15. Δραστηριότητες τοῦ ἀνθρώπου Λογοτεχνία καὶ λογοτεχνοκριτική

PostHeaderIcon Ντιφόου Δ. (Defoe D.), ῾Ρόβινσον Κροῦσος

 

 

Ὁ Ἄγγλος Ντιφόου (1660-1731) ἔγραψε τὸ ἔργο του ῾Ρόβινσον Κροῦσος τὸ 1719, καὶ σήμερα αὐτὸ θεωρεῖται ὡς τὸ ἀρχαιότερο μυθιστόρημα τῶν τυπογραφικῶν χρόνων. ἔχω ὑπ᾿ ὄψι μου τὴν ἔκδοσι τοῦ «Ἐλευθέρου Τύπου» (Ἀθήνα 2007, σελίδες 380). τὸ κείμενό του εἶναι μιὰ πρεσσαριστὴ συνέχεια, χωρὶς διαίρεσι σὲ κεφάλαια καὶ παραγράφους, χωρὶς ὑποτίτλους φυσικά, κι ἐκτείνεται σὲ 374 σελίδες. στὸ μυθιστόρημα αὐτὸ ὁ ἐκδότης ἐφημερίδος καὶ συγγραφεὺς καὶ λογοτέχνης Ντιφόου, σὲ ἡλικία 60 ἐτῶν, ὑποστηρίζει τὴ «θρησκεία» καὶ ἰδιαιτέρως τὸν προτεσταν­τισμό. φαίνεται γνώστης τῆς Βίβλου, φορεὺς θεολογικῶν ἀπόψεων, καὶ χρήστης ἐπιχειρημάτων κατὰ τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς παπικῆς θρησκείας, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει καὶ εἰρωνικά. λόγῳ τῆς ἀρχαιότητός του τὸ βιβλίο του ἔχει μερικὲς χρήσιμες πληροφορίες τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου καὶ τῆς τεχνολογίας τῆς ἐποχῆς του. μαρτυρεῖ λ.χ. τὰ πιστόλια (371), τὴν τεχνικὴ μάχης μὲ ἐναλλὰξ γεμιζόμενα ὅπλα (328), τοὺς σκληροὺς ναυτικοὺς νόμους τῆς Ἀγγλίας (343), τὰ «μαντήλια τοῦ λαιμοῦ» (341) ποὺ ἐξελίχτηκαν σὲ γραβάτες, τὰ χαρτονομίσματα (358), τὴ ζάχαρι ὡς μεγάλο συμπαγὲς κρυσταλλικὸ κομμάτι ποὺ τυλίγεται σὲ εἰδικὸ πανί (323). γράφει ὅμως καὶ πολλὲς χροντρὲς ἀρλοῦμπες.

Νομίζει ὅτι ὁ σεισμὸς προκαλεῖ βροχὲς κι ἀνέμους (σελ. 105).

Ὅτι στὰ ἰσημερινὰ νησιὰ τῆς Ν. Ἀμερικῆς ὑπάρχουν ἀρκοῦδες (369).

Ὅτι τὰ λιοντάρια (35) καὶ οἱ λεοπαρδάλεις (41-42) κολυμποῦν στὸ νερὸ καὶ στὴ θάλασσα.

Ὅτι οἱ λύκοι σκαρφαλώνουν στὰ δέντρα (373-4). εἶναι Ἄγγλος καὶ δὲν ξέρει, ἐπειδὴ στὴν Ἀγγλία δὲν ὑπάρχουν λύκοι.

Ὅτι στὴν ἰσημερινὴ Ν. Ἀμερικὴ ὑπῆρχαν τὸ ΙΖ΄ αἰῶνα λεμονιὲς πορτοκαλιὲς καὶ κιτριές (128).

Ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ γονιμοποίησι καὶ καρποφορία τῆς χλωρίδος, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν ἔντομα (σ᾿ ὅλη τὴν ἔκτασι τοῦ βιβλίου).

Ὅτι σ᾿ ἕνα ἀπομονωμένο ἐρημονήσι μὲς στὸν ὠκεανὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ ἰσόρροπη πανίδα καὶ χλωρίδα χωρὶς σαρκοφάγα ζῷα μεγαλείτερα ἀπὸ γάτες (σ᾿ ὅλη τὴν ἔκτασι τοῦ βιβλίου).

Ὅτι διατηρεῖται χωρὶς νὰ χαλάσῃ καὶ βρομίσῃ τὸ κρέας, γιὰ πολλὲς ἡμέρες καὶ μέσα στὴ ζέστη, χωρὶς ἁλάτι, ψυγεῖο, καὶ κάθε ἄλλη συντηρητικὴ φροντίδα (σελ. 81).

Ὅτι ψήνεται στὸν ἥλιο κεραμίδι, τὸ ὁποῖο ἔπειτα ἀντέχει στὴ φωτιὰ τοῦ μαγειρέματος (153-4).

