11. Φιλολογία Γενικὰ φιλολογικά

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ


στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἐκδόσεις

 

 

Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου*

ἐπιμελητοῦ τῶν Διπτύχων

diptyxa@yahoo.gr

 

1. ᾿Αποτελοῦν δυστυχῶς παλαιὰ «παράδοσι» στὶς ἐκκλη­σια­στι­κὲς ἐκδόσεις, λει­τουρ­γικὲς ἢ ποιμαντικὲς ἢ ἐπιστημονικὲς καὶ ἄλ­λες, τὰ ὀρθογραφικὰ λάθη. ἀπὸ τὰ πιὸ παλαιὰ καὶ πιὸ συνη­θισμένα εἶναι τὰ «χερουβεὶμ» καὶ τὰ «σεραφεὶμ» ἀντὶ τῶν ὀρθῶν μὲ -ίμ (χε­ρου­βίμ, σεραφίμ). ὑπάρχουν ὅμως καὶ πολλὰ λάθη, ποὺ δυσ­κο­­λεύ­εται κα­νεὶς νὰ τὰ δικαιολογήσῃ, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι ὅταν δια­βά­ζη σὲ λειτουργικὰ ἢ μουσικὰ βιβλία ἢ σὲ τυπικὰ περὶ «τοῦ βα­ρέως(!) ἤχου» καὶ ἄλλα ὅμοια. θὰ πρέπει νὰ συμ­βου­λευ­ώ­μαστε ποῦ καὶ ποῦ μιὰ ὁ­ποιαδήποτε γραμματικὴ τῆς ἀρχαίας ἢ τῆς καθα­ρευ­ού­σης ἢ ἀκόμη καὶ τῆς δη­μοτικῆς, γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι τὰ τριτόκλιτα ἐπί­θετα σὲ -υς σχηματίζουν τὴν γενική τους σὲ -εος· ὁ εὐθὺς – τοῦ εὐ­θέος, ὁ βαρὺς – τοῦ βαρέος, ὁ ταχὺς – τοῦ τα­χέος, ὁ βραδὺς – τοῦ βρα­δέος, ὁ ἥμισυς – τοῦ ἡμίσεος, ὁ δίπηχυς – τοῦ διπή­χεος καὶ λοιπά. σὲ -έως σχηματίζονται τὰ ἐπιρρήματα τῶν ἀνωτέρω ἐπι­θέτων· εὐθέ­ως ὡς ἤκουσε – βαρέως φέρω – ταχέως γράφω – σπεῦδε βρα­δέως.

2. Ἡ λέξη «ζωήρυτος» συναντᾶται σὲ κάποια ἀπολυτίκια, με­γα­­λυνάρια καὶ ἄλλους ὕμνους. σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς ἐκδόσεις γρά­φεται μὲ διπλὸ ρ. ὅμως ὁ σχετικὸς κανόνας τῆς γραμματικῆς λέει ὅτι τὸ ἀρκτικὸ ρ διπλασιάζεται μόνο σὲ σύνθεσι μὲ λέξεις ποὺ λή­γουν σὲ βραχὺ φωνῆεν (ἀπορρίπτω, καλλίρροος, ἑλληνορρω­μαϊ­κός, ἀντίρ­ριον), ἐνῷ ὕστερα ἀπὸ μακρὸ φωνῆεν δὲν διπλασιάζεται (ἀεί­ρυτος, ἀείροος, εὔρωστος, ζωήρυτος, ἐσωράχιον).

3. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς τοῦ ἑξαψάλμου τοῦ ὄρθρου εἶναι ὁ 87ος (πζ΄) «Κύριε ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, ἡμέρας ἐκέκραξα καὶ ἐν νυκτὶ ἐναντίον σου». ὁ στίχος 15 τοῦ ψαλμοῦ ἔχει· «῾Ινατί, Κύριε, ἀπωθῇ τὴν ψυχήν μου, ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ;» οἱ νεώ­τερες ὅμως ἐκδόσεις ἀντὶ τοῦ «ἀπωθῇ» γράφουν «ἀπωθεῖς». τὸ ὀρθὸν βεβαίως εἶναι ἡ παλαιὰ γραφὴ «ἀπωθῇ», διό­τι τὸ ῥῆμα ἐδῶ εἶναι μέσης φωνῆς ἀπωθοῦμαι μὲ ἐνεργητικὴ σημα­σία. τὸ ἀπωθῶ σημαίνει ὠθῶ μακριά, ἀποδιώκω, ἀλλὰ στὴν μέση φωνὴ ἀποκτᾶ ἀρνητικὴν χροιά· ἀπωθοῦμαι = ἀποστρέφομαι, ἀπορρίπτω, ἀπα­ξιῶ, περιφρονῶ.

