᾿Απόστολος κυριακῆς Σαμαρείτιδος
Χριστιανός, τίτλος τιμῆς
Κυρ. Σαμαρείτιδος (Πρξ 11,19-30)
Ὁ Θεὸς εἶχε στὸ σχέδιό του νὰ βγάλει τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας. Πρόθεσή του ἦταν νὰ πιστέψουν καὶ νὰ σωθοῦν ὄχι μόνο οἱ Ἰουδαῖοι ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Γιὰ τὴν πραγματοποίηση αὐτοῦ τοῦ σχεδίου θὰ ἔπρεπε οἱ ἀπόστολοι νὰ περιοδεύσουν καὶ νὰ κηρύξουν ἐκτὸς Ἰουδαίας, σύμφωνα μὲ τὴ νέα καὶ ὁριστικὴ ἐντολὴ τοῦ Ἀναστάντος «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη». Οἱ δώδεκα ἀπόστολοι ὅμως, παρεξηγώντας προφανῶς κάποια παλιότερη προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ μὴν πᾶνε νὰ κηρύξουν στὰ ἔθνη, ἀλλὰ μόνο στὰ χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰσραήλ (Μθ 10,5), προτροπὴ ποὺ τὴν εἶχε κάνει ὁ Χριστὸς τότε δοκιμαστικῶς καὶ προσωρινῶς, «στρογγυλοκάθησαν» στὰ ᾿Ιεροσόλυμα.
Πῶς νὰ τοὺς βγάλει τώρα ἀπὸ ἐκεῖ μέσα ὁ Θεὸς καὶ νὰ τοὺς σκορπίσει στὰ ἔθνη, γιὰ νὰ κηρύξουν παντοῦ τὴ σωτηρία; Τοὺς ἔκανε λοιπὸν ὁ Θεὸς «ἀναγκαστικὴ ἔξωση» ἀπὸ τὰ ᾿Ιεροσόλυμα. Τοὺς ἔδωσε μία «κλωτσιὰ» καὶ τοὺς σκόρπισε στὰ ἔθνη. Ὡς εὐεργετικὴ «κλωτσιὰ» μποροῦμε νὰ ἐκλάβουμε τὸ διωγμὸ ποὺ κηρύχθηκε κατὰ τῶν πιστῶν στὰ ᾿Ιεροσόλυμα μετὰ τὸ λιθοβολισμὸ τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Αὐτὴ ἡ «κλωτσιὰ» τοὺς ἀνάγκασε νὰ βγοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ κέντρο καὶ νὰ σκορπιστοῦν στὰ διάφορα ἔθνη, Κύπρο, Συρία, καὶ ἀλλοῦ.
Κάποιοι ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς διωγμένους Ἰουδαίους, ποὺ ὅμως εἶχαν γεννηθεῖ στὴν Κύπρο καὶ στὴ Λιβύη, φτάνοντας στὴν Ἀντιόχεια τὴν πρωτεύουσα τῆς Συρίας, ποὺ τότε ἦταν σὲ μέγεθος καὶ πληθυσμὸ τρίτη παγκοσμίως μετὰ τὴ Ρώμη καὶ τὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ ὄντας ἐμποτισμένοι ἀπὸ τὴ σωβινιστικὴ ἰουδαϊκὴ ἀντίληψη ὅτι τὸ εὐαγγέλιο δὲν πρέπει νὰ κηρυχθεῖ στὰ ἄλλα ἔθνη παρὰ μόνο στὸ δικό τους, μιλοῦσαν γιὰ τὸ Χριστὸ μόνο στοὺς συμπατριῶτες τους Ἰουδαίους, αὐτοὺς ποὺ τοὺς λέγανε Ἑλληνιστάς, γιατὶ γεννήθηκαν ἔξω ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ μιλοῦσαν σὰν μητρική τους γλῶσσα τὴν ἑλληνική.
