Τὰ ἀναγνώσματα τῆς λειτουργίας
στὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου
Διονυσίου Ἀνατολικιώτου
δρος φιλοσοφικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν,
πτυχιούχου κοινωνικῆς θεολογίας
symbole@mail.com
Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα ὡς ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα στὴν θεία λειτουργία διαβάζεται ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων καὶ ὡς εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ κατὰ ᾿Ιωάννην εὐαγγέλιο. Καὶ καθημερινῶς σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ Πεντηκοσταρίου, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα μέχρι τὴν Πεντηκοστή, στὴν λειτουργία διαβάζονται ἀναγνώσματα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἀρχίζει ἡ ἀνάγνωσι τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου (καὶ κατόπιν τῶν ἄλλων ἀποστόλων) καὶ τοῦ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγελίου (καὶ κατόπιν τῶν ἄλλων δύο εὐαγγελίων). Γιατί ὅμως ἡ ἐκκλησία ἐπέλεξε γιὰ τὴν χαρμόσυνη περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου νὰ διαβάζωνται καθημερινῶς ἀναγνώσματα ἀπὸ τὶς Πράξεις καὶ ἀπὸ τὸ κατὰ ᾿Ιωάννην; Ποιά ἦταν τὰ κριτήρια ποὺ καθώρισαν αὐτὴν τὴν ἐπιλογή; Αὐτὸ θὰ προσπαθήσουμε νὰ διερευνήσουμε στὴν συνέχεια.
Οἱ 12 καὶ οἱ 70 μαθητὲς τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τρία χρόνια γίνονταν καθημερινῶς αὐτόπται καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες τῆς δημόσιας διδασκαλίας του, τῶν λόγων του, τῶν παραβολῶν του, τῶν θαυμαστῶν του σημείων, καὶ τῶν ἰδιαιτέρων ἐξηγήσεων καὶ ἀποκαλύψεων τῶν μυστηρίων τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔδινε μόνον σ᾿ αὐτοὺς τοὺς μαθητές του. ῾Η διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἔγινε ἐντονώτερη, πλουσιώτερη καὶ σαφέστερη τὸν καιρὸ ποὺ πλησίαζε πρὸς τὸ θεῖον πάθος. ῞Ομως καὶ πάλι παρὰ τὴν συνεχῆ καὶ ἀδιάλειπτη τριετῆ μαθητεία τους δὲν ἦσαν ἀκόμη ἕτοιμοι οἱ μαθητὲς νὰ δεχθοῦν τὴν πλήρη ἀποκάλυψι. Ἔπρεπε νὰ ζήσουν τὰ ἅγια πάθη, νὰ δοῦν τὸν ἀναστάντα ᾿Ιησοῦ ζωντανὸ μπροστά τους ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, νὰ ἀκούσουν ἐπὶ 40 ἡμέρες καὶ ἄλλες διδασκαλίες ἀπὸ τὸν Κύριο, νὰ γίνουν μάρτυρες καὶ τῆς ἀναλήψεώς του, νὰ λάβουν τὴν χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ μόνον τότε ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ὁδηγηθοῦν εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. Καὶ πάλι ὁ Κύριος σύμφωνα μὲ τὴν προαιώνια βούλησί του καὶ τὴν ἀπερινόητη σὲ μᾶς πανσοφία του ἐπέλεξε νὰ ὁδηγήσῃ τοὺς ἐπὶ τριετία μαθητάς του στὴν πλήρη ἀποκάλυψι ὄχι μονομιᾶς, ἀλλὰ σταδιακὰ μέσα ἀπὸ μία σειρὰ γεγονότων καὶ ἐνεργειῶν, καὶ κυρίως θέτοντας ὡς δάσκαλό τους ὄχι ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους, ἀλλὰ κάποιον ποὺ δὲν διετέλεσε οὔτε μία ἡμέρα μαθητὴς τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν ἐπίγεια δρᾶσί του, τὸν ὑπερλίαν ἀπόστολον Παῦλον.
Αὐτὸ τὸ πνευματικὸ «πρόγραμμα» προετοιμασίας τῶν μαθητῶν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καθώρισε ἐν πολλοῖς καὶ τὴν πρακτικὴ τῆς ἀρχαίας ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ὑποψηφίων μελῶν της. ῞Οσοι ἐκδήλωναν τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνουν χριστιανοί, ἐντάσσονταν στὴν τάξι τῶν κατηχουμένων, ὅπου παρέμεναν συνήθως ἐπὶ μία τριετία μιμούμενοι καὶ κατὰ τοῦτο τὴν τριετῆ μαθητεία τῶν 12 καὶ τῶν 70 μαθητῶν στὸν Κύριο. Μετὰ τὸ διάστημα αὐτὸ καὶ καθὼς ἐπλησίαζε ὁ καιρὸς τῆς βαπτίσεώς των, ποὺ γινόταν συνήθως τὸ Πάσχα (στὴν λειτουργία ποὺ σήμερα ἐμεῖς τελοῦμε τὸ πρωὶ τοῦ μεγάλου σαββάτου), ἡ κατήχησι γινόταν καθημερινὴ καὶ συστηματικὴ καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς τεσσαρακοστῆς. Μᾶς ἔχουν σωθῆ τέτοιες ἀρχαῖες κατηχήσεις μὲ πιὸ γνωστὲς τὶς περίφημες 18 Κατηχήσεις Φωτιζομένων (= τῶν ὑποψηφίων γιὰ τὸ βάπτισμα τὸ Πάσχα), ποὺ εἶναι ἔργα τοῦ Κυρίλλου ἐπισκόπου ᾿Ιεροσολύμων, περιφήμου κατηχητοῦ τῆς ἀρχαίας ἐκκλησίας. Παρὰ τὴν μεθοδικὴ λεπτομερῆ καὶ συνεχῆ κατήχησι ἡ ἀρχαία ἐκκλησία δὲν παρέθετε στοὺς κατηχουμένους τὸ σύνολο τῆς διδασκαλίας της, διότι θεωροῦσε ὅτι τὰ ὑποψήφια μέλη της δὲν εἶχαν ἀκόμη τὶς προϋποθέσεις νὰ τὰ μάθουν καὶ νὰ τὰ καταλάβουν ὅλα. Γι᾿ αὐτὸ ἡ κατήχησι συνεχιζόταν καὶ μετὰ τὸ βάπτισμά τους, ὅπως μᾶς δείχνουν οἱ ἄλλες 5 Μυσταγωγικαὶ Κατηχήσεις τοῦ αὐτοῦ Κυρίλλου ᾿Ιεροσολύμων, ποὺ λέγονταν στοὺς νεοφωτίστους μέσα στὴν διακαινήσιμο ἑβδομάδα. ᾿Απὸ διάφορες πατερικὲς μαρτυρίες γνωρίζουμε ὅτι οἱ νεοφώτιστοι καὶ μετὰ τὸ βάπτισμά τους μάθαιναν κάποιες συμπληρωματικὲς καὶ πνευματικώτερες διδασκαλίες ὅπως γιὰ τὰ μυστήρια τῆς ἐκκλησίας (κυρίως βάπτισμα, χρῖσμα καὶ λειτουργία), γιὰ τὴν περὶ θανάτου καὶ ψυχῶν διδασκαλία, γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι τῶν αἱρέσεων, γιὰ τὸ νέο ἦθος καὶ τὴν ἁγία συμπεριφορὰ ποὺ ἐκαλοῦντο πλέον νὰ παρουσιάζουν ὡς χριστιανοί, καὶ ἄλλα.
Στὴν ἀρχαία ἐκκλησία ἐπίσης ὁ ποιμαντικὸς καὶ ὁ λειτουργικὸς τομέας συμπορεύονταν καὶ συνεργάζονταν καὶ ἀλληλεπιδροῦσαν μεταξύ τους. Ἔτσι ἡ ἐπιλογὴ τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων καὶ τοῦ κατὰ ᾿Ιωάννην εὐαγγελίου γιὰ τὰ ἀναγνώσματα τῆς καθημερινῆς λειτουργίας στὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὅτι σχετίζεται μὲ τὴν ἀνάγκη τῆς ἀρχαίας ἐκκλησίας νὰ ἀναπτύξῃ στοὺς ἤδη χριστιανούς, νεοφωτίστους καὶ λοιπούς, μὲ τρόπο σαφέστερο τὶς πνευματικώτερες ἀλήθειες τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος. Τὰ δύο αὐτὰ βιβλία ἑπομένως θεωρήθηκαν ὡς τὰ καταλληλότερα γιὰ τὴν διδασκαλία ὄχι ὑποψηφίων ἀλλὰ ἤδη βαπτισμένων χριστιανῶν.
Σχετικὰ μὲ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων εἶναι γνωστὸ ὅτι εἶναι τὸ δεύτερο σύγγραμμα τοῦ ἀποστόλου Λουκᾶ. Προηγήθηκε τὸ εὐαγγέλιό του, τὸ ὁποῖο σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιο τὸν Λουκᾶ περιέχει τὴν κατήχησι τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὰ ὑποψήφια μέλη της («ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης λόγων τὴν ἀσφάλειαν» Λκ 1:4). Τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων ἑπομένως ἀποτελεῖ τὴν συνέχεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας μετὰ τὴν πρώτη περίοδο κατηχήσεως· ἐκ τῶν πραγμάτων ἀπευθύνεται ἰδιαιτέρως πρὸς τοὺς νεοφωτίστους καὶ τοὺς ἤδη χριστιανούς. Τὸ μὲν κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιο ἀναφέρεται στὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, οἱ δὲ Πράξεις ἀναφέρονται στὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅπως αὐτὸ φανερώνεται στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ στὴν ἐκκλησία. Δύο πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ᾿Ιωάννης Χρυσόστομος καὶ ὁ μετὰ πολλοὺς αἰῶνες διαδοχός του ἐθνομάρτυς Γρηγόριος Ε΄, τονίζουν ὅτι τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ δόγματα καὶ πνευματικὲς διδασκαλίες πολὺ ὠφέλιμες στοὺς πιστοὺς καὶ ὀρθοδόξους χριστιανούς, ὄχι λιγώτερο ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια, καὶ ὅτι, ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτὸ τὸ βιβλίο, πολλὰ δόγματα τῆς πίστεώς μας θὰ ἔμεναν ἄγνωστα καὶ «αὐτὸ τὸ κεφάλαιον τῆς σωτηρίας ἡμῶν» θὰ παρέμενε κρυμμένο.
῞Οσο γιὰ τὸ κατὰ ᾿Ιωάννην εὐαγγέλιο εἶναι ἐπίσης γνωστὸ ὅτι διαφέρει αἰσθητὰ ἀπὸ τὰ ἄλλα 3 εὐαγγέλια. Αὐτὸ συμβαίνει, διότι εἶναι τὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης (χρονολογικῶς) καὶ συντάχτηκε μὲ ἕναν εἰδικὸ σκοπό, τὴν ἀντιμετώπισι αἱρέσεων μέσα στὴν χριστιανικὴ ἐκκλησία, αἱρέσεων ποὺ διαστρέβλωναν τὴν αὐθεντικὴ ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία καὶ ἀκύρωναν τὴν θεοπαράδοτη καὶ ἀποστολοπαράδοτη πίστι τῶν χριστιανῶν. ῾Επομένως αὐτὸ εἰδικὰ τὸ εὐαγγέλιο ἀπευθύνεται κατὰ κύριο λόγο στοὺς ἤδη βαπτισμένους πιστοὺς καὶ θέλει νὰ τοὺς προφυλάξῃ ἀπὸ τὴν αἵρεσι καὶ τὴν πλάνη.
᾿Απὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος ὁ ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς ᾿Ιωάννης ὁ θεολόγος μὲ τὸ εὐαγγέλιό του ἀντιμετωπίζει καὶ ἀποκρούει διάφορες πλανεμένες ἀντιλήψεις ποὺ εἶχαν ἐμφανιστῆ ἤδη ἀπὸ τότε·
α) ὁ ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, δηλαδὴ ὁ μεσσίας, καὶ ταυτόχρονα εἶναι ὁ πραγματικὰ καὶ ἱστορικὰ σαρκωμένος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ συνάμα ὁ Λόγος εἶναι ὁ τέλειος καὶ προαιώνιος Θεὸς ὅπως καὶ ὁ Θεὸς Πατήρ· δὲν περιμένουμε ἄλλο μεσσία, καὶ ὁ μεσσίας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ ὄχι κάποιος ἁπλὸς ἄνθρωπος·
β) ὁ ᾿Ιωάννης ὁ πρόδρομος δὲν ἦταν ὁ μεσσίας ἀλλὰ ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ μεσσίου·
γ) ὅλες οἱ ἐνέργειες καὶ οἱ διδασκαλίες τοῦ ᾿Ιησοῦ φανερώνουν τὴν παντοδυναμία του, τὴν παντογνωσία του, τὴν πανσοφία του, μὲ ἕναν λόγο τὴν θεότητά του, ἡ ὁποία ἀποκαλύφθηκε πλήρως καὶ μὲ λαμπρότητα κατὰ τὴν ἀνάστασί του· ὅλο τὸ κατὰ ᾿Ιωάννην εὐαγγέλιο εἶναι συνεχὴς ὕμνος τῆς θεότητος καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου·
δ) τὸ μήνυμα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ αἰώνιος ζωή, δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς ᾿Ισραηλῖτες, ἀλλὰ ἀπευθύνεται καὶ στοὺς Σαμαρεῖτες καὶ στοὺς ῞Ελληνες καὶ σὲ ὅλον τὸν κόσμο· ὁ ᾿Ιουδαϊσμὸς ἀντίκειται σαφῶς στὸ ἔργο τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸ ἰουδαΐζειν εἶναι ἀκύρωσι τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου·
ε) πολλὲς φράσεις τοῦ Κυρίου παρανοοῦνται ἀπὸ τοὺς ἀκροατές του, καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς φροντίζει νὰ τὶς διευκρινίσῃ καὶ νὰ ἐξηγήσῃ τὸ πραγματικὸ νόημά τους στὴν συγκεκριμένη συνάφεια ὅπως ναὸς = τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, κοίμησις = θάνατος, ἄνωθεν γέννησις = βάπτισμα καὶ πίστι, κλπ.
f) ἀκόμη καὶ στὶς τελευταῖες γραμμὲς τοῦ εὐαγγελίου του ἀναγκάζεται νὰ ἀνασκευάσῃ τὸν μῦθο ὅτι ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστὴς ᾿Ιωάννης δὲν πρόκειται νὰ γνωρίσῃ τὸν θάνατο· πρόκειται γιὰ ἄλλη μία πάρανόησι κάποιας φράσεως τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶχε ἐντελῶς ἄλλο νόημα.
Ἦταν φυσικὸ λόγῳ τῆς πλούσιας καὶ ξεκάθαρης θεολογικῆς του διδασκαλίας καὶ τοῦ ἀντιθετικοῦ χαρακτῆρός του ἐνάντια σὲ κάθε πλάνη τὸ κατὰ ᾿Ιωάννην εὐαγγέλιο ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες νὰ βρεθῇ στὸ στόχαστρο ὅσων ἐπιδίωκαν ἀκριβῶς νὰ ἀλλοιώσουν τὴν ἐκκλησιαστική πίστι. Θὰ λέγαμε ὅτι ἀκόμη καὶ σήμερα τὸ κατὰ ᾿Ιωάννην εὐαγγέλιο ἀντιμετωπίζει μὲ ἐπιτυχία κάθε προσπάθεια παραχαράξεως τοῦ γνήσιου χριστιανικοῦ κηρύγματος.
«᾿Εκκλησιολόγος», φ. 512, 13/5/2017.