ ἀνέθεσε ὑψηλὰ ἀξιώματα (νομάρχης Λακωνίας, πρεσβευτὴς στὴ Μαδρίτη), τὸν συνέλαβε ὅμως καὶ γιὰ ἀντικυβερνητικὴ δράση. Ἀποτέλεσε μαζὶ μὲ τὸν Κωνσταντῖνο Ζωγράφο τὸν πολιτικὸ πυρήνα τῆς Ἐπανάστασης τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 καὶ μὲ πρόταση τοῦ Μακρυγιάννη ὁρίστηκε πρωθυπουργὸς στὴν κυβέρνηση ποὺ διεξήγαγε ἐκλογὲς γιὰ Ἐθνοσυνέλευση. Τὸ 1850 διορίστηκε πρεσβευτὴς στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπ᾿ ὅπου ἀναχώρησε τὸ 1854 μετὰ τὴν ἔναρξη τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου. Ὁ Ὄθων τὸ 1859 ἐλπίζοντας νὰ ἐκτονώσει τὴν σὲ βάρος του κατάσταση κάλεσε τὸν Μεταξᾶ νὰ σχηματίσει κυβέρνηση, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀντιμετωπίζοντας ἀνυπέρβλητες δυσχέρειες ἐγκατέλειψε τὴν προσπάθειά του.
Μπότασης
Ἐπώνυμο ἱστορικῆς σπετσιώτικης οἰκογένειας ἠπειρώτικης καταγωγῆς. Ἦταν ἐγκατεστημένοι ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 17ου αἰώνα στὸ Κρανίδι καὶ μετὰ τὸ 1736 ἐγκαταστάθηκαν στὶς Σπέτσες. Ὁ Νικόλαος Μπότασης (Κρανίδι, 1730 - Σπέτσες, 1812) εἶναι ὁ γενάρχης. Ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἐμπόριο καὶ τὴ ναυτιλία, ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία καὶ πῆρε μέρος στὰ Ὀρλωφικὰ (1770). Στὸ ναυτικὸ ἀγώνα γιὰ τὴν Ἀνεξαρτησία διακρίθηκαν οἱ Γκίκας Μπότασης (Σπέτσες, 1766 - Ναύπλιο, 1833), Παναγιώτης Μπότασης (Σπέτσες, 1784 - Ναύπλιο, 1824), Νικόλαος Μπότασης (Σπέτσες, 1792 -Ἀθήνα, 1842) καὶ Θεοδόσιος Μπότασης (Σπέτσες, 1794 - 1836). Προοδευτικοὶ καὶ φιλελεύθεροι διακρίθηκαν γιὰ τὴν ἀγωνιστικότητα καὶ τὴ γενναιοδωρία τους στὴν οἰκονομικὴ ἐνίσχυση τοῦ Ἀγώνα καὶ εἰδικότερα στὴν αὔξηση τῆς ναυτικῆς δύναμης τοῦ νησιοῦ τους.
Μπάυρον, Τζὼρζ Γκόρντον Νόελ (Λονδίνο, 1788 - Μεσολόγγι, 1824)
Ἀγγλος λυρικὸς ποιητὴς καὶ φιλέλληνας. Ἀποδέχτηκε τὴν πρόταση τοῦ Φιλελληνικοῦ Κομιτάτου τοῦ Λονδίνου νὰ γίνει ἐκπρόσωπός του στὴν Ἑλλάδα, φόρτωσε τὸ μπρίκι «Ἡρακλῆς» μὲ ὅπλα, τρόφιμα καὶ φαρμακευτικὸ ὑλικὸ καὶ ἔφτασε στὸ Ἀργοστόλι τὸν Αὔγουστο τοῦ 1823. Παρέμεινε γιὰ πέντε μῆνες στὸ χωριὸ Μεταξάτα καὶ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1824 πῆγε στὸ Μεσολόγγι. Ἐκεῖ ἔγινε δεκτὸς μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς Ἕλληνες καὶ ἡ παρουσία του τροφοδότησε εὐεργετικὰ τὸ φιλελληνικὸ κίνημα. Ἐπιχείρησε νὰ ὀχυρώσει τὸ Μεσολόγγι καὶ νὰ δημιουργήσει πυρήνα πυροβολικοῦ. Συγκρότησε σῶμα Σουλιωτῶν μὲ τὸ ὁποῖο σχεδίαζε τὴν κατάληψη τῆς Ναυπάκτου, ἡ ἀπειθαρχία ὅμως ποὺ ἐκδηλώθηκε ὁδήγησε στὴ ματαίωση τῆς ἐπιχείρησης. Διορίστηκε συνταγματάρχης πυροβολικοῦ, τοῦ ἀπονεμήθηκε ἡ ἰδιότητα τοῦ Ἕλληνα πολίτη, οἱ Μεσολογγίτες τὸν ἀνακήρυξαν πολίτη καὶ εὐεργέτη τῆς πόλης τους καὶ τὸ Φιλελληνικὸ Κομιτάτο τὸν ἐξέλεξε μέλος τῆς ἐπιτροπῆς γιὰ τὴ διαχείριση τοῦ πρώτου δανείου. Τὰ ποικίλα καθημερινὰ προβλήματα τοῦ προξενοῦσαν ἀπογοήτευση ποὺ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ ἄσχημο κλίμα ἐπιδείνωσαν τὴν ἤδη κλονισμένη ὑγεία του. Στὰ μέσα Φεβρουαρίου 1824 ἀρρώστησε ἀπὸ ἐλονοσία καὶ πέθανε στὶς 19 Ἀπριλίου.