4. Στὸν ὄρθρο ὅταν ψάλλεται ὁ 50ὸς (ν΄) ψαλμὸς «᾿Ελέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου», πολλοὶ ψάλτες συνηθίζουν νὰ προσθέτουν (ἐκ παραδόσεως) στὴν ἀρχὴ τοῦ πρώτου στίχου τὴν προσ­φώνησι «᾿Ελεῆμον», ὁπότε ὁ πρῶτος στίχος γίνεται· «᾿Ελεῆμον, ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου...» Αὐτὸ τὸ «ἐλεῆ­μον» γράφεται μὲ ο καὶ ὄχι μὲ ω, ὅπως τὸ βλέπουμε συχνά, διότι πρόκειται περὶ κλητικῆς πτώσεως «ὦ ἐλεῆμον». μὲ ω γράφεται ἡ ὀνομαστικὴ «ὁ ἐλεήμων». τὸ ἴδιο λά­θος γίνεται καὶ στὰ πεντη­κο­στά­ρια τροπάρια· τὸ σωστὸ εἶναι «Ταῖς τῶν ἀποστόλων πρεσβείαις, ἐλεῆμον...»

5. Συχνὰ ἐπίσης βλέπομε τὶς λέξεις Βέροια καὶ ῾Ρωσία μὲ διπλᾶ ρ καὶ σ ἀντιστοίχως. ἡ ἑλληνικώτατη λέξη Βέροια ἔχει τὴν ἴδια ρίζα μὲ τὸ ρῆμα φέρω. τὸ ὄνομα εἶναι Φέροια, ἀλλὰ στὴν ἀρχαία μακε­δο­νικὴ διάλεκτο τὸ ἀρχικὸ Φ συνήθως προφερόταν Β, ἔτσι ἔχο­με τοὺς τύπους Φίλιππος – Βίλιππος καὶ Φέροια – Βέροια. Ἡ ῾Ρω­σία εἶναι ἡ χώρα τοῦ ἀρχαίου ἐκείνου λαοῦ ποὺ ὀνομάζεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ῾Ρώς (Ἰεζεκιὴλ 38,2-3· 39,1). ὅπως ἡ χώρα τῶν Γα­λατῶν ὀ­νομάζεται Γαλατία, ὁμοίως καὶ ἡ χώρα τῶν ῾Ρὼς λέγεται ῾Ρωσία. ἐ­πειδὴ στὴν λατινικὴ τὸ ἕνα σ (s) προφέρεται ζ, ἀναγ­κά­ζον­ται οἱ ξένοι λαοὶ νὰ γράφουν διπλὸ ss, γιὰ νὰ διαβά­ζουν σωστὰ σ. πάντως γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γραφὴ καὶ γλῶσσα τὰ διπλὰ γράμματα σ᾿ αὐτὰ τὰ δύο τοπω­νύμια δὲν ἔχουν θέσι.