Ὅτι τὸ κάπνισμα εἶναι πολλαπλῶς ὠφέλιμο γιὰ τὴν ὑγεία κι ὅτι τὸ ταμπάκο ἢ καπνός, ποὺ καπνίζεται μὲ πίπα ἢ μασιέται ἢ πίνεται βρασμένο σὰν τσάι, εἶναι θεραπευτικὸ φάρμακο γιὰ ῥίγη, πυρετούς, πονοκεφάλους, καὶ διάφορες ἄλλες ἀρρώστιες (47· 63· 120-122· 126· 138· 165· 183· 236· 341· 350). εὐτυχῶς, λέει, ποὺ στὴ μακροχρόνια ἀπομόνωσί του στὸ ἐρημονήσι εἶχε ἀρκετὴ ποσότητα καπνοῦ καὶ πίπες.

Ὅτι οἱ καννίβαλοι ἀνθρωποφαγοῦσαν ἀπὸ βιολογικὴ ἐπιθυμία κι ἀνάγκη (πεῖνα) κι ὅτι προτιμοῦσαν νὰ τρῶν ἐμπολέμους ἀντιπάλους των (33· 57· 139· 159· 196· 209).

Ὅτι ὁ καννίβαλος, μόλις φάῃ μαγειρεμένο κρέας ζῴου, παύει πλέον ν’ ἀνθρωποφαγῇ καὶ σιχαίνεται στὸ ἑξῆς τὴν ἀνθρωποφαγία καὶ γενικῶς τὴν ὠμοφαγία (265).

Ὅτι μπορεῖ νὰ ζήσῃ ἤρεμος καὶ χωρὶς νὰ παραφρονήσῃ ἕνας ἄνθρωπος σ᾿ ἕνα ἔρημο νησὶ τοῦ ὠκεανοῦ ὁλομόναχος ἐπὶ 29 χρόνια (ὅλο τὸ βιβλίο).

Ἑρμηνεύει τὴ Βίβλο σὰν προτεστάντης, λὲς καὶ εἶναι ἀνθολογία ἀσχέτων μεταξύ τους ἀποφθεγμάτων (τσιμπητὰ ξεκομμένα ἀπὸ τὴ συνάφειά τους χωρία, αὐθαίρετη ἑρμηνεία) (199).

Νομίζει ὅτι ὁ εἰδωλολάτρης γίνεται «Χριστιανὸς» (= προτεστάντης) μόνο μὲ ἐνημέρωσι - κατήχησι (301).

Πιστεύει ὅτι μεγάλες ἀρετὲς ὅπως ἡ εὐγνωμοσύνη δὲν εἶναι στὸν ἄνθρωπο καθόλου ἔμφυτες (304-5), ἐνῷ στὰ ζῷα εἶναι (216).

Θεωρεῖ καλὸ πρᾶγμα τὴ δουλεία (μιλώντας ἀπὸ τὴ θέσι τοῦ ἐλευθέρου καὶ κυρίου βέβαια, ἀπὸ τὴν ὁποία θεωρεῖ καὶ τὴ λευκὴ φυλὴ φύσει ἀνώτερη ἀπὸ τὶς ἄλλες), θεωρεῖ καὶ τὸ δουλεμπόριο νέγρων «τίμια» δουλειά, ἀλλὰ δύσκολη καὶ μὲ μεγάλο ῥίσκο γιὰ τὴν ἐπιτυχία της καὶ τὰ κέρδη της (44· 46· 47· 50· 52· 53· 159· 244· 253· 254· 257-8· 287-8· 347· 350· 359).

Θεωρεῖ σωστὸ ἠθικὸ ἔντιμο καὶ χριστιανικὸ τὸ νὰ ὑποσχεθῇ ὁ λευκὸς κύριος στὸ νέγρο ἢ μαυριτανὸ δοῦλο ὅτι, ἂν ἐκεῖνος γίνῃ Χριστιανὸς τώρα, αὐτὸς θὰ τὸν ἐλευθερώσῃ σὲ 10 χρόνια (46).

Δικαιολογεῖ πολέμους καὶ φόνους, ὅταν γίνωνται «ἐν ὀνόματι τοῦ θεοῦ» (292).

Ἐγκρίνει τὸ μαστίγωμα καὶ τὸ ἁλάτι στὶς πληγὲς τοῦ μαστιγωμένου καὶ κάθε ἄλλο πειθαρχικὸ βασανιστήριο στοὺς ναῦτες ἐπάνω στὸ πλοῖο (345).

Πιστεύει στὸν πνευματισμὸ (μέντιουμ) καὶ στὴ νεκρομαντεία (312).

Μὲ τὸ μυθιστόρημα αὐτὸ τοῦ Ἄγγλου Ντιφόου σιγὰ σιγὰ καὶ ἀνεπαίσθητα ἀρχίζει ὅλη ἐκείνη ἡ πλημμύρα βλακείας ἡ γνωστὴ σήμερα ὡς «ἐπιστημονικὴ (!) φαντασία», ἡ ὁποία ἔχει ἀποβλακώσει ἀπὸ τὴν ἀρχή της κιόλας τὴ διαπλασσόμενη ἀντίληψι καὶ λογικὴ τῶν ἀνηλίκων τόσο τῶν μικρονοϊκῶν ὅσο καὶ τῶν ἐξ ἀρχῆς ὑγιῶν.

 

 

Κωνσταντῖνος Σιαμάκης, φιλόλογος, δρ θεολογίας

«Μελέτες 4», Θεσσαλονίκη 2008

(http://www.philologus.gr)