Σελίδα 1 από 1

Σωσάννα (μετάφρασις)

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: Τρί 07 Ιούλ 2009, 14:04:16
από Dionysios
Σωσάννα

1 ῾Υπῆρχε ἕνας ἄντρας, κάτοικος τῆς Βαβυλῶνος, ὁ ὁποῖος ὠνομαζόταν ᾿Ιωακίμ. 2 αὐτὸς πῆρε γιὰ σύζυγο του μία γυναῖκα, ἡ ὁποία ὠνομαζόταν Σωσάννα καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Χελκίου. αὐτὴ ἦταν ὡραιότατη καὶ πολὺ εὐσεβὴς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. 3 καὶ οἱ γονεῖς της ἐπίσης ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι καὶ δίδαξαν καὶ μόρφωσαν τὴν θυγατέρα τους σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Μωυσῆ. 4 ὁ ᾿Ιωακὶμ ἦταν πολὺ πλούσιος καὶ εἶχε κοντὰ στὸ σπίτι του ἕναν ὡραῖο δεντροφυτεμένο κῆπο. στὸ σπίτι τοῦ ᾿Ιωακὶμ συγκεντρώνονταν τακτικὰ οἱ ᾿Ιουδαῖοι, διότι αὐτὸς ἦταν ὁ ἐπισημότερος μεταξὺ ὅλων τῶν ἐκεῖ ἐγκατεστημένων ᾿Ιουδαίων. 5 κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἀναδείχτηκαν ὡς δικαστὲς τοῦ λαοῦ δύο ᾿Ιουδαῖοι στὴν ἡλικία πρεσβύτεροι. γιὰ κάτι τέτοιους τύπους εἶχε πεῖ κάπου ὁ Κύριος· ἡ παρανομία βγῆκε ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα, ἀπὸ γέροντες δικαστές, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνταν καὶ ἐμφανίζονταν σὰν κυβερνῆτες τοῦ λαοῦ. 6 αὐτοὶ ἔρχονταν συχνότερα καὶ ἔμεναν γιὰ μεγαλύτερο χρόνο στὴν οἰκία τοῦ ᾿Ιωακίμ. καὶ σ᾿ αὐτοὺς ἔρχονταν καὶ ὅλοι οἱ ᾿Ιουδαῖοι, ὅσοι εἶχαν μεταξύ τους διαφορές. 7 κατὰ τὸ μεσημέρι, ὅταν οἱ ἐπισκέπτες ἔφευγαν, ἡ Σωσάννα ἔκανε τὸν περίπατό της στὸν κῆπο τοῦ ἄντρα της. 8 οἱ δύο αὐτοὶ προχωρημένης ἡλικίας δικαστὲς τὴν ἔβλεπαν κάθε μέρα, ὅταν αὐτὴ ἔμπαινε στὸν κῆπο καὶ περπατοῦσε. καὶ κυριεύτηκαν ἀπὸ πονηρὴ σαρκικὴ ἐπιθυμία γι' αὐτήν. 9 ὁ νοῦς τους διεστράφη καὶ σκοτίστηκε καὶ δὲν θέλησαν νὰ σηκώσουν τὰ βλέμματά τους πρὸς τὸν οὐρανό, πρὸς τὸν δίκαιο καὶ παντεπόπτη Θεό, οὔτε νὰ θυμηθοῦν τὶς δίκαιες ἐντολὲς καὶ κρίσεις τοῦ Θεοῦ. 10 εἶχαν καὶ οἱ δύο πληγωθῆ ἀπὸ τὸ σαρκικὸ πάθος τους γι᾿ αὐτήν. καὶ δὲν ἀνακοίνωσαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὸν ἐσωτερικό τους πόνο ἀπὸ τὴν σφοδρότητα τοῦ σαρκικοῦ πάθους, 11 διότι ντρέπονταν νὰ καταστήσει ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλο γνωστὴ τὴν ἐπιθυμία τους, ὅτι δηλαδὴ εἶχαν πόθο νὰ ἔρθουν σὲ σαρκικὴ συνάφεια μὲ ἐκείνη. 12 καὶ μὲ ἐπιμονὴ ἐκμεταλλεύονταν κάθε εὐκαιρία, γιὰ νὰ τὴν παρακολουθοῦν καὶ νὰ τὴν βλέπουν καθημερινά. 13 κάποιο μεσημέρι, ὅταν ὅλοι εἶχαν ἀποχωρήσει, εἶπε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· «Ἂς πᾶμε πιὰ στὸ σπίτι μας, διότι τώρα εἶναι ὥρα τοῦ γεύματος». βγῆκαν ἀπὸ τὸν κῆπο καὶ χωρίστηκαν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο. 14 ὅμως ὁ καθένας χωριστὰ ἐπέστρεψε στὸν κῆπο τοῦ ᾿Ιωακίμ, ὁπότε συναντήθηκαν, χωρὶς νὰ τὸ θέλουν, καὶ ρώτησαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο γιὰ ποιό λόγο ἐπέστρεψαν. ὡμολόγησαν καὶ οἱ δύο τὴν ἐπιθυμία τους. τότε συμφώνησαν μεταξύ τους καὶ προσδιώόρισαν πότε θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν βροῦν μόνη.

15 Συνέβη καὶ ἐνῷ αὐτοὶ περίμεναν νὰ βροῦν τὴν κατάλληλη ἡμέρα, ἡ Σωσάννα, ὅπως συνήθιζε καὶ τὶς ἄλλες ἡμέρες, μπῆκε στὸν κῆπο, συνοδευόμενη ἀπὸ δύο μόνο μικρὲς ὑπηρέτριες χωρὶς κανέναν ἄλλο, γιὰ νὰ λουστῇ στὸν κῆπο, διότι ἔκανε ζέστη. 16 ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχε κανένας ἄλλος πλὴν τῶν δύο πρεσβυτέρων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν κρυμμένοι καὶ παρατηροῦσαν ἐμπαθῶς τὴν Σωσάννα. 17 ἡ Σωσάννα εἶπε στὶς δύο ὑπηρέτριές της· «Φέρτέ μου ἀρωματικὸ ἔλαιο καὶ τὰ ἄλλα εἴδη καθαριότητος, καὶ κλεῖστε τὶς θύρες τοῦ κήπου, γιὰ νὰ λουστῶ». 18 τὰ κορίτσια ἐκεῖνα ἔκαμαν ὅπως τοὺς εἶπε ἡ Σωσάννα. ἔπειτα βγῆκαν ἀπὸ τὶς πλάγιες θύρες τοῦ κήπου, γιὰ νὰ φέρουν ἐκεῖνα ποὺ ἡ κυρία τους τὶς εἶχε διατάξει. καὶ δὲν εἶδαν τοὺς πρεσβυτέρους, διότι ἐκεῖνοι ἦσαν κρυμμένοι. 19 ὅταν λοιπὸν ἔφυγαν τὰ δύο κορίτσια, σηκώθηκαν οἱ δύο αὐτοὶ πρεσβύτεροι καὶ ἔτρεξαν πρὸς τὴν Σωσάννα 20 καὶ εἶπαν· «᾿Ιδοὺ οἱ θύρες τοῦ κήπου εἶναι κλειστές, καὶ κανεὶς δὲν μᾶς βλέπει. ἐπιθυμοῦμε νὰ ἑνωθοῦμε σαρκικῶς μαζί σου. λοιπὸν χωρὶς καμμία ἀντίστασι ἑνώσου μαζί μας. 21 ἐὰν τυχὸν δὲν ὑποχωρήσῃς στὴν πρότασί μας, θὰ καταθέσουμε μαρτυρία ἐναντίον σου, ὅτι κάποιος νέος ἦταν μαζί σου καὶ γι' αὐτὸν τὸν λόγο ἀπομάκρυνες ἀπὸ κοντά σου τὰ δύο κορίτσια». 22 ἡ Σωσσάνα ἀναστέναξε καὶ εἶπε· «᾿Απὸ παντοῦ ὑπάρχει στενοχώρια. βρίσκομαι σὲ ἀδιέξοδο, διότι ἐὰν ὑποχωρήσω καὶ πράξω αὐτὸ ποὺ μοῦ προτείνετε, μὲ περιμένει ὁ θάνατος ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία. ἐὰν ἀρνηθῶ νὰ πράξω τὸ πονηρό, δὲν θὰ γλιτώσω ἀπὸ τὰ χέρια σας. 23 ὅμως εἶναι προτιμότερο γιὰ μένα νὰ μὴν ἁμαρτήσω καὶ νὰ πέσω στὰ χέρια σας, παρὰ νὰ ἁμαρτήσω ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». 24 ἀμέσως ἡ Σωσάννα φώναξε μὲ μεγάλη κραυγή. φώναξαν ταυτοχρόνως καὶ οἱ δύο πρεσβύτεροι, ποὺ βρίσκονταν κοντά της. 25 ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἔτρεξε καὶ ἄνοιξε τὶς θύρες τοῦ κήπου. 26 ὅταν οἱ ὑπηρέτες τῆς οἰκίας τοῦ ᾿Ιωακὶμ ἄκουσαν τὶς κραυγὲς στὸν κῆπο, ἔτρεξαν ἀπὸ τὴν πλαϊνὴ πόρτα τοῦ κήπου, γιὰ νὰ δοῦν τί εἶχε συμβῆ στὴν Σωσάννα. 27 ὅταν οἱ δύο ἐκεῖνοι πρεσβύτεροι εἶπαν τὶς ψευδολογίες τους ἐναντίον τῆς Σωσάννας, καταντροπιάστηκαν οἱ ὑπηρέτες, διότι ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶχε λεχθῆ τέτοιος πονηρὸς λόγος γιὰ τὴν Σωσάννα.

28 Τὴν ἄλλη ἡμέρα ὁ λαὸς τῶν ᾿Ιουδαίων συγκεντρώθηκε στὸ σπίτι τοῦ συζύγου τῆς Σωσάννας, τοῦ ᾿Ιωακίμ. ᾿Εκεῖ ἦρθαν καὶ οἱ δύο πρεσβύτεροι μὲ σταθερὴ τὴν ἀπόφαση τῆς παρανομίας στὸν σκοτισμένο νοῦ τους ἐναντίον τῆς Σωσάννας, γιὰ νὰ τὴν καταδικάσουν σὲ θάνατο. Αὐτοὶ λοιπὸν εἶπαν ἐνώπιον ὅλου τοῦ λαοῦ: 29 «Στεῖλτε κάποιον καὶ φέρτε ἐδῶ τὴν Σωσάννα, τὴν θυγατέρα τοῦ Χελκίου, ἡ ὁποία εἶναι σύζυγος τοῦ ᾿Ιωακίμ». ἐκεῖνοι πράγματι ἀπέστειλαν κάποιους. 30 καὶ ἦρθε ἡ Σωσάννα μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς της, τὰ τέκνα της καὶ ὅλους τοὺς συγγενεῖς της. 31 ἡ Σωσάννα ἦταν τρυφερώτατη καὶ ὡραιότατη στὴν ὄψι. 32 ἐπειδὴ δὲ ἡ Σωσσάνα ἦταν σκεπασμένη μὲ πέπλο, οἱ παράνομοι ἐκεῖνοι δικαστὲς διέταξαν νὰ ἀφαιρέσουν τὴν καλύπτρα τῆς κεφαλῆς της, γιὰ νὰ χορτάσουν βλέποντας ἐμπαθῶς τὴν ὀμορφιά της. 33 οἱ συγγενεῖς της καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν εἶχαν γνωρίσει ἔκλαιαν. 34 σηκώθηκαν τότε οἱ δύο πρεσβύτεροι στὸ μέσο τοῦ συγκεντρωμένου λαοῦ καὶ ἔβαλαν τὰ χέρια τους ἐπάνω στὸ κεφάλι τῆς Σωσάννας. 35 ἐκείνη κλαίγοντας ὕψωσε τὰ βλέμματά της στὸν οὐρανό, διότι ἡ καρδιά της εἶχε ἀπόλυτη πεποίθηση στὸν Κύριο. 36 οἱ δύο πρεσβύτεροι εἶπαν· «Τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ἐμεῖς περπατούσαμε μόνοι στὸν κῆπο, μπῆκε αὐτὴ ἡ γυναῖκα μαζὶ μὲ δύο ὑπηρέτριες, ἔκλεισε τὶς θύρες τοῦ κήπου, καὶ ἔδιωξε τὶς ὑπηρέτριές της. 37 τότε ἦρθε κοντά της ἕνας νεαρὸς ποὺ ἦταν κάπου ἐκεῖ κρυμμένος, καὶ ἔπεσε μαζί της γιὰ τὴν ἁμαρτία. 38 ἐμεῖς ἤμαστε σὲ μία γωνία τοῦ κήπου, εἴδαμε τὴν παρανομία αὐτὴ καὶ τρέξαμε πρὸς αὐτούς. Καὶ ἐνῷ τοὺς εἴδαμε νὰ ἁμαρτάνουν, 39 ἐκεῖνον τὸν νεαρὸ ἄντρα δὲν μπορέσαμε νὰ τὸν συλλάβουμε, διότι ἦταν δυνατώτερος ἀπὸ ἐμᾶς, ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ πήδησε ἔξω ἀπὸ τὸν κῆπο. 40 συλλάβαμε ὅμως αὐτὴν καὶ τὴν ρωτούσαμε: ποιός ἦταν ὁ νεαρὸς ἐκεῖνος; 41 ἀλλὰ αὐτὴ δὲν θέλησε νὰ μᾶς τὸν φανερώσῃ. αὐτὲς τὶς μαρτυρίες καταθέτουμε ἐνώπιόν σας». ὅλος ὁ συγκεντρωμένος ἐκεῖ λαὸς πίστεψε στὴν μαρτυρία τους, διότι ἦσαν μεγαλείτεροι στὴν ἡλικία καὶ δικαστὲς στὸ ἀξίωμα. ἔτσι ὅλοι καταδίκασαν τὴν Σωσάννα σὲ θάνατο. 42 ἡ Σωσάννα φώναξε τότε μὲ μεγάλη φωνὴ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶπε: «᾿Εσὺ ὁ αἰώνιος Θεός, ὁ ὁποῖος γνωρίζεις τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων, γνωρίζεις τὰ πάντα καὶ πρὶν ἀκόμη γίνουν, 43 ἐσὺ γνωρίζεις πολὺ καλά, ὅτι ψέματα εἶναι ὅλα ὅσα κατέθεσαν ἐναντίον μου. καὶ τώρα ἐξ αἰτίας τῆς ψευδομαρτυρίας τους καταδικάστηκα σὲ θάνατο. πεθαίνω χωρὶς νὰ ἔχω πράξει τίποτε ἀπὸ ὅσα αὐτοὶ μὲ τὴν πονηριά τους μηχανορράφησαν ἐναντίον μου».

44 ῾Ο Κύριος ἄκουσε τὴν φωνὴ τῆς προσευχῆς της. 45 καὶ ἐκείνη τὴν ὥρα, ἐνῷ τὴν ὡδηγοῦσαν στὴν θανατικὴ ἐκτέλεσι, ὁ Θεὸς παρακίνησε καὶ φώτισε τὴν ἁγία ψυχὴ ἑνὸς νεαροῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὠνομαζόταν Δανιήλ. 46 καὶ αὐτὸς μὲ μεγάλη φωνὴ φώναξε καὶ εἶπε· «᾿Αθῷος εἷμαι ἐγὼ ἀπὸ τὴν εὐθύνη γιὰ τὸ αἷμα αὐτῆς τῆς γυναίκας ποὺ ἄδικα πρόκειται νὰ χαθῇ». 47 ὅλος ὁ λαὸς στράφηκε πρὸς τὸν Δανιὴλ καὶ τοῦ εἶπαν· «Τί σημαίνει αὐτὸς ὁ λόγος ποὺ εἶπες;» 48 ὁ Δανιὴλ στάθηκε ἀνάμεσά τους καὶ εἶπε· «Τόσο ἀνότητοι εἷστε, ᾿Ισραηλῖτες; χωρὶς νὰ ἐρευνήσετε τὴν ὑπόθεση, χωρὶς νὰ γνωρίζετε τίποτε τὸ σαφὲς καὶ συγκεκριμένο, καταδικάσατε μία ᾿Ισραηλίτισσα σὲ θάνατο; 49 ἐπιστρέψτε στὸ δικαστήριο, διότι αὐτοὶ οἱ πρεσβύτεροι κατέθεσαν ψευδεῖς μαρτυρίες ἐναντίον της». 50 ὅλος ὁ λαὸς ἐπέστρεψε βιαστικὰ στὸ δικαστήριο. οἱ πρεσβύτεροι μὲ προφανῆ κατάπληξι ἀλλὰ καὶ εἰρωνεία εἶπαν στὸν Δανιήλ· «Ἔλα λοιπὸν κάτσε ἀνάμεσά μας καὶ πές μας τί ἐννοεῖς, διότι φαίνεται ὅτι σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς τὸ δικαίωμα τοῦ πρεσβυτέρου, δηλαδὴ νὰ δικάζῃς»! 51 ῾Ο Δανιὴλ εἶπε στὸν λαό· «Χωρίστε τὸν ἕνα μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, καὶ ἐγὼ θὰ τοὺς ἀνακρίνω χωριστά». 52 ὅταν χώρισαν τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλο, κάλεσε τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο ὁ Δανιὴλ καὶ τοῦ εἶπε· «᾿Εσὺ ποὺ γέρασες μέσα στὸ καθημερινὸ κακὸ, τώρα ἦρθε ἡ ὥρα νὰ πληρώσῃς τὶς παλιές σου ἁμαρτίες, 53 διότι ἐξέδιδες ἄδικες ἀποφάσεις, καὶ τοὺς μὲν ἀθώους κατεδίκαζες, τοὺς δὲ ἐνόχους τοὺς ἄφηνες ἐλεύθερους, ἐνῷ ὁ Κύριος λέει: Δὲν θὰ καταδικάσῃς σὲ θάνατο τὸν ἀθῶο καὶ ἐνάρετο ἄνθρωπο. 