ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα κυριακῶν ᾿Απόστολος 18ης κυριακῆς ἐπιστολῶν

PostHeaderIcon ᾿Απόστολος 18ης κυριακῆς ἐπιστολῶν

 

Ἡ ἐλεημοσύνη ξεκινάει ἀπὸ τὸ Θεό

 

Κυρ. ΙΗ΄ Ἐπιστολῶν (Β΄ Κο 9,6-11)

 

    Τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων στὰ ᾿Ιεροσόλυμα εἶχε συμβεῖ οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ δὲν πίστεψαν στὸ Χριστό, νὰ καταδιώκουν τοὺς Ἰουδαίους ποὺ εἶχαν πιστέψει. Τοὺς καταδίωκαν ἄγρια. Τοὺς ἅρπαζαν τὰ σπίτια, τὶς περιουσίες, τοὺς ἀνάγκαζαν νὰ μετοικήσουν. Κι ἐκεῖνοι, σηκώνοντας τὸ βαρὺ σταυρὸ τοῦ διωγμοῦ καὶ τῆς προσφυγιᾶς, στεροῦνταν τῶν πάντων, καὶ τοῦ ψωμιοῦ καὶ τοῦ ρούχου καὶ τῆς στέγης. Καὶ τὰ ὑπέμειναν ὅλα μὲ χαρὰ γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἐπαινώντας τους κάπου ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· «Μὲ χαρὰ δεχτήκατε τὴν ἁρπαγὴ τῶν ὑπαρχόντων σας». Καὶ παρηγορώντας τους· «Πολλὴν ἄθλησιν παθημάτων ὑπεμείνατε».

    Δὲν τοὺς ἐγκατέλειψε λοιπὸν ὁ Θεός. Ἀντιθέτως ἔβαλε αἴσθημα συμπόνιας καὶ συμπαραστάσεως σὲ ἄλλους Χριστιανούς, ποὺ τοὺς ἔστελναν τὴ βοήθειά τους. Συγκεκριμένως οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Μακεδονίας, τῆς Γαλατίας, καὶ τῆς Ἀχαΐας, δηλαδὴ τῆς Κορίνθου, τοὺς ἀνακούφιζαν μὲ ἀποστολὲς χρημάτων καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ γνώριζε τὸ δρᾶμα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, καὶ συχνὰ τὰ ποσὰ ποὺ συγκεντρώνονταν τὰ μετέφερε ὁ ἴδιος στοὺς πά­σχοντας, καλλιεργοῦσε τὸ φρόνημα τῆς φιλανθρωπίας στοὺς Χριστιανοὺς σ’ ὅλες τὶς περιοχὲς ποὺ ἐπισκεπτόταν. Μάλιστα στοὺς Κορινθίους εἶχε ὑποδείξει στὴν πρώτη του Ἐπιστολὴ κι ἕναν ὑπέροχο τρόπο συγκεντρώσεως χρημάτων γιὰ τὸ συγκεκριμένο σκοπό. «Κάθε Κυριακή, λέει, ὁ καθένας σας νὰ βάζει στὴν ἄκρη ἕνα ποσό, καὶ νὰ μαζεύει ὅ,τι ἐπιθυμεῖ, γιὰ νὰ μὴ γίνονται ἔρανοι τότε ποὺ θὰ ἔρθω». Τὰ χρήματα νὰ εἶναι ἕτοιμα.

    Κι ἐδῶ, στὴν ἀποστολική μας περικοπή, πάλι καλλιεργεῖ τὴν ἀγαθὴ προαίρεση τῶν Χριστιανῶν τῆς Κορίνθου γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη, καὶ τονίζει τὰ πνευματικὰ ποὺ κομίζει αὐτὸς ποὺ ἐλεεῖ. Μὲ γλῶσσα συμβολικὴ καὶ ἀνώτερη ὀνομάζει τὴν πράξη αὐτὴ τῆς ἀγάπης «σπόρο», καὶ τὸ πνευματικὸ ὄφελος «θερισμό». Ἂς τὸν ἀκούσουμε.

