λόγου ὁρολογία
ἀγόρευσις· ἐκφώνησις λόγου σὲ ἀκροατήριο· δημηγορία, λόγος.
ἀγορητής· ὁμιλητής, ῥήτωρ.
ἀδολέσχημα· φλυαρία, πολυλογία.
ἀδολέσχης· φλύαρος· ὑπερβολικὰ φλύαρος, μέχρι κόρου καὶ ἀηδίας. // αὐτὸς ποὺ μιλᾷ συνεχῶς λέγοντας ὅ,τι τοῦ ἔρχεται στὸ μυαλὸ καὶ προσπαθώντας νὰ εἶναι εὐχάριστος. // φιλόμυθος. // ὀξυδερκής, ὀξύνους, λεπτὸς τὴν σκέψιν.
ἀδολεσχία· φλυαρία· ἀκατάσχετη φλυαρία· διήγησις λόγων μακρῶν, ἀστόχαστων καὶ ἄσκοπων. // ἡ τέχνη τοῦ λόγου. // ὀξυδέρκεια, ὀξύνοια.
ἀδολεσχικός· ὁ ἐπιρρεπὴς στὴν φλυαρία· ὁ πολυλογῶν.
ἀμετροέπεια· ἔλλειψις μέτρου στὰ λόγια εἴτε ποσοτική (πρβ. φλυαρία) εἴτε ποιοτική (πρβ. μεγαλορρημοσύνη)· φλυαρία, πολυλογία. // αὐθάδεια.
ἀνάλυσις· λεπτομερὴς παρουσίασις ἑνὸς θέματος.
ἀνάπτυξις· ἡ λεπτομερὴς ἀναφορὰ σὲ ἕνα θέμα· ἀναλυτικὴ ἔκθεσις ἢ ἑρμηνεία· ἐξήγησις, διασάφησις, ἑρμηνεία, ἀνάλυσις.
ἀφήγησις· λόγος, διήγησις, ἐξιστόρησις, ἐξήγησις, ἀναφορά.
δημηγορία· ῥητορικὸς λόγος, κυρίως πολιτικός, ἐκφωνούμενος σὲ ἀκροατήριο. // ἀγόρευσις δημαγωγική, δημοκοπική, σοφιστική. // φλυαρία γιὰ παραπλάνησι τοῦ κοινοῦ.
διάλεξις· δημόσια ὁμιλία, διδασκαλία, μὲ ἀνάπτυξι ἑνὸς θέματος ἐπιστημονικοῦ, λογοτεχνικοῦ, πολιτικοῦ κ.τ.λ.. // συζήτησις, συνομιλία.
διδασκαλία· ἡ μετάδοσις γνώσεων, κυρίως ἀπὸ τὸν δάσκαλο στὸν μαθητή· διδαχή. // νουθεσία, συμβουλή, ὁρμήνεμα, ὑπόδειξις, καθοδήγησις. // ἀνάπτυξις, διευκρίνισις, διασάφησις. // σύνολον διδαγμάτων.
διδαχή· διδασκαλία. // καθοδήγησις, ὑπόδειξις, συμβουλή. // κήρυγμα τοῦ θείου λόγου. // διδασκαλία χριστιανικοῦ, θρησκευτικοῦ ἢ ἠθικοῦ περιεχομένου.
διηγηματικός· ὁ ἐπιρρεπὴς πρὸς τὴν διήγησι, ὁ ἀρεσκόμενος νὰ ἀφηγῆται. // αὐτὸς ποὺ περνᾷ τὴν ἡμέρα του συζητώντας καὶ ἀσχολούμενος μὲ ὅ,τι νἄναι. // αὐτὸς ποὺ ἔχει σχέσι μὲ τὸ διήγημα ἢ μὲ τὴν διήγησι, ποὺ ταιριάζει σὲ αὐτά. //
διήγησις· ἡ ἐνέργεια ἢ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ διηγοῦμαι· ἀφήγησις, ἐξιστόρησις. // προφορικὴ ἢ γραπτὴ περιγραφή, λεπτομερὴς ἔκθεσις, ἐξιστόρησις πραγματικῶν ἢ φανταστικῶν γεγονότων. // τὸ τμῆμα ἑνὸς ῥητορικοῦ λόγου στὸ ὁποῖο ἀναλύεται ἡ ὑπόθεσις. // τὸ περιεχόμενο τῆς διηγήσεως, αὐτὸ ποὺ διηγεῖται κάποιος. // πεζὸ ἢ ἔμμετρο (μεσαιωνικὸ) λογοτεχνικὸ κείμενο. // φήμη, θρῦλος.
