11. Φιλολογία

 

ΑΡΕΘΑΣ Ο ΠΑΤΡΕΥΣ

 

Κράτιστος φιλόλογος, ἀνθρωπιστὴς ἱεράρχης

 

τοῦ Στεφάνου Σκαρπέλλου

 

Ποιός Πατρινὸς γνωρίζει τὸν Ἀρέθα; Πόσο ἡ πόλη τῶν Πατρῶν ἐτίµησε τὴν µεγάλη αὐτὴ µορφή, ποὺ ἀνεδείχθη σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός της ὡς κορυ­φαῖος φιλόλογος καὶ ὀτρηρὸς θεράπων τῆς γραµµατείας τῶν µεσοβυζαν­τινῶν χρόνων; Δυστυχῶς ὅ,τι διασῴζει σήµερα τὴν ἀνάµνησή του εἶναι ἡ φερώνυµος ὁδὸς στὶς βόρειες παρυφὲς τῆς πόλεως, κατόπιν πρωτοβουλίας τοῦ ἀειµνήστου ἱστορικοῦ Κωνσταντίνου Τριανταφύλλου... Καὶ ὅµως ὁ ἴδιος, «πρῶτος τῶν µεγάλων ἀνθρωπιστῶν», ὑπέγραφε πάντοτε ὡς «Ἀρέ­θας Πατρεύς», καυχώµενος προφανῶς γιὰ τὸν τόπο τῆς καταγωγῆς του. Ἔµεινε βεβαίως γνωστὸς στὴν ἐποχή του ὡς ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἐλησµόνησε τὴν γενέτειρά του. «Περὶ Πα­τρῶν, τοῦ τῆς ἐµῆς γεννήσεως Ἀρέθα, ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας, τόπου, χωρογραφία», γράφει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν γενέτειρά του σὲ σῳζόµενο ἰδιόγραφο σηµειωµά του.

Γόνος πολυµελοῦς ἐπιφανοῦς οἰκογενείας, ἐγεννήθη τὸ 850 στὴν Πάτρα, ὅπου, µαζὶ µὲ τὴν ἐγκύκλιο µόρφωση, ἔλαβε τὰ πρῶτα σπέρµατα τῆς κλίσης του πρὸς τὴν κλασσικὴ παιδεία. Ἐν συνέχειᾳ μεταβαίνει στὴν Κων­σταντινούπολη, λίγο πρὸ τοῦ 886, ὅπου συνδέεται μὲ τὸν πολὺ πατριάρχη Φώτιο. Τὸ κίνημα τοῦ πρώτου βυζαντινοῦ οὑμανισμοῦ, στηριζόμενο σὲ αὐτὲς τὶς σπουδαῖες προσωπικότητες, ἀκτινοβολεῖ στὴν βασιλεύουσα καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν Αὐτοκρατορία. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἀρέθας τυγχάνει τῆς εὐνοίας τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Α΄ τοῦ Μακεδόνος, ποὺ ἐξεδήλωνε ἰδιαίτερη συμπάθεια πρὸς τοὺς ἐκ Πατρῶν προερχομένους, προφανῶς λόγῳ τῆς φιλικῆς του σχέσεως μὲ τὴν Δανιηλίδα. Τὸ 895 ὁ Ἀρέθας εἶχε ἤδη χειροτονηθεῖ διάκονος καὶ ἀσχολεῖτο μὲ τὴν μελέτη τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ἀριστοτέλους –«ἐραστὴς διάπυρος ὢν»– καὶ ἄλλων ἀρχαίων κλασσικῶν συγγραφέων.

Τὸ 902 χειροτονεῖται ἐπίσκοπος Καισαρείας –πρώτης τῇ τάξει μητροπό­λεως τοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου– καὶ ἀναπτύσσει πολυσχιδῆ δρα­στηριότητα ἀναλαμβάνοντας σημαντικὸ ῥόλο στὰ ἀναφυόμενα ἐκκλησιαστικὰ ζητήμα­τα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως λόγου χάρη τὸ θέμα τῆς τετραγαμίας τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος F΄ καὶ ἄλλα. Στὸν θρόνο του ὁ λόγιος ἱεράρχης παρέμεινε μέχρι τὸν θάνατό του, μετὰ τὸ ἔτος 932, ἀναδειχθεὶς ἀντάξιος διάδοχος ἐνδόξων προκατόχων του.

