15. Δραστηριότητες τοῦ ἀνθρώπου Λογοτεχνία καὶ λογοτεχνοκριτική

PostHeaderIcon ᾿Ανθοστολισμένος... συζυγικὸς καβγᾶς!

 

Ι

 

    Στὸ ἀπόσπασμα ὁ ῾Ολλανδὸς ἐπιχειρηματίας Βὰν Μίτεν διηγεῖται στὸν Τοῦρκο κα­πνέμπορο καὶ φίλο του Κεραμπὰν καὶ στοὺς ὑπόλοιπους τῆς συντροφιᾶς τὸ «ἐπεισόδιο τῆς τουλίπας».

 

    — Ἒ λοιπὸν ἡ ζωή μου μὲ τὴν κυρία Βὰν Μίτεν εἶχε καταντήσει ἀν­υπόφορη.  φιλονεικίες μὲ τὸ παραμικρό· γιὰ τὴν ὥρα ποὺ θὰ σηκωθῶ, γιὰ τὴν ὥρα ποὺ θὰ πλαγιάσω, γιὰ τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, γιὰ ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἔτρωγα, γιὰ ἐκεῖνο ποὺ δὲν θὰ ἔτρωγα, γιὰ ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἔπινα, γιὰ ἐ­κεῖ­νο ποὺ δὲν θὰ ἔπινα, γιὰ τὸν καιρό, γιὰ τὰ ἔπιπλα ποὺ θὰ τὰ ἔβαζαν ἐδῶ ἢ ποὺ θὰ τὰ ἔβαζαν ἐκεῖ, γιὰ τὴν φωτιὰ ποὺ ἔπρεπε ν᾿ ἀνάψουν σ᾿ αὐτὸ τὸ δωμάτιο κι ὄχι στὸ ἄλλο, γιὰ τὸ παράθυρο ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀνοιχτό, γιὰ τὴν πόρτα ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶναι κλεισμένη, γιὰ τὰ φυτὰ ποὺ θὰ φύ­τευ­αν στὸν κῆπο, γιὰ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ξερρίζωναν...

    — Κοντολογῆς δὲν καλοπερνούσατε!

    — Ναί, φίλε Κεραμπάν, τὸ χειρότερο ὅμως εἶναι ὅτι ἐγὼ ἔχω μα­λα­κὸ χαρακτῆρα καὶ διαρκῶς ὑποχωροῦσα, γιὰ ν᾿ ἀποφεύγω τσακωμοὺς μὲ τὸ τίποτα! [...] Πάντως στὸν τελευταῖό μας τσακωμὸ ἀντιστάθηκα, δὲν ὑποχώρησα... [...] ῾Ο καβγᾶς μας μὲ τὴν κυρία Βὰν Μίτεν εἶχε ἀφορμή, τὴν τελευταία φορά, τοὺς ὡραίους λαλέδες, τὶς τουλίπες τῶν φιλανθῶν, τοὺς Ζέν­νερς, ποὺ ὑπάρχουν παραπάνω ἀπὸ ἑκατὸ ποικιλίες τους.  κανένας βολ­βός τους δὲν μοῦ κόστιζε λιγώτερο ἀπὸ 1000 φλωρίνια!

    — 8000 γρόσια! λογάριασε ὁ Κεραμπάν.

    — Νά σου καὶ διατάζει μιὰ μέρα ἡ κυρία Βὰν Μίτεν νὰ ξερ­ρι­ζώ­σουν μιὰ «Βαλένσια» καὶ στὴν θέσι της νὰ βάλουν ἕνα «Μάτι τοῦ ἥλιου»!  αὐ­τὸ πιὰ ξεπερνοῦσε τὰ ὅρια!  ἀντιστάθηκα!...  αὐτὴ τὸν χαβᾶ της!...  κάνω νὰ τὴν πιάσω...  μοῦ ξεφεύγει!...  ὁρμᾷ ἐπάνω στὴν «Βαλένσια»... τὴν ξερ­ρι­ζώνει...

    — Ζημιὰ 8000 γρόσια, λογάριασε πάλι ὁ Κεραμπάν.

    — Τότε ὁρμῶ κι ἐγὼ καὶ κάνω λιῶμα τὸ «Μάτι τοῦ ἥλιου» της!

    — Ζημιὰ 16.000 γρόσια.

    — Ξερριζώνει μιὰ δεύτερη «Βαλένσια»...

    — Ζημιὰ 24.000 γρόσια.

    — Τῆς λιώνω ἕνα δεύτερο «Μάτι τοῦ ἥλιου»...