εἰσήγησις· ἡ προφορικὴ ἢ γραπτὴ παρουσίασις καὶ ἀνάπτυξις ἑνὸς θέματος, μιᾶς θέσεως, προτάσεως, ἀπόψεως κ.τ.λ., μὲ τὴν ὁποία ἐπιδιώκεται νὰ ἐνημερωθῇ ἕνα ἀκροατήριο, συχνὰ μὲ σκοπὸ νὰ συζητήσῃ καὶ νὰ ἀποφασίσῃ σχετικῶς. // ὑπόδειξις, συμβουλή, παρακίνησις.
ἐξήγησις· ἡ λεπτομερὴς περιγραφὴ ἢ ἀνάλυσις ἑνὸς θέματος, φαινομένου, ἀντικειμένου ἢ γεγονότος, ὥστε αὐτὸ νὰ γίνῃ κατανοητὸ ἀπὸ τὸ ἀκροατήριο· ἔκθεσις, ἀνάπτυξις.
ἑρμηνεία· ἐξήγησις, διασάφησις, ποὺ γίνεται μὲ ἀνάλυσι τοῦ νοήματος. // ἱκανότης ἐκφράσεως.
καταλαλιά· κακὴ φήμη, συκοφαντία, κατηγορία, κακολογία, κακογλωσσιά, κακόπιστη συνήθως κριτική. // τὸ φλυαρεῖν μεγαλοφώνως.
κατάλαλος· ὁ ὁμιλῶν ἐναντίον κάποιου· αὐτὸς ποὺ κακολογεῖ, συκοφαντεῖ· φιλοκατήγορος.
καυχησιολογία· τὸ νὰ καυχιέται κανεὶς μὲ περιαυτολογίες· κομπορρημοσύνη.
κενολογία· ματαιολογία, φλυαρία· λόγια χωρὶς οὐσιαστικὸ νόημα.
κήρυγμα· ἡ ἀνάπτυξις καὶ ἑρμηνεία τοῦ θείου λόγου· ὁμιλία γιὰ θέματα πίστεως, ποὺ γίνεται συνήθως ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τοῦ ναοῦ. // νουθεσία. // λόγος συμβουλευτικὸς καὶ προτρεπτικός, συνήθως ἔντονα ἠθικοπλαστικός, ποὺ προκαλεῖ δυσαρέσκεια. // σύνολο ἰδεολογικῶν καὶ κοσμοθεωρητικῶν ἀπόψεων, ποὺ κάποιος ἐπιδιώκει νὰ τὶς κάμῃ γνωστές, ὥστε νὰ ἀσκήσῃ ἐπιρροὴ σὲ ἕνα εὐρὺ κοινό· προπαγάνδα.
κομπορρημοσύνη· καυχησιολογία, κομπασμός.
κουβέντα· συζήτησις, συνομιλία, συνήθως γιὰ διάφορα καθημερινά θέματα. // λόγια, φράσεις ποὺ λέει κάποιος ὡς ἄποψι, ὡς πρότασι κ.τ.λ..
λαλιά· φλυαρία, κουβέντα, λόγος, ὁμιλία, φωνή· γλῶσσα. // ψιλοκουβέντα, ἀσήμαντη συζήτησις· κουτσομπολιό. // φήμη. // διαβεβαίωσις. // κελάηδημα, κράξιμο, λάλημα, καὶ τὰ ὅμοια.
λάλος· ὁμιλῶν, λαλῶν· ὁμιλητικός, φλύαρος ὁμιλητής, πολύλογος. // ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει ὅτι μόνον ὁ ἴδιος σκέπτεται σωστά, καὶ γι' αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ σωπάσῃ. // ὀχλοβοή.
λέσχη· διάλογος, ὁμιλία, συνομιλία, συνδιάλεξις, συζήτησις. // μωρολογία, φλυαρία, ἀδολεσχία, κακολογία, κουτσομπολιό.