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, παρ᾿ ὅλο τὸ σωβινισμό τους, ὁ Θεὸς ἔδωσε μεγάλη εὐλογία στὸ κήρυγμα τῶν ἀνωνύμων αὐτῶν κηρύκων. Τοὺς ἀξίωσε μάλιστα νὰ κάνουν καὶ πολλὰ θαύματα. Παρατηρήθηκε ἀκόμη καὶ κάτι ἐξαιρετικὰ εὐχάριστο, ὅτι πάρα πολλοὶ Ἰουδαῖοι ἀκούγοντας τὸ κήρυγμα τῶν ἄτυπων αὐτῶν κηρύκων καὶ βλέποντας τὰ θαύματα ποὺ γίνονταν μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, πίστεψαν στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὴν παλιά τους θρησκεία.
Στὸ μεταξὺ ἡ εὐχάριστη εἴδηση ὅτι οἱ ἄνθρωποι στὴν Ἀντιόχεια προσέρχονται ὁμαδὸν στὴν πίστη διαδόθηκε εὐρέως καὶ ἔφτασε μέχρι καὶ τὰ ᾿Ιεροσόλυμα, ποὺ θεωροῦνταν τὸ κέντρο κάθε ἀποστολῆς. Τότε οἱ ἀπόστολοι ἔκριναν καλὸ νὰ ἐνισχύσουν τὴν προσπάθεια, ποὺ γινόταν στὴν Ἀντιόχεια, στέλνοντας κάποιον περιώνυμο καὶ φημισμένο κήρυκα. Ὡς τέτοιον δὲ ἔστειλαν τὸ Βαρνάβα, ποὺ ἦταν Κύπριος, μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ περιοδεύσει στὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ νὰ φτάσει μέχρι τὴν Ἀντιόχεια.
Πράγματι ὁ Βαρνάβας, σὰν ἔφτασε στὴν Ἀντιόχεια καὶ εἶδε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὰ πολυάριθμα πλήθη ποὺ εἶχαν πιστέψει στὸ Χριστό, χάρηκε, καὶ τοὺς στήριξε ὅλους μὲ τὸ δικό του παρηγορητικὸ λόγο καὶ τοὺς προέτρεπε νὰ παραμένουν ἀφοσιωμένοι στὸν Κύριο μὲ ὅλη τὴν καλὴ διάθεση τῆς ψυχῆς τους. Καὶ μὲ αὐτὰ ποὺ τοὺς ἔλεγε καὶ ἔκανε ὁ Βαρνάβας προστέθηκαν καὶ ἄλλοι πάρα πολλοὶ στὴν πίστη.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων σημειώνονται καὶ κάποια πολὺ ἐπαινετικὰ λόγια γιὰ τὸ Βαρνάβα. Σημειώνεται λόγου χάρη ὅτι σὰν χαρακτῆρας ἦταν καλοκάγαθος καὶ γεμάτος Πνεῦμα ἅγιο καὶ πίστη. Ὁ Ἰωάννης χρυσόστομος ἐξηγεῖ ὅτι ἦταν ἀφελὴς ἀθῷος ἀπονήρευτος καὶ εἶχε μεγάλη ἐπιθυμία οἱ ἄνθρωποι νὰ γνωρίσουν τὸ Χριστὸ καὶ νὰ σωθοῦν. Ἀπόδειξη ὅτι ὁ Βαρνάβας ἦταν πράγματι τέτοιος ἀπονήρευτος καὶ ἀνεπίφθονος ἄνθρωπος εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι μοιράστηκε τὴ χαρὰ τῆς προόδου τῶν Ἀντιοχέων μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Συγκεκριμένως ὁ Βαρνάβας, ἐκτιμώντας ὅτι τὸ ἔργο στὴν Ἀντιόχεια ἦταν μεγάλο καὶ ξεπερνοῦσε τὶς δυνάμεις του, πῆγε στὴν Ταρσό, τὴ γενέτειρα τοῦ Παύλου καὶ πρωτεύουσα τῆς Κιλικίας, τὸν ἀναζήτησε καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ κηρύξουν μαζὶ στὴν Ἀντιόχεια. Οὔτε κὰν τοῦ πέρασε ἡ ἰδέα ἂν ὁ Παῦλος μὲ τὰ χαρίσματά του θὰ τὸν ἐπισκιάσει. Ὁ Βαρνάβας ἐνδιαφερόταν μόνο γιὰ νὰ σωθοῦν κατὰ τὸ δυνατὸν περισσότεροι ἄνθρωποι, κι ὄχι βέβαια γιὰ τὴν προβολή του.
