ΕΠΙΛΟΓΕΣ
2. Λειτουργικὴ ζωή Θέματα ὁμιλητικῆς Λόγοι εἰς ἑόρτια ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα 5 μαΐου, ἁγ. Εἰρήνης (ἀποστολικὸν ἀνάγνωσμα)

PostHeaderIcon 5 μαΐου, ἁγ. Εἰρήνης (ἀποστολικὸν ἀνάγνωσμα)

 

Τὸ κήρυγμα φτάνει στὴ Σαμάρεια

 

5 Μαΐου, ἁγ. Εἰρήνης (Πρξ 8,5-17)

 

Κατὰ τὴ μνήμη τῆς ἁγίας Εἰρήνης ἔχει ὁριστεῖ νὰ διαβάζεται στὴ θεία λειτουργία ἡ περικοπὴ ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων, ὅπου ἐξιστορεῖται ἡ ἐξάπλωση τοῦ κηρύγματος στὴν περιοχὴ τῆς Σαμάρειας. Ἡ Σαμάρεια στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀποστόλων ἦταν περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης ποὺ ἐκτεινόταν βορείως τῆς Ἰουδαίας καὶ νοτίως τῆς Γαλιλαίας. Κάποιες λίγες πόλεις ποὺ ἀναφέρονται στὴν Καινὴ Διαθήκη εἶναι ἡ Σαμάρεια, ποὺ εἶναι ἡ πρωτεύουσα, ἡ παραθαλάσσια Καισάρεια, ἡ Συχάρ, ἡ γνωστή μας ἀπὸ τὴ Σαμαρείτιδα μὲ τὴν ὁποία συνομίλησε ὁ Χριστός, ἡ Συχέν, ἡ Αἰνών, καὶ ἄλλες.

Ποιοί μετέφεραν τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα ἐκεῖ; Τὸ μετέφεραν οἱ Χριστιανοὶ τῶν ᾿Ιεροσολύμων, ποὺ διασκορπίστηκαν στὰ χωριὰ τῆς Ἰου­δαίας καὶ τῆς Σαμάρειας, κατὰ τὸ διωγμὸ ποὺ κηρύχτηκε ἐναντίον τους μετὰ τὸ λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου. Ξερριζώθηκαν βιαίως ἀπὸ τὰ σπίτια τους, ἀλλ’ ὁ Θεὸς εὐλόγησε τὴν προσφυγιά τους, γιατὶ αὐτοὶ οἱ ξερρι­ζωμένοι μίλησαν στοὺς ἀνθρώπους ποὺ συνάντησαν γιὰ τὸ Χριστὸ μὲ τὸ λόγο τους καὶ τὸ παράδειγμά τους. Σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ συγγρα­φεὺς τῶν Πράξεων Λουκᾶς· «Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες διῆλθον εὐαγγελι­ζόμενοι τὸν λόγον».

Ἰδιαίτερη καὶ ὀνομαστικὴ ἀναφορὰ ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς τοὺς πρόσφυγες γίνεται στὴν περικοπή μας γιὰ τὸ Φίλιππο, τὸν δεύτερο μετὰ τὸ Στέφανο ἀπὸ τοὺς ἑφτὰ ἐκλεγμένους γιὰ τὰ τραπέζια τῶν φτωχῶν. Ἱστορεῖται γι’ αὐτὸν ὅτι ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὰ ᾿Ιεροσόλυμα σὲ κάποια πόλη τῆς Σαμάρειας κήρυττε στοὺς κατοίκους τὸ Χριστό, καὶ οἱ ἄνθρωποι, καθὼς ἄκουγαν, πρόσεχαν ὅλοι μὲ τὸ ἴδιο θερμὸ ἐνδιαφέρον τὰ λόγια τοῦ Φιλίπ­που, καὶ ἔβλεπαν τὰ σημεῖα ποὺ ἔκανε. Διότι τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα ποὺ εἶχαν πολλοὶ μέσα τους ἔβγαιναν, βγάζοντας δυνατὲς φωνές. Καὶ πολλοὶ παράλυτοι καὶ κουτσοὶ θεραπεύθηκαν. Καὶ ἔγινε χαρὰ μεγάλη στὴν πόλη ἐκείνη.

Ὁ ἱστορικὸς Λουκᾶς δὲν μᾶς λέει τί ἔλεγαν τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, διότι αὐτὰ εἶναι ἀναξιόπιστα, κι ὅταν ἀκόμη λένε τὴν ἀλήθεια. Ποτὲ δὲν δίνουμε προσοχὴ στὰ λόγια τοῦ διαβόλου. Τὸ πάθημα τῆς Εὔας δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνᾶμε. Διότι ὁ διάβολος ἐνδιαφέρεται νὰ μᾶς πλανήσει ὅλους, ἀκόμη καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Ὁ Λουκᾶς ἐνδιαφέρεται νὰ μᾶς πληροφορήσει τί ἔκανε ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ Φιλίππου. Τὸ τί λέει καὶ κάνει ὁ Θεὸς πρέπει ν’ ἀπορροφᾶ ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον μας.