λῆρος· μωρολογία, ἀνοησία, φλυαρία, ἀνόητα λόγια. // κενὴ ἐπίδειξις. // παραλήρημα. // φλύαρος, μωρός, ἀνόητος, κενός.
λογοποιός· ὁ κατασκευάζων λόγους. // ὁ πεζογράφος, ἱστοριογράφος, χρονογράφος. // αὐτὸς ποὺ πλάθει καὶ διαδίδει ψευδεῖς λόγους καὶ φῆμες, μύθους καὶ μυθεύματα· ὁ διαδοσίας.
λόγος· ἡ ἔμφυτη δυνατότης, ἡ ἱκανότης τοῦ ἀνθρώπου νὰ μιλάῃ καὶ νὰ διατυπώνῃ τὴν σκέψι του· ὁμιλία, λαλιά. // καθετὶ ποὺ λέει κάποιος· λέξις, φράσις, κουβέντα. // ἐπεξεργασμένη ἔκφρασις γιὰ τὴν διατύπωσι διανοημάτων. // ἐκτενὴς ἀνάπτυξις θέματος ἐνώπιον ἀκροατηρίου· ἀγόρευσις. // συζήτησις, κουβέντα ἢ μνεία, ἀναφορὰ σὲ κάτι. // νουθεσία. // γνώμη, ἄποψις. // ἡ διδασκαλία, τὸ κήρυγμα. // ὁμιλία, συνδιάλεξις. // εἶδος τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος ἐν ὥρᾳ λατρείας, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὰ βιβλικὰ κείμενα καὶ ἀναπτύσσει συνθετικὰ ἕνα θέμα. στὴν Καινὴ Διαθήκη ὅμως λόγος ὀνομάζεται ἀκριβῶς τὸ βιβλικὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων (Μρ 16,20. Πρα 2,41· 4,4), ὁπότε ὁ ὅρος ἔχει ἀντίθετη ἔννοια.
λογύδριον· μικρὰ ἀγόρευσις· σύντομος λόγος, μικρὰ ὁμιλία.
ματαιολογία· μάταιος λόγος, ἀνόητη ἢ ἄσκοπη φλυαρία, κενολογία.
μεγαλορρημοσύνη· ἡ χρησιμοποίησις ὑπερβολῶν ἢ πομπωδῶν ἐκφράσεων στὸν λόγο· μεγαλοστομία, καυχησιά, κομπασμός.
μεγαλοστομία· ἡ χρησιμοποίησις μεγαλοπρεποῦς, ὑπερβολικοῦ ἢ πομπώδους ὕφους στὸν λόγο· μεγαλορρημοσύνη, καυχησιά, κομπασμός.
μῦθος· λέξις, λόγος προφορικός, ὁμιλία, διήγησις. // ἀγόρευσις, δημηγορία. // διάλογος, συνομιλία. // συμβουλή, γνώμη, διαταγή, παραγγελία, προσταγή. // ῥῆσις, ἀπόφθεγμα, παροιμία. // ἄγγελμα, εἴδησις, πληροφορία. // λόγος κενός, ψευδής· φήμη, διάδοσις, λόγια τοῦ κόσμου. // φανταστικὴ διήγησις, συνήθως λαϊκῆς προελεύσεως, ποὺ μεταδίδεται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον προφορικῶς ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, συχνὰ μὲ ἀλληγορικὸ καὶ διδακτικὸ χαρακτῆρα· μυθικὴ παράδοσις. // πλαστὴ ἱστορία, παραμῦθι. // ἡ ὑπόθεσις ἢ τὸ θέμα ἢ τὸ βασικὸ γεγονὸς μιᾶς ἀγορεύσεως ἢ ἑνὸς καλλιτεχνικοῦ, ἰδίως λογοτεχνικοῦ, ἔργου. // φανταστικὴ ἢ ἀνακριβὴς ἄποψις ποὺ ἐπικρατεῖ γιὰ κάποιον ἢ γιὰ κάτι. // ὑπόσχεσις.
νουθεσία· ἡ συμβουλὴ ποὺ δίδει ἕνας ὥριμος συνήθως ἄνθρωπος σὲ νεαρώτερο ἄτομο, γιὰ νὰ τὸ προστατεύσῃ ἀπὸ ἐνδεχόμενο σφάλμα ἢ γιὰ νὰ τὸ συνετίσῃ, ὁρμήνεμα, ὁρμήνεια.
