«Παντάνασσα πανύμνητε, παρθενομῆτορ κόρη», κατανυκτικὸ ποίημα (ἀπόσπασμα) κατὰ διασκευὴν τοῦ ἱερέως Ματθαίου Τζιγάλα τοῦ Κυπρίου [α΄ ἥμισυ 17ου αἰῶνος], σὲ δεκαπεντασύλλαβο πολιτικὸ στίχο· καλοφωνικὲς μελοποιήσεις σὲ ἦχο δ΄ [αγια] Κλήμεντος(;), Γερμανοῦ Νέων Πατρῶν, Μελετίου Σιναΐτου τοῦ Κρητὸς τοῦ παλαιοῦ· [σὲ ἦχο πλ. β΄ ἱερέως τοῦ Κουκουλᾶ, ᾿Ιωάννου τοῦ Κουκουζέλη, Ξένου τοῦ Κορώνη (;)].
Κείμενον
Παντάνασσα πανύμνητε, παρθενομῆτορ κόρη,
ἐμῶν ῥημάτων ἄκουσον καὶ πρόσσχες μου τοῖς λόγοις·
ἴδε δακρύων σταλαγμούς, ἴδε ψυχῆς τὴν λύπην,
ἴδε καὶ μὴ παρίδῃς με, δέσποινα θεοτόκε.
Πρόκειται γιὰ ἀπόσπασμα (οἱ 4 πρῶτοι στίχοι) ἀπὸ κατανυκτικὸ ποίημα τοῦ ἱερέως Ματθαίου Τζιγάλα,
ὅπως πρῶτος ἐπεσήμανε ἐδῶ ὁ Μανόλης Θεοδωράκης. ῾Ο ἱερεὺς Ματθαῖος Τζιγάλας ἢ Κιγάλας ἢ Τσιγκάλας ὁ Κύπριος ζῇ γύρω στὸ 1600 καὶ πεθαίνει στὴν Βενετία τὸ 1653, ὅπου ἐξέδωκε ὡρισμένα ἔργα του. τὸ παρὸν ποίημά του εἶναι εἶδος ἔμμετρης προσευχῆς-ἱκεσίας πρὸς τὴν θεοτόκον, ἀποτελεῖται ἀπὸ 39 δεκαπεντασυλλάβους («πολιτικοὺς») στίχους καὶ πρωτοεκδόθηκε στὸ ἔργο του «Συνταγμάτιον» ἢ «Πασχάλιον αἰώνιον» (τὰ δύο ἔργα συχνὰ βιβλιοδετοῦνται μαζὶ καὶ συνεκδίδονται), ἐκδεδομένο πιθανώτατα μεταξὺ 1630 καὶ 1639· τὸ βιβλίο φαίνεται ὅτι εἶχε μεγάλη διάδοσι καὶ ἐπανεξεδόθη πολλὲς φορές· ἔχω ὑπόψει μου τὶς μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συγγραφέως ἐκδόσεις (ὅλες στὴν Βενετία) τῶν ἐτῶν 1662, 1679, 1682 (ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ 1905 τὸ συμπεριέλαβε ὁ ᾿Ανδρέας Σιμωνὼφ στὸ «Μέγα προσευχητάριόν» του, ποὺ ἐπανεκδίδεται μέχρι σήμερα, ἐκδ. Πελεκᾶνος, σ. 483-484), 1688, καὶ 1691. τὸ ποίημα αὐτὸ προορίζεται φυσικὰ γιὰ ἰδιωτικὴ χρῆσι καὶ ὄχι γιὰ ἀκολουθία ἐντὸς ναοῦ.
