᾿Ανθοστολισμένος... συζυγικὸς καβγᾶς!
Ι
Στὸ ἀπόσπασμα ὁ ῾Ολλανδὸς ἐπιχειρηματίας Βὰν Μίτεν διηγεῖται στὸν Τοῦρκο καπνέμπορο καὶ φίλο του Κεραμπὰν καὶ στοὺς ὑπόλοιπους τῆς συντροφιᾶς τὸ «ἐπεισόδιο τῆς τουλίπας».
— Ἒ λοιπὸν ἡ ζωή μου μὲ τὴν κυρία Βὰν Μίτεν εἶχε καταντήσει ἀνυπόφορη. φιλονεικίες μὲ τὸ παραμικρό· γιὰ τὴν ὥρα ποὺ θὰ σηκωθῶ, γιὰ τὴν ὥρα ποὺ θὰ πλαγιάσω, γιὰ τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, γιὰ ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἔτρωγα, γιὰ ἐκεῖνο ποὺ δὲν θὰ ἔτρωγα, γιὰ ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἔπινα, γιὰ ἐκεῖνο ποὺ δὲν θὰ ἔπινα, γιὰ τὸν καιρό, γιὰ τὰ ἔπιπλα ποὺ θὰ τὰ ἔβαζαν ἐδῶ ἢ ποὺ θὰ τὰ ἔβαζαν ἐκεῖ, γιὰ τὴν φωτιὰ ποὺ ἔπρεπε ν᾿ ἀνάψουν σ᾿ αὐτὸ τὸ δωμάτιο κι ὄχι στὸ ἄλλο, γιὰ τὸ παράθυρο ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀνοιχτό, γιὰ τὴν πόρτα ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶναι κλεισμένη, γιὰ τὰ φυτὰ ποὺ θὰ φύτευαν στὸν κῆπο, γιὰ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ξερρίζωναν...
— Κοντολογῆς δὲν καλοπερνούσατε!
— Ναί, φίλε Κεραμπάν, τὸ χειρότερο ὅμως εἶναι ὅτι ἐγὼ ἔχω μαλακὸ χαρακτῆρα καὶ διαρκῶς ὑποχωροῦσα, γιὰ ν᾿ ἀποφεύγω τσακωμοὺς μὲ τὸ τίποτα! [...] Πάντως στὸν τελευταῖό μας τσακωμὸ ἀντιστάθηκα, δὲν ὑποχώρησα... [...] ῾Ο καβγᾶς μας μὲ τὴν κυρία Βὰν Μίτεν εἶχε ἀφορμή, τὴν τελευταία φορά, τοὺς ὡραίους λαλέδες, τὶς τουλίπες τῶν φιλανθῶν, τοὺς Ζέννερς, ποὺ ὑπάρχουν παραπάνω ἀπὸ ἑκατὸ ποικιλίες τους. κανένας βολβός τους δὲν μοῦ κόστιζε λιγώτερο ἀπὸ 1000 φλωρίνια!
— 8000 γρόσια! λογάριασε ὁ Κεραμπάν.
— Νά σου καὶ διατάζει μιὰ μέρα ἡ κυρία Βὰν Μίτεν νὰ ξερριζώσουν μιὰ «Βαλένσια» καὶ στὴν θέσι της νὰ βάλουν ἕνα «Μάτι τοῦ ἥλιου»! αὐτὸ πιὰ ξεπερνοῦσε τὰ ὅρια! ἀντιστάθηκα!... αὐτὴ τὸν χαβᾶ της!... κάνω νὰ τὴν πιάσω... μοῦ ξεφεύγει!... ὁρμᾷ ἐπάνω στὴν «Βαλένσια»... τὴν ξερριζώνει...
— Ζημιὰ 8000 γρόσια, λογάριασε πάλι ὁ Κεραμπάν.
— Τότε ὁρμῶ κι ἐγὼ καὶ κάνω λιῶμα τὸ «Μάτι τοῦ ἥλιου» της!
— Ζημιὰ 16.000 γρόσια.
— Ξερριζώνει μιὰ δεύτερη «Βαλένσια»...
— Ζημιὰ 24.000 γρόσια.
— Τῆς λιώνω ἕνα δεύτερο «Μάτι τοῦ ἥλιου»...