6. Ἕνα συχνὸ σφάλμα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐκδό­σεων εἶναι ἡ πλη­θω­ριστικὴ χρῆσι κεφαλαίων ἀρχικῶν γραμμάτων σὲ λέξεις ποὺ δὲν εἶναι κύρια ὀνόματα. ἂν ἀνοίξωμε μία τυχαία σε­λίδα κάποιας ἀκο­λουθίας, θὰ δοῦμε πλῆθος κοινὲς λέξεις μὲ κεφα­λαῖο τὸ ἀρχικό, ἐνῷ βρίσκονται στὸ μέσον τῆς προ­τάσεως· Ἅγιος, Ὅσιος, Ἀ­πόστολος, Ἱε­ρομάρτυς, Παμμάκαρ, Πα­τήρ (γιὰ κάποιον ἄνθρωπο· ὄχι γιὰ τὸ πρῶ­το πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριά­δος), Μήτηρ, Ἀ­σκη­τής, Ἁγνή, Πάνσοφος, Μάρτυς, Κάρα, καὶ πολλὲς ἄλλες, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. ἐπίσης ὅταν ἐπρόκειτο γιὰ τὸν Θεό, συχνὰ οἱ παλαιοὶ ἔγρα­φαν κεφαλαῖο καὶ τὸ ἀρχικὸ τῶν ἀντω­νυμιῶν Αὐτὸς ᾿Εκεῖ­νος Σου Του, πρᾶγμα ποὺ τὸ ἐπεξέτειναν καὶ σὲ κάθε ἀνώτερο· ἡ ᾿Εξο­χότης ῾Υμῶν, ἡ Αὐτοῦ Με­γα­λειότης, ᾿Ελόγου Σας καὶ ἄλλα.

Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ φιλολογικὴ ἐπιστήμη ὁρίζει ποιές λέξεις γρά­φονται μὲ κεφαλαῖο τὸ ἀρχικὸ καὶ ποιές ὄχι. δὲν ὑπάρχει βέβαια ἀπό­λυτη συμφωνία ἀνάμεσα στὶς διάφορες γραμματικές, οἱ φιλό­λο­γοι πάντως συμφωνοῦν ὅτι ἡ συνήθεια τῶν 2-3 περασμένων αἰώνων κάθε τρίτη ἢ τέταρτη λέξι νὰ γράφεται μὲ κε­φαλαῖο ἦταν ἔθος τῶν τότε τυπογράφων καὶ τῶν ἐφημερίδων, ποὺ σή­μερα πρέπει νὰ περι­ο­ριστῇ, καὶ αὐτὸ ἔχει ἀρχίσει ἤδη νὰ γίνεται. μὲ τὴν λιτὴ χρῆσι τῶν κεφαλαίων τονίζεται περισσότερο ἡ ἀξία τους, τὰ κύρια ὀνόματα ἀναβαθμίζονται καὶ εἶναι εὐ­διάκριτα, τὸ δὲ κεί­μενο διαπρέπει καὶ γίνεται πιὸ εὐανάγνωστο. ἡ πλη­θω­ριστικὴ χρῆσι τῶν κεφαλαίων ἀποβαίνει εἰς βάρος τῆς σα­φή­νειας καὶ τῆς δι­αύγειας τῶν κειμένων, ἐν τέλει κουράζει καὶ μπερ­δεύει τὸν ἀνα­γνώ­στη. ὅταν γιὰ παρά­δειγμα μόνο ἕνα στὰ ἑκατὸ αὐτο­κί­νη­τα εἶναι κόκκινο, εἶναι εὐδιά­κριτο, ὅταν εἶναι τριάντα στὰ ἑκατό, δὲν ξε­χωρίζουν καθόλου· μόνο σύγχυσι δημιουργεῖται.

Στὴν Καινὴ Διαθήκη (στὶς ἐκδόσεις τοῦ πλήρους καὶ συνεχοῦς κει­μένου) ἡ χρῆσι τῶν κεφαλαίων γραμμάτων εἶναι πολὺ περιω­ρι­σμένη. ἐκεῖ συναν­τοῦμε λέξεις ὅπως ἅγιος, ἐκκλησία, μήτηρ τοῦ Κυρίου, πνευ­μα­τικός, ἱερεύς, παρασκευή (ἡ ἡμέρα· Μρ 15,42· Λκ 23,54), σάββατον, κυ­ρια­κή, πρόθεσις (τόπος τοῦ ναοῦ· Μτθ 12,4), μυστήριον, ἐπίσκοπος, ἐπι­σκοπή, ἀρχιερεύς, πρεσβύτερος, διά­κο­νος, ἄγγελος, ἀδελφότης, ἡ­γούμενος, ἀνά­στασις, ἀνατολή, ἀπό­στο­λος, ἄρχων, βα­σι­λεύς, βαπτιστής, οὐρανός, βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πα­ράδεισος, ναός, καὶ πάρα πολλὲς ἄλλες γραμ­μένες πάντοτε μὲ πεζὸ τὸ ἀρχικὸ καὶ ὄχι μὲ κεφαλαῖο. ἂν με­λε­τήσῃ κανεὶς τὸ κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ἀπὸ φιλολογικῆς ἀπό­ψεως, θὰ ἀπορῇ γιὰ τὴν ὑπερβολικὴ χρῆσι κεφαλαίων γραμ­μά­των στὰ ἐκκλη­σια­στικὰ κείμενα σήμερα.

