11. Φιλολογία Γενικὰ φιλολογικά

PostHeaderIcon λόγου ὁρολογία

 

γόρευσις· ἐκφώνησις λόγου σὲ ἀκροατήριο· δημηγορία, λόγος.

ἀγορητής· ὁμιλητής, ῥήτωρ.

ἀδολέσχημα· φλυαρία, πολυλογία.

ἀδολέσχης· φλύαρος· ὑπερβολικὰ φλύαρος, μέχρι κόρου καὶ ἀηδίας. // αὐτὸς ποὺ μιλᾷ συνεχῶς λέγοντας ὅ,τι τοῦ ἔρχεται στὸ μυαλὸ καὶ προσπα­θώντας νὰ εἶναι εὐχάριστος. // φιλόμυθος. // ὀξυδερκής, ὀξύνους, λεπτὸς τὴν σκέψιν.

ἀδολεσχία· φλυαρία· ἀκατάσχετη φλυαρία· διήγησις λόγων μακρῶν, ἀστόχαστων καὶ ἄσκοπων. // ἡ τέχνη τοῦ λόγου. // ὀξυδέρκεια, ὀξύνοια.

ἀδολεσχικός· ὁ ἐπιρρεπὴς στὴν φλυαρία· ὁ πολυλογῶν.

μετροέπεια· ἔλλειψις μέτρου στὰ λόγια εἴτε ποσοτική (πρβ. φλυαρία) εἴ­τε ποιοτική (πρβ. μεγαλορρημοσύνη)· φλυαρία, πολυλογία. // αὐθάδεια.

νάλυσις· λεπτομερὴς παρουσίασις ἑνὸς θέματος.

νάπτυξις· ἡ λεπτομερὴς ἀναφορὰ σὲ ἕνα θέμα· ἀναλυτικὴ ἔκθεσις ἢ ἑρ­μη­νεία· ἐξήγησις, διασάφησις, ἑρ­μηνεία, ἀνάλυσις.

ἀφήγησις· λόγος, διήγησις, ἐξιστόρησις, ἐξήγησις, ἀναφορά.

δημηγορία· ῥητορικὸς λόγος, κυρίως πολιτικός, ἐκφωνούμενος σὲ ἀκροα­τή­ριο. // ἀγόρευσις δημαγωγική, δημοκοπική, σοφιστική. // φλυαρία γιὰ πα­ραπλάνησι τοῦ κοινοῦ.

διάλεξις· δημόσια ὁμιλία, διδασκαλία, μὲ ἀνάπτυξι ἑνὸς θέμα­τος ἐπι­στη­μο­νικοῦ, λογοτεχνι­κοῦ, πολιτικοῦ κ.τ.λ.. // συζήτησις, συνομιλία.

διδασκαλία· ἡ μετάδοσις γνώ­σεων, κυρίως ἀπὸ τὸν δάσκαλο στὸν μαθητή· διδαχή. // νουθεσία, συμβουλή, ὁρμήνεμα, ὑπόδειξις, καθο­δή­γησις. // ἀνά­πτυ­ξις, διευκρίνισις, διασάφησις. // σύνολον διδαγμάτων.

διδαχή· διδασκαλία. // καθοδήγησις, ὑπόδειξις, συμβουλή. // κήρυγμα τοῦ θείου λόγου. // διδασκαλία χριστιανι­κοῦ, θρησκευτικοῦ ἢ ἠθικοῦ περιεχο­μέ­νου.

διηγηματικός· ὁ ἐπιρρεπὴς πρὸς τὴν διήγησι, ὁ ἀρεσκόμενος νὰ ἀφηγῆται. // αὐτὸς ποὺ περνᾷ τὴν ἡμέρα του συζητώντας καὶ ἀσχο­λούμενος μὲ ὅ,τι νἄναι. // αὐτὸς ποὺ ἔχει σχέσι μὲ τὸ διήγημα ἢ μὲ τὴν διήγησι, ποὺ ταιριάζει σὲ αὐτά. //

διήγησις· ἡ ἐνέργεια ἢ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ διηγοῦμαι· ἀφήγησις, ἐξιστόρησις. // προφορικὴ ἢ γραπτὴ περιγραφή, λεπτομερὴς ἔκθεσις, ἐξιστόρησις πραγματικῶν ἢ φανταστικῶν γεγονότων. // τὸ τμῆμα ἑνὸς ῥητορικοῦ λόγου στὸ ὁποῖο ἀναλύεται ἡ ὑπόθεσις. // τὸ περιεχόμενο τῆς διηγήσεως, αὐτὸ ποὺ διηγεῖται κάποιος. // πεζὸ ἢ ἔμμετρο (μεσαιωνικὸ) λογοτεχνικὸ κείμενο. // φήμη, θρῦλος.