Μαυροβουνιώτης, Βάσ(σ)ος (Μαυροβούνιο, 1795 - Ἀττικοβοιωτία, 1847)
Μαυροβούνιος ὁπλαρχηγὸς τοῦ 1821 καὶ στρατιωτικός της ὀθωνικῆς περιόδου. Καθιερώθηκε ὡς στρατιωτικὸ στέλεχος στὴν περιοχὴ τῆς Εὔβοιας, ὅπου πῆρε μέρος σὲ διάφορες μάχες (Στύρα, Βρυσάκια, Πολιτικά, Βάθεια), ἀνέλαβε τὴ φύλαξη τῆς Ὕδρας καὶ τὸ 1825 συμμετεῖχε στὸν ἀγώνα κατὰ τοῦ Ἰμπραήμ. Στὶς ἐμφύλιες συγκρούσεις συντάχθηκε μὲ τὴν πλευρὰ τοῦ Κουντουριώτη καὶ πολιτικὰ ἦταν ἐνταγμένος στὸ γαλλικὸ κόμμα.
Μελετόπουλος, Δημήτριος (Αἴγιο, 1796 - Ἀθήνα, 1858)
Πρόκριτος τῆς Βοστίτσας (Αἰγίου) καὶ ἀγωνιστὴς. Ἦταν ἀπὸ τοὺς λίγους Πελοποννήσιους προκρίτους ποὺ δέχθηκαν τὶς ἀπόψεις τὸν Παπαφλέσσα γιὰ γρήγορη ἔναρξη τοῦ Ἀγώνα. Ὡς ὑπαρχηγὸς τοῦ Ἀνδρέα Λόντου κινήθηκε ἰδιαίτερα στὴν Ἀχαΐα, καὶ συμμετεῖχε στὴν πολιορκία τῆς Πάτρας καὶ στὴν καταδίωξη τοῦ Δράμαλη στὴν Ἀκράτα. Μετὰ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ἰμπραὴμ τάχθηκε στὸ πλευρὸ τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ ἀγωνίστηκε κατὰ τῶν αἰγυπτιακῶν στρατευμάτων. Διετέλεσε δήμαρχος Αἰγίου, νομάρχης Ἀττικῆς καὶ ὑπουργὸς ἐσωτερικῶν.
Μέξης, Χατζηγιάννης (Σπέτσες, 1754-1844)
Πρόκριτος τῶν Σπετσῶν, γνωστὸς γιὰ τὴν προσφορά του στὸ ναυτικὸ ἀγώνα τῆς Ἐπανάστασης. Πρωτοστάτησε στὴν ἐξέγερση τῶν Σπετσῶν, ἐργάστηκε γιὰ τὴ διάδοση τοῦ ἐπαναστατικοῦ μηνύματος στὰ ἄλλα νησιὰ καὶ διέθεσε τὰ καράβια του στὴν ὑπηρεσία τῶν ἀγωνιζομένων. Κράτησε μὲ ἐπιτυχία τὴν ἄμυνα τῶν Σπετσῶν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ναυμαχίας μεταξὺ τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου ὑπὸ τὸν Μιαούλη καὶ τῆς τουρκικῆς ἁρμάδας (8 Σεπτ. 1822).