Εἰδικῶς γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα κάποιοι μελετητὲς ἔχουν συστήσει νὰ μειωθῇ ἡ χρῆσι τῶν κεφαλαίων γραμμάτων, ὅπου αὐτὰ δὲν χρειά­ζονται, στὶς ἐπανεκδόσεις τῶν λειτουργικῶν βιβλίων. οἱ προτάσεις αὐτὲς ἔχουν υἱοθετηθῆ ἐν μέρει ἀπὸ ἁρμόδιους φορεῖς καὶ ἐκδότες, ἀλλὰ μόνον θεω­ρητικῶς· στὴν πρᾶξι συνεχίζουν τὴν πληθωριστικὴ χρῆσι τῶν κεφαλαίων. ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς ᾿Ιωάννης Φουντούλης ὅταν ρωτήθηκε γιὰ τὸ ἴδιο θέμα τὸν ἰούνιο τοῦ 2006, ἀπάντησε· «Εἶναι ἕνα πρό­βλημα αὐτὸ μὲ τὰ κεφαλαῖα γράμματα στὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, διότι μετὰ δὲν ὑπάρχει περιορισμός, κι ἀρχίζουν νὰ γράφουν ὅλο καὶ περισσότερες λέξεις μὲ κεφαλαῖα, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ ἕνα μέτρο καὶ μιὰ συνέπεια. ἐδῶ γράφουν αὐτὴν τὴν λέξι μὲ πεζὸ καὶ λίγο παρα­κάτω μὲ κεφαλαῖο, ἢ ἀλλοῦ ἔτσι κι ἀλλοῦ ἀλλιῶς. τώρα πλέον τὰ γράφω κι ἐγὼ ὅλα μὲ πεζά, κι ἔτσι λύνεται τὸ θέμα».

Πρὶν ἀπὸ χρόνια ἐπιμελήθηκα τὰ βιβλία ἑνὸς θεολόγου στὴν Ἀθήνα, μακαριστοῦ πλέον. εἶδα ὅτι δὲν εἶχε κάποια συνέπεια στὶς λέξεις μὲ κεφαλαῖο τὸ ἀρχικό, ἀλλὰ ἔγραφε πάντοτε Οὐρανός. τὸν ρώτησα· «Γιατί γράφεις τὸν οὐρανὸ μὲ κεφαλαῖο καὶ τὴν γῆ μὲ πεζό; ἢ καὶ τὰ δύο μὲ κεφαλαῖο ἢ καὶ τὰ δύο μὲ μικρό». μοῦ ἀπάντησε· «῾Ο οὐρανὸς ἔχει πνευματικὴ διά­στασι, εἶναι ἡ κατοικία τοῦ Θεοῦ. δὲν λέμε “Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς”; στὸν οὐ­ρανὸ βρί­σκε­ται ὁ παρά­δει­σος ποὺ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σωμε· “μακάριοι οἱ πτω­χοὶ τῷ πνεύ­ματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βα­σι­λεία τῶν οὐρανῶν” (Μθ 5,3)». τοῦ ἀποκρίθηκα· «Καὶ ἡ γῆ εἶναι τοῦ Θεοῦ· “τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς” (Ψα 24,1). καὶ εἶπε ὁ Κύριος ὅτι “μακά­ριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρο­νομή­σουσι τὴν γῆν (Μθ 5,5)». ὅπως λοιπὸν γράφομε τὴν γῆ μὲ πεζό, ἔτσι πρέπει νὰ γράφωμε καὶ τὴν λέ­ξι οὐρανός.