εσήγησις· ἡ προφορικὴ ἢ γραπτὴ παρουσίασις καὶ ἀνάπτυξις ἑνὸς θέμα­τος, μιᾶς θέσεως, προτάσεως, ἀπόψεως κ.τ.λ., μὲ τὴν ὁποία ἐπιδιώκεται νὰ ἐνημερωθῇ ἕνα ἀκροατήριο, συχνὰ μὲ σκοπὸ νὰ συζητήσῃ καὶ νὰ ἀποφα­σίσῃ σχετικῶς. // ὑπόδειξις, συμβουλή, παρακίνησις.

ξήγησις· ἡ λεπτομερὴς περιγραφὴ ἢ ἀνάλυσις ἑνὸς θέματος, φαινομένου, ἀντικειμένου ἢ γεγονότος, ὥστε αὐτὸ νὰ γίνῃ κατανοητὸ ἀπὸ τὸ ἀκρο­α­τή­ριο· ἔκθεσις, ἀνάπτυξις.

ρμηνεία· ἐξήγησις, διασάφησις, ποὺ γίνεται μὲ ἀνάλυσι τοῦ νοήματος. // ἱκανότης ἐκ­φράσεως.

καταλαλιά· κακὴ φήμη, συκοφαντία, κατηγορία, κακολογία, κακογλωσ­σιά, κακόπιστη συνήθως κριτική. // τὸ φλυαρεῖν μεγαλοφώνως.

κατάλαλος· ὁ ὁμιλῶν ἐναντίον κάποιου· αὐτὸς ποὺ κακολογεῖ, συκο­φαντεῖ· φιλοκατήγορος.

καυχησιολογία· τὸ νὰ καυχιέται κανεὶς μὲ περιαυ­το­λο­γίες· κομπορ­ρημοσύ­νη.

κενολογία· ματαιολογία, φλυαρία· λόγια χωρὶς οὐσιαστικὸ νόημα.

κήρυγμα· ἡ ἀνάπτυξις καὶ ἑρμηνεία τοῦ θείου λόγου· ὁμιλία γιὰ θέματα πί­­στεως, ποὺ γίνεται συνήθως ἀπὸ τὸν ἄμβω­να τοῦ ναοῦ. // νουθεσία. // λό­γος συμβουλευτικὸς καὶ προτρεπτικός, συνή­θως ἔντονα ἠθι­κοπλαστικός, ποὺ προκαλεῖ δυσαρέσκεια. // σύνολο ἰδεολο­γικῶν καὶ κο­σμο­θεωρητικῶν ἀ­πόψεων, ποὺ κάποιος ἐπιδιώκει νὰ τὶς κάμῃ γνωστές, ὥσ­τε νὰ ἀσκήσῃ ἐ­πιρροὴ σὲ ἕνα εὐρὺ κοινό· προπαγάνδα.

κομπορρημοσύνη· καυχησιολογία, κομπασμός.

κουβέντα· συζήτησις, συνομιλία, συνήθως γιὰ διάφορα καθημερινά θέματα. // λόγια, φράσεις ποὺ λέει κάποιος ὡς ἄποψι, ὡς πρότασι κ.τ.λ..

λαλιά· φλυαρία, κουβέντα, λόγος, ὁμιλία, φωνή· γλῶσσα. // ψιλοκου­βέντα, ἀσήμαντη συζήτησις· κουτσομπολιό. // φήμη. // διαβεβαίωσις. // κελάηδημα, κράξιμο, λάλημα, καὶ τὰ ὅμοια.

λάλος· ὁμιλῶν, λαλῶν· ὁμιλητικός, φλύαρος ὁμιλητής, πολύλογος. // ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει ὅτι μόνον ὁ ἴδιος σκέπτεται σωστά, καὶ γι' αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ σωπάσῃ. // ὀχλοβοή.

λέσχη· διάλογος, ὁμιλία, συνομιλία, συνδιάλεξις, συζήτησις. // μωρο­λογία, φλυαρία, ἀδολεσχία, κακολογία, κουτσομπολιό.