Μήλιος, Ζάχος (Χειμάρα, 1805 - Θήβα, 1860)
Στρατιωτικὸς τῆς ἐπαναστατικῆς καὶ τῆς ὀθωνικῆς περιόδου. Τὸ 1824 συνόδευσε τὸν ἀδελφό του Σπυρομήλιο στὴν ἐκστρατεία τοῦ Μαυροκορδάτου ἐναντίον τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη στὴ Δυτικὴ Ἑλλάδα. Συμμετεῖχε σὲ μάχες κατὰ τοῦ Κιουταχῆ, πολέμησε στὸ Μεσολόγγι καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Ἔξοδο. Πολιτικὰ στοιχήθηκε ἀρχικὰ μὲ τὴν παράταξη τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ μετὰ μὲ τὸ ρωσικὸ κόμμα.
Μητροπέτροβας (Γαράντζα [Μέλπεια] Μεσσηνίας, 1745 - 1838)
Ἀνέπτυξε πολεμικὴ δραστηριότητα κατὰ τὴ διάρκεια τῶν Ὀρλωφικῶν καὶ ἐργάστηκε γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἐπανάστασης στὴ Μεσσηνία. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ἀγώνα τάχθηκε στὸ πλευρὸ τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ πῆρε μέρος στὴ μάχη στὸ Βαλτέτσι καὶ στὴν ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς. Φανατικὸς πολέμιος τῆς Ἀντιβασιλείας πρωτοστάτησε στὴν ἀνταρσία τῶν Μανιατῶν μετὰ τὴν καταδίκη τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ στὴν ἐξέγερση τῆς Μεσσηνίας γιὰ τὴν ὁποία καταδικάστηκε σὲ θάνατο, ἀλλὰ δὲν ἐκτελέστηκε λόγω τῆς προχωρημένης ἡλικίας του.
Μίχος Ἀρτέμιος (Ἰωάννινα 1803 - Ἀθήνα 1873)
Ἀγωνιστὴς καὶ ἀπομνημονευματογράφος. Κατέβηκε τὸ 1822 στὴ νότια Ἑλλάδα καὶ πολέμησε στὸ Μοριᾶ καὶ τὴ Ρούμελη. Ἦταν στὸ Μεσολόγγι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δεύτερης πολιορκίας καὶ μετὰ τὴν Ἔξοδο ἀκολούθησε τὸν Καραϊσκάκη καὶ πῆρε μέρος σὲ ἐπιχειρήσεις στὴν Ἀττικὴ καὶ στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ ὑπὸ τὸν Δ. Ὑψηλάντη. Στὸ ἀνεξάρτητο κράτος ὑπηρέτησε στὸν τακτικὸ στρατὸ καὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς ἀντικαθεστωτικῆς ἐξέγερσης τὸν Ναυπλίου τοῦ 1862. Ἔγραψε ἀπομνημονεύματα ποὺ ἀναφέρονται στὴν πολιορκία καὶ τὴν Ἔξοδο τὸν Μεσολογγίου, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα συμβάντα ὡς τὸ τέλος τοῦ Ἀγώνα.
Μπαϊρακτάρης (ἢ Σπύρου) Γιάννης (Σούλι 1793 - ;)
Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821. Ὑπηρέτησε ὑπὸ τοὺς Μποτσαραίους. Πολέμησε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δεύτερης πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου καὶ συνέχισε μετὰ τὴν Ἔξοδο τὸν ἀγώνα στὴν Ἀράχοβα καὶ τὴν Ἀττικὴ ὑπὸ τὸν Καραϊσκάκη.
Μπενιζέλος Προκόπης (Ἀθήνα, 1782-1850)
Δημογέροντας τῆς Ἀθήνας. Ἐργάστηκε γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ Ἀγώνα, πιάστηκε ὅμηρος, κλείστηκε στὶς φυλακὲς τῆς Ἀκρόπολης ὅπου ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Δραπέτευσε στὴν Ὕδρα καὶ ἀργότερα συμμετέσχε στὴν ἐκστρατεία τοῦ Καραϊσκάκη στὴν Ἀττική. Ἔζησε τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του κατάκοιτος ἐξαιτίας τῶν βασανιστηρίων.