7. Ὁ ὁδοστρωτῆρας τοῦ μονοτονικοῦ –ἢ καλλίτερα ἡ «ἀγγλο­ποί­ησι» τῆς ἑλληνικῆς– ἐκτὸς τῶν ἄλλων κακῶν ἐπιφέρει καὶ αὔξησι τῶν ἀνορ­θογραφιῶν. ὅποιος ἀπὸ τοὺς νεώτερους δὲν ξέρει πολυ­τονικὸ (καὶ εἶναι ἐλαχιστότατοι αὐτοὶ ποὺ ξέρουν) δὲν μπορεῖ δια­βά­ζοντας μονοτονικὸ κείμενο νὰ βρῇ τὴν τονικότητα καὶ τὸν ῥυθμὸ τῆς προ­φο­ρικῆς ὁμιλίας. αὐτὸ ἔχει ὡς συνέπεια τὴν πληθωριστικὴ χρήση τῶν σημείων στίξεως καὶ κυρίως τοῦ κόμματος. ἔχουν γεμίσει τὰ βιβλία καὶ οἱ ἐφημερίδες μὲ περιττὰ καὶ ἀνώφελα κόμματα, καὶ ἔχει γυ­ρίσει ἡ ἑλληνικὴ γραφὴ 100 χρόνια πίσω (ἐννοῶ μόνο ὡς πρὸς τὴν στίξι). μετὰ τὴν εἰσβολὴ μάλιστα τοῦ αὐτόματου διορθωτοῦ τῶν ἠλε­­κτρο­νικῶν ὑπολογιστῶν οἱ ἄνθρωποι διορθωτὲς τῶν μονοτονικῶν κειμένων ἀσχολοῦνται κυρίως μὲ τὸ νὰ προσθέτουν ἢ νὰ ἀφαιροῦν κόμματα. ἔτσι ὅπου βλέπουν τὰ ἐπιρρήματα λοιπόν, ὅμως, βε­βαί­ως, πιθανόν, ἐξάλλου καὶ ἄλλα σπεύδουν μὲ θρη­σκευ­τικὴ εὐλάβεια νὰ τὰ περιφράξουν ἀνάμεσα σὲ κόμματα, λὲς καὶ εἶναι κλη­τικὲς πτώσεις ὀνομάτων. ὅμως τὸ ἐπίρρημα, ὅπως δηλώνει καὶ τὸ ὄνομά του, προσδιορίζει τὸ ῥῆμα, προστίθεται σ᾿ αὐτό, καὶ τὸ χαρακτηρίζει. ἑ­πομένως τὰ ἐπιρρήματα δὲν χωρίζονται μὲ κόμμα­τα. γιὰ παρά­δειγμα τὸ νεοελληνικὸ ἐπίρρημα λοιπὸν εἶναι ἀντί­στοι­χο μὲ τὸ ἀρ­χαιοελληνικὸ οὖν. ποτὲ στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα τὸ οὖν δὲν μπαίνει ἀνάμεσα σὲ κόμματα· τὸ ἴδιο πρέπει νὰ συμβαίνῃ μὲ τὸ λοιπὸν καὶ μὲ τὰ ἄλλα ἐπιρρήματα. δυστυχῶς αὐτὴ ἡ κακὴ συνή­θεια τῶν πληθωριστικῶν σημεί­ων στίξεως εἰσχωρεῖ ἐντελῶς ἀδικαι­ο­λόγητα καὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἐκδόσεις μὲ πολυ­το­νικὴ γραφή.

8. Στὶς ἑβραϊκὲς λέξεις ὑπάρχουν ἀπὸ παλιὰ κάποια ὀρθο­γρα­φικὰ σφάλματα, ποὺ εἶναι τόσο συνηθισμένα, ὥστε σχεδὸν νὰ μὴν τολμᾷ σήμερα κάποιος νὰ γράψῃ τὸ σωστό. τὸ κύριο ὄνομα Δαυὶδ γράφεται κανονικὰ ἔτσι, μὲ υ καὶ ὄχι μὲ β. στὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα δὲν ὑπάρχει περισπωμένη, ἑπομένως τὰ ὀνόματα Σινὰ καὶ Ναυὴ παίρ­νουν ὀξεῖα ἢ βαρεῖα· εἶναι δὲ καὶ ἄκλιτα ὡς ξένα, ἄρα δὲν λαμ­βά­νουν ὑπο­γεγραμμένη στὴν δοτικὴ πτώση· ἐν Σινά.

