MTheodorakis έγραψε:Στὸ ἀπολυτίκιο τῆς μεταμορφώσεως ὁ τύπος «λάμψον» εἶναι νεώτερος, ὅπως φαίνεται παρακάτω:
«λάμψαι»
(χφφ. μονῆς Τ. Σταυροῦ Ἱεροσολύμων 40 τυπικὸ Μεγάλης Ἐκκλησίας ι’ αἰ. ἔκδ. J. Mateos τ. 1 σ. 360, Σίμωνος Πέτρας 1 μηναῖο Αὐγούστου ιf’ αἰ. φ. 135v καὶ Μανουὴλ πρωτοψάλτου Συλλογὴ ἰδιομέλων ἔκδ. 1831 σ. 169).
«λάμψοι»
(τυπικὸ μεσσήνης τοῦ ἔτους 1131 ἔκδ. M. Arranz σ. 176, χφφ. Μ. Λαύρας Γ-5 ΤΑΣ ιβ’ αἰ. φ. 99v, Σινὰ 1094 ΤΑΣ ιβ’ αἰ. φ. 62r, 1097 σιναϊτικὸ τυπικὸ τοὺ ἔτους 1214 φ. 135r, Μ. Λαύρας Β-25 ὡρολόγιο ιγ’ αἰ. φ. 234v, Λειμῶνος 3 μηναῖο Αὐγούστου ιε’ αἰ. φφ. 201v, 209r, 240r, 249r, ΤΑΣ κεφ. κf’, ὡρολόγια ἐκδ. 1509, 1757, 1830, μηναῖο ἐκδ. 1795).
«λάμψον»
(ὡρολόγια ἐκδ. 1832, 1851, 1900).
Ἡ εὐκτικὴ ἔγκλιση κρίνεται καταλληλότερη ἀπὸ τὴν προστακτικὴ γιὰ τὸ αἴτημα τῆς λάμψης σὲ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅπως ἀριστοτεχνικὰ τονίζεται ἀπὸ τὸν Μανουήλ πρωτοψάλτη στὸ Ἰδιομελάριό του (Συλλογὴ ἰδιομέλων).
῾Ο τύπος «λάμψοι» εἶναι ἐσφαλμένος. ὅπου συναντᾶται σὲ χείρογραφα ἢ ἐκδόσεις, πρόκειται γιὰ παρανάγνωσι τοῦ γραφέως ἢ τοῦ ἐκδότου (ἢ τοῦ τυπογράφου). γιὰ τέτοιες παραναγνώσεις ἔχω μιλήσει κι ἄλλες φορὲς καὶ ἐδῶ καὶ ἀλλοῦ. ἡ ὁριστικὴ ἀορίστου τοῦ ῥ. «λάμπω» εἶναι «ἔλαμψα», ἤ τοι ἀόριστος α΄ (ἔνσιγμος). ἡ εὐκτικὴ τοῦ ἀορίστου εἶναι «λάμψαιμι» γιὰ τὸ α΄ πρόσωπο καὶ «λάμψαι» γιὰ τὸ γ΄. τὸ «λάμψοι» θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν εὐκτικὴ τοῦ μέλλοντος, τὸ ὁποῖο ἐδῶ θὰ ἦταν ἀρχαϊσμὸς ἀδικαιολόγητος καὶ νοηματικὰ ἀταίριαστος. ἡ γλῶσσα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας εἶναι πολὺ μεταγενέστερη καὶ ἁπλούστερη, εἰδικὰ μάλιστα σὲ τέτοια τροπάρια σὰν τὰ ἀρχαῖα ἀπολυτίκια καὶ τὸν ἀκάθιστο ὕμνο, ποὺ εἶναι γραμμένα σχεδὸν στὴν «δημοτικὴ» τῆς ἐποχῆς των. ἤδη ἡ εὐκτικὴ συναντᾶται σπανίως στὴν Καινὴ Διαθήκη (κυρίως στὸν Λουκᾶ). ἀπὸ τὸν 1ο μ.Χ. αἰῶνα ἡ εὐκτικὴ οὐσιαστικὰ καταργεῖται. μένουν λοιπὸν μόνον οἱ δύο τύποι «λάμψαι» καὶ «λάμψον».
Τὸ «λάμψαι» εἶναι τύπος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀνήκῃ τόσο στὴν εὐκτικὴ (γ΄ πρόσωπο) ὅσο καὶ στὸ ἀπαρέμφατον τοῦ ἀορίστου. πράγματι ἀπὸ τὸν 1ο αἰῶνα ἡ εὐκτικὴ ἀναπληρώνεται ἀπὸ τὴν ὑποτακτικὴ καὶ ἐν μέρει ἀπὸ τὸ ἀπαρέμφατον. τὸ ἀπαρέμφατον ὅμως, ἰδίως δὲ τὸ τοῦ ἀορίστου, συχνὰ ἔχει τὸν ῥόλο τῆς προστακτικῆς, ὁπότε τύποι ὅπως «λάμψαι», «λῦσαι», «πρᾶξαι» ἰσοδυναμοῦν μὲ τοὺς «λάμψον», «λῦσον», «πρᾶξον» (συνήθως στὸ γ΄ πρόσωπο) καὶ ἐνίοτε ἐναλλάσσονται στὰ κείμενα. ἀπὸ τὸν συμφυρμὸ τῶν δύο τύπων προῆλθε ἡ νεοελληνικὴ προστακτικὴ τοῦ ἀορίστου «λάμψε», «λῦσε», «πρᾶξε». γι᾿ αὐτὸ στὰ ἐκκλησιαστικὰ ὑμνογραφήματα, ποὺ εἶναι ἀρκετὰ μεταγενέστερα, προτιμῶνται οἱ τύποι τοῦ ἀοριστικοῦ ἀπαρεμφάτου, τὸ ὁποῖο στὴν προφορὰ ταυτίζεται μὲ τὴν νεοελληνικὴ προστακτική («λῦσαι» καὶ «λῦσε»!), πρᾶγμα ποὺ δείχνει ὅτι οἱ νεοελληνικοὶ ῥηματικοὶ τύποι εἶναι ἀρκετὰ ...ἀρχαῖοι!
῞Οταν ἀργότερα τὸ ἀπαρέμφατο ἀντικατάσταθηκε ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ ἄλλους ῥηματικοὺς τύπους (ὑποτακτική, προστακτική, τελικὲς προτάσεις, εἰδικὲς προτάσεις), ἡ ὑποτακτικὴ (περισσότερο) καὶ ἡ προστακτικὴ ἔλαβαν καὶ τὴν λειτουργία τῆς ἀρχαίας εὐκτικῆς γιὰ τὶς περισσότερες περιπτώσεις τοὐλάχιστον. ἄλλωστε ἀπὸ τὴν κλασσικὴ ἀρχαιότητα ἡ προστακτικὴ δήλωνε ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ δέησι ἢ παράκλησι ἢ εὐχὴ ἢ κατάρα· «τὰς ἐμὰς εὐχὰς τέλει», «μὴ θορυβεῖτε», «ὑγίαινε» καὶ λοιπά.
Τὸ σημαντικώτερο ἴσως εἶναι ὅτι
ἡ εὐκτικὴ δὲν δηλώνει αἴτημα, ἀλλὰ ἁπλῆν σκέψιν, ἁπλῆν εὐχήν. γιὰ τὸ ὅποιο αἴτημα (ἀπαιτητικὸ ἢ δεητικὸ) κατάλληλη εἶναι ἡ προστακτική. καὶ τὸ γνωστότατον καὶ μυριόλεκτον καὶ κατανυκτικώτατον «Κύριε, ἐλέησον» προστακτικὴ εἶναι. ἡ εὐκτικὴ ἐδῶ δὲν θὰ ταίριαζε οὔτε νοηματικῶς οὔτε γλωσσικῶς (ἰδίως γιὰ μετακαινοδιαθηκικὸ κείμενο). μάλιστα ἡ εὐκτικὴ θὰ ἔδινε καὶ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο νόημα, διότι θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνευθῇ καὶ ὡς εὐχὴ τοῦ ἀνεκπληρώτου, δηλαδὴ μὲ τὸ ἑξῆς νόημα· «μακάρι νὰ μποροῦσε νὰ λάμψῃ τὸ φῶς σου καὶ σὲ μᾶς, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, ἀφοῦ εἴμαστε ἁμαρτωλοί»!
Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἀνεξαρτήτως ἂν ἡ αὐθεντικὴ γραφὴ τοῦ ἀπολυτικίου εἶναι «λάμψον» ἢ «λάμψαι», δηλαδὴ τύπος προστακτικῆς ἢ τύπος ἀπαρεμφάτου,
συντακτικῶς ἔχει ῥόλο προστακτικῆς σὲ κάθε περίπτωσι καὶ ὄχι εὐκτικῆς. τὸ «λάμψαι» δὲν εἶναι εὐκτικὴ ἀλλὰ ἀπαρέμφατο καὶ ἰσοδυναμεῖ πάλι μὲ τὸ «λάμψον».
Τέλος σχετικὰ μὲ τὸ ἂν αὐθεντικώτερη γραφὴ εἶναι τὸ «λάμψον» ἢ «λάμψαι», νομίζω ὅτι εἶναι ἡ πρώτη, διότι τὰ χειρόγραφα καὶ οἱ παλαίτυπες ἐκδόσεις ποὺ ἔχουν «λάμψοι» εἶναι μάρτυρες ὑπὲρ τοῦ «λάμψον». δηλαδὴ θεωρῶ ὅτι ἡ γραφὴ «λάμψοι» προέρχεται ἀπὸ παρανάγνωσι τοῦ τελικοῦ «ν» σὰν «ι». στὰ βυζαντινὰ χειρόγραφα εἶναι εὔκολο νὰ συμβῇ αὐτό, διότι τὸ τελικὸ ν γράφεται μὲ πολλοὺς τρόπους, ἀκόμη καὶ σὰν μία κάθετη γραμμὴ ἢ σὰν μικρὴ ὁριζόντια γραμμούλα, καὶ εἶναι ἕνα γράμμα ποὺ πολὺ συχνὰ παραναγινώσκεται ἢ καὶ παραλείπεται ἀπὸ τοὺς νεωτέρους ἀναγνῶστες καὶ ἐκδότες. οἱ τρεῖς καθηγητὲς ποὺ μὲ δίδαξαν κατὰ καιροὺς στοιχεῖα παλαιογραφίας καὶ κριτικῆς ἐκδόσεως συνιστοῦσαν ἰδιαίτερη προσοχὴ σ᾿ αὐτὸ τὸ τελικὸ «ν», τὰ δὲ λάθη ποὺ ἔχουν προκύψει ἀπὸ τέτοιες παραναγνώσεις σὲ διάφορες ἐκδόσεις (ἀκόμη καὶ δῆθεν κριτικὲς) ἐνίοτε ἐγγίζουν τὰ ὅρια τοῦ ἀνεκδότου. ἐὰν καὶ ἐφόσον λοιπὸν τὸ «λάμψοι» προέρχεται ἀπὸ τὸ «λάμψον», οἱ μαρτυρίες του προστίθενται στὶς μαρτυρίες τοῦ «λάμψον», ὁπότε τὰ περισσότερα χειρόγραφα μαρτυροῦν τὴν γραφὴ
«λάμψον», τὴν ὁποία δέχομαι ὡς αὐθεντική.
* * *
Μέχρι σήμερα ἔχω ἀναφερθῆ μὲ κείμενά μου (εἴτε ἔντυπα εἴτε στὸ διαδίκτυο) σὲ διάφορες παραναγνώσεις χειρογράφων ὅπως οἱ ἑξῆς·
– τὸ «τ``» ὡς «τὰ» ἀντὶ «τὸ»
– τὸ «τ``» ὡς τίποτε (παραλείπεται) ἀντὶ «τὸ»
– τὸ «δ΄» ὡς «τέσσαρα» ἀντὶ «τέταρτον»
– ἡ κατάληξις «κ῀» ὡς «-κὰ» ἀντὶ «-κὸν» [τελικὸ ν καὶ ἐδῶ]
– τὸ «Ι῀» ὡς «Γ» ἀντὶ «ῖ»
– τὸ Λ ὡς Α ἀντὶ Λ
– τὸ «μ» ὡς «κ» ἀντὶ «μ», καὶ σὰν ἀριθμὸς ὡς 20 ἀντὶ 40
– τὸ χειρόγραφο σύμπλεγμα «ευ» ὡς «υ» ἀντὶ «ευ»
– τὸ χειρόγραφο «β» ὡς «υ» ἀντὶ «β»
– τὸ «κ΄΄» ὡς τίποτε (παραλείπεται) ἀντὶ «καὶ»
– τὸ «῞α» ὡς «ἃ» ἀντὶ «ὅσα»
– τὸ χειρόγραφο «α» ὡς «αι» ἀντὶ «α»
– τὸ τελικὸ «ν» ὡς «υ» ἀντὶ «ν» [τελικὸ ν καὶ ἐδῶ]
– τὸ χειρόγραφο «;» ὡς τίποτε (παραλείπεται) ἀντὶ «δὲ»
– τὸ χειρόγραφο «;» ὡς «γὰρ» ἀντὶ «δὲ»
– τὸ «Θ» ὡς «ο» ἀντὶ «θ»
– τὸ «σκ» ὡς «στρ» ἀντὶ «σκ»
– τὸ «εἰ» ὡς «ἤ» ἀντὶ «εἰ»
– τὸ «έν» ὡς «εί» ἀντὶ «έν» [καὶ ἐδῶ τὸ ν ἔγινε ι]
– τὸ τελικὸ «ς» ὡς τίποτε (παραλείπεται) ἀντὶ «ς»
– τὸ «ει» ὡς «ι» ἀντὶ «ει»
– τὸ «οι» ὡς «αι» ἀντὶ «οι»
– τὸ «ω» ὡς «ου» ἀντὶ «ω»
– τὸ «αι» ὡς «οι» ἀντὶ «αι»
– τὸ ΙΩ ὡς ΙC (= ᾿Ιησοῦς) ἀντὶ ΙΩ (= ᾿Ιωάννης)
– τὸ τελικὸ «ν» ὡς «ι» ἀντὶ «ν»
Οἱ περισσότερες ἀπὸ αὐτὲς τὶς παραναγνώσεις ἔχουν ἐπισημανθῆ ἀπὸ ἄλλους πρὸ ἐμοῦ.