    «Αὐτὸς ποὺ σπέρνει μὲ τσιγγουνιά, μὲ τσιγγουνιὰ καὶ θὰ θερίσει, κι αὐτὸς ποὺ σπέρνει ἁπλόχερα, μὲ ἁπλοχεριὰ καὶ θὰ θερίσει», δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ δίνει μὲ τσιγγουνιά, μὲ τσιγγουνιὰ θὰ πάρει τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸ Θεό. Κι αὐτὸς ποὺ δίνει μὲ γενναιοδωρία, μὲ γενναιοδωρία θὰ δεχθεῖ τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸ Θεό. Δίνεις πολλά; παίρνεις πολλά. Δίνεις λίγα; παίρνεις λίγα. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἡ ἀνταπόδοση ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν γίνεται ἀκριβῶς ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο δίνεις, ἀλλὰ μὲ τὸ πῶς δίνεις, μὲ τί καρδιά. Γι’ αὐτὸ καὶ προ­λαβαίνει νὰ ἐξηγήσει.

    «Ὁ καθένας ἂς δίνει ἐλεύθερα, ὅπως τοῦ λέει ἡ καρδιά του. Ὄχι μὲ λύπη ἢ ἐπειδὴ τὸν πιέζει κάποιος. Διότι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ αὐτὸν ποὺ δίνει μὲ εὐχαρίστηση μὲ προθυμία καὶ μὲ χαμόγελο». Ὅταν μέσα στὸν ἄνθρωπο βόσκει ἡ ὀλιγοπιστία καὶ ἡ φιλαργυρία, δίνει μὲ λύπη. Φοβᾶται μήπως δίνοντας λιγοστέψουν τὰ λεφτά του καὶ καταντήσει καὶ ὁ ἴδιος φτωχός. Ὅταν πάλι ὁ ἄνθρωπος πιέζεται, δίνει γιὰ νὰ φανεῖ καλὸς σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν πιέζουν. Καὶ θέλοντας ὁ ἀπόστολος νὰ τοὺς βγάλει ἀπ’ αὐτὲς τὶς ψυχικὲς ἀγκυλώσεις τῆς ὀλιγοπιστίας φιλαργυρίας καὶ τῆς ἀνθρωπαρεσκείας, τοὺς διαβε­βαιώνει ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τοὺς τὰ δώσει πίσω μὲ τὸ παραπάνω. Συγκεκριμένως λέει· Ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς νὰ σᾶς δώσει μὲ τὸ παραπάνω κάθε ὑλικὴ εὐ­λο­γία, ὥστε σὲ κάθε περίπτωση νὰ ἔχετε πάντοτε κάθε ἐπάρκεια, καὶ νὰ δίνετε μὲ τὸ παραπάνω σὲ κάθε καλὸ ἔργο ποὺ γίνεται».

    Οὐσιαστικὰ δηλαδὴ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη τὴν κάνει ὁ Θεός, ποὺ δίνει τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Μᾶς δίνει ἄφθονα ὑλικὰ ἀγαθά, γιὰ νὰ δίνουμε ἄφθονα. Καὶ ὅσο πιὸ πολλὰ μᾶς δίνει, τόσο πιὸ πολ­λὰ ὀφείλουμε νὰ δίνουμε. Ὁ Χριστιανὸς εἶναι διαχει­ρι­στὴς τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἀγαθὰ ἀνήκουν στὸ Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ πλούσιος ποὺ δίνει καὶ δίνει καὶ δὲν σταματᾶ νὰ δίνει χωρὶς νὰ τελειώνουν τὰ πλούτη του. Κι ἐμεῖς, ἂν εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ τοῦ μοιάζουμε. Νὰ μὴν εἴμαστε σφιχτοί, ἀλλὰ ἁπλόχεροι, ὅπως ἐκεῖνος. Δὲν μᾶς τὰ δίνει ὅλα γιὰ τὸ τομάρι μας. Ἀλλὰ μᾶς τὰ δίνει, γιὰ νὰ δίνουμε ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀνάγκη. Ἂν τὸ ἐφαρμόζαμε αὐτό, δὲν θὰ ὑπῆρχαν ἄν­θρωποι χωρὶς ψωμί, νερό, ῥοῦχο, φάρμακο, σπίτι. Ἡ κοινωνικὴ δικαι­ο­σύνη, ὅπως διδάσκεται ἐδῶ, θὰ εἶχε ἐπικρατήσει, καὶ ὅλοι θὰ ἦταν χορτᾶτοι καὶ χαρούμενοι.

    Καὶ καθὼς ὁ Ἀπόστολος μιλάει γιὰ τὸν πλοῦτο καὶ τὴ γενναιο­δωρία τοῦ Θεοῦ, θυμᾶται ἕναν Ψαλμὸ ποὺ λέει· «Σκόρπισε πολλὰ ἀγαθὰ ὁ Θεός. Ἔδωσε στοὺς φτωχούς. Ἡ δικαιοσύνη του καὶ ἡ ἁπλοχεριά του μένει μοναδικὸ παράδειγμα σ’ ὅλους τους αἰῶνες». Πράγματι, καὶ τί δὲν ἔδωσε ὁ Θεός; Μᾶς ἔδωσε τὴ γῆ ποὺ εἶναι ἕνας παράδεισος, τὸν ἀέρα γιὰ ν’ ἀναπνέουμε, τὸ νερό, τὸ ψωμί, τὸν ἥλιο, τὸ ἔδαφος, τὸ ὑπέδαφος, τὰ ὀρυκτά, τὰ μέταλλα, τὴν ἡμέρα γιὰ δου­λειά, τὴ νύχτα γιὰ ξεκούραση, τὴν ὑγεία, τὶς θάλασσες, τὰ βουνά, τὰ χωράφια, τὰ ποτάμια, τὶς λίμνες, τὰ δάση, τὰ καρποφόρα δέντρα, τὰ σιτηρά, τὰ ζῷα. Ὅλα ἄφθονα, ὅλα δωρεάν. Δὲν μᾶς ἔδωσε ὅμως μόνο αὐτά· μᾶς ἔδωσε τὴν οἰκογένεια, τὰ παιδιά, τοὺς συνανθρώπους, τὸ νοῦ, τὴν καρδιά, τὰ συναισθήματα, γιὰ νὰ διαχειριζόμαστε σωστὰ ὅλα αὐτὰ τὰ πολύτιμα ἀγαθά. Καὶ παραπάνω ἀπ’ ὅλα μᾶς ἔδωσε τὸν ἴδιο τὸ Γιό του, γιὰ νὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κόλαση καὶ νὰ μᾶς βάλει στὴ χαρὰ καὶ στὸν παράδεισο. Τί ἄλλο ἔχει ἀξία καὶ δὲν μᾶς τὸ ἔδωσε ὁ Θεός; Στὴν πραγματικότητα ὅλα τὰ καλὰ ποὺ ἔχουμε εἶναι τοῦ Θεοῦ. Μόνο οἱ ἁμαρτίες εἶναι δικές μας καὶ ἡ κακία.

    Καὶ τελειώνει ὁ Ἀπόστολος μὲ μία εὐχή. «Ὁ Θεὸς ποὺ δίνει τὸ σπόρο, δηλαδὴ τὰ αἰσθήματα ἐλεημοσύνης, στὸ σποριᾶ, δηλαδὴ στὸν ἐλεήμονα, καὶ τὸ ψωμὶ γιὰ νὰ τὸ τρῶνε οἱ ἄνθρωποι, εἴθε νὰ σᾶς δώσει καὶ ν’ αὐξήσει τὸ σπόρο σας, δηλαδὴ τὰ καλά σας αἰσθήματα, καὶ τὶς πράξεις τῆς καλωσύνης σας, ὥστε νὰ γίνεσθε πλούσιοι σὲ κάθε ἀγαθὸ ποὺ δίνετε ὡς ἐλεημοσύνη, τὸ ὁποῖο πετυχαίνει νὰ δοξάζεται ὁ Θεὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐλεοῦνται μέσῳ ἡμῶν ποὺ τοὺς τὰ μεταφέρουμε».

    Ὁ Ἀπόστολος ἔχει βάθος στὴ σκέψη του. Ὁ Θεὸς δίνει στὸν ἄνθρωπο, ὁ Θεὸς τὸν κινεῖ στὴν ἐλεημοσύνη, ὁ Θεὸς τελικὰ δοξάζεται. Κύκλος ἅγιος. Ὁ Θεὸς χειραγωγεῖ μυστικὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ καταλάβει ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ τείνουν οἱ πράξεις του. Ὅτι ὁ σκοπὸς αὐτὸς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸ ν’ ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος ἐλεώντας καὶ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός. Ἀρχὴ καὶ τέλος ὁ Θεός, τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα.

     Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 


Η ελεημοσύνη ξεκινάει από το Θεό

Κυρ. ΙΗ΄ Επιστολών (Β΄ Κο 9,6-11)

 

    Την εποχή των Αποστόλων στα Ιεροσόλυμα είχε συμβεί οι Ιουδαίοι, που δεν πίστεψαν στο Χριστό, να καταδιώκουν τους Ιουδαίους που είχαν πιστέψει. Τους καταδίωκαν άγρια. Τους άρπαζαν τα σπίτια, τις περιουσίες, τους ανάγκαζαν να μετοικήσουν. Κι εκείνοι, σηκώνοντας το βαρύ σταυρό του διωγμού και της προσφυγιάς, στερούνταν των πάντων, και του ψωμιού και του ρούχου και της στέγης. Και τα υπέμειναν όλα με χαρά για το όνομα του Χριστού. Επαινώντας τους κάπου ο απόστολος Παύλος λέει· «Με χαρά δεχτήκατε την αρπαγή των υπαρχόντων σας». Και παρηγορώντας τους· «Πολλήν άθλησιν παθημάτων υπεμείνατε».