54 ἐὰν πράγματι εἶδες τὴν γυναῖκα αὐτὴ νὰ ἁμαρτάνῃ, πές μας τώρα, κάτω ἀπὸ ποιό δένδρο τοὺς εἶδες νὰ διαπράττουν τὴν ἁμαρτία;» ἐκεῖνος ἀπάντησε· «κάτω ἀπὸ ἕναν σχῖνο». 55 ὁ Δανιὴλ τοῦ εἶπε· «᾿Αδιάντροπα ψεύδεσαι εἰς βάρος ὅμως τοῦ κεφαλιοῦ σου. διότι ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἔλαβε ἤδη ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σὲ σχίσῃ στὴ μέση». 56 ἀφοῦ τὸν ἀπομάκρυνε, διέταξε νὰ τοῦ φέρουν τὸν ἄλλον· καὶ τὸν ρώτησε· «Πονηρὲ Χαναανίτη καὶ ὄχι ᾿Ιουδαῖε, σὲ ἐξαπάτησε ἡ ὀμορφιὰ καὶ διέστρεψε τὴν καρδιά σου ἡ ἐπιθυμία. 57 τὰ ἴδια κάνατε καὶ στὰ ἄλλα κορίτσια τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνες σᾶς φοβοῦνταν, συνευρίσκονταν μαζί σας. ἀλλ' αὐτὴ ἡ θυγατέρα τῆς φυλῆς τοῦ ᾿Ιούδα δὲν ἀνέχτηκε τὴν παρανομία σας. 58 τώρα λοιπὸν πές μου· κάτω ἀπὸ ποιό δένδρο τοὺς συνέλαβες νὰ ἁμαρτάνουν;» ἐκεῖνος εἶπε· «κάτω ἀπὸ ἕνα πουρνάρι». 59 καὶ ὁ Δανιὴλ τοῦ ἀπάντησε· «᾿Αδιάντροπα ψεύδεσαι καὶ σὺ εἰς βάρος ὅμως τοῦ κεφαλιοῦ σου. διότι ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ῥομφαία στὸ χέρι περιμένει τὴν στιγμὴ νὰ σὲ πριονίσῃ στὴν μέση καὶ νὰ σᾶς ἐξολοθρεύσῃ καὶ τοὺς δυό σας». 60 τότε ὅλος ὁ συγκεντρωμένος λαὸς ἐκραύγασε μὲ φωνὴ μεγάλη καὶ δόξασαν τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος σῴζει τοὺς ἀθώους ἀνθρώπους ποὺ στηρίζουν σ᾿ αὐτὸν τὶς ἐλπίδες τους.

61 Καὶ ξεσηκώθηκαν ἐναντίον τῶν δύο ἐκείνων ἀνόμων πρεσβυτέρων, διότι ὁ Δανιὴλ τοὺς ἀπέδειξε ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ στόματός τους ὅτι ψευδομαρτύρησαν, καὶ ἐπέβαλαν ὁμοφώνως σ᾿ αὐτοὺς τὴν ποινὴ τὴν ὁποία ἐκεῖνοι μὲ τὴν κακία καὶ τὴν πονηριά τους ἤθελαν νὰ ἐπιβάλουν στὸν πλησίον τους, στὴν Σωσάννα. 62 ὥστε νὰ τηρήσουν ἐδῶ τὸν σχετικὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ, καὶ τοὺς σκότωσαν. καὶ ἔτσι διεσώθη ἀπὸ βέβαιο καὶ ἄδικο θάνατο τὴν ἡμέρα ἐκείνη μία ἀθῴα ὕπαρξι. 63 ὁ Χελκίας καὶ ἡ σύζυγος του δόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς κόρης τους, μαζὶ μὲ τὸν ᾿Ιωακίμ, τὸν ἄντρα τῆς Σωσάννας, καὶ μὲ ὅλους τοὺς συγγενεῖς τους. διότι δὲν βρέθηκε καμμία ἔνοχη πράξη σ᾿ αὐτήν. 64 καὶ ὁ Δανιὴλ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη καὶ ἔπειτα ἔγινε ξακουστὸς ἐνώπιον τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ.