14 σεπτεμβρίου· ὕψωσις τ. σταυροῦ (ἀποστολικὸν ἀνάγνωσμα)
Ἡ μωρία τοῦ κόσμου καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ
14 Σεπ., ῞Υψωσις τιμίου Σταυροῦ (Α΄ Κο 1, 18-24)
Τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων σὰν κύριο συστατικό του εἶχε τὴ σταύρωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν πρόσκληση σὲ μετάνοια. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος στὸ πρῶτο κήρυγμά του μίλησε γιὰ τὴ δύναμη τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ στὸ ἐρώτημα τῶν ἀκροατῶν του «Τί ποιήσομεν» εἶπε· «Μετανοήσατε καὶ βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν». Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος κηρύττει παντοῦ «Ἰησοῦν Χριστὸν ἐσταυρωμένον» μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιστρέψουν τὰ ἔθνη ἀπὸ τὸ σκότος στὸ φῶς.
Τὸ κήρυγμα τοῦ σταυροῦ ὅμως, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δὲν ἔχει τὴν ἴδια ὑποδοχὴ ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων· «Τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι» (Α΄ Κο 3,1). Ἄλλοι τὸ πιστεύουν κι ἄλλοι τὸ χλευάζουν. Γιατί;
Ὁ Ἰωάννης χρυσόστομος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο λαμβάνονται ἐδῶ ὅλες οἱ ἰδέες, δίνει τὴν ἀπάντηση μὲ εἰκόνα. Ὁ ἄρρωστος, λέει, ποὺ καίγεται στὸν πυρετὸ καὶ ἀργοπεθαίνει, δὲν δέχεται τὸ φαγητό, ποὺ κάποιος τοῦ προσφέρει· καὶ ἐπὶ πλέον ἐνοχλεῖται, διότι θεωρεῖ τὴν ἐνέργεια περιπαικτική, ἐνῷ πρόκειται γιὰ ἐνέργεια ἐνδιαφέροντος καὶ ἀγάπης. Καὶ ἡ ἐπίμονη ἄρνηση φέρνει μοιραίως τὸ θάνατο. Μήπως φταίει τὸ φαγητό; μήπως ὁ ἄνθρωπος ποῦ τοῦ τὸ προσφέρει; Ὄχι. Προφανῶς φταίει ἡ ἀρρώστια.
Αἰτία λοιπὸν τοῦ σωματικοῦ θανάτου ἡ ἀρρώστια, καὶ αἰτία τοῦ αἰωνίου θανάτου εἶναι ἡ ἀπιστία, ἡ χειρότερη ἀρρώστια. Αὐτὴ προσβάλλει τὸ μυαλὸ καὶ τὸ συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποστρέφεται τὸ σωτήριο κήρυγμα τοῦ σταυροῦ καὶ νὰ τὸ θεωρεῖ μωρὸ καὶ ἀνόητο. Δὲν σημαίνει ὅμως ὅτι πράγματι εἶναι μωρό. Ἂν ἡ ἀπιστία δὲν ἔφθειρε τὴ λογική του, θὰ σκεφτόταν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔκανε γι’ αὐτὸν αὐτὸ ποὺ δὲν ἔκανε οὔτε ὁ πατέρας του οὔτε ὁ ἀδερφός του. Σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε γι’ αὐτόν, χωρὶς νὰ εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ τὸ κάνει· ἁπλῶς τὸ ἔκανε ἀπὸ ὑπέρμετρη ἀγάπη.
Ἀλλὰ ἂς μὴ λάβουμε ὑπ’ ὄψιν ἐξ ἀρχῆς ὅτι ἡ ἀπιστία εἶναι παραφροσύνη, κι ἂς μὴν ἀπορρίψουμε μὲ μιᾶς τὶς ἀντιδράσεις τους. Ἂς ἐγκύψουμε κι ἂς τοὺς ἀκούσουμε. Τί ζητοῦν γιὰ νὰ πιστέψουν στὸ λόγο τοῦ σταυροῦ; Ἀποδείξεις, θὰ μᾶς ποῦν. Ἐδῶ ὅμως ἔγκειται τὸ τραγικὸ λάθος τους, διότι ζητοῦν λογικὲς ἀποδείξεις γιὰ ζητήματα πίστεως, ποὺ εἶναι ἀνώτερα τῆς λογικῆς. Διότι σὲ ζητήματα πίστεως, μόνο ἡ πίστη μπορεῖ ν’ ἀπαντήσει. Ἡ λογικὴ εἶναι πεπερασμένη καὶ ἀναρμόδια.
Κι ὅμως ρωτοῦν· Πῶς ἐκεῖνος ποῦ δὲν μπόρεσε νὰ ὑπερασπισθεῖ τὸν ἑαυτό του, θὰ σώσει τοὺς ἄλλους; Κι ἂν μποροῦσε νὰ τοὺς σώσει, γιατί δὲν τοὺς ἔσωσε πρὶν νὰ σταυρωθεῖ ἢ χωρὶς νὰ σταυρωθεῖ; Ἀπάντηση· Ἐκεῖνος ποὺ ἦταν ὁ μόνος ποὺ μποροῦσε νὰ μᾶς σώσει, ἐκεῖνος ἦταν καὶ ὁ μόνος ποὺ μποροῦσε νὰ διαλέξει τὸν τρόπο τῆς σωτηρίας μας. Δὲν χρειαζόταν νὰ ρωτήσει κανέναν ἄλλον. Αὐτοὶ ποὺ λένε ὅτι δὲν διάλεξε τὸ σωστὸ τρόπο, δὲν νομίζουν ὅτι ἐγγίζουν τὰ ὅρια τῆς αὐθαδείας;
Ἂς δοῦμε λοιπὸν τὸν τρόπο ποὺ διάλεξε ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς διάλεξε ἕναν τρόπο, τὸν τρόπο τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀδυναμίας του, μὲ τὸν ὁποῖο ἔδειξε καθαρὰ τὴ δύναμή του τὴ σοφία του καὶ τὴν ἀγάπη του, καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔκανε πιὸ θαυμαστὸ τὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας μας. Διότι ἐρωτᾶται· Τί εἶναι πιὸ θαυμαστό; τὸ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν παντοδυναμία του ἢ μὲ τὴν ἀδυναμία του; Ἀσφαλῶς μὲ τὴν ἀδυναμία του. Διότι ἂν δεῖς ἕναν μπρατσωμένο παλαιστὴ νὰ νικάει στὴν πάλη ἕνα σκελετωμένο παιδάκι, τί τὸ θαυμαστό; Ἂν ὅμως ἕνα σκελετωμένο καὶ ἀναιμικὸ παιδάκι νικᾶ ἔναν ἐπαγγελματία παλαιστή, δὲν θὰ ἦταν ἕνα μεγάλο θαῦμα;
Τόσο καὶ πολὺ πιὸ θαυμαστὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἀδύνατος ματωμένος καὶ ἐξαντλημένος Ἰησοῦς Χριστός, νικᾶ τὸν κοσμοκράτορα σατανᾶ καὶ μᾶς σῴζει ἀπὸ τὴν τυραννία του. Ὅπως εἶναι πιὸ θαυμαστὸ τὸ ὅτι οἱ Τρεῖς Παῖδες ῥίχτηκαν στὸ καμίνι καὶ σώθηκαν ἀπὸ τὴ λάβα, ἀπὸ τὸ ἂν σῴζονταν χωρὶς νὰ ριχτοῦν στὴ φωτιά, καὶ ὅπως εἶναι πιὸ θαυμαστὸ τὸ ὅτι ὁ προφήτης Ἰωνᾶς καταπόθηκε ἀπὸ τὸ θηρίο τῆς θαλάσσης, καὶ σώθηκε, ἀπὸ τὸ ἂν σῳζόταν χωρὶς νὰ τὸν καταπιεῖ τὸ θηρίο, ἔτσι εἶναι πολὺ πιὸ θαυμαστὸ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς θανατώθηκε πάνω στὸ σταυρὸ καὶ μὲ τὸ θάνατό του μᾶς ἔσωσε, ἀπὸ τὸ ἂν μᾶς ἔσῳζε χωρὶς νὰ σταυρωθεῖ. Μποροῦσε νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ σταυρὸ ὁ Χριστός, μποροῦσε νὰ καλέσει δώδεκα καὶ περισσότερες λεγεῶνες ἀγγέλων νὰ τὸν βοηθήσουν, μποροῦσε δηλαδὴ νὰ δείξει τὴ δύναμή του, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκανε. Ἤθελε νὰ ταπεινωθεῖ, νὰ πεθάνει, γιὰ νὰ θανατώσει μὲ τὴν ἄκρα ἀδυναμία καὶ ταπείνωσή του τὸν πανίσχυρο ᾅδη.