Μπενιζέλος Ροῦφος (Πάτρα, 1795-1868)
Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821 καὶ πολιτικός. Χρημάτισε τρεῖς φορὲς Πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδας: τὸ 1863 ( δυὸ φορὲς ) καὶ τὸ 1865 -1866. Συγκαταλέγεται στοὺς πρωτεργάτες τῆς Ἐπανάστασης στὴν Πάτρα καὶ ἦταν μέλος τοῦ Ἐπαναστατιικοῦ καὶ Ἀχαϊκοῦ Διευθυντηρίου. Ἐργάστηκε γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς πολιορκίας τοῦ κάστρου τῆς πόλης. Τὸ 1828 διορίστηκε Διοικητὴς Σύρου καὶ Ἐπίτροπος Ἠλείας. Χρημάτισε ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν καὶ δήμαρχος τῆς Πάτρας. Τὸ 1832 μέλος τῆς Γερουσίας καὶ τὸ 1835 σύμβουλος Ἐπικρατείας. Μὲ τὴν ἔξωση τοῦ Ὄθωνα ἀνέλαβε μαζὶ μὲ τὸν Δημήτριο Βούλγαρη καὶ τὸν Κωνσταντῖνο Κανάρη τὴν προσωρινὴ διακυβέρνηση τῆς χώρας.
Μπουκουβάλα Οἰκογένεια
Ἐπώνυμο ἁρματολικῆς οἰκογένειας τῶν Ἀγράφων. Οἱ Μπουκουβαλαῖοι καταδιωκόμενοι ἀπὸ τοὺς Τουρκαλβανοὺς μετακινήθηκαν νοτιότερα. Ἀπὸ τὸ 1822 καὶ ὕστερα ἔχασαν καὶ τυπικὰ τὰ δικαιώματά τους στὰ Ἄγραφα ποὺ περιῆλθαν στὸν Καραϊσκάκη καὶ σὲ ἄλλους ὁπλαρχηγούς.
Μποῦσγος, Βασίλης (Ἀπόκουρο Ναυπακτίας - 1796 Λιβαδειά, 1860)
Ὑπηρέτησε προεπαναστατικὰ στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ καὶ τὸ 1821 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Κατὰ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης βρέθηκε στὸ Γαλαξείδι, ξεσήκωσε τοὺς κατοίκους τῆς Ἀράχοβας, πῆρε μέρος στὴ μάχη γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Λιβαδειᾶς καὶ στὴ μάχη τῆς Ἀλαμάνας μὲ τὸν Ἀθανάσιο Διάκο. Συνέχισε τὴν πολεμική του δραστηριότητα σὲ διάφορες περιοχὲς τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας στὸ πλευρὸ τοῦ Ἀνδρούτσου, τοῦ Γκούρα καὶ τοῦ Καραϊσκάκη καὶ κατέλαβε στρατιωτικὰ ἀξιώματα στὸ ἀνεξάρτητο ἑλληνικὸ κράτος.
Νικηταρᾶς (Νικήτας Σταματελόπουλος) (Μεγάλη Ἀναστάσοβα Μεσσηνίας, 1787- Πειραιᾶς, 1849)
Ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους ὁπλαρχηγοὺς τοῦ 1821, ἀνηψιὸς καὶ στενὸς συνεργάτης τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τὸ 1805 μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἁρματολοῦ πατέρα του, ἀκολούθησε τὸν Κολοκοτρώνη στὰ Ἐπτάνησα. Τὸ 1818 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1821 βρισκόταν στὴν Καλαμάτα, ἕτοιμος γιὰ τὴν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Καλαμάτας ὁ Νικηταρᾶς μὲ τὸν Παπαφλέσσα καὶ τὸν Κολοκοτρώνη βάδισαν πρὸς τὴν Ἀρκαδία μὲ σκοπὸ τὴν ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς. Λίγες μέρες μετὰ τὴ μάχη στὸ Βαλτέτσι ἀπέκρουσε στὰ Δολιανὰ τὴν ἐπίθεση 6000 Τούρκων ποὺ ἄφησαν στὸ πεδίο τῆς μάχης 300 νεκροὺς καὶ τὸ σύνολο τῶν πυροβόλων τους. Τότε ὀνομάστηκε «Τουρκοφάγος». Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1822 μαζὶ μὲ ἄλλους ὁπλαρχηγοὺς συνέτριψε τὸ Δράμαλη. Ἡ δράση του συνεχίστηκε στὴν Ἀττικὴ καὶ τὴν Πελοπόννησο. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου τάχθηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ Κολοκοτρώνη. Μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Καποδίστρια ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς στενοὺς συνεργάτες του. Ἂν καὶ ἀνῆκε στὴ ρωσόφιλη παράταξη δὲν ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος στὶς πολιτικὲς διαμάχες, ἦταν ὅμως σαφὴς ἡ ἀντίθεσή του πρὸς τοὺς Βαυαρούς. Τὸ 1839 συνελήφθη ὡς μέλος τῆς «Φιλορθόδοξης Ἑταιρείας» ποὺ στρεφόταν ἐναντίον τοῦ Ὄθωνα, δικάστηκε, ἀθωώθηκε, ὁ βασιλιὰς ὅμως διέταξε τὸν περιορισμό του στὴν Αἴγινα. Μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1843 ὀνομάστηκε ὑποστράτηγος καὶ τὸ 1847 γερουσιαστής. Πέθανε στὸν Πειραιὰ τυφλὸς καὶ πάμφτωχος.