λῆρος· μωρολογία, ἀνοησία, φλυαρία, ἀνόητα λόγια. // κενὴ ἐπίδειξις. // παραλήρημα. // φλύαρος, μωρός, ἀνόητος, κενός.

λογοποιός· ὁ κατασκευάζων λόγους. // ὁ πεζογράφος, ἱστοριογράφος, χρονογράφος. // αὐτὸς ποὺ πλάθει καὶ διαδίδει ψευδεῖς λόγους καὶ φῆμες, μύθους καὶ μυθεύματα· ὁ διαδοσίας.

λόγος· ἡ ἔμφυτη δυνατότης, ἡ ἱκανότης τοῦ ἀνθρώπου νὰ μιλάῃ καὶ νὰ διατυπώνῃ τὴν σκέψι του· ὁμιλία, λαλιά. // καθετὶ ποὺ λέει κάποιος· λέξις, φράσις, κουβέντα. // ἐπεξεργασμένη ἔκφρασις γιὰ τὴν διατύπωσι διανοη­μά­των. // ἐ­κτε­νὴς ἀνάπτυξις θέ­μα­τος ἐνώπιον ἀκροατηρίου· ἀγό­ρευ­σις. // συ­ζήτησις, κουβέντα ἢ μνεία, ἀναφορὰ σὲ κάτι. // νου­θε­σία. // γνώ­μη, ἄποψις. // ἡ διδασκαλία, τὸ κήρυγμα. // ὁμιλία, συν­διά­λε­ξις. // εἶδος τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος ἐν ὥρᾳ λατρείας, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὰ βιβλικὰ κείμενα καὶ ἀναπτύσσει συνθετικὰ ἕνα θέμα.  στὴν Καινὴ Δια­θήκη ὅμως λόγος ὀνομάζεται ἀκριβῶς τὸ βιβλικὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων (Μρ 16,20. Πρα 2,41· 4,4), ὁπότε ὁ ὅρος ἔχει ἀντίθετη ἔννοια.

λογύδριον· μικρὰ ἀγόρευσις· σύντομος λόγος, μικρὰ ὁμιλία.

ματαιολογία· μάταιος λόγος, ἀνόητη ἢ ἄσκοπη φλυαρία, κενολογία.

μεγαλορρημοσύνη· ἡ χρησιμοποίησις ὑπερβολῶν ἢ πομπωδῶν ἐκφρά­σεων στὸν λόγο· μεγαλοστομία, καυχησιά, κομπασμός.

μεγαλοστομία· ἡ χρησιμοποίησις μεγαλοπρεποῦς, ὑπερβολικοῦ ἢ πομπώ­δους ὕφους στὸν λόγο· μεγαλορρημοσύνη, καυχησιά, κομπασμός.

μῦθος· λέξις, λόγος προφορικός, ὁμιλία, διήγησις. // ἀγόρευσις, δημηγορία. // διάλογος, συνομιλία. // συμβουλή, γνώμη, διαταγή, παραγ­γελία, προσταγή. // ῥῆσις, ἀπόφθεγμα, παροιμία. // ἄγγελμα, εἴδησις, πληροφορία. // λόγος κενός, ψευδής· φήμη, διάδοσις, λόγια τοῦ κόσμου. // φανταστικὴ διήγησις, συνήθως λαϊκῆς προελεύσεως, ποὺ μεταδίδεται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖ­στον προφορικῶς ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, συχνὰ μὲ ἀλληγορικὸ καὶ διδακτικὸ χαρακτῆρα· μυθικὴ παράδοσις. // πλαστὴ ἱστορία, παραμῦθι. // ἡ ὑπόθεσις ἢ τὸ θέμα ἢ τὸ βασικὸ γεγονὸς μιᾶς ἀγορεύσεως ἢ ἑνὸς καλλιτεχνικοῦ, ἰδίως λογοτεχνι­κοῦ, ἔργου. // φανταστικὴ ἢ ἀνα­κριβὴς ἄποψις ποὺ ἐπικρατεῖ γιὰ κάποιον ἢ γιὰ κάτι. // ὑπόσχεσις.

νουθεσία· ἡ συμβουλὴ ποὺ δίδει ἕνας ὥριμος συνήθως ἄνθρωπος σὲ νεα­ρώτερο ἄτομο, γιὰ νὰ τὸ προστατεύσῃ ἀπὸ ἐνδεχόμενο σφάλμα ἢ γιὰ νὰ τὸ συνετίσῃ, ὁρμήνεμα, ὁρμήνεια.

