᾿Απόστολος 24ης κυριακῆς ἐπιστολῶν
ΧΡΙΣΤΟΣ, Η ΕΙΡΗΝΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Κυρ. κδ΄ ἐπιστολῶν (᾿Εφ 2,14-22)
Στὴν περικοπὴ αὐτὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ τὸ μεγάλο ἔργο ποὺ ἐπιτέλεσε ὁ Χριστός, νὰ ἑνώσει τοὺς Ἰουδαίους μὲ τοὺς ἐθνικούς, ποὺ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἔχθρα μεταξύ τους.
Οἱ Ἰουδαῖοι σὰν εὐλογημένος λαὸς τοῦ Θεοῦ εἶχαν λάβει ἀπὸ τὸ Θεὸ κάποια προνόμια, ὅπως τὴν υἱοθεσία, τὴ δόξα, τὶς διαθῆκες, τὴ νομοθεσία, τὴ λατρεία, τὶς ὑποσχέσεις, ὅπως ἱστοροῦν τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οἱ ἐθνικοὶ ἢ εἰδωλολάτρες ζοῦσαν μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ μέσα στὴν ἄγνοια καὶ στὴν ἁμαρτία, θεοποιοῦσαν τὴ φύση καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἔστηναν εἴδωλα καὶ τὰ προσκυνοῦσαν, θυσίαζαν τὰ παιδιά τους στὰ δαιμόνια, καὶ εἶχαν πυκνὸ σκοτάδι καὶ παχιὰ ἀναισθησία.
Οἱ δύο κόσμοι, ἰουδαϊκὸς καὶ ἐθνικός, ζοῦσαν κοντὰ-κοντά, θὰ λέγαμε στὸ ἴδιο σπίτι, ἀλλ’ ἦταν ἐχθρικὰ διακείμενοι ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλο. Οἱ μὲν Ἰουδαῖοι σιχαίνονταν τοὺς ἐθνικοὺς σὰν ἄπιστους καὶ ἀκάθαρτους, οἱ δὲ ἐθνικοὶ ἀπέφευγαν τοὺς Ἰουδαίους σὰν δεισιδαίμονας καὶ ἀκοινώνητους. Πάντως καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δέ, λιγότερο ἢ περισσότερο, ἦταν ἐκτὸς σωτηρίας. Οἱ μὲν Ἰουδαῖοι ἦταν ἐκτὸς σωτηρίας, διότι ἀντιστέκονταν καὶ λυποῦσαν τὸν εὐεργέτη τους Θεό, καὶ κυρίως διότι τελικὰ δὲν πίστεψαν στὸν ἀναμενόμενο λυτρωτή, οἱ δὲ ἐθνικοὶ διότι δὲν ἐγκατέλειψαν τὴν πλάνη καὶ τὴν ἀκαθαρσία. Ἐνῷ λοιπὸν καὶ οἱ δυό τους ἦταν ἀλληλομισούμενοι καὶ ἐκτὸς σωτηρίας, ὁ Χριστὸς τοὺς συμφιλίωσε καὶ τοὺς χάρισε τὴ σωτηρία.
Οἱ κάτοικοι τῆς Ἐφέσου ἦταν εἰδωλολάτρες, ξένοι πρὸς τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς διαθῆκες, «ἐλπίδα μὴ ἔχοντες καὶ ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ», ἀλλὰ τελικά, ὅταν τοὺς κήρυξε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ ἐγκατέλειψαν τὴν πλάνη καὶ τὴν ἀκαθαρσία τῶν εἰδώλων καὶ ἔγιναν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὴ τὴ μεταστροφή τους στὸ Θεὸ καὶ τὴν εἰρήνευσή τους μὲ τὸν Ἰσραὴλ κάνει λόγο ἡ ἀποστολική μας περικοπή, τονίζοντας ὅτι αὐτὸ τὸ ἐπίτευγμα ὀφείλεται στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τοὺς θυμίζει τὴ μεγάλη αὐτὴ προσφορὰ τοῦ Χριστοῦ, γιὰ ν’ αὐξήσει τὴν εὐγνωμοσύνη τους καὶ τὴν ἀφοσίωσή τους σ’ αὐτὸν καὶ παράλληλα νὰ τοὺς κεντρίσει τὴν προσοχὴ ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, ποὺ διασποῦν τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἑνότητα. Ἂς παρακολουθήσουμε τὰ νοήματα τῆς περικοπῆς ἕνα πρὸς ἕνα.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου λέει· Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας. Διότι αὐτὸς ἕνωσε τοὺς δύο κόσμους, τὸν ἰουδαϊκὸ καὶ τὸν ἐθνικό, καὶ τοὺς ἔκανε ἀπὸ δύο καὶ ἐχθρικοὺς λαούς, ἕνα καὶ συμφιλιωμένο, ἐννοώντας τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸς γκρέμισε τὸν τοῖχο ποὺ ὑψωνόταν ἀνάμεσα στοὺς δυὸ κόσμους καὶ ἔφραζε τὴν μεταξύ τους ἐπικοινωνία. Αὐτὸς ἄλλαξε τὰ μυαλὰ καὶ τὰ αἰσθήματα τῶν ἀνθρώπων καὶ κατάργησε τὴν ἔχθρα ἀνάμεσα στοὺς δύο κόσμους. Μὲ τὸ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔχυσε τὸ αἷμα του, κατέλυσε τὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολές του, ποὺ λειτουργοῦσαν δογματικὰ καὶ διασπαστικά, γιὰ νὰ οἰκοδομήσει τοὺς δυὸ λαοὺς στὸ πρόσωπό του σὲ ἕνα νέο ἄνθρωπο, πετυχαίνοντας μεταξύ τους τὴν εἰρήνη.
Αὐτὸς κατάργησε τὸ νόμο, αὐτὸς στὴ θέση τῆς περιτομῆς ἔβαλε τὸ βάπτισμα, αὐτὸς ἀντικατέστησε τὶς ζῳοθυσίες μὲ τὴν ἀναίμακτη θυσία, ἀναπλήρωσε τὴν ἱερωσύνη τῶν τύπων καὶ τῶν αἱμάτων μὲ τὴν ἱερωσύνη τῆς χάριτος. Καὶ ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ συμφιλιώσει καὶ ἑνώσει τοὺς δυὸ λαοὺς σὲ ἕνα σῶμα, τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας, μὲ τὸ σταυρικό του θάνατο, ἀφοῦ νωρίτερα θανάτωσε τὴν ἔχθρα πάλι μὲ τὸ θάνατό του.
Καὶ σὰν ἦρθε στὸν κόσμο, κήρυξε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα σὲ σᾶς τοὺς ἐθνικοὺς ποὺ ἤσασταν μακριὰ καὶ σ’ ἐμᾶς τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἤμασταν κοντά. Αὐτὸς ὁ εἰρηνοποιὸς Χριστὸς μας ἔφερε καὶ τοὺς δύο μὲ τὸ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, τοῦ ὁποίου ἀξιωθήκαμε τῆς μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς χάριτος, κοντὰ στὸν Πατέρα. Τὸ εἶχε πεῖ ἄλλωστε ὅτι κανένας δὲν ἔρχεται στὸν Πατέρα, ἐκτὸς μόνο διὰ μέσου ἐμοῦ. Καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἔρθει κοντά μου, ἐὰν ὁ Πατέρας, ποὺ μὲ ἔστειλε, δὲν τὸν ἀλλοιώσει καὶ δὲν τὸν προσελκύσει μὲ τὴ θεία δύναμή του.
Ἀπ’ ὅλα τὰ παραπάνω, λέει ὁ Ἀπόστολος, βγαίνει ἀβίαστα τὸ συμπέρασμα ὅτι τώρα πιὰ δὲν εἶστε ξένοι καὶ προσωρινοὶ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ εἶστε συμπολῖτες τῶν ἁγίων καὶ ἄνθρωποι τῆς οἰκογενείας του. Ἔχετε οἰκοδομηθεῖ σὰν κατάλληλες ζωντανὲς πέτρες πάνω στὸ θεμέλιο ποὺ τὸ ἀποτελοῦν οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ προφῆτες, ἐνῷ ἀγκωνάρι στὴ γωνία τοῦ τοίχου τῆς θείας οἰκοδομῆς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ στηρίζει ὅλη τὴν οἰκοδομή, εἶναι ὁ Χριστός.
Ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ὅλη ἡ οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας συναρμολογεῖται ἁρμονικὰ καὶ στερεὰ καὶ ἡ οἰκοδομὴ τῆς ἐκκλησίας αὐξάνεται καὶ ὑψώνεται καὶ γίνεται ναὸς ἅγιος μὲ τὴ συνεκτικὴ δύναμη τοῦ Κυρίου. Σ’ αὐτὸν τὸν ἅγιο ναὸ καὶ σεῖς οἱ Ἐφέσιοι, οἱ πρώην εἰδωλολάτρες καὶ νῦν ζηλωταὶ Χριστιανοί, οἰκοδομεῖσθε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πιστούς, γιὰ νὰ γίνετε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ Χριστὸ τὸν ὀνομάζει στὸν ἴδιο στίχο καὶ θεμέλιο καὶ ἀκρογωνιαῖο λίθο, ἐνῷ ἀλλοῦ λέγεται κεφαλὴ γωνίας. Πράγματι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς πίστεως, ὁ ἀκρογωνιαῖος ποὺ ἑνώνει καὶ συνέχει τοὺς δύο κόσμους, ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
῞Ολ’ αὐτὰ ποὺ πρόσφερε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἐφεσίους τὰ πρόσφερε καὶ σ’ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες τῆς μητροπολιτικῆς καὶ τῆς ἁπανταχοῦ Ἐλλάδος, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλα τὰ ἔθνη, χρησιμοποιώντας σὰν ἄλλο στόμα του τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε τὴν εὐεργεσία του καὶ ἂς εἴμαστε ἀφοσιωμένοι στὸ πρόσωπό του.
᾿Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις· νοέμβριος 2010)