Νεόφυτος, ὁ Ταλαντίου (Νικόλαος Μεταξᾶς) (Ἀθήνα, 1762-1821)
Κληρικός, ἀγωνιστὴς τοῦ 1821 καὶ πρῶτος Μητροπολίτης Ἀθηνῶν. Πῆρε ἀξιόλογη μόρφωση, τὸ 1792 χειροτονήθηκε διάκονος στὴ Μονὴ Πεντέλης ὅπου χρημάτισε καὶ δάσκαλος. Τὸ 1803 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ταλαντίου καὶ ἄρχισε πλούσια καὶ ἀξιόλογη ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἐθνικὴ δράση. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης διαδραμάτισε ἐνεργὸ ρόλο πρωτοστατώντας στὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγώνα τῆς ἐπαρχίας Ἀταλάντης καὶ συνδράμοντας τὸν Ἀθανάσιο Διάκο στὴν Ἀλαμάνα. Συμμετεῖχε στὴν Α´ Ἐθνοσυνέλευση, καθὼς καὶ στὶς ὑπόλοιπες καὶ ἦταν παρὼν σὲ ὅλες τὶς προσπάθειες τῆς διοίκησης γιὰ τὴ ρύθμιση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Τὸ 1833 ὀνομάστηκε ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ τὸ 1850 μετὰ τὴν ἔκδοση τοῦ «Συνοδικοῦ Τόμου» ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο διορίστηκε πρῶτος καὶ μόνιμος πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ὀνομάστηκε μητροπολίτης Ἀθηνῶν ἀξίωμα ποὺ κατεῖχε ὡς τὸ θάνατό του.
Νοταρᾶ Οἰκογένεια
Μεγάλη ἱστορικὴ πελοποννησιακὴ οἰκογένεια μὲ δράση κυρίως στὴν Κορινθία. Ἀπέκτησαν στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας μεγάλη οἰκονομικὴ καὶ διοικητικὴ δύναμη. Ἰσόβιοι δημογέροντες στὴν ἐπαρχία τους, καθοριστικοὶ παράγοντες τῆς οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς τοῦ τόπου συμμετεῖχαν ἐνεργὰ στὶς ἐθνικοπολιτικὲς ἐπιδιώξεις τῶν συμπατριωτῶν τους. Ἡ οἰκογένεια ἐξέθρεψε στοὺς κόλπους της ἁγίους της Ὀρθοδοξίας (Ἅγ. Γεράσιμος, Ἅγ. Μακάριος), λόγιους, κληρικοὺς καὶ ἱεράρχες, ἀγωνιστές, φιλικούς, πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς ποὺ ἔδρασαν στὴν ἑλληνικὴ ἐξέγερση τοῦ 1770 (Ὀρλωφικά), στὴν προεπαναστατικὴ περίοδο, στὸν Ἀγώνα καὶ στὰ πρῶτα χρόνια τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλείου.
Τελευταία επεξεργασία απο
Ιωαννίδης Δημήτριος την Δευτ 23 Μαρ 2009, 18:16:59, επεξεργάστηκε 3 φορές συνολικά.
Δημήτριος Ιωαννίδης
Άρχων Πρωτοψάλτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως