Βὴλ καὶ δράκων (μετάφρασις)

Βὴλ καὶ δράκων (μετάφρασις)

Δημοσίευσηαπό Dionysios » Κυρ 16 Αύγ 2009, 12:53:22

ΒΗΛ ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝ

1 ῾Ο βασιλιᾶς ᾿Αστυάγης πέθανε καὶ προστέθηκε στοὺς προγόνους του, καὶ τὴν βασιλεία του τὴν παρέλαβε ὁ Κῦρος ὁ Πέρσης. 2 ὁ Δανιὴλ εἶχε ἀνατραφῆ μαζὶ μὲ τὸν βασιλιᾶ καὶ ἦταν ὁ ἐνδοξότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους φίλους του. 3 εἶχαν οἱ Βαβυλώνιοι ἕνα εἴδωλο ποὺ ὀνομαζόταν Βήλ, καὶ δαπανοῦσαν γι᾿ αὐτὸ κάθημερινὰ δώδεκα ἀρτάβες σιμιγδάλι, σαράντα πρόβατα καὶ ἕξι μετρητὲς οἴνου. 4 ὁ ἴδιος ὁ βασιλιᾶς σεβόταν αὐτὸ τὸ εἴδωλο καὶ πήγαινε κάθε μέρα καὶ τὸ προσκυνοῦσε. ὁ Δανιὴλ ὅμως προσκυνοῦσε τὸν δικό του Θεό. ὁ βασιλιᾶς ρώτησε τὸν Δανιήλ· «Γιατί δὲν προσκυνᾶς τὸν Βήλ;» 5 ἐκεῖνος ἀπάντησε· «Διότι ἐγὼ δὲν σέβομαι εἴδωλα κατασκευασμένα ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων, ἀλλὰ τὸν αἰωνίως ζωντανὸ Θεό, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ καὶ εἶναι κύριος σὲ κάθε ζωή». 6 τοῦ εἶπε πάλι ὁ βασιλιᾶς· «᾿Εσὺ δηλαδὴ δὲν πιστεύεις ὅτι ὁ Βὴλ εἶναι ζωντανὸς θεός; ἢ δὲν βλέπεις πόσα τρώει καὶ πίνει κάθε μέρα;» 7 ὁ Δανιὴλ γέλασε καὶ ἀπάντησε· «Μὴ γελιέσαι, βασιλιᾶ, διότι αὐτὸς ἀπὸ μέσα εἶναι λάσπη, καὶ ἀπέξω χαλκός. οὔτε ἔφαγε οὔτε ἤπιε ποτὲ τίποτε». 8 ὠργίστηκε ὁ βασιλιᾶς, κάλεσε τοὺς ἱερεῖς του καὶ τοὺς εἶπε· «᾿Εὰν δὲν μοῦ πῆτε, ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τὰ κατατρώει ὅλα ὅσα δαπανῶνται γιὰ τὸν Βήλ, 9 θὰ θανατωθῆτε. ἐὰν ὅμως μοῦ ἀποδείξετε ὅτι ὁ Βὴλ τὰ τρώει, τότε θὰ θανατωθῇ ὁ Δανιήλ, διότι βλασφήμησε ἐναντίον τοῦ Βήλ». καὶ ἀπάντησε ὁ Δανιὴλ στὸν βασιλιᾶ· «ἂς γίνῃ ὅπως εἶπες». 10 οἱ ἱερεῖς τοῦ Βὴλ ἦσαν ἑβδομῆντα ἐκτὸς ἀπὸ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους. ἦρθε ὁ βασιλιᾶς μαζὶ μὲ τὸν Δανιὴλ στὸν ναὸ τοῦ Βήλ. 11 καὶ εἶπαν οἱ ἱερεῖς τοῦ Βήλ· «ἐμεῖς τρέχουμε νὰ βγοῦμε ἔξω, ἐνῷ ἐσύ, βασιλιᾶ, δῶσε διαταγὴ καὶ αὐτοπροσώπως νὰ ἐπιστατήσῃς, νὰ παραθέσουν τὰ φαγητὰ καὶ νὰ βάλουν στὰ δοχεῖα τὸ κρασί. κλεῖσε καὶ τὴν πύλη καὶ σφράγισέ την μὲ τὸ δακτυλίδι σου. καὶ ὅταν ἔρθῃς τὸ πρωὶ καὶ δὲν τὰ βρῇς ὅλα αὐτὰ φαγωμένα ἀπὸ τὸν Βήλ, τότε ἐμεῖς νὰ θανατωθοῦμε, ἀλλιῶς θὰ θανατωθῇ ὁ Δανιήλ, ὁ ὁποῖος διατυπώνει συκοφαντίες ἐναντίον μας». 12 οἱ ἱερεῖς ὅμως δὲν λογάριαζαν καθόλου ὅλα αὐτὰ τὰ μέτρα ἀσφαλείας, διότι εἶχαν σκάψει κάτω ἀπὸ τὴν τράπεζα τῆς θυσίας μία μυστικὴ εἴσοδο καὶ μέσῳ αὐτῆς ἔμπαιναν πάντοτε καὶ ἔτρωγαν τὰ παρατιθέμενα φαγητά. 13 ὅταν λοιπὸν οἱ ἱερεῖς βγῆκαν ἔξω, ὁ βασιλιᾶς διέταξε καὶ ἔβαλαν ἐπὶ παρουσίᾳ του τὰ φαγητὰ ποὺ ἦσαν γιὰ τὸν Βήλ. 14 τότε ὁ Δανιὴλ διέταξε τοὺς ὑπηρέτες του καὶ ἔφεραν στάχτη καὶ ἔστρωσαν ὅλο τὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ μπροστὰ στὸν βασιλιᾶ μόνο. βγῆκαν, ἔκλεισαν τὴν πύλη καὶ τὴν σφράγισαν μὲ τὸ δαχτυλίδι τοῦ βασιλιᾶ καὶ ἔφυγαν.
15 Οἱ ἱερεῖς ἦρθαν τὴν νύχτα, ὅπως συνήθιζαν, μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους, καὶ τὰ ἔφαγαν καὶ ἤπιαν ὅλα. 16 ὁ βασιλιᾶς σηκώθηκε πολὺ πρωὶ καὶ μαζί του ὁ Δανιήλ. 17 ὅταν ἔφτασαν στὸν ναό, εἶπε ὁ βασιλιᾶς στὸν Δανιήλ· «Δανιήλ, εἶναι ἄθικτες οἱ σφραγῖδες;» ὁ Δανιὴλ ἀπάντησε· «ναί, βασιλιᾶ, εἶναι ἄθικτες». 18 ὅταν ἄνοιξε ἡ πύλη, ὁ βασιλιᾶς κοίταξε στὴν τράπεζα καὶ κραύγασε μὲ φωνὴ μεγάλη· «μέγας εἶσαι, Βήλ, καὶ καμμία δολιότητα δὲν ὑπάρχει σὲ σένα»! 19 ὁ Δανιὴλ γέλασε, συγκράτησε τὸν βασιλιᾶ νὰ μὴν μπῇ μέσα στὸν ναὸ καὶ εἶπε· «παρατήρησε λοιπὸν κάτω στὸ ἔδαφος καὶ μάθε τίνος εἶναι αὐτὰ τὰ ἴχνη». 20 ὁ βασιλιᾶς ἀπάντησε· «βλέπω πατήματα ἀντρῶν καὶ γυναικῶν καὶ παιδιῶν». 21 ὠργίστηκε τότε ὁ βασιλιᾶς καὶ διέταξε καὶ συνέλαβαν τοὺς ἱερεῖς καὶ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους. καὶ ἐκεῖνοι τοῦ ἔδειξαν τὶς μυστικὲς θύρες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔμπαιναν στὸν ναὸ καὶ ἔτρωγαν ὅλα ὅσα ἔμπαιναν στὴν τράπεζα τοῦ Βήλ. 22 ὁ βασιλιᾶς διέταξε καὶ τοὺς ἐφόνευσαν, τὸν δὲ Βὴλ παρέδωκε στὴν διάθεσι τοῦ Δανιήλ, ὁ ὁποῖος κατέστρεψε αὐτὸν καὶ τὸν ναό του.
23 Στὴν Βαβυλῶνα ὑπῆρχε ἐπίσης καὶ ἕνα μεγάλο φίδι, ποὺ οἱ Βαβυλώνιοι τὸ σέβονταν σὰν θεό. 24 ὁ βασιλιᾶς εἶπε στὸν Δανιήλ· «μήπως θὰ πῇς ὅτι καὶ αὐτὸς εἶναι χάλκινος καὶ νεκρός; Νά, ζῇ, τρώει καὶ πίνει. δὲν μπορεῖς νὰ ἰσχυριστῇς ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι ζωντανὸς θεός. Λοιπὸν προσκύνησέ τον». 25 ἀπάντησε ὁ Δανιήλ· «Τὸν Κύριο τὸν Θεό μου θὰ προσκυνῶ, διότι αὐτὸς εἶναι ὁ αἰωνίως ὑπάρχων Θεός. 26 ἐσὺ ὅμως, βασιλιᾶ, δῶσ᾿ μου τὴν ἄδεια καὶ τὴν ἐξουσία νὰ σκοτώσω τὸ φίδι καὶ μάλιστα χωρὶς μαχαίρι ἢ ρόπαλο». καὶ ὁ βασιλιᾶς τοῦ εἶπε· «Σοῦ δίνω τὴν ἄδεια». 27 πῆρε τότε ὁ Δανιὴλ πίσσα, λίπος καὶ τρίχες, καὶ τὰ ἔβρασε. ἀπὸ αὐτὸ τὸ μῖγμα ἔκαμε βώλους καὶ τοὺς ἔρρηξε στὸ στόμα τοῦ φιδιοῦ, καὶ ὅταν τὸ μεγάλο φίδι τοὺς ἔφαγε, ἔσκασε. ὁ Δανιὴλ εἶπε τότε· «Αὐτοὶ εἶναι οἱ θεοὶ ποὺ λατρεύετε».
28 ῞Οταν οἱ Βαβυλώνιοι τὰ πληροφορήθηκαν αὐτά, ἀγανάκτησαν πάρα πολύ. στράφηκαν ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ τους καὶ εἶπαν· «ὁ βασιλιᾶς ἔγινε ᾿Ιουδαῖος. κομμάτιασε τὸν Βήλ, σκότωσε τὸ μεγάλο φίδι, κατέσφαξε καὶ τοὺς ἱερεῖς». 29 παρουσιάστηκαν λοιπὸν στὸν βασιλιᾶ καὶ τοῦ εἶπαν· «παράδωσέ μας τὸν Δανιήλ, ἀλλιῶς θὰ σκοτώσουμε καὶ ἐσένα καὶ τὴν οἰκογένειά σου». 30 εἶδε ὁ βασιλιᾶς ὅτι τὸν στενοχωροῦσαν πολὺ καὶ ἀναγκάστηκε καὶ τοὺς παρέδωσε τὸν Δανιήλ. 31 καὶ ἐκεῖνοι τὸν ἔρρηξαν στὸν λάκκο τῶν λεόντων, ὅπου παρέμεινε ἕξι ἡμέρες. 32 μέσα στὸν λάκκο ἦσαν ἑφτὰ λιοντάρια, ποὺ κάθε μέρα τοὺς ἔδιναν δύο ἀνθρώπινα σώματα καὶ δύο πρόβατα. τότε ὅμως δὲν τοὺς ἔδωσαν τίποτε, γιὰ νὰ καταβροχθίσουν τὸν Δανιήλ.
