᾿Απόστολος 20ῆς κυριακῆς ἐπιστολῶν
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟ
Κυριακὴ Κ΄ (Γα 1,11-19)
Στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς εἰκοστῆς κυριακῆς, ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολή, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαντώντας σὲ συκοφαντίες ψευδαποστόλων ἀποδεικνύει ὅτι τόσο ἡ διδασκαλία του ὅσο καὶ τὸ ἔργο του προέρχονται ἀπὸ τὸ Θεό. Γιὰ νὰ γίνει ὁ λόγος του πιὸ σαφής, ἂς ἀναφερθοῦμε στὸ ἱστορικὸ ποὺ ἀνάγκασε τὸν ἀπόστολο νὰ γράψει τὴν Ἐπιστολή του αὐτή.
Λέμε λοιπὸν ὅτι οἱ Γαλάτες πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπευθύνει τὴν Ἐπιστολή του ἦταν νομάδες Γάλλοι ἢ Κέλτες, ποὺ μετὰ πολλὲς πιέσεις καὶ ἀποκρούσεις ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς λαοὺς τῶν Βαλκανίων, μὲ ἀρχηγό τους πιθανῶς τὸν Λουτάριο, τελικά, τὸν Γ΄ αἰῶνα πρὸ Χριστοῦ, ἐγκαταστάθηκαν στὴ γύρω ἀπὸ τὴ σημερινὴ Ἄγκυρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας περιοχὴ καὶ ἐξελληνίστηκαν στὴ γλῶσσα καὶ στὸν τρόπο ζωῆς καὶ συνάμα ἀπέβαλαν τὸν προηγούμενο χαρακτῆρα τους. Ἀπὸ τότε ἡ περιοχὴ εἶναι γνωστὴ ὡς Γαλατία.
Αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ὁ ἀπόστολος Παῦλος τοὺς ἐπισκέφθηκε δυὸ φορὲς κατὰ τὴ δευτέρα καὶ τρίτη περιοδεία του (Πρξ 16,6 καὶ 18,23) καὶ οἱ ἄνθρωποι πίστεψαν στὸ κήρυγμά του καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Ὅταν ἔφυγε ὅμως, τοὺς ἐπισκέφθηκαν ἄλλοι ψευτοδιδάσκαλοι αἱρετικοὶ καὶ τοὺς ἔλεγαν ὅτι, γιὰ νὰ σωθεῖ κάποιος, δὲν φτάνει νὰ πιστέψει στὸ Χριστὸ καὶ νὰ βαπτιστεῖ, ἀλλ’ ἀπαραιτήτως πρέπει καὶ νὰ περιτμηθεῖ καὶ νὰ τηρεῖ τὸ μωσαϊκὸ νόμο. Καὶ τὸ χειρότερο, συκοφαντοῦσαν τὸν ἀπόστολο Παῦλο ὅτι δὲν εἶναι ἀπόστολος, δὲν εἶναι ἀπὸ τοὺς δώδεκα, δὲν διδάχτηκε τὸ εὐαγγέλιο ἀπὸ τὸ Χριστό, δὲν τὸν γνώρισε προσωπικὰ ὅπως οἱ δώδεκα, γιὰ νὰ καταρρακώσουν τὸ κῦρος του καὶ γιὰ νὰ γίνουν αὐτοὶ πιστευτοί. Καὶ ἔπεισαν ἀρκετούς.
Οἱ Γαλάτες δὲν κατάλαβαν ὅτι οἱ ἐπισκέπτες τους αὐτοὶ εἶναι κακόβουλοι καὶ συκοφάντες τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ κλονίστηκε ἡ πίστη τους. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, λυπήθηκε καὶ ὀργίστηκε. Καὶ γιὰ νὰ τοὺς μεταπείσει, μὴ ἔχοντας τὴ δυνατότητα νὰ τοὺς ἐπισκεφθεῖ, τοὺς ἔγραψε Ἐπιστολή, τὴν πρὸς Γαλάτας, στὴν ὁποία, παρὰ τὸ ταραγμένο ὕφος, σκοπός του ἦταν νὰ περισώσει τὸ ἀποστολικό του κῦρος καὶ τὴν ἀξιοπιστία τοῦ κηρύγματός του. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ἀπαντητικὸ καὶ ἀπολογητικὸ πλαίσιο ἐντάσσεται καὶ ἡ ἀποστολική μας περικοπή, στὴν ὁποία τοὺς λέει.
Σᾶς γνωρίζω, ἀδερφοί μου Γαλάτες, ὅτι τὸ εὐαγγέλιο ποὺ σᾶς κήρυξα δὲν εἶναι ἀνθρώπινο, ἀλλὰ θεῖο. Οὔτε οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, οἱ δώδεκα, οὔτε καὶ ἐγὼ τὸ παρέλαβα ἀπὸ ἄνθρωπο, οὔτε τὸ διδάχτηκα ἀπὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ παρέλαβα καὶ τὸ διδάχτηκα μὲ προσωπικὴ ἀποκάλυψη τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ Χριστοῦ σὲ μένα τὴν ὥρα ποὺ πήγαινα στὴ Δαμασκό, γιὰ νὰ καταδιώξω τοὺς Χριστιανούς. Αὐτὸ τὸ μαρτυρεῖ καὶ τὸ παρελθόν μου. Θὰ ἔχετε ἀκούσει ἀσφαλῶς γιὰ τὴ συμπεριφορά μου τὸν καιρὸ ποὺ ἀκολουθοῦσα τὸν ἰουδαϊκὸ νόμο, ὅτι δὲν εἶχα καμμιὰ σχέση μὲ τὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, μὲ τοὺς ἀποστόλους της καὶ τοὺς Χριστιανούς της. Ἀντιθέτως τὴν καταδίωκα καὶ τὴν πολιορκοῦσα στενά, γιὰ νὰ συλλάβω τὰ μέλη της, τοὺς διδασκάλους καὶ τοὺς ἁπλοὺς Χριστιανούς, καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσω στὶς φυλακές.
Πιὸ νωρίς, ὅταν ἤμουν στὴ μαθητικὴ καὶ νεανικὴ ἡλικία, προόδευα στὸ χῶρο τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καὶ τοῦ ἔθνους μου παραπάνω ἀπὸ τοὺς συνομιλήκους μου, ἀναπτύσσοντας μεγαλύτερο ζῆλο γιὰ τὶς παραδόσεις τῶν πατέρων μας. Αὐτὸ διαπιστώνεται ἀπὸ τὴ συμμετοχή μου στὸ λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου, γιὰ τὴν ὁποία τώρα μετανοῶ καὶ συντρίβομαι.
Κι ὅταν εὐαρεστήθηκε ὁ Θεός, ποὺ μὲ ξεχώρισε ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μου, καὶ μὲ κάλεσε ἡ χάρη του μὲ τὸ ὅραμα ἐκεῖνο, γιὰ νὰ μοῦ ἀποκαλύψει τὸ Γιό του, γιὰ νὰ τὸν κηρύττω στὰ ἔθνη ποὺ τὸν ἀγνοοῦσαν, εὐθὺς ἀμέσως δὲν παρέδωσα τὸν ἑαυτό μου σὲ κάποιον ἄνθρωπο ἢ διδάσκαλο, οὔτε ἀνέβηκα στὰ ᾿Ιεροσόλυμα γιὰ νὰ συναντήσω τοὺς ἀποστόλους, ποὺ εἶχαν ἐκλεγεῖ ἀπόστολοι πρὶν ἀπὸ μένα, γιὰ νὰ μαθητεύσω σὲ κάποιον ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ πῆγα στὴν Ἀραβία, ποὺ ἐκτείνεται νοτιοανατολικῶς τῆς Νεκρᾶς θαλάσσης καὶ συνορεύει μὲ τὴν Παλαιστίνη, καὶ ἀπὸ τὴν Ἀραβία ἐπέστρεψα πάλι κατ’ εὐθεῖαν στὴ Δαμασκὸ τῆς Συρίας. Δὲν πέρασα κὰν ἀπὸ τὰ ᾿Ιεροσόλυμα.
Καὶ ἀφοῦ πέρασαν ἔτσι τρία χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἐπέστρεψα στὸ Χριστό, ἀνέβηκα στὰ ᾿Ιεροσόλυμα, γιὰ νὰ γνωρίσω τὸν Πέτρο. Ἔμεινα τότε κοντά του ὅλο κι ὅλο δεκαπέντε μέρες. Ἄλλον ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους δὲν εἶδα παρὰ μόνο τὸν Ἰάκωβο τὸν ἀδελφὸ τοῦ Κυρίου.
῞Ολ’ αὐτὰ σᾶς τὰ λέω, γιὰ νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι δὲν μαθήτευσα σὲ κανέναν ἀπόστολο, ὅπως μὲ συκοφαντοῦν, ἀλλὰ τὸ εὐαγγέλιο τὸ παρέλαβα κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Καὶ τὰ λέω ὄχι ἀπὸ ὑπερηφάνια οὔτε ἀπὸ καταφρόνηση τῶν ἄλλων ἀποστόλων, διότι ἐγὼ εἶμαι ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων καὶ δὲν ἀξίζω νὰ λέγομαι ἀπόστολος, ἐνῷ ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης εἶναι οἱ στῦλοι τῆς Ἐκκλησίας.
Πῶς νὰ μὴ θαυμάσει κανεὶς τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ ἀνδρός, ἀλλὰ καὶ τὴ φιλαλήθεια καὶ τὴ διαύγεια τῶν λόγων του καὶ τὴν πειστικότητα; Παραμένει ἐξάλλου αἰώνιο παράδειγμα ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ βράχος ἀμετακίνητος στὸ ἔργο του, παρ’ ὅλες τὶς τέτοιες δυσκολίες ποὺ συναντοῦσε, ὅπως οἱ ἐλεεινὲς καὶ ἐξοντωτικὲς συκοφαντίες.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις 21/10/2009)
Σημείωσις· βλέπε καὶ ἀπόστολο 23ης ὀκτωβρίου.