ΜΕΛΕΤΗ ΙΣΟΚΡΑΤΗΜΑΤΟΣ
(Διαπιστώσεις)
Ἡ μελέτη τῶν ἰσοκρατημάτων ἀπαιτεῖ καθαρὸ καὶ ξεκούραστο μυαλό, γιὰ νὰ θυμᾶται ὅλα τὰ πιθανὰ ἰσοκρατήματα σὲ μιὰ μουσικὴ φράση πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπιλογή.
Μελετοῦμε τὰ ἰσοκρατήματα σὲ ὅλα τὰ κείμενα τοῦ ἴδιου ἤχου, τοῦ ἴδιου συνθέτη καὶ τοῦ ἴδιου εἴδους (εἱρμολογικό, στιχηραρικό, παπαδικό) καὶ κατόπιν προχωροῦμε σὲ ἄλλον ἦχο ἤ συνθέτη ἤ εἶδος.
Γενικὰ τὸ ἴσο γίνεται στὶς ἄκρες τῶν τετραχόρδων ἤ πενταχόρδων (μὲ ἐξαιρέσεις).
Τὸ ἁρμόνιο δὲν πρέπει νὰ ἠχεῖ δυνατώτερα ἀπὸ τὴ φωνή μας, γιατὶ μᾶς δυσκολεύει.
Τὸ ἴσο ἐπιλέγεται μετὰ ἀπὸ τὴ διάκριση: α) τοῦ ἤχου στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ θέση, καὶ β) τοῦ τετραχόρδου ἤ πενταχόρδου στὸ ὁποῖο κινεῖται.
Πρέπει νὰ ὁρίζεται σαφῶς σὲ ποιὸ χαρακτήρα (ἀπὸ τὸ σύμπλεγμα) ἀναφέρεται ἡ ἀλλαγή.
Προϋπόθεση γιὰ τὴν σωστὴ ἐπιλογὴ τοῦ ἴσου εἶναι σωστὴ ἐκτέλεση τῶν κεντημάτων καὶ τῆς βαρείας.
Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἴσου προτιμᾶται νὰ γίνεται στὴ βαρεία, πεταστή, ψηφιστό καὶ τὸ κλάσμα.
Στὸ ψηφιστὸ συνήθως ἀλλάζει τὸ τετράχορδο, καὶ ἑπομένως καὶ τὸ ἴσο.
Ἡ ἀλλαγὴ γίνεται συνήθως στὴν ἀρχὴ τῆς λέξης ἤ στὸν τόνο ἤ στὴν ἀρχὴ τοῦ θέματος τοῦ ῥήματος (ἤ τῆς τῆς λέξης) ποὺ ἔχει βαρύνουσα σημασία (νοηματικὸ ἴσο), ἤ στὶς ἄσημες συλλαβές, μὲ τὶς ὁποῖες ἴσως ὁ ψάλτης ὑποδείκνυε τὴν ἀλλαγὴ στοὺς βαστακτές.
Κυρίως στὰ εἱρμολογικὰ μέλη, ἐπιτρέπεται νὰ κατέρχεται παροδικὰ τὸ μέλος ἕως καὶ τέσσερεις φωνὲς κάτω τοῦ σταθεροῦ ἴσου.
Ὅταν μιὰ θέση καταλήγει στὸν Δι καὶ ἀκολουθεῖ θέση άγια, τὸ ἰσοκράτημα Δι τοποθετεῖται στὴν κατάληξη τῆς προηγούμενης θέσης καὶ στηρίζει ἐκ τῶν προτέρων τὸν άγια.
Στὸν πλ. β’ ἤχο ὁ Ζω μὲ τονὴ δέχεται ἴσο Δι, ἐκτὸς ἄν ἀνήκει σὲ γραμμὴ τοῦ ἄνω χρωματικοῦ τετραχόρδου, ὁπότε δέχεται Κε.
Στὸν χαρακτῆρα ἴσον συνήθως ἀποφεύγεται ἡ ἀλλαγή.
Ὅταν τὸ μέλος κατέρχεται δὲν ἀνέρχεται τὸ ἴσον καὶ ἀντίστροφα.
Ὅταν πρόκειται νὰ τονισθεῖ μιὰ ἑπόμενη θέση, ἐπιφυλάσσεται (δὲν τίθεται) τὸ ἰσοκράτημά της στὶς προηγούμενες συνήθως ἀσαφεῖς θέσεις, γιὰ τὴν ἐντύπωση.
