ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν ᾿Απόστολος 23ης κυριακῆς ἐπιστολῶν

PostHeaderIcon ᾿Απόστολος 23ης κυριακῆς ἐπιστολῶν

 

ΔΩΡΟ ΘΕΟΥ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ

(᾿Εφ 2,4-10)
 


    Οἱ ἀποστολικὲς περικοπὲς τῶν κυριακῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους λαμβάνονται συνήθως ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου μὲ τὴ σειρὰ ποὺ αὐτὲς βρίσκονται στὸ βιβλικὸ κανόνα (Πράξεις, ῾Ρωμαίους, Α΄-Β΄ Κορινθίους, Γαλάτας, Ἐφεσίους, κλπ). Ἀρχίζουν τὸ πάσχα μὲ τὶς Πράξεις. Ἤδη μπαίνοντας στὴν ΚΓ΄ Κυριακή, φθάσαμε στὴν Πρὸς Ἐφεσίους, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ληφθοῦν περικοπὲς καὶ γιὰ τὶς ἑπόμενες 3-4 κυριακές (ΚΔ΄-ΚΖ΄).
     Ἡ Ἔφεσος στὰ χρόνια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἦταν μεγάλη πόλη τῆς ῾Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καὶ ἐκτεινόταν ΝΔ τῆς μικρασιατικῆς χερσονήσου, νοτίως τῆς Σμύρνης, στὴ ζώνη ποὺ περνάει ἀνάμεσα ἀπὸ τὴ Χίο καὶ τὴ Σάμο. Οἱ κάτοικοί της εἶχαν σὲ μεγάλη ἐκτίμηση τὴν ψεύτικη καὶ αἰσχρὴ θεὰ Ἀρτέμιδα, στὸ ὄνομα τῆς ὁποίας εἶχαν κτίσει περίφημο βωμό. Σήμερα ὑπάρχουν μόνο ἐρείπια τῆς πόλεως. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔμεινε σ’ αὐτὴν τρία χρόνια, ὅσο δὲν ἔμεινε σὲ καμμία ἄλλη πόλη, καὶ τὴν εἶχε καταστήσει κέντρο τῶν κηρυκτικῶν του ἐξορμήσεων.
     Τὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολὴ ὁ Ἀπόστολος τὴν ἔστειλε ἀπὸ τὴ ῾Ρώμη γύρω στὸ 63 μ.Χ. σὰν ἐγκύκλια ἐπιστολή, δηλαδὴ ἐπιστολὴ ποὺ ἀπευθυνόταν πρὸς ὅλες τὶς ἀσιατικὲς ἐκκλησίες, κι ὄχι μόνο πρὸς ἐκείνην τῶν Ἐφεσίων. Ἀπευθυνόταν «τοῖς ἁγίοις τοῖς οὖσιν ...», χωρὶς νὰ γράφει τοὺς παραλῆπτες. Ἦταν ἀνοιχτή, καὶ ὁ κομιστὴς κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐπιδόσεως ἔγραφε τὸ ὄνομα τῶν παραληπτῶν. Ἔτσι ἐξηγεῖται ὅτι ἡ πρὸς Λαοδικεῖς ἐπιστολή, ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος (Κλ 4,16), δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ τὴν ἐγκύκλια αὐτὴ ἐπιστολή, ποὺ σήμερα τὴν ξέρουμε μόνο σὰν πρὸς Ἐφεσίους.
    Στὰ κεφάλαια 1-3 τὸ περιεχόμενο εἶναι δογματικό, ἐνῷ στὰ 4-6 εἶναι πρακτικό. Μὲ ὅλο τὸ περιεχόμενό της ὁ Ἀπόστολος ἀποβλέπει σὲ δύο σκοπούς, στὴν προληπτικὴ καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν γνωστικῶν καὶ στὴ στερέωση τῶν Χριστιανῶν στὴν πίστη. Ὁ Ἰωάννης χρυσόστομος λέει ὅτι ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ «ὑψηλῶν σφόδρα γέμει νοημάτων καὶ δογμάτων». Καὶ προσθέτει· «Πράγματα ποὺ δὲν τὰ εἶπε πουθενά, τὰ γράφει ἐδῶ». Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι εἶχαν λάβει τὴ βασικὴ κατήχηση ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν ἦταν ἐκεῖ, καὶ τώρα μποροῦσαν νὰ δεχτοῦν βαθύτερα νοήματα. Ἄς δοῦμε λοιπὸν τί λέει στὴν περικοπή μας.
     Καὶ σεῖς, λέει, οἱ πρώην ἐθνικοί, πρὶν νὰ γνωρίσετε τὸ Θεὸ ἤσασταν νεκροὶ πνευματικῶς, εἴχατε φθάσει σὲ ἀπροχώρητο βαθμὸ διαφθορᾶς καὶ κακίας. Σᾶς εἶχαν νεκρώσει τὰ πολλὰ παραπτώματα καὶ οἱ μεγάλες ἁμαρτίες, στὶς ὁποῖες τότε ζούσατε μὲ τὴ θέλησή σας τὴν ἔνοχη καὶ ἐκφυλισμένη ζωὴ τοῦ κόσμου αὐτοῦ, σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς ποὺ σᾶς ἔδινε ὁ ἄρχοντας ποὺ ἐξουσιάζει τὸν ἀέρα, τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα ποὺ ἐνεργεῖ τώρα ὄχι τόσο σὲ ὅλους ὅσο κυρίως στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔδειξαν ἀπείθεια στὸ χριστιανικὸ κήρυγμα καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν τὴ ζωὴ τῆς ἀποστασίας.
     Καὶ ὄχι μόνο ἐσεῖς οἱ πρώην ἐθνικοί, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι εἴχαμε τὸ εὐεργέτημα νὰ γνωρίσουμε τὸν ἀληθινὸ Θεό, συμπεριλαμβανόμαστε στοὺς ἀπειθεῖς. Καὶ ἐμεῖς ὅλοι χωρὶς ἐξαίρεση ζήσαμε κάποτε σύμφωνα μὲ τὶς ἄνομες σαρκικὲς ἐπιθυμίες μας καὶ κάναμε πράξη τὰ σαρκικὰ θελήματά μας καὶ τὶς σαρκικὲς σκέψεις μας. Ἤμασταν τότε κι ἐμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι ἐκ φύσεως, ὅπως καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι, ἄξιοι νὰ ξεσπάσει πάνω μας ἡ δικαία ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.