Ἀσφαλῶς τὴν ἐξέχουσα θέση ποὺ κατέλαβε στὴν Ἐκκλησία, ὡς καὶ τὴν ἰδιαίτερη ἐπίδρασή του στὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικὰ πράγματα τῆς ἐποχῆς του ὀφείλει ὁ Ἀρέθας στὴν ἐξαίρετη κλασσικὴ παιδεία του. Μά­λιστα ὁ λόγιος Πατρεὺς χρωστᾶ τὴν εὐρεῖα ἀναγνώρισή του στὶς βιβλιο­γραφικὲς ἐργασίες του, ἀφοῦ ὑπῆρξε παροιμιώδης ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν ἀντιγραφὴ καὶ τὴν διάσωση κλασσικῶν ἔργων ἀπὸ τὴν φθορὰ τοῦ χρόνου. Μάλιστα ἐκ τῶν χειρογράφων κωδίκων ποὺ ἀντέγραψε ἀπετελέσθη ἡ περί­φημη «Βιβλιοθήκη» του, πολλὰ χειρόγραφα τῆς ὁποίας διεσώθησαν μέχρι σήμερα.

Ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Ἀρέθα ἀποκαλύπτονται ἡ πολυμέρεια τῆς μορφώσεώς του καὶ ἡ θαυμάσια γνώση τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας, ποὺ ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὴν συνεχῆ ἀναστροφή του μὲ τὰ ἀρχαῖα κείμενα καὶ τὴν ἄγρυπνη μελέτη. Ἐγνώριζε ἐξ ἴσου καλὰ καὶ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς καὶ τὰ συγ­γράμματα τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἄριστα μποροῦσε νὰ ἑρμηνεύει.

Ἀπὸ τὸν πλούσιο ἀμητὸ τῆς συγγραφικῆς του παραγωγῆς ὀλίγα χειρό­γρα­φά του διεσώθησαν, μνημεῖα δὲ τῆς φιλολογικῆς μαθήσεώς του ἀποτε­λοῦν μεταξὺ ἄλλων ὁ κώδικας τοῦ Πλάτωνος στὴν Βιβλιοθήκη τῆς Ὀξφόρ­δης, ὁ κώδικας τῆς Ἰλιάδος στὴν Μαρκιανὴ Βιβλιοθήκη τῆς Βενετίας, ὁ κώδικας τῆς Μόσχας, τῆς Μονῆς Εἰκοσιφοινίσσης τῆς Mακε­δο­νίας καὶ ἄλλα. Ὁ Πατρεὺς λόγιος ἱεράρχης διέσωσε τὰ ἔργα τῶν Πλάτωνα, Ἀριστο­τέλη, Εὐκλείδη, Παυσανία, Ἐπίκτητου, Λουκιανοῦ καὶ ἄλλων, ἀλλὰ καὶ τῶν χριστιανῶν ἀπoλoγητῶν Ἰουστίνου, Εὐσεβίου, Ἀθηναγόρα, Τατιανοῦ καὶ ἄλλων. Τὰ ἔργα αὐτὰ «ἐμπλούτισε» μὲ συνοπτικὰ μεμονωμένα ἑρμη­νευ­τικὰ σχόλια, τὰ ὁποῖα ἔγραφε στὸ περιθώριο τῶν χειρογράφων του, ἀναλό­γως δὲ τοῦ περιεχομένου τους διακρίνονται σὲ γραμματικά, ἀρχαι­ολογικά, μυθολογικά, ἱστορικά, γεωγραφικά, φιλοσοφικά, λαογραφικὰ καὶ ἄλλα, χωρὶς νὰ παραλείπει νὰ σημειώνει καὶ διάσπαρτες θεολογικὲς παρατηρή­σεις στὰ συγγράμματα τῶν κλασσικῶν. Ἔτσι ὁ κράτιστος φιλό­λογος, μέσῳ τῶν ἑρμηνευτικῶν παρεμβολῶν του, ἀποδεικνύεται ἄριστος ἀπανθιστὴς καὶ σχολιαστὴς τῶν βυζαντινῶν χρόνων.