    Δεν τους εγκατέλειψε λοιπόν ο Θεός. Αντιθέτως έβαλε αίσθημα συμπόνιας και συμπαραστάσεως σε άλλους Χριστιανούς, που τους έστελναν τη βοήθειά τους. Συγκεκριμένως οι Χριστιανοί της Αντιοχείας, της Μακεδονίας, της Γαλατίας, και της Αχαΐας, δηλαδή της Κορίνθου, τους ανακούφιζαν με αποστολές χρημάτων και υλικών αγαθών. Ο δε απόστολος Παύλος, που γνώριζε το δράμα των ανθρώπων αυτών, και συχνά τα ποσά που συγκεντρώνονταν τα μετέφερε ο ίδιος στους πά­σχοντας, καλλιεργούσε το φρόνημα της φιλανθρωπίας στους Χριστιανούς σ’ όλες τις περιοχές που επισκεπτόταν. Μάλιστα στους Κορινθίους είχε υποδείξει στην πρώτη του Επιστολή κι έναν υπέροχο τρόπο συγκεντρώσεως χρημάτων για το συγκεκριμένο σκοπό. «Κάθε Κυριακή, λέει, ο καθένας σας να βάζει στην άκρη ένα ποσό, και να μαζεύει ό,τι επιθυμεί, για να μη γίνονται έρανοι τότε που θα έρθω». Τα χρήματα να είναι έτοιμα.

    Κι εδώ, στην αποστολική μας περικοπή, πάλι καλλιεργεί την αγαθή προαίρεση των Χριστιανών της Κορίνθου για την ελεημοσύνη, και τονίζει τα πνευματικά που κομίζει αυτός που ελεεί. Με γλώσσα συμβολική και ανώτερη ονομάζει την πράξη αυτή της αγάπης «σπόρο», και το πνευματικό όφελος «θερισμό». Ας τον ακούσουμε.

    «Αυτός που σπέρνει με τσιγγουνιά, με τσιγγουνιά και θα θερίσει, κι αυτός που σπέρνει απλόχερα, με απλοχεριά και θα θερίσει», δηλαδή αυτός που δίνει με τσιγγουνιά, με τσιγγουνιά θα πάρει την ευλογία από το Θεό. Κι αυτός που δίνει με γενναιοδωρία, με γενναιοδωρία θα δεχθεί την ευλογία από το Θεό. Δίνεις πολλά; παίρνεις πολλά. Δίνεις λίγα; παίρνεις λίγα. Με τη διαφορά ότι η ανταπόδοση από το Θεό δεν γίνεται ακριβώς ανάλογα με το πόσο δίνεις, αλλά με το πώς δίνεις, με τι καρδιά. Γι’ αυτό και προ­λαβαίνει να εξηγήσει.

    «Ο καθένας ας δίνει ελεύθερα, όπως του λέει η καρδιά του. Όχι με λύπη ή επειδή τον πιέζει κάποιος. Διότι ο Θεός αγαπά αυτόν που δίνει με ευχαρίστηση με προθυμία και με χαμόγελο». Όταν μέσα στον άνθρωπο βόσκει η ολιγοπιστία και η φιλαργυρία, δίνει με λύπη. Φοβάται μήπως δίνοντας λιγοστέψουν τα λεφτά του και καταντήσει και ο ίδιος φτωχός. Όταν πάλι ο άνθρωπος πιέζεται, δίνει για να φανεί καλός σ’ αυτούς που τον πιέζουν. Και θέλοντας ο απόστολος να τους βγάλει απ’ αυτές τις ψυχικές αγκυλώσεις της ολιγοπιστίας φιλαργυρίας και της ανθρωπαρεσκείας, τους διαβε­βαιώνει ότι ο Θεός θα τους τα δώσει πίσω με το παραπάνω. Συγκεκριμένως λέει· Ο Θεός είναι δυνατός να σας δώσει με το παραπάνω κάθε υλική ευλογία, ώστε σε κάθε περίπτωση να έχετε πάντοτε κάθε επάρκεια, και να δίνετε με το παραπάνω σε κάθε καλό έργο που γίνεται».

    Ουσιαστικά δηλαδή τη φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη την κάνει ο Θεός, που δίνει τα υλικά αγαθά. Μας δίνει άφθονα υλικά αγαθά, για να δίνουμε άφθονα. Και όσο πιο πολλά μας δίνει, τόσο πιο πολλά οφείλουμε να δίνουμε. Ο Χριστιανός είναι διαχει­ρι­στής του Θεού. Τα αγαθά ανήκουν στο Θεό. Ο Θεός είναι ο πλούσιος που δίνει και δίνει και δεν σταματά να δίνει χωρίς να τελειώνουν τα πλούτη του. Κι εμείς, αν είμαστε άνθρωποι του Θεού, πρέπει να του μοιάζουμε. Να μην είμαστε σφιχτοί, αλλά απλόχεροι, όπως εκείνος. Δεν μας τα δίνει όλα για το τομάρι μας. Αλλά μας τα δίνει, για να δίνουμε εκεί που υπάρχει ανάγκη. Αν το εφαρμόζαμε αυτό, δεν θα υπήρχαν άνθρωποι χωρίς ψωμί, νερό, ρούχο, φάρμακο, σπίτι. Η κοινωνική δικαιοσύνη, όπως διδάσκεται εδώ, θα είχε επικρατήσει και όλοι θα ήταν χορτάτοι και χαρούμενοι.

    Και καθώς ο Απόστολος μιλάει για τον πλούτο και τη γενναιοδωρία του Θεού, θυμάται έναν Ψαλμό που λέει· «Σκόρπισε πολλά αγαθά ο Θεός. Έδωσε στους φτωχούς. Η δικαιοσύνη του και η απλοχεριά του μένει μοναδικό παράδειγμα σ’ όλους τους αιώνες». Πράγματι, και τι δεν έδωσε ο Θεός; Μας έδωσε τη γη που είναι ένας παράδεισος, τον αέρα για ν’ αναπνέουμε, το νερό, το ψωμί, τον ήλιο, το έδαφος, το υπέδαφος, τα ορυκτά, τα μέταλλα, την ημέρα για δουλειά, τη νύχτα για ξεκούραση, την υγεία, τις θάλασσες, τα βουνά, τα χωράφια, τα ποτάμια, τις λίμνες, τα δάση, τα καρποφόρα δέντρα, τα σιτηρά, τα ζώα. Όλα άφθονα, όλα δωρεάν. Δεν μας έδωσε όμως μόνο αυτά· μας έδωσε την οικογένεια, τα παιδιά, τους συνανθρώπους, το νου, την καρδιά, τα συναισθήματα, για να διαχειριζόμαστε σωστά όλα αυτά τα πολύτιμα αγαθά. Και παραπάνω απ’ όλα μας έδωσε τον ίδιο το Γιο του, για να μας βγάλει από την αμαρτία και την κόλαση και να μας βάλει στη χαρά και στον παράδεισο. Τι άλλο έχει αξία και δεν μας το έδωσε ο Θεός; Στην πραγματικότητα όλα τα καλά που έχουμε είναι του Θεού. Μόνο οι αμαρτίες είναι δικές μας και η κακία.

    Και τελειώνει ο Απόστολος με μια ευχή. «Ο Θεός που δίνει το σπόρο, δηλαδή τα αισθήματα ελεημοσύνης, στο σποριά, δηλαδή στον ελεήμονα, και το ψωμί για να το τρώνε οι άνθρωποι, είθε να σας δώσει και ν’ αυξήσει το σπόρο σας, δηλαδή τα καλά σας αισθήματα, και τις πράξεις της καλωσύνης σας, ώστε να γίνεσθε πλούσιοι σε κάθε αγαθό που δίνετε ως ελεημοσύνη, το οποίο πετυχαίνει να δοξάζεται ο Θεός από αυτούς που ελεούνται μέσω ημών που τους τα μεταφέρουμε».

    Ο Απόστολος έχει βάθος στη σκέψη του. Ο Θεός δίνει στον άνθρωπο, ο Θεός τον κινεί στην ελεημοσύνη, ο Θεός τελικά δοξάζεται. Κύκλος άγιος. Ο Θεός χειραγωγεί μυστικά τον άνθρωπο να καταλάβει ποιος είναι ο σκοπός στον οποίο πρέπει να τείνουν οι πράξεις του. Ότι ο σκοπός αυτός δεν είναι άλλος από το ν’ αγιάζεται ο άνθρωπος ελεώντας και να δοξάζεται ο Θεός. Αρχή και τέλος ο Θεός, το άλφα και το ωμέγα.

    Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, αρχιμανδρίτης