από MTheodorakis » Πέμ 27 Ιούλ 2017, 11:14:31
Τὰ σημειώματα ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι φράσεις ποὺ μοῦ ἤρθαν καὶ τὶς εἶπα στὸν ἑαυτό μου ἤ σὲ φίλους μὲ ἀφορμή, κυρίως, τὴν μοναξιὰ καὶ τὶς ἐπιπτώσεις της.
Τίποτα δὲν συγκρίνεται μὲ τὸ εὐλογημένο.
Προτιμότερο τὸ μυστήριο ἀπὸ τὴ λογική (6-2002).
Ἡ καθαρότητα δὲν εἶναι τίποτα ὅταν δὲν τῆς «δίνει» τὸ φῶς.
Ἐφ’ ὅσον θύεται μὲ τὴν συγκατάθεσή μας ὁ παντοκράτορας, δὲν ὑπάρχει πρόβλημα.
Ἀφοῦ φοβᾶσαι (ἀγχώνεσαι), δὲν ἀγαπᾶς (τέλεια· Α’ Ἰω. δ’, 18), ἄρα δὲν πιστεύεις (ἐνῶ λὲς ὅτι πιστεύω). «καὶ ἐὰν μὴ πιστεύσητε οὐδὲ μὴ συνιῆτε» (Ἡσ. ζ’, 9).
«Καλύτερα μαζί σου», Θεέ μου, «καὶ τρελλός, παρὰ μονάχος μου καὶ λογικός» (Στράτος Διονυσίου).
Ταπείνωση εἶναι νὰ πάρεις ἕνα κουτὶ Batonettes γιὰ τὰ αὐτιά, ἀλλὰ νὰ εἰσέρχονται στὸν ἀκουστικὸ πόρο.
Θέλεις νὰ πατώνεις στὴ θάλασσα ἤ νὰ μὴν πατώνεις; -Νὰ μὴν πατώνω. -Ἔ, τότε προχῶρα.
Ὅταν μετανοῶ ἀνακουφίζεται ὁ σύντροφός μου, ποὺ κάθε κηλίδα μου τὸν βασανίζει.
Σιδηρὰ ἡ κάμινος καὶ φοβερὰ ἡ ἔρημος, οὐχ ἦττον δὲ ὁ στῦλος πρόεισι, ἡ δὲ νεφέλη αὐτοῦ ἕπεται.
Ὁ περιφρονημένος ἄνθρωπος ἔχει ἕνα λουλούδι ἀνάμεσα στὰ μάτια του κι αὐτὸ εἶναι ὁ ρλ’ ψαλμός.
Τὸ ψητὸ στὸ φοῦρνο δὲν σβήνει μόνο του τὸν φοῦρνο, ἄλλος τὸν σβήνει. Ὅταν δεῖς καὶ σβήσει τὸ φῶς τοῦ φούρνου, τότε πρέπει νά‘χει σβήσει κι ἡ ἀντίσταση.
Ὁ Χριστὸς καὶ ὁ ἁμαρτωλός (τὸ πένθος) εἶναι σετάκι. Εἶναι τὸ ρουλεμὰν τῆς ψυχῆς. Οἱ μπίλιες εἶναι τὸ πένθος, ἡ μνήμη τῶν ἁμαρτημάτων καὶ ἡ ταπείνωση, καὶ ὁ ἄλλος μηχανισμὸς εἶναι ὁ Χριστὸς καλούμενος (εὐχή)· καὶ πάει καὶ φεύγει!
Τὸ στερεοφωνικὸ ἀποδίδει, καὶ ἀποδίδει πολύ, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐνδιαφέρει αὐτό· αὐτὸ σκέφτεται τὴν πρίζα. Ὅταν ἀποδίδεις ἑκατονταπλασίονα, τότε εἶσαι ἑνωμένος μὲ τὴν πρίζα.
Τὸ τυπικὸ εἶναι ἔνθεο πρόγραμμα καὶ ἔνθεη σταθερότητα.
Ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν γογγυσμὸ εἶναι μιὰ ὑπόγεια διάβαση· τὰ πρῶτα σκαλάκια εἶναι τὸ πένθος, ἡ πλατεῖα κάτω ἀπ’ τὴν Ὁμόνοια εἶναι ἡ ταπείνωση καὶ τὰ δεύτερα σκαλιά, τῆς Γ’ Σεπτεμβρίου, εἶναι ἡ εἰρήνη.
...-Ναὶ, ἀλλὰ κι ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σ’ ἀνεχτῶ ἑαυτέ μου οὔτε ἕνα λεπτὸ νὰ μὴν ἔχεις τὴν ἀγάπη. Εἶσαι ἀπαίσιος!
Ὅποιος μάθει τὴν ὑπομονὴ δὲν τὴν ἀφήνει εὔκολα. Σοῦ λέει· -Καλὰ εἶσαι; Αὐτὴ εἶναι τουριστικὸ μαγαζί!
Νερὸ πολύ περνάει πάνω ἀπ’ τὸ χαλὶ καὶ τὸ χαλὶ βγάζει μούχλα. Νὰ γίνεις πλαστικὸ χαλάκι (τῆς μπανιέρας) χωρὶς τρῦπες. Αὐτὸ δὲν πιάνει οὔτε μούχλα, οὔτε μύκητες.
Ἡ ταπείνωση ἀγαπιέται ἀπό τὸ ἄρωμά της!
«τὰ κρυπτὰ Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, τὰ δὲ φανερὰ ἡμῖν καὶ τοῖς τέκνοις ἡμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, ποιεῖν πάντα τὰ ρήματα τοῦ νόμου τούτου» (Δτ. κθ’ 28). Ὁ Θεός (ὁ καπετάνιος) εἶναι στὸ τιμόνι· ἐμεῖς εἴμαστε στὸ γκαράζ.
Ἀφοῦ τελικὰ Αὐτὸς θὰ μᾶς μείνει καὶ τὸ ξέρει αὐτό, γιατί νὰ μὴν τὸν ἀγαπήσομε καὶ γιατί νὰ μὴν χαιρόμαστε νὰ ὑποφέρομε γι’ αὐτόν;
Ἡ ἐπιμέλεια τῆς συνειδήσεως ἀπὸ νεότητος σὲ βάζει σὲ μιὰ πιρόγα, ποὺ σὲ ὁδηγεῖ στὴν τιμὴ καὶ στὴν λαμπρότητα (10-2-2004).
Ἡ ταπείνωση δὲν ἔχει αὐτιὰ ν’ ἀκούσει τὸν φθόνο.
Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωδιακό. Βγαίνεις ἀπ’ τὸ λιμάνι, εἶναι φανταστικά! Μόλις περάσεις τὸ φάρο ἀνοίγεις καὶ γίνεται χαμός! Δὲν βλέπεις τίποτα, οὔτε θάλασσα, μόνο οὐρανό! οὔτε θηρία, οὔτε φώκιες.
Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς αὐτόματος, δὲν εἶναι στὰ χέρια μας ὁ Θεός, ἐμεῖς εἴμαστε στὰ χέρια του.
Κάθε καλοκαίρι ποὺ κρατιέσαι εἶναι μία λάμπα στὸ πολύφωτο. Ἄλλο ἔχει τρεῖς, ἄλλο ἔχει πέντε, ἑφτά, ἄλλο ἔχει δώδεκα λάμπες· δὲν ἔχει ἀνάψει ὅμως ἀκόμα, γιατὶ δὲν ἔχει μπεῖ κανεὶς στὸ δωμάτιο.
Ὅσο δὲν ἀγαπᾶς τὸν Θεὸν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, τόσο ταλαιπωρεῖσαι ἀπὸ τὶς ἄλλες ἀγάπες.
Ὁ προβληματικός - ὁ τὸ ἕν τάλαντον εἰληφώς – κατακρίνεται, γιατὶ ἀμέλησε τὴν μικρὴ ἐργασία.
Ἡ μεγάλη καλωδιωτὴ γέφυρα τοῦ Ρίου - Ἀντιρρίου εἶναι ἡ ὑψοποιὸς ταπείνωση καὶ ἡ ζωὴ τῆς ἀπαθείας, ποὺ ὑπερβαίνει διαρκῶς τὸν κλύδωνα τῆς ἁμαρτίας, στὸν ὁποῖον κινοῦνται τὰ φέρρυ-μπώτς (6-8-2004).
Οὕτως ἤ ἄλλως τὸ Νοέμβριο θὰ βάλλομε πάλι πετρέλαιο.
Τὸ τελεφερὶκ τῆς Μεταμόρφωσης εἶναι ἡ ταπείνωση.
Ὁ Κύριος εἶπε: Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμὲ οὗ εἵνεκεν ἀπέσταλκέ με ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρύξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν. Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ἡμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. διότι Κύριος λύει πεπεδημένους.
Κάθε σωματικὴ ἀπώλεια ὑπερνικᾶται στὴ σωματικὴ ἀπώλεια τοῦ Χριστοῦ, στὴ «Ζωὴ ἐν τάφῳ», στὸ ««Ἡ Ζωὴ πῶς θνήσκεις;», στὸ «Μεγαλύνομέν σε», στὴ σιγή, στὸν «ὕπνον τὸν φυσίζωον», στὴν ἀποκαραδοκία καὶ στὸ ὕφος τῆς ἡμέρας τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ποὺ δὲν ἔχει καϋμό.
Τὸ Μεγάλο Σάββατο τὸ ἐγκαταλίπομε, ἐνῶ πρέπει νὰ τὸ ἐπιφυλάσσομε γιὰ τὴν καθημερινότητα, ἡ ὁποία περισσότερο σ’ αὐτὸ ἀναφέρεται. Τὸ Μεγάλο Σάββατο δὲν ἔχει καϋμό, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς εἶναι τάβλα! καὶ τοῦ ψάλλομε «Μεγαλύνομέν σε» Χριστὲ πεθαμένε, χαμένε, ὅσο χάσαμε τὶς ψυχές μας γιὰ νὰ τὶς βροῦμε (εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, ἰδοῦ ζῶμεν).
Τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ εἶναι δρᾶμα, ἀλλὰ τὸ πρόσωπό του θαῦμα!
Ἡ ἀπόλαυση - ὁ μυστικὸς δεῖπνος - εἶναι στὸ ὑπερῶον. Ἄρα στὸ ἰσόγειο δὲν ὑπάρχει ἀπόλαυση.
Ἡ θέληση ἔχει δύο πόρτες. Ἡ μία εἶναι ἡ κυρία εἴσοδος καὶ ἡ ἄλλη ἡ πόρτα τῆς κουζίνας.
«Ἡ ἀγάπη γλυκυτέρα τῆς ζωῆς» (Ἀββᾶς Ἰσαάκ Λόγος λη’), ἡ ταπείνωσις γλυκυτέρα τῆς λογικῆς.
Ἡ προσευχή μου εἶναι• Μνήσθητι Κύριε ὡς ἀγαθὸς τοῦ δούλου σου καὶ εἴ τι ἐν βίῳ ἥμαρτον συγχώρησον• οὐδεὶς γὰρ ἀναμάρτητος, εἰμὴ σὺ ὁ δυνάμενος καὶ τοῖς μεταστᾶσι δοῦναι τήν ἀνάπαυσιν. Δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτα ὁ δοῦλος σου, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Ἐπίβλεψον ἐπ' ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με. Νεοποιεῖς τοὺς γηγενεῖς! (2-5-2016)
Μὴν κολλᾶς στὸν πειρασμό, κόλλα στὸ Χριστό. «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δὲ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου» (Ψ. ξβ' 9).