    — Ζημιὰ 32.000 γρόσια.

    — ...κι ἡ μάχη ἀρχίζει νὰ φουντώνῃ.   δέχομαι δυὸ ἀκριβοὺς λαλέδες κατακέφαλα...

    — Ζημιὰ 48.000 γρόσια.

    — Τῆς φέρνω ἄλλους τρεῖς κατάστηθα!

    — Ζημιὰ 72.000 γρόσια.

    — ῾Ο κατακλυσμὸς αὐτὸς ἀπὸ τὰ ...βολβοβόλα βάσταξε ὣς μισὴ ὥ­ρα!  ἀφοῦ ξερριζώθηκε ὁ κῆπος, κάναμε λιῶμα καὶ τὴν σέρρα!...  δὲν ἔμε­νε πιὰ ἀπ᾿ τὴν συλλογή μου οὔτε μιὰ τουλίπα γιὰ δεῖγμα!

    — Καὶ τελικὰ μὲ πόσα καθαρίσατε; ῥώτησε ὁ Κεραμπὰν ἀπὸ ἐν­δια­φέ­ρον ἐμπορικό.

    — Πάνω κάτω 25.000 φλωρίνια...

    — 200.000 γρόσια!

    — Φάνηκα ἄντρας, ὅμως!  καὶ σ᾿ αὐτὸ ἐπάνω ἔφυγα, ἀφοῦ διέταξα νὰ ῥευστοποιηθῇ ἡ ἀτομική μου περιουσία καὶ νὰ τὴν ἐμβάσουν στὴν ᾿Ο­θωμανικὴ Τράπεζα τῆς Κωνσταντινουπόλεως.  ἐγκατέλειψα τὸ ῾Ρότερ­νταμ μὲ τὸν πιστό μου ὑπηρέτη Μπροῦνο ἀποφασισμένος νὰ μὴν ξανα­γυ­ρί­σω στὸ σπίτι μου, παρὰ μονάχα ὅταν ἡ κυρία Βὰν Μίτεν τὸ ἐγκαταλεί­ψῃ... γιὰ ἕναν καλλίτερο κόσμο...

    — ῞Οπου δὲν φυτρώνουν λαλέδες! εἶπε ὁ ᾿Αχμέτ.

 

 

 

ΙΙ

 

    Στὸ πανδοχεῖο ὁ ξενοδόχος δὲν εἶχε τὸν νοῦ του νὰ τοὺς περιποιηθῇ, γιατὶ ἡ γυναῖκά του ἦταν σοβαρὰ ἄρρωστη.  ὁ Κεραμπὰν ἐφέντης μὲ τὴν συμ­βουλὴ καὶ τοῦ Βὰν Μίτεν πίστεψε πὼς ἔπρεπε νὰ ἐξασκήσῃ τὸ ἐπάγ­γελ­μα τοῦ χεκίμ (γιατροῦ).  κι ὥρισε μερικὰ φάρμακα, ποὺ εὔκολα θὰ τὰ εὕρισκαν στὴν Τραπεζοῦντα.

    — ῾Ο ᾿Αλλὰχ νὰ σᾶς προστατεύῃ, ἐφέντη! ἀπάντησε ὁ ξεονοδόχος, ποὺ ἀπὸ τσιγγουνιὰ δὲν ἔφερνε γιατρό.   αὐτὰ τὰ γιατρικὰ πόσο θὰ κοστί­σουν;

    — Καμμιὰ εἰκοσαριὰ γρόσια...

    — Εἴκοσι γρόσια!!!  μὲ τόσους παρᾶδες μπορῶ ν᾿ ἀγοράσω ἄλλη γυναῖκα!

    Κι οὔτε τοὺς εὐχαρίστησε γιὰ τὶς καλὲς συμβουλές τους, ποὺ δὲν ἐννοοῦσε φυσικὰ νὰ τὶς ἀκολουθήσῃ.

    — Νά ἕνας πρακτικὸς σύζυγος! εἶπε ὁ Κεραμπάν.  ἔπρεπε νὰ εἴχατε παντρευτῆ σ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο, Βὰν Μίτεν!

    — Ἴσως, ἀπάντησε ὁ ῾Ολλανδός.

 

    ᾿Ιουλίου Βέρν, «Κεραμπὰν ὁ πεισματάρης», μετάφρασι Πὼλ Μενεστρέλ.  τὸ ἕνα ἀπό­σπασμα εἶναι ἀπὸ τὸ 1ο μέρος, κεφάλαιο 12ο, καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὸ 2ο μέρος, κε­φά­λαιο 5ο.