Παρὰ ταῦτα ἡ φιλολογικὴ ἐπιστήμη δὲν ἔχει μελετήσει ἀκόμη τὸ ἔργο του, ἐνῷ μέγα μέρος τῶν χειρογράφων του παραμένει ἀνέκδοτο ἢ λησμο­νημένο σὲ εὐρωπαϊκὲς βιβλιοθῆκες! Τοῦτο προφανῶς ὀφείλεται στὸ γεγο­νὸς ὅτι πρόκειται γιὰ ἔργο δύσκολο, ἐπειδὴ κατὰ τὸν ἀκαδημαϊκὸ Σωκράτη Κουγέα «τὰ ἔργα τοῦ Ἀρέθα δὲν εἶναι συγγράμματα αὐτοτελῆ καὶ πλήρη προσφερόμενα εἰς κοινὸν ἀναγνώστην. Εἶναι ἐπιστολαὶ πρὸς διαφόρους περιέχουσαι ἀπαντήσεις ἐπὶ θεμάτων ἐκκλησιαστικῶν καὶ νομικῶν, εἰς γλῶσσαν στρυφνήν, δύσκαμπτον καὶ ἀκατάληπτον, τόσον ὥστε οἱ σύγχρονοί του τὸν εἶχαν κατηγορήσει ἐπὶ ἀσαφείᾳ», γεγονὸς ποὺ ὑπε­χρέωσε τὸν Ἀρέθα νὰ ἀπολογηθεῖ μὲ πραγματεία του ποὺ φέρει τὸν τίτλο «Πρὸς τοὺς ἐπὶ ἀσαφείᾳ ἡμᾶς ἐπισκώψαντας».

Ἀλλά, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἰωάννης Φ. Ἀθανασόπουλος σὲ σχετικὸ ἄρθρο του στὰ «Ἀχαϊκά», «ἐὰν ἡ ἔκδοση τῶν καταλοίπων τοῦ Ἀρέθα θεωρεῖται ἐγχείρημα δύσκολο ἀπὸ γλωσσικῆς ἀπόψεως, τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι καὶ ἀκατόρθωτο. Ὁ μακαριστὸς Κώστας Τριανταφύλλου ἀνεζήτει διακαῶς ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀνελάμβανε τὸ ἔργο καὶ ἔτρεφε τὴν ἐλπίδα ὅτι οἱ νεώτερες γενεὲς τῶν φιλολόγων θὰ πραγματοποιοῦσαν τοῦτο»...

Ἕλληνες μελετητὲς ποὺ ἀσχολήθηκαν μέχρι σήμερα μὲ τὸν Ἀρέθα εἶναι κυρίως οἱ ᾿Α. Παπαδόπουλος Κεραμεύς, Βασ. Λαούρδας, Νικ. Βέης, Κ. Ἄμαντος, Κων. Μπόνης, Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Διον. Ζακυνθηνός, Βασ. Δεντάκης καὶ ἄλλοι, ἐνῷ θεμελιῶδες παραμένει μέχρι σήμερα τὸ ἔργο τοῦ Σωκράτη Κουγέα μὲ τίτλο «Ὁ Καισαρείας Ἀρέθας καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ. Συμβολὴ εἰς τὴν Ἱστορίαν τῆς πρώτης ἀναγεννήσεως τῶν γραμμάτων ἐν Βυζαντίῳ» (Ἀθῆναι 1913).

Φορέας ὑψηλῶν πνευματικῶν ἀξιῶν ὁ Ἀρέθας, ἐπεβλήθη στὴν συνείδηση τῶν συγχρόνων του καὶ στὴν μνήμη τῶν μεταγενεστέρων ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς κυριωτέρους ἐκπροσώπους τῆς βυζαντινῆς ἀναγεννήσεως, ἀπὸ τὸν Θ΄ αἰῶνα καὶ ἑξῆς. Παρὰ τὴν περίοπτη θέση του στὴν χορεία τῶν Βυζαντινῶν λογίων καὶ στὸν χῶρο τῶν ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν, ἡ πόλη ποὺ τὸν ἀνέστησε σήμερα σχεδὸν τὸν ἀγνοεῖ, ὡς μὴ ὤφειλε. ῞Ενας δρόμος στὴν μνήμη του ἁπλῶς δὲν ἀρκεῖ! Οἱ ἁρμόδιοι φορεῖς ἔχουν τὴν ἠθικὴ ὑποχρέ­ωση νὰ ἀποκαταστήσουν τὸ ὄνομά του καὶ νὰ ἀναδείξουν τὴν προσφορά του. Εἶναι ὁ ἐλάχιστος φόρος τιμῆς ποὺ τοῦ ὀφείλουμε. Τοῦ τὸ χρωστᾶ ἡ Πάτρα καὶ ἡ ῾Ιστορία...

 

 

᾿Εκκλησιολόγος (Πατρῶν), φύλλο 64, παρασκευὴ 3/10/2008