Καὶ συνεχίζει τὴν ἐξιστόρηση ὁ Λουκᾶς· Πρὶν νὰ πάει ὁ Φίλιππος στὴ Σαμάρεια, ὁ λαὸς θαύμαζε ἕναν ἄλλον, ποὺ ἦταν ἐκεῖ καὶ λεγόταν Σίμων, καὶ ἔκανε δημοσίως μαγικὰ πράγματα, μὲ τὰ ὁποῖα κατέπληττε τοὺς Σαμαρεῖτες. Καὶ ἔλεγε γιὰ τὸν ἑαυτό του μὲ ὑπερηφάνεια καὶ γαῦρο ὕφος ὅτι ἦταν κάποιος μεγάλος καὶ σπουδαῖος. Σ’ αὐτὸν πρόσεχαν ὅλοι ἀπὸ τὸν πιὸ μικρὸ μέχρι τὸν πιὸ μεγάλο καὶ ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἡ μεγάλη. Λίγο πολὺ τὸν θεοποιοῦσαν. Καὶ τοῦ ἔδιναν προσοχή, διότι ἐπὶ ἀρκετὸ καιρὸ τοὺς εἶχε καταπλήξει μὲ τὶς μαγεῖες του.

Ὅταν ὅμως κάποιοι κάτοικοι τῆς Σαμάρειας πίστεψαν στὸ Φίλιππο, ποὺ τοὺς κήρυττε γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ βαπτίζονταν ἄντρες καὶ γυναῖκες, ὁ θαυμασμός τους ἔφυγε ἀπὸ τὸ Σίμωνα καὶ πῆγε στὸ Χριστό. Τὸ περίεργο εἶναι ὅμως ὅτι ὁ Σίμων ὄχι μόνο δὲν ἀντέδρασε, ἀλλὰ πίστεψε καὶ αὐτὸς ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ βαπτίστηκε δὲν ξεκολλοῦσε ἀπὸ τὸ Φίλιππο, ἀλλὰ συν­εχῶς βρισκόταν κοντά του. Καὶ βλέποντας τὰ σημεῖα καὶ τὶς δυνάμεις τὶς μεγάλες ποὺ γίνονταν ἔμεινε κατάπληκτος. Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι ὁ θαυμασμός του δὲν ἦταν εἰλικρινής.

Στὸ μεταξὺ οἱ ἀπόστολοι στὰ ᾿Ιεροσόλυμα ἔμαθαν ὅτι ἡ περιοχὴ τῆς Σαμάρειας ἔχει δεχθεῖ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔστειλαν ἐκεῖ τοὺς ἀποστό­λους Πέτρο καὶ Ἰωάννη, προφανῶς γιὰ νὰ ἐνισχύσουν τὸ ἔργο τοῦ Φιλίπ­που καὶ νὰ κάνουν ἐπιπλέον ὅ,τι δὲν μποροῦσε νὰ κάνει μόνος του ὁ Φί­λιππος. Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ ἀπόστολοι ὑπακούοντας στὴν κεντρικὴ ἀπόφαση τῶν ἀποστόλων, ἀφοῦ κατέβηκαν ἀπὸ τὰ ᾿Ιεροσόλυμα στὴ Σαμάρεια, προσευχήθηκαν γιὰ ὅλους αὐτούς, προκειμένου νὰ πάρουν τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἦταν ἁπλῶς βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ἔβαζαν τὰ χέρια τους πάνω τους καὶ ἐκεῖνοι ἔπαιρναν ἅγιο Πνεῦμα.

Καὶ μία λεπτομέρεια ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτεται ἐδῶ, ὅτι ὁ Πέτρος δὲν ἦταν ἀνεξέλεγκτος, ὅπως θέλησαν νὰ τὸν παρουσιάσουν ἀργότερα οἱ παπικοὶ ἰσχυριζόμενοι ὅτι ἦταν ὁ ἀποκλειστικὸς διάδοχος τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὁ πάπας τοῦ Πέτρου, ἀλλ’ ἐντελῶς ἀντίθετα ὑπαγόταν καὶ αὐτὸς στὴν κεντρικὴ ἐξουσία τῶν ἀποστόλων. Οἱ ἀπόστολοι τοῦ ἔδωσαν ἐντολὴ νὰ πάει στὴ Σαμάρεια, καὶ πῆγε. Πῆγε, ὄχι διότι πῆρε ἀπόφαση μόνος του, ὅπως παίρνει σήμερα ὁ πάπας, οὔτε ἔστειλε κανέναν ἄλλον ὡς ἀντιπρόσωπό του (βικάριο), ὅπως κάνει σήμερα ὁ πάπας.

Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ἂν οἱ ἀπόστολοι δὲν ἔβαζαν τὰ χέρια τους, τὸ βάπτισμα ἦταν ἐλλιπές; Προφανῶς ὄχι. Διότι μὲ τὸν καιρὸ οἱ βαπτιζόμενοι πληθύνονταν καὶ οἱ ἀπόστολοι δὲν ἐπαρκοῦσαν νὰ βάζουν τὰ χέρια τους σὲ ὅλους. Ἐξάλλου οἱ ἀπόστολοι δὲν ἦταν παρόντες σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, ἐνῷ ὁ βαπτισμὸς γινόταν σὲ ὅλες τὶς ἐποχές. Δὲν ἔπαυσε νὰ γίνεται ἀκόμη καὶ σήμερα, καὶ ποτὲ δὲν θὰ παύσει νὰ γίνεται. Τότε τί ἦταν αὐτὴ ἡ ἐπίθεση (= τοποθέτηση) τῶν χεριῶν τους; Προφανῶς ἦταν γιὰ τὴ μετάδοση ἐκτάκτων χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ τότε ὁ Θεὸς ἔκρινε ὅτι ἦταν ἀναγκαῖα, γιὰ νὰ τὰ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι, νὰ συγκλονίζονται, καὶ νὰ προσέρχονται στὴν πίστη καὶ στὴ σωτηρία ὁμαδικῶς.

 

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

 

(δημοσίευσις 29/4/2010)