— Ζημιὰ 32.000 γρόσια.
— ...κι ἡ μάχη ἀρχίζει νὰ φουντώνῃ. δέχομαι δυὸ ἀκριβοὺς λαλέδες κατακέφαλα...
— Ζημιὰ 48.000 γρόσια.
— Τῆς φέρνω ἄλλους τρεῖς κατάστηθα!
— Ζημιὰ 72.000 γρόσια.
— ῾Ο κατακλυσμὸς αὐτὸς ἀπὸ τὰ ...βολβοβόλα βάσταξε ὣς μισὴ ὥρα! ἀφοῦ ξερριζώθηκε ὁ κῆπος, κάναμε λιῶμα καὶ τὴν σέρρα!... δὲν ἔμενε πιὰ ἀπ᾿ τὴν συλλογή μου οὔτε μιὰ τουλίπα γιὰ δεῖγμα!
— Καὶ τελικὰ μὲ πόσα καθαρίσατε; ῥώτησε ὁ Κεραμπὰν ἀπὸ ἐνδιαφέρον ἐμπορικό.
— Πάνω κάτω 25.000 φλωρίνια...
— 200.000 γρόσια!
— Φάνηκα ἄντρας, ὅμως! καὶ σ᾿ αὐτὸ ἐπάνω ἔφυγα, ἀφοῦ διέταξα νὰ ῥευστοποιηθῇ ἡ ἀτομική μου περιουσία καὶ νὰ τὴν ἐμβάσουν στὴν ᾿Οθωμανικὴ Τράπεζα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. ἐγκατέλειψα τὸ ῾Ρότερνταμ μὲ τὸν πιστό μου ὑπηρέτη Μπροῦνο ἀποφασισμένος νὰ μὴν ξαναγυρίσω στὸ σπίτι μου, παρὰ μονάχα ὅταν ἡ κυρία Βὰν Μίτεν τὸ ἐγκαταλείψῃ... γιὰ ἕναν καλλίτερο κόσμο...
— ῞Οπου δὲν φυτρώνουν λαλέδες! εἶπε ὁ ᾿Αχμέτ.
ΙΙ
Στὸ πανδοχεῖο ὁ ξενοδόχος δὲν εἶχε τὸν νοῦ του νὰ τοὺς περιποιηθῇ, γιατὶ ἡ γυναῖκά του ἦταν σοβαρὰ ἄρρωστη. ὁ Κεραμπὰν ἐφέντης μὲ τὴν συμβουλὴ καὶ τοῦ Βὰν Μίτεν πίστεψε πὼς ἔπρεπε νὰ ἐξασκήσῃ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ χεκίμ (γιατροῦ). κι ὥρισε μερικὰ φάρμακα, ποὺ εὔκολα θὰ τὰ εὕρισκαν στὴν Τραπεζοῦντα.
— ῾Ο ᾿Αλλὰχ νὰ σᾶς προστατεύῃ, ἐφέντη! ἀπάντησε ὁ ξεονοδόχος, ποὺ ἀπὸ τσιγγουνιὰ δὲν ἔφερνε γιατρό. αὐτὰ τὰ γιατρικὰ πόσο θὰ κοστίσουν;
— Καμμιὰ εἰκοσαριὰ γρόσια...
— Εἴκοσι γρόσια!!! μὲ τόσους παρᾶδες μπορῶ ν᾿ ἀγοράσω ἄλλη γυναῖκα!
Κι οὔτε τοὺς εὐχαρίστησε γιὰ τὶς καλὲς συμβουλές τους, ποὺ δὲν ἐννοοῦσε φυσικὰ νὰ τὶς ἀκολουθήσῃ.
— Νά ἕνας πρακτικὸς σύζυγος! εἶπε ὁ Κεραμπάν. ἔπρεπε νὰ εἴχατε παντρευτῆ σ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο, Βὰν Μίτεν!
— Ἴσως, ἀπάντησε ὁ ῾Ολλανδός.
᾿Ιουλίου Βέρν, «Κεραμπὰν ὁ πεισματάρης», μετάφρασι Πὼλ Μενεστρέλ. τὸ ἕνα ἀπόσπασμα εἶναι ἀπὸ τὸ 1ο μέρος, κεφάλαιο 12ο, καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὸ 2ο μέρος, κεφάλαιο 5ο.