9. Ἡ ἑβραϊκὴ κα­τάληξι -ιμ γράφεται στὰ ἑβραϊκὰ πάντοτε μὲ ι· ἔτσι πρέπει νὰ μεταγράφεται καὶ στὰ ἑλληνικὰ καὶ ὄχι -ειμ· χε­ρουβίμ, σεραφίμ, Χε­ρουβίμ, Σεραφίμ, Ἰωακίμ, Ἐλιακὶμ καὶ λοιπά. τὸ -ειμ εἶναι συνηθισμένο ἰωτακιστικὸ λάθος τῶν χειρογράφων, ὅπου ἐνίοτε συναντοῦμε σφάλματα ὅπως· «καὶ ἐπεὶ γῆς εἰρήνη» Λκ 2,14 (ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ ἐπὶ) ἢ «ἐπὶ παρεκάλεσάς με» Μθ 18,32 (ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ ἐπεί).

10. Καμμία ἀπὸ τὶς λέξεις ᾿Ησαΐας, ᾿Ιερεμίας, ᾿Ιεροβοάμ, ᾿Ιε­ρου­σαλὴμ-᾿Ιεροσόλυμα δὲν δασύνεται στὴν ἑβραϊκή, καὶ πρέπει ἑπο­μέ­νως νὰ γρά­φωνται μὲ ψιλή. εἰδικῶς μάλιστα τὸ πρῶτο συνθετικὸ τῶν ὀνομάτων ᾿Ιεροβοὰμ καὶ ᾿Ιερουσαλὴμ δὲν ἔχει ἀπολύτως καμμία σχέσι μὲ τὸ ἑλ­λη­νικὸ ἱερός· εἶναι μιὰ ξένη λέξι, ἑβραϊκή, ποὺ μετα­γρά­φεται στὰ ἑλληνικὰ μὲ ψιλή.

11. ῾Η μακρόχρονη ἕξι τῶν νεωτέρων στὴν μονοτονικὴ γραφὴ εἶναι ἕνας παράγοντας δημιουργίας ὀρθογραφικῶν λαθῶν καὶ στὶς πο­λυ­το­νικὲς ἐκδόσεις. ἔτσι βλέπομε συχνὰ νὰ ὑπάρχουν σφάλματα στὸν τονισμὸ τῶν διχρόνων (α, ι, υ)· καὶ μιλοῦμε βέβαια γιὰ τὰ ἐκ­κλησιαστικὰ κείμενα ποὺ εἶναι γραμ­μέ­να στὴν ἀρχαία γλῶσσα ἢ στὴν καθαρεύουσα. γιὰ παρά­δειγ­μα στὶς ἀκολουθίες συχνὰ βλέπομε τὸ μύρον μὲ περισπω­μένη, ἀλλὰ ἐδῶ τὸ υ εἶναι βραχύ, ἑπομένως ὀξύνεται ὑποχρεωτικῶς· τὸ μύρον – τὰ μύρα.

Ἀντιθέτως πολλοὶ συνηθίζουν νὰ γράφουν κλῖμαξ μὲ ὀξεῖα, ἐνῶ χρειάζεται περισπωμένη. ἡ γνωστὴ Κλῖμαξ τοῦ ὁσίου ᾿Ιωάν­νου τοῦ Σιναΐτου ἔχει δεινοπαθήσει ἀρκετὰ γι᾿ αὐτό. εὐτυχῶς ἡ πολὺ προ­σεγ­μένη ἔκδοσι τοῦ βιβλίου ἀπὸ τὴν ἱ. μονὴ Παρακλήτου (ἔχω ὑπό­ψι μου τὴν β΄ ἔκδοσι τοῦ 1984) ἀποκατέστησε τὴν ὀρθογραφία τῆς λέξεως. παρεμπι­πτόντως νὰ σημειώσωμε ὅτι ὁ τίτλος ποὺ ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεὺς εἶχε δώσει στὸ βι­βλίο του εἶναι Πλάκες πνευματικαί.

Σῦρος, τὸ γνωστὸ ἑλληνικὸ νησί, γράφεται μὲ περισπωμένη· ὁ κάτοικος ὅμως τῆς Συρίας, ποὺ λέγεται ἐπίσης Σύρος, λαμβάνει ὀξεῖα· ἑπομένως Σῦρος γράφεται τὸ νησί, ἐνῶ Σύρος = Σύριος. Ὁ ἀββᾶς ᾿Ισαὰκ ὁ Σύρος λοιπὸν κακῶς συνηθίζεται μὲ περισπωμένη.

Ἀντίθετη περίπτωσι ἀποτελεῖ ἡ Χίος τὸ νησί (μὲ ὁξεῖα) καὶ ὁ κάτοικός της ποὺ ὀνομάζεται ἐπίσης Χῖος (= Χιώτης), ἀλλὰ μὲ πε­ρι­σπωμένη.

Τὸ χρῖσμα γράφεται μὲ περισπωμένη, ἀλλὰ τὸ σχίσμα μὲ ὀξεῖα. ἔτσι θὰ γράψωμε ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν «τὸ ἅγιον χρῖσμα εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας», ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ «τὸ σχίσμα τῶν ᾿Εκκλησιῶν».

Κάποιοι σημειώνουν τὸ φύλλον (πληθ. τὰ φύλλα) τοῦ δέντρου μὲ περισπωμένη, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν δικαιολογεῖται· ἡ λέξι φύλλον θέλει πάντοτε ὀξεῖα. Προφανῶς γίνεται σύγχυσι μὲ τὴν ὁμόηχη λέξη φῦ­λον = γένος, φυλή.

12. Λόγῳ τοῦ μονοτονικοῦ οἱ νεώτεροι δυσκολευόμαστε ἀρκετὰ νὰ θυμηθοῦμε πότε μία λέξι θέλει ὀξεῖα ἢ περισπωμένη στὸ δίχρονο φωνῆεν τῆς παραληγούσης. ὁ παρακάτω πίνακας τῶν συνηθε­στέ­ρων τέτοιων περιπτώσεων ἀσφαλῶς θὰ μᾶς διευκολύνῃ.

ἆθλον, ἆθλος, αἰσχύνη (αἰσχῦναι), Ἀκαρνάν (Ἀκαρνᾶνος), ἀ­κτίς (ἀκτῖνος), ἆσθμα, ᾆσμα, ἁψίς (ἁψῖδος), βαλβίς (βαλβῖδος), γρῖ­πος, γρῖφος, δίνη (δῖναι), διῶρυξ, δρᾶμα, δρᾶσις, ᾿Ελευσίς (᾿Ε­λευσῖνος), εὐθύνη (εὐθῦ­ναι), Εὐρυτάν (Εὐρυτᾶνος), ἦπαρ, θλίβω (θλῖβε), θλῖψις, θρῦλος, θῦμα, ἴλη (ἶλαι), ἴς (ἶνες), κηλίς (κηλῖδος), κλῖμα, κλῖμαξ, κλίνη (κλῖναι), κνημίς (κνη­μῖ­δος), κνῖσα, κρᾶμα, κρᾶσις, κρηπίς (κρηπῖδος), κρῖμα, κῦμα, κύπτω (κῦ­πτε), κῦ­ρος, λύ­μη (λῦμαι), λύπη (λῦπαι), μᾶζα, μᾶλλον, με­γι­στάν (μεγιστᾶνος), με­σίτης (μεσῖται), μῖγμα, μῖξις, μῖσος, μῦθος, νᾶμα, νᾶνος, νεᾶνις, νη­σίς (νησῖδος), νίκη (νῖκαι), νίπτω (νῖ­πτε), ξῦσις, ξῦσμα, ὁμῆλιξ, ὁ­πλίτης (ὁπλῖται), παιάν (παιᾶνος), πε­λεκάν (πελεκᾶνος), πῖδαξ, πῖ­λος, πίπτω (πῖπτε, τὸ προσπῖπτον), πλύνω (πλῦνε), πνίγω (πνῖγε), πνῖξις, πολίτης (πολῖται), πρᾶγμα, πρᾶξις, πράττω (πρᾶτ­τε), πρε­σβύ­της (πρεσβῦται), πρῖνος, πρῷρα, ῥῆσις (= λόγος, ὁμιλία, ῥητόν), ῥῖγος, ῥίς (τὴν ῥῖνα), ῥῖψις, ῥύμη (ῥῦμαι), ῥῦσις (= σωτηρία· ἐνῶ ῥύσις = ῥοή, ῥεῦμα), ῥύστης (= σωτήρ· πληθυντικὸς ῥῦσται), Σα­λα­μίς (Σαλαμῖνος), σῆραγξ, σῖτος, σκνίψ (σκνῖ­πες), σκῦρον, Σκῦ­ρος, σμίλη (σμῖ­λαι), Σπαρτιάτης (Σπαρ­τιᾶται), στῖφος, στῦλος, σῦ­κον, Σῦρος (ἡ νῆσος), σφραγίς (σφραγῖδος), σφρῖγος, σφῦρα, σχῖνος, σῦριγξ, τεχνίτης (τεχνῖ­ται), τραπεζίτης (τρα­πε­ζῖ­ται), τρίβω (τρῖβε), τρῖμμα, τρῖψις, τρῦπα, τῦ­φος, ὗβος, ὕλη (ὗλαι), φῦκος, φῦλον, χει­ρίς (χει­ρῖ­δος), Χῖος (= Χιώτης), χρῖσμα, χῦμα, ψηφίς (ψηφῖδος), ψῦξις, ὠδίς (ὠδῖνος).

Στὶς ὑπόλοιπες περιπτώσεις συνήθως τὰ δίχρονα εἶναι βραχέα, ἄρα ὀξύ­νονται· ἄγρα (ἄγραι), ἅρμα, ἄρσις, βάθρον, βάκτρον, βρά­χος, γράφε, θλάσις, κλίσις, ὀδύναι, παγίς (παγί­δος), πυξίς (πυ­ξί­δος), σανίς (σανίδος), φύλλον καὶ ἄλλα.

13. Τὰ δίχρονα φωνήεντα ποὺ βρίσκονται στὴν λήγουσα μιᾶς λέ­ξεως ἐπηρεάζουν ἐπίσης τὸν τονισμὸ τῆς παραλήγουσας. γιὰ πα­ρά­δειγμα ἡ λέξι κήρυξ εἶναι πολὺ συνηθισμένο νὰ γράφεται μὲ πε­ρι­σπωμένη. ὅμως ἐδῶ τὸ υ εἶναι μακρό, ὅπως φαίνεται καὶ στὸ ἀ­πα­ρέμφατο τοῦ ἀντιστοίχου ρήματος· κηρῦξαι. ἑπομένως τὸ κήρυξ θέλει ὀξεῖα. ὁμοίως ὀξύνονται τὰ αὔρα, θώραξ καὶ λοιπά, ἐνῶ τὰ αὖλαξ, σφαῖρα καὶ ἄλλα περισπῶνται.

 

(«᾿Εφημέριος», ὀκτώβριος 2008, σ. 22-23)

(«᾿Εκκλησιολόγος», 14 ἰανουαρίου 2012)

 

 

 

* ῾Ο Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης (www.symbole.gr) εἶναι διδάκτωρ τῆς φιλοσοφικῆς σχολῆς ᾿Αθηνῶν (μουσι­κολόγος-τυπικολόγος), διπλωματοῦχος βυζαντινῆς μουσικῆς, ἐ­πιμελητὴς ἐκδό­σεων, πτυχιοῦχος κοινωνικῆς θεολογίας, ἀπόφοιτος τῆς 4ης τάξεως τοῦ ἐκ­κλησιαστικοῦ λυκείου Πατρῶν, καὶ συγγραφεύς· ἀρθρογραφεῖ ἀπὸ τὸ 1985 σὲ ἔντυπα καὶ ἀπὸ τὸ 2001 στὸ διαδίκτυο.