Ὁ Παῦλος τότε δὲν ἦταν ἀκόμη γνωστὸς σὰν ἀπόστολος. Ἦταν γνωστὸς μόνο στοὺς ἀποστόλους. Καὶ αὐτοὶ τὸν εἶχαν γνωρίσει στὰ ᾿Ιεροσόλυμα μέσῳ τοῦ Βαρνάβα, ποὺ τὸν συνόδευσε καὶ τοὺς τὸν σύστησε. Οἱ ἀπόστολοι παραδέχτηκαν τὴν ἀποστολικότητα τοῦ Παύλου καὶ ἐνέκριναν νὰ κηρύττει τὸ Χριστό. Ὁ Βαρνάβας εἶχε ἐκτιμήσει τὸν Παῦλο ἀπὸ τότε. Ὁ Παῦλος μετὰ τὴ γνωριμία του μὲ τοὺς ἀποστόλους ἀποσύρθηκε στὴν Ταρσὸ καὶ ἐκεῖ στὴν ἀφάνεια προσευχόταν μελετοῦσε καὶ ἑτοιμαζόταν, γιὰ νὰ βγεῖ στὸ κήρυγμα. Τὴν ὥρα ἐκείνη τοῦ χτύπησε τὴν πόρτα ὁ καλοσυνάτος καὶ ἄκακος Βαρνάβας. Τὸν φέρνει στὴν Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ δούλεψαν οἱ δυό τους μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ ὁμόνοια καὶ ζῆλο ἕναν ὁλόκληρο χρόνο. Ἔπαιρναν μέρος στὶς συνάξεις καὶ δίδασκαν στὰ πλήθη τῶν πιστῶν. Μάλιστα σημειώνεται στὶς Πράξεις καὶ ἡ πολὺ ἐνδιαφέρουσα πληροφορία ὅτι τὴν περίοδο ἐκείνη οἱ πιστεύοντες στὸ Χριστό, ποὺ μέχρι τότε λέγονταν μαθηταί, ὀνομάστηκαν γιὰ πρώτη φορὰ Χριστιανοί, δηλαδὴ ἄνθρωποι ποὺ ἀναγνωρίζουν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς σωτῆρα τους, καὶ ἡ τιμητικὴ αὐτὴ ὀνομασία ἔμεινε ἀπὸ τότε γιὰ πάντα.
Τὴ ζωντανὴ καὶ ἐνεργὸ πίστη τους οἱ Χριστιανοὶ τὴν ἀπέδειξαν καὶ ἔμπρακτα μὲ ἕναν ἔρανο ποὺ ἔκαναν μεταξύ τους καὶ ἔστειλαν τὸ προϊὸν τοῦ ἐράνου μὲ τοὺς Βαρνάβα καὶ Παῦλο στοὺς φτωχοὺς τῶν ᾿Ιεροσολύμων, διότι εἶχε πέσει μεγάλη πεῖνα στὰ χρόνια ποὺ Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Κλαύδιος Καῖσαρ, σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία τοῦ Ἀγάβου, ποὺ εἶχε κατεβεῖ καὶ αὐτὸς στὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὰ ᾿Ιεροσόλυμα μαζὶ μὲ ἄλλους προφῆτες.
Τίτλος τιμῆς ἡ ὀνομασία Χριστιανὸς γιὰ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων, ὅσο κι ἂν τὸν χλευάζουν καὶ τὸν πολεμοῦν μέχρι σήμερα οἱ ἀντιφρονοῦντες. Μὲ τὴν ἀδικαιολόγητη πολεμική τους πετυχαίνουν μόνο νὰ περαστοῦν τὰ ὀνόματά τους στοὺς χριστομάχους καὶ χριστιανομάχους. Ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Χριστιανοὶ θὰ μένουν στοὺς αἰῶνες.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις 29/4/2010)