33 Τότε βρισκόταν στὴν ᾿Ιουδαία ὁ προφήτης ᾿Αμβακούμ. αὐτὸς μαγείρεψε φαγητό, ἔκοψε ψωμιὰ σὲ τεμάχια, τὰ ἔβαλε σὲ ἕνα δοχεῖο καὶ πήγαινε στὸν ἀγρό, γιὰ νὰ φέρῃ φαγητὸ στοὺς θεριστές. 34 καὶ ὁ ἄγγελος εἶπε στὸν ᾿Αμβακούμ· «αὐτὸ τὸ μεσημεριανὸ φαγητό, ποὺ ἔχεις, φέρ᾿ το στὸν Δανιήλ, ποὺ βρίσκεται στὴν Βαβυλῶνα μέσα στὸν λάκκο τῶν λεόντων». 35 καὶ ὁ ᾿Αμβακοὺμ εἶπε· «Κύριε, οὔτε τὴν Βαβυλῶνα ἔχω δεῖ ποτὲ οὔτε τὸν λάκκο γνωρίζω». 36 τότε ὁ ἄγγελος τὸν κράτησε ἀπὸ τὴν κόμη τοῦ κεφαλιοῦ καὶ μὲ τὴν ὁρμὴ τῆς πνευματικῆς του φύσεως τὸν μετέφερε ἀμέσως στὴν Βαβυλῶνα καὶ τὸν ἄφησε πάνω ἀπὸ τὸν λάκκο τῶν λεόντων. 37 φώναξε τότε ὁ ᾿Αμβακούμ· «Δανιὴλ Δανιήλ, πᾶρε τὸ φαγητό, ποὺ σοῦ ἔστειλε ὁ Θεός». 38 ὁ Δανιὴλ εἶπε· «Μὲ θυμήθηκες λοιπόν, Θεέ μου, διότι ποτὲ δὲν ἐγκαταλείπεις ὅσους σὲ ἀγαποῦν». 39 καὶ σηκώθηκε ὁ Δανιὴλ καὶ ἔφαγε, ἐνῷ ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου ἐπανέφερε ἀμέσως τὸν ᾿Αμβακοὺμ στὸν τόπο του. 40 ὁ βασιλιᾶς ἦρθε τὴν ἕβδομη ἡμέρα νὰ πενθήσῃ τὸν θάνατο τοῦ Δανιήλ. καὶ ἦρθε στὸν λάκκο καὶ κοίταξε μέσα καὶ νά ὁ Δανιὴλ καθόταν ἀμέριμνος. 41 φώναξε τότε μὲ φωνὴ μεγάλη καὶ εἶπε· «μέγας εἶσαι, Κύριε, σὺ ὁ Θεὸς τοῦ Δανιήλ, καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ ἐσένα». 42 ἀμέσως ἔβγαλε τὸν Δανιὴλ ἀπὸ τὸν λάκκο, ἐνῷ τοὺς αἰτίους τῆς θανατικῆς καταδίκης του διέταξε καὶ τοὺς ἔρρηξαν στὸν ἴδιο λάκκο. καὶ ἀμέσως ἐκείνους τοὺς κατασπάραξαν τὰ λιοντάρια μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ βασιλιᾶ.
Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης, http://www.symbole.gr
e-mail: symbole@mail.com — Skype: dionysios-anat
«γηράσκω ἀεί διορθούμενος», τρίτη 11/7/2000
Άβαταρ μέλους
Dionysios
 
Δημοσ.: 3950
Εγγραφη: Πέμ 11 Σεπ 2008, 21:30:05
Τοποθεσια: ᾿Αθῆναι

Επιστροφή στην ᾿Αρχαῖα ῾Ελληνικά (1450 π.Χ. - 600 μ.Χ.)

Μελη σε συνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση : Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 1 επισκέπτης