Ὅταν δὲν μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὶς θέσεις ἤ τὰ τμήματα τῶν θέσεων τῶν ἤχων, ψάλλομε τὸ μέρος ποὺ μᾶς προβληματίζει χωρὶς συνοδεία ἁρμονίου ἐκτελῶντας σωστὰ διαστήματα, σημεῖα ποιότητος, ἕλξεις κ.λ.π., καὶ προσπαθοῦμε νὰ δοῦμε τί μᾶς θυμίζει καὶ τί δὲν μᾶς θυμίζει ἀπὸ τὶς κλασσικὲς θέσεις, καὶ ἀπὸ ποῦ μέχρι ποῦ.
Ὅταν ὑπάρχει δίλημμα, βάζουμε ἕνα σημάδι ὑπενθύμισης, σημειώνουμε τὶς ὑποθέσεις μας, καὶ προχωροῦμε στὸ κείμενο γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε, ἀφοῦ ἔχουμε σχηματίσει ἀντίληψη γιὰ τὸ ποιὲς γραμμὲς μεταχειρίζεται ὁ συνθέτης σὲ κάθε ἦχο.
Ὁρισμένες φορές, γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε, ἀλλάζουμε τὴ βάση, ἤ ψάλλομε μὲ τὴ μύτη – χωρὶς λόγια, γιὰ νὰ ἀναγνωρίσουμε τὸν ἦχο καὶ νὰ συμπεράνουμε τὸ ἴσον.
Παροδικὲς ἀλλαγὲς δὲν ἐνδείκνυνται τόσο πολὺ σὲ κείμενα μὲ σχεδὸν σταθερὸ ἰσοκράτημα.
Μιὰ ἀλλαγὴ μπορεῖ νὰ τεθεῖ-ἤ νὰ ἀποφευγθεῖ-γιὰ νὰ ἔρθει, ἤ γιὰ νὰ τονισθεῖ ἡ ἑπόμενη.
Ὅταν δὲν βρίσκουμε τὸ σημεῖο τῆς ἀλλαγῆς, ἴσως ἔχουμε λάθος στὴν προηγούμενη ἀλλαγή.
Γιὰ νὰ βροῦμε τὸ σημεῖο τῆς ἀλλαγῆς, ἀρχίζουμε νὰ ψάλλουμε (ἴσως πολύ) πρὶν τὸ πιθανὸ σημεῖο.
Πρέπει ὁ μελετητὴς νὰ διακρίνει ἀπὸ ποῦ ἀκριβῶς ἀρχίζει νὰ κατεβαίνει τὸ μέλος γιὰ τὴν ἑπόμενη μαρτυρία, καὶ ἐκεῖ νὰ βάζει τὴν ἀλλαγή.
Ὁ μελετητὴς ὀφείλει νὰ διακρίνει καὶ νὰ λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν του τὸ ἦθος τοῦ μέλους, ὅπως ἡ εἰρωνεία (Ἀναστασιματάριον ἐκδ. 1820 σ. 129 στ. 7 καὶ Δοξαστάριον ἐκδ. Βουκουρεστίου 1820 σ. 220 στ. 2-4) καὶ ὁ θαυμασμός (Δοξαστάριον ἐκδ. 1820 σ. 351 στ. 1).
Δὲν πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζουν φθόγγοι ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸ μέλος διέρχεται ἔχοντας ἄλλον προορισμό (δημιουργία θέσης ἤχου ἤ κατάληξη).
Ἐπίσης πρέπει νὰ διακρίνουμε τὶς μεγάλες περιστροφές (ὅπου δὲν χρειάζεται ἀλλαγὴ τοῦ ἰσοκρατήματος), ἀπὸ τὶς παροδικὲς ἀλλαγὲς ἤχου (καὶ ἴσου).
Συχνὰ μία θέση ἀναπτύσσεται σὲ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ φυσιολογικό της τετράχορδο ἤ πεντάχορδο, ὁπότε καὶ τὸ ἴσο θὰ ἀκολουθήσει τὴν πραγματικὴ βάση (π.χ. Δοξολογία Νέου Χρυσάφου, ἤχου πλ. δ’, ἀσματικόν, λέξη «ἡμᾶς»: πρῶτος ἐκ τοῦ κάτω Κε).
Οἱ ἀλλαγὲς πρέπει νὰ διευκολύνουν τὴν κατανόηση τοῦ ὕμνου ἀπὸ τοὺς πιστούς, καί, εἰ δυνατόν, νὰ ἀκολουθοῦν τὶς ἀντίστοιχες νοηματικὲς ἀλλαγές.