Καὶ ἐρωτᾶται. Ἂν ἡ ἐσχάτη ἀδυναμία τοῦ Χριστοῦ νίκησε τὸ πιὸ ἰσχυρὸ κράτος, τὸ κράτος τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἡ παντοδυναμία του τί μπορεῖ νὰ κάνει; Ἂς ἔχει δόξα ἡ σοφία του καὶ ἡ ἀγάπη του καὶ ἡ δύναμή του. Ἔχει δίκαιο λοιπὸν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν λέει ὅτι «τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί».
Καὶ αὐτοὺς ποὺ ῥωτᾶνε τέτοια ἐρωτήματα καὶ χλευάζουν τὴν πίστη, δὲν πρέπει νὰ τοὺς κακίζουμε· πρέπει νὰ τοὺς ἀγαποῦμε. Ὁ μακριὰ ἀπὸ τὴν πίστη ἄνθρωπος μοιάζει μὲ τὸ παιδί, ποὺ ἐνῷ ὁ πατέρας του τὸ κρατάει στὴν ἀγκαλιά του, ἐκεῖνο χωρὶς καμμιὰ αἰτία τὸν δέρνει μὲ τὰ χεράκια του στὸ πρόσωπο. Γιατί; Διότι εἶναι μωρό. Δὲν ἔχει μυαλό. Κι ὁ πατέρας τί κάνει; Τὸ ἀνέχεται, ἐπειδὴ τὸ ἀγαπᾶ, καὶ κερδίζει. Διότι ἐκεῖνο σὲ λίγο τοῦ χαμογελᾶ. Κι ὅταν ὁ λῃστὴς ἁρπάξει τὰ χρυσαφικὰ καὶ τὰ πολύτιμα ἀπὸ τὸ σπίτι, τὸ παιδὶ γελάει. Ἂν ὅμως τοῦ πάρει τὸ καλαθάκι μὲ τὰ παιχνίδια του, κλαίει, διαμαρτύρεται. Γιατί; διότι εἶναι μωρό.
Τὸ ἴδιο γίνεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴν πίστη. Ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι τοὺς μιλοῦν γιὰ τὰ σοβαρὰ θέματα τῆς σωτηρίας τους καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς, αὐτοὶ γελοῦν, εἰρωνεύονται. Ὅταν ὅμως τοὺς ἀφαιρεθοῦν τὰ ὑλικά, γίνονται θηρία. Μωρά, νήπια, ἀποδεικνύονται. Κατὰ κόσμον μπορεῖ νὰ εἶναι σοφοί, ἐπιστήμονες, διπλωματοῦχοι, ἀλλὰ στὰ θέματα τῆς πίστεως εἶναι ἀνόητα νήπια. Ἡ σοφία τους ἀποδεικνύεται μωρία. Ἂς τοὺς συμπεριφερόμαστε μὲ ἀγάπη. Κάποτε μπορεῖ ν’ ἀντιληφθοῦν ὅτι ἡ κοσμικὴ σοφία τους εἶναι μωρία, καὶ ὅτι ἡ μωρία τοῦ σταυροῦ εἶναι ἡ σοφία.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(δημοσίευσις· σεπτέμβριος 2010)