     Ὅπως μιλάει ὁ Ἀπόστολος σὲ πρῶτο πληθυντικὸ πρόσωπο μέσα στὸ σύνολο τῶν Ἰουδαίων ποὺ ἐκτράπηκαν σὲ ἄνομες σαρκικὲς ἐπιθυμίες συμπεριλαμβάνει καὶ τὸν ἑαυτό του, ὄχι διότι πράγματι ἔζησε σὰν ἄτομο ἔτσι σαρκικά, ἀλλά, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἰωάννης χρυσόστομος, γιὰ νὰ παρηγορήσει μὲ τὴ μετριοφροσύνη του τοὺς ἀνθρώπους, πρὸς τοὺς ὁποίους γράφει τὴν ἐπιστολή.
     Ἀλλ’ ἐνῷ οἱ πάντες, λέει, ἐθνικοὶ καὶ Ἰουδαῖοι μὲ τὴν κακὴ συμπεριφορά μας εἴχαμε ἐξοργίσει τὸ Θεὸ καὶ ἤμασταν ἄξιοι τῆς δικαίας τιμωρίας του, τελικὰ ὁ Θεὸς δὲν ξέσπασε ἐναντίον κανενός. Γιατί; Διότι καθὼς εἶναι πλούσιος σὲ ἔλεος, λόγῳ τῆς πολλῆς του ἀγάπης μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἀγάπησε, ὅταν ἐμεῖς ἀκόμη μὲ τὴν ἐλεεινὴ ζωή μας τὸν ἐξοργίζαμε, καθὼς ἐξακολουθούσαμε νὰ ζοῦμε μὲ τὰ πολλὰ ἠθικὰ παραπτώματά μας καὶ εἴχαμε παραδοθεῖ στὸν πνευματικὸ θάνατο, μᾶς ζωντάνεψε μὲ τὸ Χριστὸ καὶ μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Ἀντὶ γιὰ ὀργὴ ἔκανε χάρη ὁ Θεὸς καὶ μὲ αὐτὴν ἔχετε σωθεῖ, ὄχι μὲ τὰ ἔργα σας.
     Εἶναι σημαντικὸ ὅτι δὲν γράφει «ἐζωοποίησεν» ἀλλὰ «συνεζωοποίησεν», ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ ἠθικὸ ζωντάνεμα ἄρχισε μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπῆρχε ἠθικὸ ζωντάνεμα, ἀλλὰ ψυχικὸς θάνατος. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ζωντάνεψε ἀπὸ τὸν τάφο, καὶ οἱ ἄνθρωποι ζωντάνεψαν ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο, στὸν ὁποῖο τοὺς ἔρριξε ἡ ἁμαρτία. Ἡ ζωοποιὸς δύναμη καὶ τὸ ποιητικὸ αἴτιο εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
     Ἐπίσης ἐκεῖνο τὸ «χάριτί ἐστε σεσωσμένοι» ἔχει τὴν ἔννοια ὅτι δὲν τὴ χρωστοῦσε ὁ Θεὸς τὴ σωτηρία σὲ κανέναν, ἀλλὰ τὴν ἔδωσε δωρεάν. Τὴ σκέφθηκε, τὴ σχεδίασε καὶ τὴν πραγματοποίησε δωρεάν. Ἡ χάρη, τὸ δῶρο αὐτὸ τῆς σωτηρίας, δὲν δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τυχὸν καλὰ ἔργα τους, διότι τότε δὲν θὰ ἦταν χάρη, ἀλλὰ ἀμοιβή, μισθός. Δόθηκε, διότι θέλησε ὁ Θεὸς καὶ τὴν ἔδωσε, χωρὶς νὰ τὴν ἀξίζουν. Καὶ ἔτσι τὴ δίνει ἔκτοτε σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σ’ ὅποια ἐποχὴ κι ἂν ζοῦν.