μιλία· ἡ ἱκανότης τοῦ ἀνθρώπου νὰ μιλάῃ· λόγος, «μιλιά». // ἡ χρῆσις τῆς προη­γου­μένης ἱκανότητος ὡς μέσου ἐκφράσεως ἢ συνεννοήσεως μεταξὺ των ἀν­θρώπων. // ἀνάπτυξις ἑνὸς θέματος σὲ ἀκροατήριο· δημόσιος λόγος, διάλεξις. // εἶδος τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος ἐν ὥρᾳ λατρείας, ὅταν στη­ρί­ζεται σὲ κείμενο ἢ περικοπὴ τῆς Βίβλου καὶ ἀκολουθῇ τὴν ἀνα­λυ­τικὴ ἑρμηνευτικὴ μέθοδο, γι᾿ αὐτὸ λέγεται καὶ ἀναλυτικὸ κήρυγμα, μὲ κύριους σκοποὺς τὴν ἔκθεσι τῶν δογμάτων τῆς πίστεως καὶ τὴν ἐφαρμογή τους στὸν προ­σω­πι­κὸ καὶ κοινωνικὸ βίο τῶν πιστῶν. // διδασκαλία, διδαχή.

παραβολή· ἀλληγορικὴ διήγησις ποὺ περιέχει διδάγματα ἠθικὰ ἢ ἐπὶ θε­μά­των πίστεως· διήγησις ποὺ μὲ ἁπλὸ καὶ παραστατικὸ τρόπο διδάσκει σημαντικὲς ἀλήθειες τοῦ χριστιανισμοῦ.

παραίνεσις· προτροπή, παρακίνησις, νουθεσία, συμβουλή.

παραμυθία· προτροπή, παρακίνησις. // παρηγορία· λόγος παρηγο­ρητικός. // ἐξήγησις, διασάφησις δυσκολίας.

παρουσίασις· τὸ νὰ γνωστοποιῶ κάτι ἄγνωστο στὸ κοινό, τὸ νὰ ἐπι­δει­κνύω ἢ ἐκθέτω κάτι σὲ κοινὴ κρίσι.

περιαυτολογία· τὸ νὰ ὁμιλῇ κάποιος ἐπαινετικῶς γιὰ τὸν ἑαυτό του· αὐτο­έπαινος, κομπασμός, καυχησιολογία. // αὐτοπροβολή.

περιττολογία· περιττὰ λόγια, παραπανίσια, ἀνώφελα, ἄχρηστα· φλυαρία.

πολυλογία· τὰ πολλὰ καὶ συνήθως περιττὰ ἢ χωρὶς ἰδιαίτερη σημασία λό­για, φλυαρία.

πολυλογᾶς· ὁ πολλὰ λέγων, αὐτὸς ποὺ λέει πολλὰ λόγια περιττὰ ἢ ἀσήμαντα, πολυλόγος, φλύαρος, φαφλατᾶς.

ητορεία· ἔντεχνη ἀγόρευσις κάποιου μπροστὰ σὲ κοινό. // εὐγλωττία. // τρόπος ἐκφρά­σεως ἐντυπωσιακὸς μόνον στὴν μορφή, μεγαλόστομος, στομ­φώ­δης. // φλυαρία, πολυλογία.

συζήτησις· ἀνταλλαγὴ σκέψεων καὶ ἀπόψεων γιὰ ἕνα θέμα. // διάλογος, κουβέντα. // σκέψις, μελέτη.

φιλόμυθος· αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷ τοὺς μύθους, τὶς μυθικὲς διηγήσεις. // φλύαρος, πολυλογᾶς.

φλυαρία· ἄσκοπη ἢ ἀνόητη πολυλογία, περιττολογία χωρὶς οὐσία. // (συν­ή­θως στὸν πληθυντικὸ) πολλά, περιττά, χωρὶς οὐσία, ἄσκοπα ἢ ἀνόητα λό­για. // ἀδιάκοπος κουραστικὸς μονόλογος κάποιου ποὺ ἀναφέρεται σὲ ἀ­σή­μαντα θέματα. // χαλαρὴ συζήτησι γιὰ ἀσήμαντα θέματα.

 


(δημοσίευσις 17/3/2011)