Ππάθη: 1 δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ποὺ ὅταν λειτουργοῦν κατὰ Χριστόν, συντελοῦν στὸν ἁγιασμὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὀνομάζονται ἀρετές, ἐνῷ ὅταν λειτουργοῦν μὲ λάθος τρόπον, ἀπομακρύνουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν Χριστόν, ἐπιφέρουν ψυχικὸν θάνατον καὶ ὀνομάζονται κυρίως πάθη ἢ κακίες. τέτοια πάθη εἶναι ὁ ἐγωισμός, ἡ κενοδοξία, ὁ θυμός, ἡ γαστριμαργία, ἡ κατάκρισις, ἡ πορνεία, ἡ ῥαθυμία, τὸ ψεῦδος, ἡ ἀκηδία, ἡ ἀνυπακοὴ καὶ ἄλλα. σκοπὸς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι νὰ διώξῃ τὰ πάθη ἀπὸ τὴν καρδιά του ἢ ἀκριβέστερα νὰ μεταμορφώσῃ τὰ πάθη σὲ ἀρετές. 2 τὰ παθήματα, αὐτὰ ποὺ πάσχει κάποιος. 3
«πάθη τοῦ Χριστοῦ»: οἱ ἀδικίες, οἱ κακουχίες, τὰ βασανιστήρια καὶ ὅλοι οἱ ἐξευτελισμοὶ καὶ οἱ ταπεινώσεις ποὺ ὑπέστη ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἔνσαρκη παρουσία του στὴν γῆ, καὶ κυρίως ὅσα ὑπέστη ἀπὸ τὴν ὦρα τοῦ μυστικοῦ δείπνου ἕως τὴν σταύρωσι καὶ τὴν ταφή του. τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ ὀνομάζονται ἐπίσης καὶ μὲ τὴν περιληπτικὴ ὀνομασία
«πάθος ἀπαθές», διότι κατὰ τὴν θεία φύσι ὁ Κύριος εἶναι ἀπαθής. 3
«παθῶν ἑβδομάδα»: ἡ ἁγία καὶ μεγάλη ἑβδομάς. 4
«ἅγια πάθη»: ὁ ὄρθρος τῆς μεγάλης Παρασκευῆς (ποὺ σήμερα τελεῖται συνήθως τὸ βράδυ τῆς μεγάλης Πέμπτης), ὅπου διαβάζονται τὰ δώδεκα (παλαιότερα ἕντεκα) εὐαγγέλια, ποὺ ἐξιστοροῦν ὅσα ἔπαθε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ μυστικοῦ δείπνου ἕως τὴν σταύρωσι καὶ τὴν ταφή του.
παλαιὰ διαθήκη: 1 ἡ συμφωνία ποὺ ἔγινε μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ περιουσίου λαοῦ του ᾿Ισραήλ. 2 συλλογὴ ἱερῶν καὶ θεόπνευστων βιβλίων ποὺ ἀναφέρονται στὴν συμφωνία μεταξὺ Θεοῦ καὶ τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (βλέπε ἐδῶ
viewtopic.php?f=40&t=344) ἐγράφησαν στοὺς πρὸ Χριστοῦ χρόνους καὶ ἀποτελοῦν τμῆμα τῶν ἁγίων γραφῶν.
παραδελφοί: μοναχοὶ ποὺ ἔχουν λάβει τὴν κουρὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο γέροντα.
πνευματικός: ὁ ἐξομολόγος· ὀνομάζεται ἐπίσης πνευματικὸς πατήρ, πνευματικὸς ὁδηγός, γέροντας. στὸν ῞Αγιον ῎Ορος ἄλλος εἶναι ὁ ἐξομολόγος ποὺ ἐπιτελεῖ μόνον τὸ μυστήριον τῆς ἐξομολογήσεως καὶ ἄλλος ὁ πνευματικὸς ὁδηγὸς ἑνὸς μοναχοῦ ποὺ δέχεται καθημερινῶς τοὺς λογισμούς του καὶ τὸν χειραγωγεῖ στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα.
πρᾶξις: ὁ πρακτικὸς βίος.
πρακτικὸς βίος: ἡ ἁπλοϊκώτερη καὶ σωματικώτερη ἀσκητικὴ ζωή, χωρὶς ὑψηλὲς μυστικὲς καὶ θεωρητικὲς ἐνασχολήσεις.
προηγούμενος: μοναχὸς ποὺ διετέλεσε γιὰ ἕνα διάστημα ἡγούμενος.
προϊστάμενος: μοναχὸς ποὺ μετέχει στὴν διοίκησι τῆς μονῆς.
πρωτοκανονικά: ὁμάδα 39 βιβλίων ποὺ ἀναγνωρίζονται ὡς κύρια καὶ γνήσια τῆς παλαιᾶς διαθήκης ἀπὸ ᾿Ιουδαίους καὶ διαμαρτυρομένους (περισσότερα βλέπε ἐδῶ
viewtopic.php?f=40&t=344).