     Καὶ ὄχι ἁπλῶς σᾶς ζωντάνεψε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ νέκρωση, λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλὰ καὶ χάρισε ἐπιπλέον καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ μεγάλα καὶ ἀδιανόητα δῶρα. Μᾶς ἀνέστησε μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ καθήσουμε μαζί του στὰ ἐπουράνια. Μᾶς ἔκανε δηλαδὴ συγκαθέδρους του. Καὶ γιατί μᾶς ἔκανε αὐτὴ τὴν ὕψιστη τιμὴ ὁ Θεός; Μᾶς ἐξηγεῖ ὁ Ἀπόστολος.
     Γιὰ νὰ μᾶς δείξει στοὺς μέλλοντες αἰῶνες, δηλαδὴ στὴν αἰωνιότητα, τότε ποὺ θὰ μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὸν δοῦμε καὶ νὰ τὸν νιώσουμε, τὸν ὑπερβολικὸ πλοῦτο τῆς χάριτός του καὶ τὴν ἀγαθότητά του μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ξανατονίζει· διότι μὲ τὴ χάρη ἔχετε σωθεῖ, ἐπειδὴ ἔχετε ἐκδηλώσει πίστη. Καὶ αὐτὸ ὅλο ποὺ ἔγινε γιὰ τὴ σωτηρία σας δὲν ὀφείλεται σ’ ἐσᾶς, σὲ τυχὸν καλὰ ἔργα σας, ἀλλ’ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μὴν καυχηθεῖ κανένας ὅτι τάχα σώθηκε μὲ τὰ καλά του ἔργα.  Διότι καὶ σὰν ἄνθρωποι ποὺ ἔχουμε τὴ φυσικὴ ζωὴ καὶ σὰν εὐεργετημένοι Χριστιανοὶ εἴμαστε δικό του δημιούργημα. Δημιουργηθήκαμε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ κάνουμε καλὰ ἔργα, μὲ τὰ ὁποῖα μας προετοίμασε ὁ Θεὸς νὰ ζήσουμε μὲ αὐτά.
     Τίποτε λοιπὸν δὲν συνεισφέραμε ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν πλευρά μας γιὰ τὴ σωτηρία μας. Οὔτε τὴν πίστη μας οὔτε τὰ ἔργα. Ὅλα μᾶς τὰ χάρισε ὁ Θεός. Δικό μας μόνο, μποροῦμε νὰ ποῦμε, εἶναι ἡ συγκατάθεσή μας, δηλαδὴ τὸ «Ναί, Κύριε, θέλουμε νὰ σωθοῦμε. Σῶσέ μας». Αὐτὸ τὸ «Ναί, Κύριε» εἶναι ἀκριβῶς ἡ συνεισφορὰ τοῦ ἀνθρώπου στὴ σωτηρία του. Διότι δὲν πρέπει νὰ παραβλέψουμε τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ δὲν δέχτηκαν καὶ δὲν δέχονται αὐτὰ τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀνάσταση ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὴν ὕψωση στὰ ἐπουράνια.
     Πόση εὐγνωμοσύνη στὸ Θεὸ ὀφείλουμε ὅλοι, Ἐφέσιοι καὶ μή, ἀγαπητοί μου, γιὰ τὸ δῶρο τῆς σωτηρίας μας; Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα· θὰ εὐκαιρήσουμε νὰ ποῦμε στὸ Θεὸ τὸ «ναί», αὐτὴ τὴ μικρούτσικη μονοσύλλαβη λέξη ἢ θὰ κλείσουμε τὰ μάτια μὲ τὴν καρδιά μας δοσμένη μέχρι τελευταίας στιγμῆς στὴν ὕλη;


᾿Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

(δημοσίευσις 10/11/2009)