ὁμιλία· ἡ ἱκανότης τοῦ ἀνθρώπου νὰ μιλάῃ· λόγος, «μιλιά». // ἡ χρῆσις τῆς προηγουμένης ἱκανότητος ὡς μέσου ἐκφράσεως ἢ συνεννοήσεως μεταξὺ των ἀνθρώπων. // ἀνάπτυξις ἑνὸς θέματος σὲ ἀκροατήριο· δημόσιος λόγος, διάλεξις. // εἶδος τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος ἐν ὥρᾳ λατρείας, ὅταν στηρίζεται σὲ κείμενο ἢ περικοπὴ τῆς Βίβλου καὶ ἀκολουθῇ τὴν ἀναλυτικὴ ἑρμηνευτικὴ μέθοδο, γι᾿ αὐτὸ λέγεται καὶ ἀναλυτικὸ κήρυγμα, μὲ κύριους σκοποὺς τὴν ἔκθεσι τῶν δογμάτων τῆς πίστεως καὶ τὴν ἐφαρμογή τους στὸν προσωπικὸ καὶ κοινωνικὸ βίο τῶν πιστῶν. // διδασκαλία, διδαχή.
παραβολή· ἀλληγορικὴ διήγησις ποὺ περιέχει διδάγματα ἠθικὰ ἢ ἐπὶ θεμάτων πίστεως· διήγησις ποὺ μὲ ἁπλὸ καὶ παραστατικὸ τρόπο διδάσκει σημαντικὲς ἀλήθειες τοῦ χριστιανισμοῦ.
παραίνεσις· προτροπή, παρακίνησις, νουθεσία, συμβουλή.
παραμυθία· προτροπή, παρακίνησις. // παρηγορία· λόγος παρηγορητικός. // ἐξήγησις, διασάφησις δυσκολίας.
παρουσίασις· τὸ νὰ γνωστοποιῶ κάτι ἄγνωστο στὸ κοινό, τὸ νὰ ἐπιδεικνύω ἢ ἐκθέτω κάτι σὲ κοινὴ κρίσι.
περιαυτολογία· τὸ νὰ ὁμιλῇ κάποιος ἐπαινετικῶς γιὰ τὸν ἑαυτό του· αὐτοέπαινος, κομπασμός, καυχησιολογία. // αὐτοπροβολή.
περιττολογία· περιττὰ λόγια, παραπανίσια, ἀνώφελα, ἄχρηστα· φλυαρία.
πολυλογία· τὰ πολλὰ καὶ συνήθως περιττὰ ἢ χωρὶς ἰδιαίτερη σημασία λόγια, φλυαρία.
πολυλογᾶς· ὁ πολλὰ λέγων, αὐτὸς ποὺ λέει πολλὰ λόγια περιττὰ ἢ ἀσήμαντα, πολυλόγος, φλύαρος, φαφλατᾶς.
ῥητορεία· ἔντεχνη ἀγόρευσις κάποιου μπροστὰ σὲ κοινό. // εὐγλωττία. // τρόπος ἐκφράσεως ἐντυπωσιακὸς μόνον στὴν μορφή, μεγαλόστομος, στομφώδης. // φλυαρία, πολυλογία.
συζήτησις· ἀνταλλαγὴ σκέψεων καὶ ἀπόψεων γιὰ ἕνα θέμα. // διάλογος, κουβέντα. // σκέψις, μελέτη.
φιλόμυθος· αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷ τοὺς μύθους, τὶς μυθικὲς διηγήσεις. // φλύαρος, πολυλογᾶς.
φλυαρία· ἄσκοπη ἢ ἀνόητη πολυλογία, περιττολογία χωρὶς οὐσία. // (συνήθως στὸν πληθυντικὸ) πολλά, περιττά, χωρὶς οὐσία, ἄσκοπα ἢ ἀνόητα λόγια. // ἀδιάκοπος κουραστικὸς μονόλογος κάποιου ποὺ ἀναφέρεται σὲ ἀσήμαντα θέματα. // χαλαρὴ συζήτησι γιὰ ἀσήμαντα θέματα.
(δημοσίευσις 17/3/2011)