῾Ο φιλόλογος καὶ ἐρευνητὴς Μανόλης Χατζηγιακουμῆς («Μνημεῖα», Καλοφωνικοὶ εἱρμοί, τόμος 1ος, σ. 51-52) φαίνεται νὰ ἀγνοῇ τὸν Ματθαῖο Τζιγάλα, ἀλλὰ ἀναφέρει ὅτι σῴζεται καὶ ἄλλη μελοποίησις αὐτοῦ τοῦ μαθήματος ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Κλήμη τὸν Μυτιληναῖο σὲ αὐτόγραφο κώδικά του μὲ ἀργὰ μαθήματα τῆς Παπαδικῆς· τοποθετεῖ δὲ τὸν Κλήμη γύρω στὸ 1600, ἀλλὰ ἐφόσον τὸ τετράστιχο εἶναι τὸ τοῦ Ματθαίου Τζιγάλα, τότε θὰ πρέπει καὶ ὁ Κλήμης νὰ τοποθετηθῇ τοὐλάχιστον στὸ α΄ ἥμισυ ἢ περὶ τὸ μέσον τοῦ 17ου αἰῶνος.
῾Ο καθηγητὴς Γρηγόριος Στάθης (῾Η δεκαπεντασύλλαβος ὑμνογραφία, ᾿Αθῆναι 1977, σ. 120-121, 180 [14], 310 [47]) ἐπίσης δὲν ἀναφέρει τίποτε περὶ τοῦ Ματθαίου Τζιγάλα, ἀλλὰ βασιζόμενος στὶς πληροφορίες τῶν κωδίκων, εἰκάζει ὡς ποιητὴν-διασκευαστὴν τῶν στίχων τὸν Μελέτιον Σιναΐτην τὸν Κρῆτα, ὁ ὁποῖος ὅμως εἶναι ἕνας μελοποιὸς τοῦ καλοφωνικοῦ μαθήματος σὲ δ΄ ἦχο, ὅπως καὶ ὁ Γερμανὸς Νέων Πατρῶν. Γερμανὸς καὶ Μελέτιος εἶναι περίπου σύγχρονοι καὶ λίγο νεώτεροι τοῦ Ματθαίου, καθὼς ἐμφανίζονται στὸ β΄ ἥμισυ καὶ περὶ τὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνος. ὁ Γρ. Στάθης ὅμως μᾶς δίδει μία ἀκόμη πληροφορία, ἰδιαίτερα σημαντική· αὐτὸ τὸ ποιητικὸ ἀπόσπασμα ἐμφανίζεται στοὺς κώδικες Ι 993, Λ. Λ 166 καὶ Λ. Ε 173 (ὅλοι τῶν ἀρχῶν τοῦ 15ου αἰῶνος) μὲ λίγο διαφορετικὴ μορφὴ καὶ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Στίχοι κατανυκτικοὶ εἰς τὴν θεοτόκον, ἱερέως τοῦ Κουκουλᾶ». οἱ στίχοι τοῦ (Μανουὴλ ἢ Μιχαὴλ) Κουκουλᾶ ἔχουν ὡς ἑξῆς (Γρ. Στάθη, ἔνθ᾿ ἀνωτέρω, σ. 179-180)·
᾿Εμῶν ῥημάτων ἄκουσον καὶ πρόσσχες μου τοῖς λόγοις,
παντάνασσα πανύμνητε, παρθενομῆτορ κόρη·
ἴδε δακρύων σταλαγμούς, ἴδε τοὺς στεναγμούς μου
ἴδε τὴν λύπην τῆς ψυχῆς, ἴδε καὶ μὴ παρίδῃς.
Οἱ κατανυκτικοὶ στίχοι τοῦ Κουκουλᾶ (ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνος) εἶναι συνολικῶς 10 χωριζόμενοι σὲ δύο στροφές (πόδες), ἡ πρώτη μὲ 6 στίχους καὶ ἡ δευτέρα μὲ τοὺς ἀνωτέρω 4, εἶναι δὲ μελοποιημένοι σὲ ἦχο πλ. β΄. εἶναι ἐπίσης ἀξιοσημείωτο ὅτι στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνος βρισκόμαστε δύο αἰῶνες πρὶν ἐμφανιστῇ τὸ καλοφωνικὸν εἱρμολόγιον, ἑπομένως οἱ στίχοι τοῦ Κουκουλᾶ μελοποιοῦνται ὡς καλοφωνικὸν μάθημα, φαίνεται δὲ ὅτι ἔχουν καὶ κάποια διάδοσι, ὁπότε ὁ Ματθαῖος Τζιγάλας ἔλαβε αὐτοὺς τοὺς γνωστοὺς στίχους, τοὺς διεσκεύασε καὶ τοὺς ἐνέταξε ὡς πρώτους στίχους σὲ ἕνα δικό του ἐκτενέστερο κατανυκτικὸ πρὸς τὴν θεοτόκον ποίημα. ἐφόσον οἱ μελοποιήσεις τῶν Κλήμεντος, Γερμανοῦ καὶ Μελετίου ἀκολουθοῦν τὴν διασκευὴν τοῦ Ματθαίου, αὐτὸν ἀναγράφω καὶ ὡς ποιητήν. ὡς μελοποιὸ τῶν προγενεστέρων στίχων τοῦ Κουκουλᾶ πρέπει νὰ θεωρήσωμε τὸν ἴδιο τὸν Κουκουλᾶ, ἀλλὰ ἀναφέρονται καὶ οἱ ᾿Ιωάννης ὁ Κουκουζέλης καὶ Ξένος ὁ Κορώνης.
῾Η πληροφορία τοῦ καθηγητοῦ Γρηγορίου Στάθη ὅτι τὸ ἐξεταζόμενο δεκαπεντασύλλαβο ποίημα μελοποιεῖται ὡς καλοφωνικὸ μάθημα δύο αἰῶνες περίπου πρὶν ἀπὸ τὴν ἐμφάνισι τοῦ καλοφωνικοῦ εἱρμολογίου σημαίνει ὅτι αὐτὸ τὸ μάθημα καὶ ὅλα τὰ ὅμοιά του δεκαπεντασύλλαβα μαθήματα δὲν εἶναι καλοφωνικοὶ εἱρμοί. ἄλλωστε δὲν εἶναι εἱρμοὶ οὔτε κἂν ἐκκλησιαστικοὶ ὕμνοι, δηλαδὴ κατ᾿ ἀκρίβειαν δὲν ἀνήκουν στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑμνογραφία. σήμερα ὀνομάζονται καλοφωνικοὶ εἱρμοί, ἐπειδὴ τέτοια μαθήματα περιελήφθησαν στὴν χειρόγραφη καὶ ἔντυπη παράδοσι τῆς συλλογῆς «καλοφωνικὸν εἱρμολόγιον», ὁ τίτλος ὅμως αὐτὸς εἶναι περισσότερο τεχνικὸς καὶ δὲν σημαίνει ὅτι ὅλα τὰ περιλαμβανόμενα εἶναι εἱρμοί. ἡ ἀνεξέταστη ἐπέκτασι τῆς ὀνομασίας «καλοφωνικὸς εἱρμὸς» καὶ σὲ μαθήματα ποὺ δὲν εἶναι εἱρμοὶ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὅσοι σύγχρονοί μας μελοποιοῦν καλοφωνικὰ διάφορα μαθήματα νὰ τὰ ὀνομάζουν συλλήβδην «καλοφωνικοὺς εἱρμοὺς» ἀνεξαρτήτως ἂν εἶναι καθίσματα, στιχηρά, ἰδιόμελα, προσόμοια καὶ λοιπά. πρὸς ἀποκατάστασιν λοιπὸν τῶν πραγμάτων νομίζω ὅτι θὰ ἦταν καλὸ νὰ γίνουν τὰ ἀκόλουθα δύο πράγματα.
Πρῶτον, πρέπει νὰ χωριστοῦν ὅλα τὰ μαθήματα ποὺ παραδίδονται ὡς καλοφωνικοὶ εἱρμοὶ σὲ τρεῖς κατηγορίες·
1) Καλοφωνικοὶ εἱρμοί· θὰ περιλαμβάνωνται μόνον οἱ πραγματικοὶ εἱρμοὶ ἢ τροπάρια κανόνων, ἀνεξαρτήτως ἂν εἶναι ἀκόμη σὲ χρῆσι ἢ ὄχι. ὁ Γεώργιος ὁ Κρὴς ὅταν μελοποιοῦσε σὲ καλοφωνικὸ μέλος τροπάρια, τὰ ὠνόμαζε «ἐπιφωνήματα», γιὰ νὰ τὰ διακρίνῃ ἀπὸ τοὺς καθαυτὸ εἱρμούς.
2) Καλοφωνικοὶ ὕμνοι· θὰ περιλαμβάνωνται οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ὕμνοι ποὺ δημιουργήθηκαν γιὰ τὴν ἐν τῷ ναῷ λατρεία ὅπως καθίσματα, στιχηρά, ἰδιόμελα, προσόμοια καὶ λοιπά.
3) Καλοφωνικοὶ στίχοι (ἢ ποιήματα)· θὰ περιλαμβάνωνται ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ποιήματα, ποὺ δὲν δημιουργήθηκαν γιὰ ἐκκλησιαστικὴ χρῆσι ὅπως δεκαπεντασύλλαβα ποιήματα καὶ ἄλλα ὅμοια.
Δεύτερον, θὰ ἦταν, νομίζω, χρήσιμο νὰ ἐπισημανθῇ ὅτι σήμερα ὅσοι θέλουν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν μελοποιία σὲ ἐπίπεδο καλοφωνικοῦ εἱρμολογίου δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ παίρνουν διάφορους ἄλλους ὕμνους καὶ νὰ τοὺς μεταβαπτίζουν σὲ «εἱρμούς», ἀλλὰ ὑπάρχουν ἐνδιαφέρουσες ἐκδόσεις μὲ πολλοὺς πραγματικοὺς ἀρχαίους εἱρμούς, ποὺ σήμερα εἶναι σπάνιοι ἢ καὶ ἐντελῶς ἄγνωστοι, διότι ἔπεσαν σὲ ἀχρησία. τέτοιες ἐκδόσεις εἶναι τὸ «Εἰρμολόγιον» (μὴ μουσικὸ) τοῦ Σωφρονίου Εὐστρατιάδου (ἐπανέκδοσις Κυριακίδη, ᾿Αθῆναι 2006), «Εἱρμολόγιον» (μὴ μουσικὸ) «περιέχον τοὺς εἱρμοὺς τῶν κανόνων κατ᾿ ἦχον» (ἐπανέκδοσις ῾Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2001), «Νέον Εἱρμολόγιον» (μουσικὸ) τοῦ ᾿Αποστόλου Παπαχρίστου (᾿Αθῆναι 1998). ἐπίσης ὑπάρχουν καὶ τὰ ἀναρίθμητα τροπάρια τῶν κανόνων στὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς ἐκκλησίας. ὁπωσδήποτε μελοποιῶντας παλαιοὺς εἱρμοὺς θὰ συμβάλλουμε στὸ νὰ ξαναγίνουν γνωστοὶ ὡραιότατοι καὶ σπουδαῖοι ἐκκλησιαστικοὶ ὕμνοι, τοὺς ὁποίους ἀξίζει νὰ ἀνασύρωμε ἀπὸ τὴν ἀφάνεια.
Οἱ ὅροι «καλοφωνικὸς εἱρμὸς» καὶ «καλοφωνικὸν εἱρμολόγιον» νὰ περιοριστοῦν σὲ κυριολεκτικὴ χρῆσι μόνο γιὰ τὴν 1η κατηγορία, ἐνῷ οἱ ἄλλες δύο κατηγορίες νὰ λέγωνται γενικῶς «καλοφωνικὰ μαθήματα» ἢ ἁπλῶς «μαθήματα». εἰδάλλως μὲ τὴν φόρα ποὺ ἔχουμε πάρει σήμερα σὲ λιγώτερο ἀπὸ 5 χρόνια θὰ ὀνομάζουμε «καλοφωνικὸν εἱρμολόγιον» ὅλο τὸ «μαθηματάριον» καὶ θὰ νομίζουν οἱ νεώτεροι ὅτι ἡ καλοφωνία ἀνήκει στὸ εἱρμολογικὸς γένος μελοποιίας, ἐνῷ ἀνήκει στὸ «παπαδικὸν γένος»· καὶ τὸ «καλοφωνικὸν εἱρμολόγιον» εἶναι τμῆμα τῆς παπαδικῆς καὶ ὄχι τοῦ εἱρμολογίου.